Στυλιανός Κιλημάντζος's Blog

January 12, 2025

March 24, 2023

Ήρθε μέσα απ’ τη φουρτούνα

Η αγρύπνια για το νεκρό έφτανε στο τέλος της. Σε λίγες ώρες θα ακολουθούσε η τελετή της ταφής στο τοπικό νεκροταφείο. Είχε καλλωπίσει το πτώμα και ήταν έτοιμο για να το αποχαιρετίσει ολόκληρη η κοινότητα, που θα έδινε το παρόν εκείνη την ημέρα, όπως επέβαλε η κοινωνική σύμβαση. Η συγκεκριμένη οικογένεια τον είχε ξαναπροσλάβει στο παρελθόν για τη μητέρα τους. Εκείνη τη νύχτα ήταν η σειρά του πατέρα να πάει στον άλλον κόσμο για να βρει την επί χρόνια σύζυγό του. Του φόρεσε την καλή στολή με τα άσπρα γάντια, σύμφωνα με τις επιθυμίες της οικογένειας. Ο μακαρίτης ήταν ναυτικός και μάλιστα διάσημος στην περιοχή, από τότε που είχε ηγηθεί της διάσωσης του πληρώματος ενός καραβιού, που είχε βυθιστεί ανοιχτά της κωμόπολης. Πολλές οικογένειες τού χρωστούσαν χάρη και το όνομα είχε αποκτήσει μεγάλη αίγλη μετά από το συμβάν. Σε αυτό έπαιζε σημαντικό ρόλο και η σοβαρή του έκφραση και κόσμια συμπεριφορά σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της κωμόπολης.

Είχε τον αέρα του αυστηρού οικογενειάρχη, που παρόλο που έλειπε μήνες ολόκληρους σε ταξίδια, κρατούσε παράλληλα το σπιτικό του σε τάξη. Η γυναίκα του ήταν υπάκουη και καθωσπρέπει, αλλά και η αρχόντισσα του σπιτιού κατά την απουσία του. Τα τέσσερα παιδιά του, τρία αγόρια και ένα κορίτσι, ήταν άριστοι μαθητές και εξαιρετικοί χαρακτήρες. Δεν αντιμιλούσαν ποτέ στους μεγαλύτερους και απαντούσαν μόνο όποτε κάποιος τούς απηύθυνε το λόγο, τηρώντας τον κανόνα «η σιωπή είναι χρυσός». Δε συναναστρέφονταν με τα υπόλοιπα παιδιά και μοναδική τους διασκέδαση και διακοπή από τη μελέτη ήταν οι τοπικές κοινωνικές εκδηλώσεις, στο πλευρό των γονιών τους και φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα, φυλαγμένα ειδικά για αυτές τις περιστάσεις, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος φθοράς. Όλον τον υπόλοιπο χρόνο φορούσαν τα πιο ταπεινά τους ρούχα, για τις καθημερινές τους εργασίες, τα οποία δεν ξεχώριζαν από τα ρούχα των παιδιών φτωχότερων οικογενειών. Δεν έπρεπε να ξεχωρίζουν και να επιδεικνύουν την καλύτερή τους τύχη, σε σχέση με τους απλούς αγρότες και ψαράδες, γιατί αυτό θα προκαλούσε το φθόνο και την αντιπάθεια των υπολοίπων και άλλωστε κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και ύβρη απέναντι στα θεία.

Στις εκδηλώσεις έπρεπε να μένουν στο πλευρό των γονιών τους, με σεμνότητα και αυτοσυγκράτηση. Η κόρη όφειλε να αρνείται ευγενικά τις ουκ ολίγες προτάσεις για χορό από τους νεαρούς της κωμόπολης. Όταν έφτανε η ώρα, ο πατέρας της θα της υποδείκνυε το μελλοντικό της σύζυγο και αν ήταν τυχερή μπορεί να τον έβλεπε για μια φορά και πριν τη γαμήλια τελετή. Οι τρεις γιοι θα ακολουθούσαν την ίδια καριέρα με τον πατέρα τους, περνώντας για χρόνια από την απαιτούμενη εκπαίδευση και προετοιμασία. Η μητέρα είχε αρρωστήσει πριν δύο χρόνια και είχε πεθάνει μέσα σε φρικτούς πόνους. Στην κηδεία, όλα τα μέλη της οικογένειας την αποχαιρέτισαν με βουβή οδύνη, δίχως δάκρυ. Όταν τα χείλια του μικρότερου γιου τρεμόπαιξαν για μια στιγμή και φάνηκε να χάνει τον έλεγχο, ένα βλέμμα επίπληξης από τον πατέρα ήταν αρκετό, ώστε τα δάκρυα να στεγνώσουν πριν καν εμφανιστούν στα μάτια. Ο πατέρας στάθηκε πιο τυχερός στο θάνατο. Έφυγε ξαφνικά στον ύπνο του και δεν ταλαιπωρήθηκε καθόλου. Τον είχε βρει η γκουβερνάντα που φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά μετά το θάνατο της συζύγου.

Είχε ειδοποιήσει το μεγάλο γιο, που πλέον γινόταν η κεφαλή της οικογένειας, και εκείνος με τη σειρά του είχε ειδοποιήσει το νεκροθάφτη. Εκείνος του είχε βγάλει τη μεταξωτή ρόμπα του σπιτιού και του είχε βάλει την καλή στολή. Είχε χτενίσει τα μαλλιά, κόψει τα νύχια, καθαρίσει το σώμα και είχε χρησιμοποιήσει καλλυντικά για να κρύψει τη θαμπάδα του δέρματος. Ο καπετάνιος ήταν τόσο επιβλητικός στο θάνατο όσο ήταν και στη ζωή, με το χάρο να μην έχει καταφέρει να μετριάσει το καμαρωτό του παράστημα. Το μόνο που έμενε πλέον ήταν να φορεθούν τα λουστρίνια για να ολοκληρωθεί η αρχοντική εμφάνιση. Ο νεκροθάφτης άνοιξε το κουτί με τα παπούτσια και βγάζοντας έξω το ζευγάρι, είδε ένα χρυσαφένιο αντικείμενο να πέφτει στο χαλί. Έσκυψε να το πάρει και διαπίστωσε ότι ήταν μια καρφίτσα η οποία είχε μείνει κρυμμένη μέσα στο ένα από τα δύο παπούτσια. Τα παιδιά του καπετάνιου φαίνεται ότι δεν είχαν ανοίξει το κουτί και το είχαν δώσει κατευθείαν στο νεκροθάφτη. Στην καρφίτσα απεικονιζόταν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα φωτισμένη από κεραυνούς. Στο βάθος βρισκόταν μια παράξενη μορφή, της οποίας τα χαρακτηριστικά ο νεκροθάφτης δεν μπορούσε να ξεχωρίσει.

Άκουσε βήματα έξω από το υπνοδωμάτιο και έκρυψε αυθόρμητα την καρφίτσα στην τσέπη του. Όταν άνοιξε η πόρτα, εμφανίστηκε ο μεγάλος γιος που ήθελε να διαπιστώσει πώς προχωρούσαν οι ετοιμασίες. Ο νεκροθάφτης τον ενημέρωσε ότι είχε σχεδόν τελειώσει και δεν του είπε τίποτα για το κρυμμένο αντικείμενο. Δεν είχε προλάβει να το δει καλά αλλά πίστευε ότι θα έπιανε καλή τιμή και μπορεί η οικογένεια να μην αντιλαμβανόταν καν την απώλειά του. Ολοκλήρωσε τις ετοιμασίες και φώναξε τους βοηθούς του για να μεταφέρουν με τη νεκροφόρα το σώμα στην τελευταία του κατοικία. Ο γιος δεν είχε δείξει τη συνηθισμένη αυτοσυγκράτηση της οικογένειας στα έξοδα και είχε νοικιάσει την πιο όμορφη αμαξήλατη νεκροφόρα με μωβ βελούδινες κουρτίνες και δύο άλογα, με στιλπνό μαύρο τρίχωμα, να τη σέρνουν. Όπως ήταν αναμενόμενο, όλος ο πληθυσμός της μικρής πόλης είχε συρρεύσει για να παρακολουθήσει την ταφή του καπετάνιου και σωτήρα τους. Τα παιδιά για άλλη μια φορά αποδείχθηκαν πρότυπα ψυχραιμίας, καθοδηγούμενα από το μεγάλο γιο και νέο αρχηγό του σπιτικού. Δεν έβγαλαν άχνα και δε φάνηκε ούτε ένα δάκρυ στα μάτια τους. Καθώς οι παριστάμενοι περνούσαν ένας-ένας μετά το πέρας της τελετής για να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους, εκείνα στέκονταν αξιοπρεπώς και απαντούσαν στα συμπονετικά λόγια όπως όριζε η περίσταση και τους είχε διδάξει η μητέρα τους.

Ο νεκροθάφτης πληρώθηκε γενναιόδωρα με ποσό που υπερέβαινε κατά πολύ το αρχικά συμφωνηθέν. Επέστρεψε στο σπίτι του ικανοποιημένος με το διπλό κέρδος που είχε εξασφαλίσει από την κηδεία. Παχυλή αμοιβή και ένα κόσμημα που θα του απέφερε ακόμα περισσότερα. Άναψε τις λάμπες πετρελαίου και έβγαλε την καρφίτσα από την τσέπη για να την εξετάσει καλύτερα. Είχε πλέον μια καλύτερη ιδέα για το τι ήταν η δυσδιάκριτη φιγούρα στο βάθος της εικόνας. Επρόκειτο για μια γυναίκα που φαινόταν να αιωρείται πάνω από τα κύματα, ενώ τα μακριά μαλλιά της παρασέρνονταν από τους ισχυρούς ανέμους της κακοκαιρίας. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο κόσμημα και μετά από ώρα παρατήρησης, νόμισε ότι μπορούσε να ακούσει τα κύματα της ανταριασμένης θάλασσας. Ο καιρός όμως εκείνο το βράδυ ήταν ήπιος και σίγουρα ο ήχος ήταν απλά η ιδέα του. Έκρυψε την καρφίτσα μέσα σε ένα μπαούλο και το κλείδωσε. Πήγε για ύπνο ξέροντας ότι την επόμενη μέρα πριν πάει για δουλειά, θα έπρεπε να συναντήσει μερικά άτομα αμφιβόλου ηθικής, προκειμένου να τους πουλήσει το εύρημά του. Ξύπνησε τις πρώτες πρωινές ώρες από τα παράθυρα που έτρεμαν και τις εκτυφλωτικές λάμψεις στον ουρανό. Έξω μαινόταν η χειρότερη καταιγίδα που είχε ζήσει ποτέ του.

Τα κύματα στη θάλασσα έμοιαζαν με βουνά, ο ήλιος δεν τολμούσε να τρυπήσει με τις ακτίνες του τα κατάμαυρα και αγριεμένα σύννεφα, τα δέντρα παρασέρνονταν από τους αέρηδες σαν κλαδάκια και τα σπίτια έδειχναν και αυτά έτοιμα να γείρουν, υποχωρώντας στη μανία της φύσης. Όμως αυτό που τράβηξε την προσοχή του νεκροθάφτη ήταν πιο τρομακτικό και από τις συνέπειες της λυσσαλέας θύελλας. Στην ερημιά του νεκροταφείου, ανάμεσα στους σταυρούς και στα μνήματα, περπατούσε μια γυναικεία μορφή με λυτά μακριά μαλλιά, που της έφταναν μέχρι τα γόνατα. Φορούσε ένα ξεσκισμένο φόρεμα που άφηνε τα μπράτσα και τα πόδια της ακάλυπτα και περπατούσε αγέρωχη πάνω από τους νεκρούς, χωρίς να σκιάζεται και χωρίς να την απασχολεί μην τη χτυπήσει κανένας κεραυνός ή την παρασύρει ο άνεμος. Ήταν τρελή; Τι γύρευε τέτοιαν ώρα και με τέτοιον καιρό στο νεκροταφείο; Τι μπορεί να ήταν τόσο επείγον, που την είχε αναγκάσει να βρεθεί στο μακάβριο εκείνον τόπο με κίνδυνο της ζωής της; Ήταν έτοιμος να κλείσει και να ασφαλίσει όσο πιο καλά μπορούσε τα παραθυρόφυλλα και να αφήσει τη γυναίκα στη μοίρα της. Μέσα όμως από τον αχό της κακοκαιρίας, άκουσε ένα διαπεραστικό ψίθυρο, ο οποίος ερχόταν μέσα από το σπίτι.

Του κόπηκαν τα πόδια και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Κάποιος είχε μπει στο σπίτι του και ήθελε το κακό του. Άρπαξε το πιο βαρύ βάζο που βρισκόταν στο σαλόνι του και άρχισε διστακτικά να αναζητά την πηγή του ψιθύρου. Τεντώνοντας τα αυτιά του και προσπαθώντας να απομονώσει τους εξωτερικούς ήχους, ανακάλυψε ότι προερχόταν από την ντουλάπα. Με τρεμάμενα χέρια την άνοιξε και ύστερα από ακόμα προσεκτικότερη παρατήρηση, ανακάλυψε ότι ο ήχος ακουγόταν μέσα από το μπαουλάκι. Το μπαουλάκι στο οποίο είχε κρύψει την καρφίτσα του καπετάνιου. Άφησε κάτω το βάζο και δοκίμασε να ανοίξει το μπαουλάκι. Το κλειδί τού έπεσε δύο φορές από τα χέρια, αλλά με την τρίτη προσπάθεια κατάφερε και το έβαλε στην κλειδαριά. Ξεκλειδώνοντας και ανοίγοντας το καπάκι, ο ήχος γέμισε το δωμάτιο πιο δυνατός από πριν και έβγαινε ξεκάθαρα από την κλεμμένη καρφίτσα. Την έφερε διστακτικά κοντά στο αυτί του και τα λόγια που άκουσε ανήκαν σε κάποιαν άγνωστη γλώσσα. Ακόμα και αν δεν καταλάβαινε όμως τη σημασία τους, το κορμί του ανατρίχιασε ολόκληρο σαν να είχε ακούσει τη χειρότερη απειλή. Οι ψίθυροι είχαν ξεκινήσει με την εμφάνιση της γυναίκας.

Ίσως να μην ήταν σύμπτωση και τα δύο γεγονότα να συνδέονταν. Τότε του πέρασε από το μυαλό η πιο παράλογη ιδέα, στην οποίαν όμως ταυτόχρονα δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ένιωθε ότι έπρεπε να πάρει την καρφίτσα και να προσεγγίσει τη γυναίκα στο νεκροταφείο. Ακόμα και αν ήταν πιθανότατα τρελή, ίσως να μπορούσε να του δώσει κάποιες απαντήσεις. Έβαλε το αδιάβροχό του, έχωσε την καρφίτσα στην τσέπη και βγήκε έξω στην καταιγίδα. Ο παγωμένος αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο και χρειάστηκε να κρατηθεί από την κολώνα της λάμπας που βρισκόταν έξω από το σπίτι του για να μην παρασυρθεί. Έσκυψε μπροστά και με αργά βήματα και υπεράνθρωπη προσπάθεια, ενώ ραπιζόταν από τη βροχή και τις ριπές του αέρα, έφτασε στην καγκελόπορτα του νεκροταφείου που η γυναίκα είχε αφήσει ανοιχτή, με αποτέλεσμα αυτή να κοπανάει στα κάγκελα με μανία. Κατάφερε, πιέζοντας τους μύες του πέρα από ό,τι ήταν συνηθισμένος, να την κλειδαμπαρώσει και να κατευθυνθεί προς τα μνήματα. Η γυναίκα είχε σταματήσει μπροστά από τον τάφο του καπετάνιου. Μια πράσινη αχλή την περικύκλωνε, η οποία δεν επηρεαζόταν από τον αέρα και τη βροχή, και την ακολουθούσε σε κάθε της βήμα.

Ο νεκροθάφτης κρύφτηκε πίσω από ένα μνήμα. Στον εαυτό του δικαιολόγησε αυτήν του την κίνηση σαν μια ευκαιρία να δει τι θα έκανε η γυναίκα πριν της μιλήσει. Στην πραγματικότητα ήταν κατατρομαγμένος και καταριόταν την καρφίτσα που τον είχε ωθήσει σε εκείνην την πρωινή περιπέτεια. Η γυναίκα σήκωσε το χέρι της πάνω από τον τάφο και τότε ο νεκροθάφτης ένιωσε το σώμα του να παραλύει. Είδε τον καπετάνιο να περνάει μέσα από την πλάκα και να σηκώνεται όρθιος μπροστά στη μυστηριώδη γυναίκα. Ήταν διάφανος και περιβαλλόταν από την ίδια πρασινωπή αχλή που ακολουθούσε και εκείνη. Του έδωσε το χέρι της και μαζί έφυγαν από το νεκροταφείο. Τους είδε να κατευθύνονται προς τη θάλασσα, αλλά το κουράγιο του τον είχε εγκαταλείψει και δεν μπόρεσε να τους ακολουθήσει. Ας έφευγαν μακριά από εκείνον τον τόπο και ας άφηναν αυτόν και την υπόλοιπη πόλη στην ησυχία τους. Τρέμοντας και παλεύοντας να πάρει ανάσα ανάμεσα στα μνήματα, άργησε να διαπιστώσει ότι η καταιγίδα είχε κοπάσει. Ήταν λες και η πρωινή επισκέπτρια την είχε φέρει μαζί της και με την αναχώρησή της είχε διακοπεί και η μανία της φύσης. Γύρισε στο σπίτι του μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο.

Παράτησε το αδιάβροχο, με την καρφίτσα στην τσέπη, στην είσοδο του σπιτιού και άναψε το τζάκι. Κοιτάζοντας τις φλόγες, προσπάθησε να ερμηνεύσει κάπως όσα είχε δει. Στο μόνο συμπέρασμα που μπόρεσε να φτάσει, μετά από αρκετή περίσκεψη, ήταν ότι κάποιου είδους θεότητα ή υπερφυσικό πλάσμα είχε έρθει να πάρει το πνεύμα του καπετάνιου, για να το οδηγήσει μακριά από τον κόσμο των θνητών, με προορισμό κάποιον τόπο για την ξεκούραση και την αιώνια γαλήνη των ψυχών των πεθαμένων. Δεν είχε δει στο βλέμμα του καπετάνιου την αποστροφή ή την έκπληξη. Άρα περίμενε τη γυναίκα από τη θάλασσα. Γνώριζε ότι θα ερχόταν για να τον συνοδεύσει στον επόμενο σταθμό της ύπαρξής του. Επομένως δεν ήταν κακή η μοίρα που τον περίμενε, όποιος και αν ήταν ο προορισμός του. Θα έφευγε από το μέρος της γέννησης και του θανάτου του για να γαληνέψει. Αλλά αντί να έρθει ένας άγγελος εξ ουρανού για να τον συνοδεύσει στον παράδεισο, όπως πίστευαν οι συντοπίτες του ότι συμβαίνει, είχε έρθει μια ζωντανή θύελλα από τα βάθη του ωκεανού, για να ταξιδέψουν μαζί σε κάποιο βασίλειο κάτω από τα κύματα.

Η καρφίτσα όμως τι ρόλο έπαιζε σε αυτήν την υπόθεση; Ίσως ήταν ο σύνδεσμος ανάμεσα στον κόσμο των θνητών και των πεθαμένων. Ανάμεσα στην επιφάνεια και μια διάσταση που κρυβόταν κάτω από τα κύματα, στα άγνωστα και απέραντα βάθη. Σηκώθηκε από το πάτωμα και έψαξε στην τσέπη του αδιάβροχου. Έβγαλε με τρεμάμενα χέρια την καρφίτσα έξω και την εξέτασε προσεκτικά. Με το βλέμμα καρφωμένο στην εικόνα, μπόρεσε να βγάλει ένα συμπέρασμα ή τουλάχιστον να πείσει τον εαυτό του για το τι έβλεπε. Ίσως ήταν επηρεασμένος από τα όσα είχε παρακολουθήσει στο νεκροταφείο, αλλά ήταν σχεδόν βέβαιος ότι η ξεθωριασμένη ζωγραφιά απεικόνιζε τη γυναίκα από το νεκροταφείο, μέσα σε μια καταιγίδα. Τα μαλλιά της ανακατεύονταν με τα κύματα και μέσα από τα χέρια της ξεπηδούσαν κεραυνοί, καθώς δέσποζε σαν ένα ανθρώπινο βουνό, πάνω από ένα θαλασσοδαρμένο καράβι. Έκατσε πάλι μπροστά από το τζάκι, σκεπασμένος με μια κουβέρτα και την καρφίτσα κρυμμένη μέσα στη σφιγμένη γροθιά του. Έτσι τον βρήκε το μεσημέρι, αφού ήταν τόσο βυθισμένος στην ανησυχία και στην προσπάθεια να αποφασίσει τι θα έκανε με το κλεμμένο αντικείμενο, που ξέχασε όλες του τις άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις και την πρόθεσή του να πουλήσει το αντικείμενο σε κάποιον κλεπταποδόχο.

Είχε αναπτύξει μια θεωρία, συνδέοντας την επιτυχημένη καριέρα του καπετάνιου, που του είχε αποφέρει μια αμύθητη περιουσία, με το υπερφυσικό εκείνο πλάσμα που μπορούσε να προκαλέσει καταιγίδες κατά το δοκούν και τη σωτηρία των ναυτικών από το ναυάγιο, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του μακαρίτη, εν μέσω μιας τερατώδους θύελλας, που είχε καταστήσει οποιαδήποτε άλλη απόπειρα διάσωσης των αντρών του πλοίου, αδύνατη. Η μεγαλύτερη απειλή για οποιονδήποτε ναυτικό είναι η αγριεμένη θάλασσα. Αν κάποιος μπορούσε να ξεπεράσει αυτό το σκόπελο, τότε θα ανοίγονταν μπροστά του διάπλατοι οι ορίζοντες της ναυτιλίας, επιτρέποντάς του αμέτρητες εμπορικές επιτυχίες, ταξίδια σε μέρη όπου ο ανταγωνισμός δε θα τολμούσε να ζυγώσει και χαρίζοντάς του ζηλευτή υστεροφημία. Αρκεί σε κάθε του ταξίδι να είχε μαζί του μια γητεμένη καρφίτσα που θα του επέτρεπε να επικοινωνεί με το πνεύμα της θάλασσας, που θα ερχόταν με γυναικεία μορφή να καταλαγιάζει τα νερά, όποτε αυτά προσπαθούσαν να καταπιούν και να παρασύρουν στο βυθό το καράβι του ευλογημένου θαλασσοπόρου.

Έτσι είχε καταφέρει ο οικογενειάρχης καπετάνιος να εξασφαλίσει μια ζωή γεμάτη ανέσεις για την οικογένειά του και ο ίδιος να γίνει προύχοντας της μικρής τους κοινότητας. Ίσως ο αυστηρός και λιτός βίος για την αποφυγή του φθόνου, να οφειλόταν στην ανάγκη να περνάει η οικογένεια απαρατήρητη, εξαιτίας του φοβερού μυστικού που έκρυβε. Ένα μυστικό που θα προκαλούσε την καταδίκη της θεοφοβούμενης κοινότητας, αν κάποτε έβγαινε στην επιφάνεια. Ο καπετάνιος είχε ταξιδέψει σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, σε μέρη με άγνωστους πολιτισμούς και παράξενα έθιμα. Μπορεί σε ένα από τα ταξίδια του να βρήκε τη γητεμένη καρφίτσα και από τότε η τύχη του και η καριέρα του να απογειώθηκαν. Με αυτή τη διαπίστωση άρχισαν να κλωθογυρίζουν άλλου είδους σκέψεις στο μυαλό του νεκροθάφτη. Άρχισε να αναλογίζεται τις προοπτικές που θα του ανοίγονταν αν δεν πουλούσε την καρφίτσα, αλλά αντίθετα την κρατούσε για τον εαυτό του. Έπρεπε όμως να βρει περισσότερα στοιχεία και λεπτομέρειες για το αντικείμενο και για το πλάσμα που το συνόδευε. Μπορεί να έκανε λάθος στις εκτιμήσεις του και τελικά να έβαζε στη ζωή του ένα όργανο καταστροφής και όχι πρόνοιας, όπως είχε υποθέσει.

Μπορεί η σοφία του καπετάνιου, όλα αυτά τα χρόνια, να του υποδείκνυε να το κρατάει καλά κρυμμένο, ακόμα και από τα παιδιά του, ώστε να μην το χρησιμοποιήσει κανείς και φέρει άθελά του την καταστροφή. Σηκώθηκε, έβαλε στεγνά ρούχα και πήγε στη βιβλιοθήκη της κωμόπολης, για να ψάξει να βρει βιβλία σχετικά με πνεύματα της θάλασσας και γητεμένα αντικείμενα με δυνατότητες επίκλησης. Η βιβλιοθηκάριος τον κοίταξε περίεργα όταν τη ρώτησε σε ποιο τμήμα θα μπορούσε να βρει αυτό που έψαχνε και του υπέδειξε το τμήμα μυθολογίας και λαϊκών δοξασιών. Όταν έφτασε εκεί, κατάλαβε ότι θα του έπαιρνε ώρες ή και μέρες να ανακαλύψει κάτι. Υπήρχε πάντα και η περίπτωση να μην είχε ξαναδεί ποτέ κανείς την τρομακτική γυναίκα με τα μακριά μαλλιά στη θάλασσα ή να μην είχε ακούσει για την καρφίτσα, οπότε να μην υπήρχε κάποια καταγεγραμμένη μαρτυρία. Το ενδεχόμενο όμως να φτιάξει μια περιουσία σαν αυτή του καπετάνιου τον ώθησε να μελετήσει επιμελώς την πληθώρα των πληροφοριών. Έτσι πήγαινε κάθε μέρα για τις επόμενες εβδομάδες στη βιβλιοθήκη και έμενε εκεί ώρες, παραμελώντας την εργασία του που μετά τα όσα είχε δει του φαινόταν άχαρη και ανιαρή.

Πάντα είχε αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά έχοντας πάρει μια γεύση από το υπερφυσικό, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην πεζή καθημερινότητα. Ανακάλυψε ότι πολλοί πολιτισμοί είχαν θεούς της θάλασσας ή γενικότερα του υγρού στοιχείου, όπως άλλωστε και θεούς του θανάτου, που έρχονταν στη γη να παραλάβουν τις ψυχές των νεκρών ή τις περίμεναν στην όχθη αντίπερα από το βασίλειο των ζωντανών. Η γυναίκα με τα πράσινα μαλλιά είχε εξίσου σχέση με τη θάλασσα όσο και με τις ψυχές των νεκρών και έτσι αυτοί ήταν οι δύο θεματικοί πυλώνες της αναζήτησής του. Μετά από εβδομάδες άκαρπης αναζήτησης, τον κυρίευσε η απογοήτευση. Κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει δραστικά μέτρα για να μπορέσει να βρει την άκρη, αλλιώς θα έπρεπε να παρατήσει το όλο εγχείρημα και να επικεντρωθεί και πάλι στην επιχείρησή του η οποία υπέφερε πλέον από την αδιαφορία του. Αποφάσισε να μπει κρυφά στο σπίτι του καπετάνιου και η καλύτερη ευκαιρία θα ήταν την ερχόμενη Κυριακή που όλη η κοινότητα και η οικογένεια θα ήταν στην εκκλησία. Ίσως στο γραφείο του καπετάνιου να μπορούσε να βρει κάποιο στοιχείο από τα προσωπικά αντικείμενα του μακαρίτη.

Το Σάββατο ξάπλωσε από νωρίς, αφού είχε καταστρώσει τα σχέδιά του ενδελεχώς. Όμως ο ύπνος τού αρνήθηκε την ξεκούραση εκείνο το βράδυ. Η ανυπομονησία και οι σκέψεις για τα αποτελέσματα της λαθραίας έρευνάς του το επόμενο πρωινό, δεν τον άφησαν να κλείσει μάτι. Του ερχόταν ξανά και ξανά στο νου η μορφή της γυναίκας που είχε έρθει να πάρει τον καπετάνιο στο τελευταίο του ταξίδι. Όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου τρύπωσαν μέσα από τα παραθυρόφυλλα, κατάλαβε ότι το μαρτύριο είχε πια τελειώσει. Είχε έρθει η στιγμή να ετοιμαστεί και να τολμήσει τη διάρρηξη που θα του εξασφάλιζε τις απαντήσεις που τόσο απελπισμένα αναζητούσε. Κατευθύνθηκε αποφασισμένος προς τον προορισμό του. Κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο, είδε το μεγάλο αδερφό να πηγαίνει τα μικρότερα αδέρφια του στην εκκλησία, ως όφειλε κάθε επικεφαλής οικογένειας στην κωμόπολή τους. Δεν υπήρχαν πια εμπόδια στο μονοπάτι του. Μπορούσε να ξεκινήσει. Επέλεξε την πλευρά του σπιτιού που δεν ήταν θεατή από άλλα σπίτια ή από τους περαστικούς του δρόμου. Παραβίασε την πόρτα της κουζίνας και εισήλθε με ευκολία. Στάθηκε για λίγο, στήνοντας αυτί μήπως αντιληφθεί κάποια παρουσία μέσα στο σπίτι. Η σιγή ήταν απόλυτη, μόλις όμως έκλεισε την πόρτα και προχώρησε στο σαλόνι, ένιωσε την καρφίτσα στην τσέπη του να δονείται και άρχισε πάλι να ακούει τους γνωστούς απόκοσμους ήχους.

Αντί να χάσει την ψυχραιμία του, το πήρε ως ένα σημάδι πως βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Ανέβηκε τα σκαλιά και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του καπετάνιου. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη αλλά δεν του αντιστάθηκε περισσότερο από την πόρτα της κουζίνας. Σύντομα βρισκόταν μέσα σε ένα σκοτεινό και σκονισμένο χώρο, γεμάτο βιβλία, χάρτες, εξάντες και σημειωματάρια. Αυτά τα τελευταία ήταν που του κίνησαν περισσότερο την περιέργεια και υπό το φως ενός κεριού, άρχισε να τα μελετάει αχόρταγα. Στις σελίδες τους βρήκε πληθώρα πληροφοριών, από εμπορεύματα στα αμπάρια του πλοίου του καπετάνιου, ονόματα των μελών των διαφόρων πληρωμάτων που είχαν τύχει υπό τη διοίκησή του, χρηματικές συναλλαγές και πολλά άλλα διαδικαστικά. Όμως υπήρχαν και ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως περιγραφές των εξωτικών τόπων που είχε επισκεφτεί ο μακαρίτης τόσα χρόνια στη θάλασσα. Ανέφερε περιοχές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου, κάτι που έκανε το νεκροθάφτη να απελπίζεται, αφού δεν είχε κάτι συγκεκριμένο από το οποίο να πιαστεί. Επιμένοντας όμως παρατήρησε όλο και περισσότερες αναφορές στην Πολυνησία και κατευθύνοντας την έρευνά του περισσότερο σε σημειώσεις που αφορούσαν στην αχανή αυτή περιοχή, άρχισε να εντοπίζει αναφορές σε ένα συγκεκριμένο νησί.

Αυτά που διάβασε στη συνέχεια τού προκάλεσαν ανατριχίλα. Ο καπετάνιος και το πλοίο του είχαν παρασυρθεί κάποτε από μια καταιγίδα σε ένα φαινομενικά ακατοίκητο νησί. Είχαν βρει καταφύγιο σε έναν κολπίσκο και η κακοκαιρία τούς προσπέρασε. Αποφάσισε να εξερευνήσει το νησί μαζί με δύο έμπιστους άντρες από το πλήρωμά του. Μέσα στα βάθη της ζούγκλας, εκτός από δηλητηριώδη φίδια, σκορπιούς, χνουδωτές αράχνες και εξωτική βλάστηση, είχαν βρει έναν γκρεμισμένο ναό. Στα βάθη του είχαν ανακαλύψει αμέτρητα πολύτιμα αναθήματα και αποφάσισαν να γεμίσουν τις τσέπες τους με όσους περισσότερους θησαυρούς μπορούσαν. Όμως τότε ο σκοτεινός θάλαμος γέμισε από ένα πράσινο αρρωστιάρικο φως και εμφανίστηκε μπροστά τους μια γυναικεία παρουσία με ξέπλεκα μαλλιά που κάλυπταν όλο της το γυμνό κορμί. Ήταν η θεά προς τιμήν της οποίας είχε ανεγερθεί ο ναός. Και αυτό που έκαναν μέσα στον οίκο της ήταν βεβήλωση. Οι δύο ναύτες που είχαν συνοδεύσει τον καπετάνιο, έκαναν το λάθος να τραβήξουν πιστόλια εναντίον της, μόνο και μόνο για να δουν τις σφαίρες τους να περνούν από μέσα της χωρίς να τη βλάψουν στο παραμικρό. Εκείνη άπλωσε τότε τα μαλλιά της και τους τύλιξε από την κορυφή ως τα νύχια.

Όταν τα τράβηξε πίσω, οι μπούκλες της πήραν μαζί τους το δέρμα, τα μάτια, τις γλώσσες και τα μαλλιά από τους άτυχους θαλασσοπόρους. Τους άφησε να σφαδάζουν στο πέτρινο πάτωμα του ναού. Ο καπετάνιος το χειρίστηκε διαφορετικά. Έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση, ενώ ορκίστηκε αιώνια πίστη στη θεά. Εκείνη συμφώνησε να τον αφήσει να ζήσει και μάλιστα του υποσχέθηκε καλοτυχία στην υπόλοιπη ζωή του και μια θέση στην Αυλή της όταν θα έκανε το αναπόφευκτο πέρασμα στον άλλον κόσμο. Η δέσμευση που ανέλαβε ήταν να την επισκέπτεται στο νησί μια φορά το χρόνο και να της επιδίδει μια προσφορά εξιλέωσης. Του έδωσε επίσης την καρφίτσα που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στην τσέπη του νεκροθάφτη, για να νιώθει την παρουσία της και την ευλογία της. Τον προειδοποίησε ότι η δύναμή της μπορούσε να φτάσει μέχρι την άλλην άκρη του κόσμου, οπότε αν την πρόδιδε και δεν ερχόταν να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, οι μεγαλύτερες κατάρες θα έπεφταν σε αυτόν και τους οικείους του. Ο καπετάνιος την πίστεψε και κάθε χρόνο επέστρεφε στο ναό με μια προσφορά, την οποία δεν ανέφερε με λεπτομέρειες πουθενά στις σημειώσεις του. Η τύχη του άλλαξε από την πρώτη στιγμή. Σε κάθε ταξίδι γινόταν και πλουσιότερος, ενώ αυτός και το σκάφος του έγιναν ονομαστοί στους κύκλους των ναυτικών.

Όταν πέθανε η γυναίκα του, δε θρήνησε, γιατί η θεά τού υποσχέθηκε ότι θα την κρατούσε στο πλευρό της και θα τον περίμενε όταν η ψυχή του θα ταξίδευε και εκείνη στη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά την πρώτη συνάντηση του καπετάνιου με τη θεά, έλαβε χώρα στα ανοιχτά του χωριού τους, το ναυάγιο το οποίο τον έκανε διάσημο και αγαπητό σε όλη την περιοχή, χάρη στις ζωές που έσωσε με αυτοθυσία. Δεν ήταν όμως αυτοθυσία, συνειδητοποιούσε ο νεκροθάφτης, αλλά μια προμελετημένη πράξη, μέσα από την οποίαν ο καπετάνιος ήταν σίγουρος ότι θα έβγαινε νικητής, αφού είχε την προστάτιδα θεά στο πλευρό του. Και φρόντισε να μη χάσει ποτέ την προστασία της, πηγαίνοντας ευλαβικά να την επισκεφτεί κάθε χρόνο, επιδίδοντας την προσφορά του. Έτσι λοιπόν, μετά το θάνατό του, είχε έρθει η ίδια στο νεκροταφείο της πόλης, για να συνοδεύσει την ψυχή του στη θάλασσα. Δίπλα στο θρόνο της και την ψυχή της γυναίκας του που περίμενε υπομονετικά τόσα χρόνια. Άραγε η ευλογία θα συνέχιζε και στα παιδιά του; Ειδικά τώρα που η καρφίτσα είχε χαθεί; Ο μεγαλύτερος γιος θα συνέχιζε το ετήσιο προσκύνημα του πατέρα του για να έχουν και τα τέκνα την καλοτυχία των γονιών;

Ο νεκροθάφτης άρχισε αμέσως να κάνει μεγαλόπνοα σχέδια. Εκείνος είχε πλέον την καρφίτσα και οι ήχοι που άκουγε πρέπει να ήταν το κάλεσμα της θεάς. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Έπρεπε να συμβουλευτεί τους χάρτες του καπετάνιου και με κάποιον τρόπο να φτάσει στο νησί, να παρουσιαστεί μπροστά στη θέα και να δηλώσει την υποταγή του. Εκείνος θα της έφερνε πλέον την ετήσια προσφορά και θα γινόταν μεγάλος και τρανός όπως ο καπετάνιος. Άρχισε να εξετάζει αχόρταγα τους χάρτες με τις κόκκινες γραμμές που είχε χαράξει ο καπετάνιος και έδειχναν την πορεία που ακολουθούσε κάθε φορά. Όλα τα στοιχεία ήταν εκεί, στη διάθεσή του. Μέσα στη μανία του δεν αντιλήφθηκε τη μορφή που τον είχε πλησιάσει αθόρυβα. Ένιωσε μόνο το χτύπημα στο κεφάλι και μετά όλα σκοτείνιασαν. Όταν ξύπνησε, ήταν δεμένος πισθάγκωνα και βρισκόταν σε ένα χώρο με τσουβάλια και κιβώτια μεταφοράς εμπορευμάτων. Από τον απαλό τρόπο που κουνιόταν ο χώρος, κατάλαβε ότι βρισκόταν στη θάλασσα, επάνω σε κάποιο πλοίο. Άρχισε να φωνάζει για βοήθεια και μετά από ώρα μια πόρτα άνοιξε και τότε ο νεκροθάφτης αντίκρισε τον πρωτότοκο της οικογένειας με ένα φανάρι. Έσκυψε από πάνω του και τον κοίταξε μειδιώντας.

«Νόμιζες ότι θα ήταν τόσο εύκολο να κλέψεις τα μυστικά της οικογένειάς μου και την ευλογία της θεάς, απλώς και μόνο επειδή βρήκες την καρφίτσα. Η σχέση του πατέρα μαζί της ξεπερνά ένα απλό μπιχλιμπίδι. Βασίζεται στην αφοσίωση, στην υπακοή και την πραγματική λατρεία. Η ίδια η θεά με ενημέρωσε ότι έπρεπε απλά να περιμένω υπομονετικά μέχρι να έρθει ο κλέφτης της καρφίτσας στο σπίτι μας, αναζητώντας στοιχεία. Έτσι είχαμε την παγίδα έτοιμη για τον κλέφτη, όποιος και αν ήταν αυτός. Η μοίρα σου τώρα είναι στα χέρια της θεάς και να ξέρεις ότι η τιμωρία σου θα είναι ιδιαίτερα σκληρή, αφού πρόδωσες την εμπιστοσύνη μας και δε σεβάστηκες το νεκρό. Αντί να μας προσφέρεις παραμυθία τον καιρό της οδύνης μας, άπλωσες τα βρωμόχερά σου για να μας κλέψεις. Δε θα απλώσεις ξανά το χέρι σου σε περιουσία άλλου. Δε θα έχεις την ευκαιρία».

Με αυτά τα λόγια το μειδίαμα μετατράπηκε σε ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο σκοτεινές υποσχέσεις. Ο νεκροθάφτης άρχισε να φωνάζει προσπαθώντας να μεταπείσει το γιο του καπετάνιου, ο οποίος ήταν απόλυτα ενήμερος για τα σκοτεινά μυστικά του πατέρα του, όπως είχε αποδειχθεί. Δεν του έδωσε όμως καμία σημασία. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τον άφησε με ελάχιστο φως, ανάμεσα στα τσουβάλια και τα κιβώτια. Φώναζε όσην ώρα άντεχαν τα πνευμόνια του και ο λαιμός του. Προσπάθησε να διαπραγματευτεί, να απειλήσει, να εκλιπαρήσει, να βρίσει, να καταραστεί. Όποια τακτική και αν ακολούθησε δεν είδε αποτέλεσμα. Περνούσε την αιχμαλωσία του δεμένος στο αμπάρι, εκτός από δύο φορές την ημέρα που ένας ξένος ναύτης τού έφερνε τροφή και νερό και τον πήγαινε μέχρι την τουαλέτα. Αυτές οι στιγμές ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να ξεπιαστεί και να δει λίγο τον έξω κόσμο. Ο ναύτης δεν έλεγε κουβέντα και όποτε ο νεκροθάφτης καθυστερούσε, τον έσπρωχνε στα πλευρά με ένα περίστροφο. Δεν είδε ξανά το γιο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και όποτε έβγαινε από το αμπάρι για την τουαλέτα, έβλεπε μόνο γαλάζιο μέχρι τον ορίζοντα. Δεν είχε ιδέα πού στην ευχή βρισκόταν, αλλά δεν είχε και τόση σημασία, αφού γνώριζε τον προορισμό. Του τον είχε αποκαλύψει ο πρωτότοκος, δηλώνοντας ταυτόχρονα και ποια θα ήταν η μοίρα του.

Η αιχμαλωσία του ήταν βασανιστική, περνώντας δεμένος το μεγαλύτερο μέρος της μέρας. Όμως ήξερε ότι ο πραγματικός εφιάλτης θα άρχιζε μόλις έφταναν στο νησί. Εφιάλτης που θα έφερνε και το αναπόδραστο τέλος. Έτσι επένδυσε το χρόνο που του είχε απομείνει να σκέφτεται τα επιχειρήματα που θα επικαλείτο για να σώσει το τομάρι του. Άλλωστε και ο καπετάνιος με λόγια και υποσχέσεις είχε καταφέρει να φύγει ζωντανός από το ναό της θεάς και να εξασφαλίσει τη μοίρα του για πάντα. Αναλώθηκε λοιπόν στο υπόλοιπο του ταξιδιού σε φανταστικούς διαλόγους με τον εαυτό του, προσπαθώντας να μαντέψει τις προθέσεις του παντοδύναμου πλάσματος και χάνοντας μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο τα λογικά του. Βυθίστηκε τόσο πολύ στην προσπάθεια αυτή, που όταν ήρθαν να τον πάρουν για να τον μεταφέρουν στο ναό, συνέχιζε να μιλάει μόνος του και να αγνοεί τι συνέβαινε ολόγυρά του. Η υψωμένη φωνή του γιου τον έβγαλε από τις σκέψεις του και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν απευθυνόταν όμως σε εκείνον αλλά στη θέα.

Της ανέφερε ότι είχε φέρει την ετήσια προσφορά και ότι ζητούσε την ευλογία της ως άξιος συνεχιστής της κληρονομιάς του πατέρα του. Μια άλλη φωνή ακούστηκε σε απάντηση των λόγων του. Μια φωνή που έμοιαζε με την τελευταία πνοή του ετοιμοθάνατου, που έσερνε τις λέξεις και τις εκστόμιζε βασανιστικά, λες και ο κάθε φθόγγος απαιτούσε βαρύ τίμημα για να αφήσει τα χείλη της ομιλήτριας. Ζητούσε από το γιο να φέρουν το νεκροθάφτη στο βωμό. Σφάλισε τα μάτια του και βουβάθηκε. Όλα όσα είχε σχεδιάσει με τόση λεπτομέρεια να πει για να κερδίσει την εύνοιά της, χάθηκαν μέσα σε μια στιγμή, σαν κάποιος να είχε τραβήξει ένα πώμα από το κεφάλι του και όλες οι σκέψεις να είχαν χυθεί στις ραγισμένες πλάκες του ναού. Ένιωσε τα μαλλιά της να θωπεύουν ανατριχιαστικά το σώμα του και τελικά να καταλήγουν στο πρόσωπό του, σαν να αναζητούσαν κάτι. Άνοιξαν διά της βίας τα βλέφαρά του και τότε αντίκρισε αναγκαστικά την τρομερή μορφή που είχε δει εκείνο το βράδυ στο νεκροταφείο. Άρχισε να δακρύζει, του κόπηκε η ανάσα και παραδόθηκε ολόκληρος σε σπασμούς. Εκείνη του έριξε μια παγερή απόκοσμη ματιά και μίλησε κατευθείαν στο μυαλό του, κρατώντας τα πορσελάνινα χείλη της κλειστά.

«Μην προσπαθείς να θυμηθείς τι σκόπευες να μου πεις. Σε ακούω εδώ και καιρό από το πλοίο. Ξέρω όλα όσα θα μου έλεγες και όλα όσα απέρριψες ή ακόμα και όσα δε σκέφτηκες καν. Αυτό που έχει σημασία είναι η επιθυμία σου να με υπηρετήσεις. Μια επιθυμία η οποία ακτινοβολεί από μέσα σου ακόμα και αν εσύ δεν το αντιλαμβάνεσαι. Μαζί μου δε χρειάζεσαι γλώσσα για να μιλήσεις, μάτια για να με δεις ή αυτιά για να με ακούσεις. Ούτε καν χέρια για να με αφουγκραστείς. Θα με νιώθεις με κάθε ίνα της ύπαρξής σου, με τρόπους που δεν έχεις ξανανιώσει άλλο τίποτα στη μίζερη ζωή σου. Όλα λοιπόν τα περιττά θα αφαιρεθούν».

Τα μαλλιά της τον τύλιξαν ολόκληρο και άρχισαν να ξεσκίζουν ό,τι δεν επιθυμούσε εκείνη να παραμείνει. Ο νεκροθάφτης ένιωσε μια αλλόκοτη γαλήνη μέσα από τον αβάσταχτο πόνο. Μια ελπίδα ότι μέσα από το βασανιστήριο θα κατέληγε εκεί που του είχε υποσχεθεί εκείνη. Απαλλαγμένος από τα περιττά και ανεμπόδιστος να βιώσει το μεγαλείο της. Όταν η δοκιμασία έφτασε στο τέλος της, η ψυχή του και το σώμα του βυθίστηκαν στην απόλυτη σιγή. Δεν έπαψε μόνο ο πόνος αλλά και οποιαδήποτε άλλη αίσθηση. Τότε άρχισε να ακούει ένα μακρινό αχό, αν και πλέον δεν είχε αυτιά. Ήταν ο ήχος του ωκεανού και δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο μέχρι που στο τέλος τον κατάπιε ολόκληρο.
1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 24, 2023 04:47

November 21, 2019

Ο Αναντικατάστατος

Η τσιμεντούπολη είχε σκεπαστεί από ένα πυκνό στρώμα καπνού. Όλοι οι ήχοι είχαν καλυφθεί από τις ιαχές των διαδηλωτών, των συνθημάτων τους και του ρυθμικού χτυπήματος των ποδιών τους. Ανάμεσα από τους πολυώροφους ογκόλιθους, μπορούσε να ρίξει κανείς κλεφτές ματιές προς το σημείο συγκέντρωσης, όποτε κάποιο αεράκι καθάριζε λίγο το τοπίο από το ντουμάνι και έκανε την όραση δυνατή. Οι άνθρωποι κουνιόντουσαν ασταμάτητα σαν την παλίρροια και όλο και περισσότεροι ενσωματώνονταν στο πλήθος που διέσχιζε το κέντρο της μεγαλούπολης για να φτάσει στον προορισμό του. Έβγαιναν μέσα από στενά, κρυμμένες πόρτες και εγκαταλελειμμένα οχήματα. Έτρεχαν βιαστικά να ενωθούν με τους υπόλοιπους, νιώθοντας μια κάποια ασφάλεια καθώς χάνονταν μέσα στη μάζα. Αμέσως ο ρυθμός τους συνέπαιρνε και ξεκινούσαν αρχικά να σιγοτραγουδούν τα συνθήματα, πριν αρχίσουν να ανεβάζουν σιγά-σιγά τον τόνο της φωνής τους, φτάνοντας να φωνάζουν πανηγυρικά τις ρίμες που είχαν σκαρώσει οι πρωτοστατούντες. Όταν οι πρώτες σειρές έφτασαν στο προκαθορισμένο σημείο συγκέντρωσης και η κίνηση σταμάτησε, άρχισε να δημιουργείται συνωστισμός, καθώς όσοι ακολουθούσαν προσπαθούσαν να προχωρήσουν, αλλά έπεφταν σε έναν ανθρώπινο τοίχο και αναγκαστικά διέκοπταν την πορεία τους.
Οι περισσότεροι ήταν εργάτες των ορυχείων που είχαν συγκεντρωθεί για να διαμαρτυρηθούν για την αύξηση των φόρων και είχαν συμπαρασύρει και άλλες ομάδες της εργατικής τάξης με σαφώς μικρότερη δυναμική. Μετά τα καπνογόνα οι άντρες της Επιβολής είχαν βάλει τα μεγάλα μέσα. Τους υποδέχτηκαν ρίχνοντας αμμόσακους δεμένους από την κορυφή του κτιρίου, σπάζοντάς τους τα κεφάλια. Οι διαδηλωτές όμως δεν πτοήθηκαν. Οδηγούμενοι από έναν επικεφαλής ο οποίος μιλούσε γρήγορα και ακατάληπτα, μπερδεύοντας συνεχώς τη γλώσσα του, έβρισκαν κατά απρόσμενο τρόπο την έμπνευση να συνεχίσουν. Πέρα από τις ειδικές δυνάμεις της Επιβολής που προστάτευαν το κτίριο και τη Γερουσία που κρυβόταν μέσα σε αυτό, οι τριγύρω δρόμοι ήταν γεμάτοι από άντρες με πολιτικά, που παρακολουθούσαν αμέτοχοι τα πρόσωπα των διαδηλωτών, ενώ συνδέονταν στο δίκτυο για να ανακαλύψουν την ταυτότητά τους, με σκοπό τα αντίποινα αργότερα. Η φτώχεια και η μιζέρια όμως είχαν κάνει τους διαδηλωτές γενναιότερους και πιο αποφασισμένους από το συνηθισμένο. Οι περισσότεροι ήταν εργάτες και πωλητές και η αύξηση των φόρων θα τους ανάγκαζε να περιορίσουν τα ήδη πενιχρά τους εισοδήματα.
Την ίδια ώρα τα μέλη τη Γερουσίας πάχαιναν καθήμενα στις πολυτελείς πολυθρόνες τους και εισπράττοντας τους φόρους από το λιμασμένο λαό. Καθώς η ένταση των συνθημάτων αυξανόταν, τόσο αυξανόταν και το βούισμα από τα drones που πετούσαν ενοχλητικά σαν αλογόμυγες πάνω από τα κεφάλια των διαδηλωτών, στέλνοντας εικόνα στα κεντρικά της Επιβολής από όπου μετά διαβιβάζονταν οι κατάλληλες οδηγίες στους άντρες που επιχειρούσαν. Οι λιγότερο θαρραλέοι διαδηλωτές είχαν μείνει πίσω, διατηρώντας αποστάσεις από την πρώτη γραμμή και μένοντας εκτός εμβέλειας των αμμόσακων. Σχολίαζαν τις εξελίξεις σε ένα μακρόσυρτο κουβεντολόι που προσπαθούσε να υπερισχύσει της αχούς των συγκρουόμενων πλευρών στην είσοδο του κτιρίου. Δεν είχε γίνει ακόμα ξεκάθαρο αν η Επιβολή ήταν έτοιμη να προχωρήσει στη χρήση πυροβόλων όπλων για να απωθήσει τους διαδηλωτές και αυτή η αμφιβολία ήταν που κρατούσε πολύ κόσμο στα μετόπισθεν.
Οι αμφιβολίες αυξήθηκαν όταν ακούστηκε η ενεργοποίηση ενός μηχανισμού μέσα από το κτίριο της Γερουσίας. Ο ήχος ακολουθήθηκε από το χαράκωμα του ουρανού από μαύρα σχοινιά, τα οποία είχαν εκτοξευτεί από την ταράτσα όπου είχαν αναπτυχθεί οι άντρες της Επιβολής. Σχημάτισαν καμπύλη και φτάνοντας στο ανώτατο σημείο άρχισαν την κάθοδό τους ωθούμενα από τα βαριά αντικείμενα τα οποία βρίσκονταν δεμένα στις άκρες τους, έχοντας και αυτά το ίδιο μαύρο χρώμα. Πέφτοντας ανάμεσα στους διαδηλωτές και από τις κραυγές που επακολούθησαν, έγινε αντιληπτό ότι επρόκειτο για γάντζους, οι οποίοι αγκιστρώνονταν στη σάρκα των διαδηλωτών και τους τραβούσαν διά της βίας στην ταράτσα του κτιρίου, όπου συλλαμβάνονταν αιμόφυρτοι. Και αν τα σπασμένα κεφάλια από τους αμμόσακους δεν είχαν καταφέρει να αποτρέψουν τους εξοργισμένους εργάτες, το θέαμα των συναδέλφων τους να κρέμονται σαν τα σφαχτά στην πρόσοψη του κτιρίου, αφήνοντας μια κόκκινη γραμμή στα παράθυρα, μέχρι να χαθούν στην ταράτσα, ήταν αρκετή ώστε να πανικοβληθούν και να ανακρούσουν πρύμναν.
Οι διστακτικοί είχαν ανοιχτό το πεδίο και ήταν οι πρώτοι που έφυγαν, αποδεικνύοντας ότι η τακτική που τους κράτησε πίσω ήταν μάλλον σοφή. Βέβαια για να μην αποδειχθεί ότι μπορούσε ο οποιοσδήποτε να ξεφύγει από τον κρατικό έλεγχο, ακόμα και αν έμενε στο περιθώριο ως απλός παρατηρητής, μερικά drones ακολούθησαν αυτούς τους διστακτικούς μέχρι τα σπίτια τους, αναμένοντας μια διμοιρία η οποία θα τους επισκεπτόταν αργότερα για τη διεξαγωγή ανάκρισης, η οποία πολλές φορές ξέφευγε από το λεκτικό επίπεδο και περνούσε στο σωματικό. Στο κυρίως σώμα της συγκέντρωσης όμως η κατάσταση είχε ξεφύγει εκτός ελέγχου, με τους διαδηλωτές να ποδοπατούν τους συντρόφους τους και τα πεσμένα κορμιά να πληθαίνουν λόγω της βιαστικής και άτακτης υποχώρησης. Τα πλακάτ με τα συνθήματα κατά της Γερουσίας έμειναν αμανάτι στους δρόμους, τσακισμένα και αυτά από τα άτομα που λίγα λεπτά πριν τα κράδαιναν πανηγυρικά. Η διαδήλωση είχε μετατραπεί πια σε ένα άμορφο μπουλούκι, το οποίο πάλευε να ξεφύγει από τους γάντζους που σήμαιναν μαρτυρική σύλληψη και ίσως κάτι ακόμα χειρότερο, στα χέρια της σαδιστικής Επιβολής.
Η ελπίδα ότι με τη διαδήλωση οι εργάτες θα κατάφερναν να αλλάξουν τη γνώμη της Γερουσίας και ότι θα την ανάγκαζαν για μια φορά να σκεφτεί και το συμφέρον της εργατιάς, έμοιαζε πλέον με ένα κρύο ανέκδοτο, που αποδείκνυε την αφέλεια του κατώτερου αυτού κοινωνικού στρώματος. Δεν είχαν καταφέρει ποτέ το παραμικρό με τις διαμαρτυρίες τους και όσο πιο δυνατά φώναζαν, τόσο πιο αμείλικτη γινόταν η καταστολή από την πολιτεία και την ομάδα των σωματοφυλάκων των Γερουσιαστών που ουδεμία σχέση είχε με την προστασία του πολίτη από τους κακοποιούς. Οι πραγματικοί κακοποιοί ήταν αυτοί που κρύβονταν στο πολυτελές κτίριο και μετρούσαν τα λεφτά που έβγαζαν στην πλάτη των σκιάχτρων που χόρευαν στον επιβεβλημένο ρυθμό. Αυτοί που έριχναν κλεφτές ματιές από τα παράθυρα και γελούσαν ανταλλάσοντας χωρατά, εις βάρος των καταπτοημένων υπαλλήλων τους. Το κίνημα αντίστασης εναντίον των αφεντικών θα έχανε πολλούς οπαδούς εκείνη την ημέρα, καθώς ο τρόμος από τα γεγονότα δε θα τους επέτρεπε να ξανασηκώσουν κεφάλι για πολύ καιρό.
Την επιτυχημένη καταστολή θα πιστωνόταν φυσικά ο Διοικητής της Επιβολής, ο οποίος βρισκόταν στην ταράτσα και συντόνιζε από κοντά τις ενέργειες των στελεχών της δύναμής του. Ήταν η πιο πρόσφατη από τις πολλές νίκες που είχε πετύχει για χάρη της Γερουσίας. Ήταν λοιπόν λογικό και επόμενο να γίνει αποδεκτό το αίτημά του για ακρόαση. Θα παρουσιαζόταν μπροστά τους και θα ζητούσε μια ανώτερη διοικητική θέση. Την άξιζε και με το παραπάνω για όλα όσα είχε καταφέρει με το σπαθί του όλα αυτά τα χρόνια. Σε αντίθεση με τα αφεντικά του που είχαν λάβει τις θέσεις τους κληρονομικά από τους πατεράδες τους. Σκεφτόταν τον εαυτό του με ακριβό κοστούμι, να κάθεται σε ένα τεράστιο γραφείο με θέα όλη την πόλη και γουργούριζε από ευχαρίστηση. Θα έμπαινε στην κεντρική αίθουσα με τον περήφανο διασκελισμό του νικητή στρατηγού και δε θα παρακαλούσε αλλά θα απαιτούσε τη δίκαιη ανταμοιβή του για την προσφορά του στη Γερουσία. Δεν μπορούσαν να του αρνηθούν. Άλλωστε είχε σιχαθεί το ρόλο του καταστολέα όλα αυτά τα χρόνια, έχοντας περάσει από όλα τα κλιμάκια του σώματος, μέχρι την κορυφή. Τα καθήκοντά του πλέον του φαίνονταν πληκτικά και χρειαζόταν μια νέα πρόκληση.
Αφού ξέφυγαν από τον άμεσο κίνδυνο, οι διαδηλωτές επιβράδυναν το βήμα τους και υιοθέτησαν ένα ρυθμό επιβεβλημένο από την εξάντληση και την ψυχολογική τους κατάσταση. Περπατούσαν με τους ώμους γερμένους και τα χέρια κρεμασμένα, σαν μαριονέτες που τις είχαν παρατημένες στο καμαρίνι μετά το τέλος της παράστασης. Επέστρεψαν στις ξύλινες και φτωχικές κατοικίες τους, που στηρίζονταν σε πασσάλους πάνω από το βάλτο. Ο νυχτερινός αέρας ήταν ψυχρός και τα μαλλιά μαζί με τα σκισμένα ρούχα τους ανέμιζαν μανιωδώς. Κάποιο ξεχασμένο ανοιχτό παράθυρο κοπανούσε ρυθμικά και οι σανίδες από τα κτίσματα και τις γέφυρες που ένωναν τα σπίτια έτριζαν θρηνητικά, καθώς υποδέχονταν στη θαλπωρή τους τους ηττημένους αγωνιστές. Σύντομα τα νέα για τη διαδήλωση και την κατάληξή της διαδόθηκαν σε όλη την παραγκούπολη και φωνές αγωνίας και θλίψης από τις γυναίκες που αδίκως περίμεναν τους άντρες τους να επιστρέψουν, άρχισαν να τρυπούν τη νύχτα. Τα πτηνά που σύχναζαν στο βάλτο και που συνήθως εκείνη την ώρα κοιμούνταν, θορυβήθηκαν από την ξαφνική φασαρία και σήκωσαν τα κεφάλια τους απορημένα.
Κατάρες γεμάτες αγανάκτηση άρχισαν να εκσφενδονίζονται εναντίον των κρανοφόρων υπερασπιστών της τυραννικής Γερουσίας. Η οργή διαδεχόταν το κλάμα και ακολουθούσε η απελπισία, μέχρι που όλα κατέληγαν στο βουβό πόνο και στο απλανές βλέμμα των ανθρώπων που δε γνώριζαν τι να κάνουν για να αντιμετωπίσουν τη συμφορά, νιώθοντας εντελώς ανήμποροι μπροστά στην αδικία. Η πίκρα από το φαρμάκι που γεύονταν σε καθημερινή βάση, πότιζε τα σπίτια τους όπως η ρητίνη το ξύλο του πεύκου. Είχαν μάθει να προχωρούν σκυφτοί σαν πίθηκοι, όχι μόνο επειδή οι σκελετοί τους είχαν αλλοιωθεί από τα άνισα βάρη της εργασίας τους, αλλά και επειδή ένιωθαν πως έπρεπε να κρύβονται, να μη φαίνονται, να ζουν τις ζωές τους στις σκιές ώστε να μην ερεθίσουν το κτήνος και αναθερμάνουν τη θανατηφόρα οργή του που πάντοτε σιγόβραζε, αλλά ποτέ δεν έσβηνε. Οι θρήνοι και οι κατάρες δεν έδωσαν την ευκαιρία στους εργάτες να ακούσουν τον παφλασμό των βαλτόνερων που είχαν αλλάξει το συνηθισμένο τους ρυθμό. Δεν αντιλήφθηκαν ένα σκάφος με μυτερή, σαν ράμφος όρνιθας, πλώρη που πλησίαζε αθόρυβα και αθέατα την παραγκούπολη, χωρίς να χρειάζεται φώτα για την πλοήγησή του, χάρη στα προηγμένης τεχνολογίας συστήματα με τα οποία ήταν εφοδιασμένο.
Προηγμένη τεχνολογία η οποία ήταν αποκλειστικό προνόμιο της άρχουσας τάξης και που οι εργάτες μπορούσαν να δουν μόνο στα όνειρά τους. Το σκάφος σταμάτησε μερικά μέτρα από τις καλύβες προς τις οποίες και έστρεψε το ρύγχος του. Με εκπληκτική ακρίβεια, μια λεπτή φλόγα ξεπετάχτηκε από μια χοάνη και κονιορτοποίησε δύο από τις κατοικίες. Εξαφανίστηκαν μέσα στις στάχτες σε διάστημα δευτερολέπτων και η φωτιά έσβησε μαζί με τις ζωές που βρίσκονταν πίσω από τους τοίχους, χωρίς να εξαπλωθεί στην υπόλοιπη συνοικία, αποκαλύπτοντας έναν αφύσικο έλεγχο της φωτιάς από τη συσκευή. Αυτός ήταν και ο σκοπός άλλωστε. Παραδειγματική τιμωρία και όχι κίνδυνος να χαθεί ολόκληρο το εργατικό δυναμικό από μια ανεξέλεγκτη εξάπλωση της πυρκαγιάς. Δύο οικογένειες χάθηκαν για πάντα και βαριά σιωπή έπεσε στην περιοχή, καθώς πρόσωπα παγωμένα από τον τρόμο είχαν μείνει κολλημένα στα παράθυρα, βλέποντας το σκάφος να αποχωρεί, αφού είχε ολοκληρώσει την αποστολή του με επιτυχία, σαν καλός δήμιος. Έτσι βουβά και με τη μυρωδιά από τα αποκαΐδια, πέρασε η νύχτα.
Την επόμενη μέρα ο Διοικητής της Επιβολής φόρεσε την καλή του στολή με τα χρυσά σιρίτια και ετοιμάστηκε να παρουσιαστεί μπροστά στη Γερουσία για να καταθέσει το αίτημά του. Οδηγήθηκε στην αίθουσα αναμονής από μια κακότροπη γραμματέα, την οποία την άφηνε εντελώς αδιάφορη το αξίωμά του, και χάζευε το μπουφέ με τις λιχουδιές για το πρωινό των Γερουσιαστών. Η ποικιλία των γεύσεων και η ποσότητα ήταν άλλο ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της αφθονίας που χαρακτήριζε τις ζωές τους. Υπήρχε αρκετό φαγητό σε εκείνο το τραπέζι για να θρέψει μια οικογένεια εργατών για ένα μήνα. Ο Διοικητής όμως έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη από το μυαλό του, ενοχλημένος. Τι τον ενδιέφερε εκείνον κάτι τέτοιο; Ο καθένας χάραζε τη δική του πορεία και αν οι εργάτες ζούσαν μέσα στην πείνα, τότε έφταιγαν εκείνοι που δεν είχαν φροντίσει να αλλάξουν τη ζωή τους. Το γεγονός ότι σε εκείνον οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό η αδυναμία των εργατών να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους, ήταν μια σκέψη που την καταχώνιασε στα βάθη του υποσυνείδητου.
Κοιτάζοντας το μακρύ διάδρομο στο τέλος του οποίου στεκόταν η πόρτα της αίθουσας, νόμιζε ότι έβλεπε τους τοίχους να συγκλίνουν και το πέρασμα να στενεύει κινδυνεύοντας να τον συνθλίψει. Έτριψε τα μάτια του και ο διάδρομος επέστρεψε στο κανονικό του μέγεθος. Μάλλον ήταν αγχωμένος για το αποτέλεσμα της ακρόασής του, αν και δε θα έπρεπε. Του χρωστούσαν πολλά και τον είχαν ανάγκη να συνεχίσει να κρατάει τους εργάτες σε τάξη, για να λειτουργούν ομαλά και ανεμπόδιστα τα ορυχεία, από τα οποία εξαρτιόταν και ο πλούτος της Γερουσίας. Η αντιπαθητική γραμματέας βγήκε και του έκανε νόημα να περάσει. Έστρωσε το σακάκι της στολής του, κορδώθηκε ακόμα περισσότερο και πέρασε μέσα. Όταν βγήκε, δεν είχαν περάσει περισσότερα από πέντε λεπτά. Ήταν κατάχλωμος, σαν να είχε καταπιεί κώνειο. Η αγέρωχη στάση του σώματός του είχε χαθεί και είχε αντικατασταθεί από πεσμένους ώμους και γυρτή πλάτη. Όχι μόνο είχαν απορρίψει χωρίς δεύτερη σκέψη το αίτημά του, αλλά τον είχαν διατάξει να συνεχίσει να κάνει τη δουλειά του με ταπεινότητα και χωρίς απαιτήσεις, καθώς υπήρχαν υφιστάμενοί του οι οποίοι μπορούσαν να αναλάβουν τα καθήκοντά του ανά πάσα στιγμή και με την ίδια επιτυχία.
Έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη για τα προνόμια που του είχε εξασφαλίσει η Γερουσία και να είναι απόλυτα ικανοποιημένος και υπάκουος. Σε περίπτωση επανάληψης της ασέβειάς του, θα έχανε τη θέση του και οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι ακόμα χειρότερες. Περνώντας από τον μπουφέ, είδε μια γαβάθα με κρέμα και η γλυκερή της μυρωδιά σε συνδυασμό με την αναστάτωσή του, του ανακάτεψαν το στομάχι. Στόλισε με το πρωινό του το πανάκριβο χαλί του χώρου υποδοχής και άφησε τον όροφο με την ελάχιστη ικανοποίηση ότι η αντιπαθητική γραμματέας θα έπρεπε να καθαρίσει τον εμετό του. Καθώς τα ατελείωτα πατώματα του κτιρίου περνούσαν μπροστά από τα μάτια του, κατά την κάθοδό του με τον ανελκυστήρα, η απογοήτευση γινόταν αγανάκτηση και αυτή με τη σειρά της οδήγησε στην οργή. Αν θεωρούσαν ότι οι υφιστάμενοί του μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά του το ίδιο καλά με εκείνον, τότε δεν έμενε παρά να τους αποδείξει πόσο έσφαλαν.
Το υπόλοιπο της ημέρας το πέρασε σε συναντήσεις με άτομα της εμπιστοσύνης του, συζητώντας τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να απομονώσουν στελέχη τα οποία τον εχθρεύονταν και θα έμεναν σε κάθε περίπτωση πιστά στη Γερουσία. Μέχρι το βράδυ τα πράγματα είχαν γίνει ξεκάθαρα και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές είχαν σχηματιστεί στο μυαλό του. Ήξερε ποιος θα ήταν αντίθετος στο μεγάλο του τόλμημα και έτσι άρχιζε να εφαρμόζει το σχέδιο εξουδετέρωσης των εμποδίων. Ήταν έτοιμος να αρπάξει αυτό που τόσο άδικα του είχαν αρνηθεί, καθώς και πολλά περισσότερα.
Την επόμενη μέρα οι εργάτες είχαν αρχίσει τη θλιβερή πορεία από τα ορυχεία πίσω στην παραγκούπολη, η οποία ακόμα προσπαθούσε να συνέλθει από τις απώλειες που είχε υποστεί την προηγούμενη. Έβλεπε κανείς παντού μάτια βαθουλωμένα και πρόσωπα ρυτιδωμένα, κορμιά κυρτωμένα και φωνές αδύναμες που έβγαζαν μόνο ψιθύρους. Άλλη μια δύσκολη μέρα είχε φτάσει στο τέλος της, χωρίς ελπίδα ότι η αυριανή θα ήταν καλύτερη. Μια γραμμή ανθρώπων θλιβερή και αμίλητη που ένωνε τον τόπο του μαρτυρίου με το καταφύγιο της προσωρινής ανακούφισης, με φόντο τους τσιμεντένιους γίγαντες της μεγαλούπολης που φιλοξενούσαν τους καταπιεστές τους. Οι καταβεβλημένοι από το φόβο και την κούραση άνθρωποι τινάχτηκαν ανήσυχοι, όταν ακούστηκαν οι πρώτες εκρήξεις από αυτήν την πόλη που ξαφνικά φάνταζε πιο κοντά. Κάποιοι σκαρφάλωσαν σε βράχους για να δουν τι συνέβαινε. Φώναζαν ότι το κτίριο της Γερουσίας είχε πάρει φωτιά και ότι οι άντρες της Επιβολής πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον.
Κάποιοι άρχισαν να πανηγυρίζουν, γιατί αν και δεν ήξεραν τις λεπτομέρειες, μόνο καλός μπορούσε να είναι ένας εμφύλιος των εκπροσώπων της τάξης. Άλλοι αντίθετα απελπίστηκαν και σκέφτηκαν ότι όποιος και αν ήταν ο λόγος της αντιδικίας, η οργή του τελικού νικητή θα έπεφτε στα κεφάλια τους και αντί να πανηγυρίζουν άρχισαν να οδύρονται για την κακή τους μοίρα. Οι περισσότεροι πήγαν στις παράγκες τους για να ακούνε από εκεί τον ορυμαγδό και να προσεύχονται, ώστε να μη φτάσουν οι φασαρίες μέχρι τις φτωχικές οικίες τους. Κάποιοι λιγοστοί θαρραλέοι, με εμφανείς ακόμα τις μελανιές από τη δυναμική καταστολή της πρόσφατης διαδήλωσης, έμειναν να παρακολουθούν με δέος τις λάμψεις που έκαναν τις τεράστιες παραλληλόγραμμες σκιές των κτισμάτων να τρεμοπαίζουν, σαν να ήταν και αυτές τρομοκρατημένες από τη σύγκρουση. Η νύχτα είχε γίνει μέρα και εκείνο το βράδυ κανείς δεν κοιμήθηκε. Ήταν τις πρώτες πρωινές ώρες που τα όπλα σίγησαν και κυριάρχησε μια σιωπή, η οποία γεννούσε ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία από την κακοφωνία που είχε αντικαταστήσει.
Η γραμμή ξεκίνησε και πάλι τη γνωστή της πορεία. Ό,τι και αν είχε συμβεί την προηγούμενη, όποιος και αν στεκόταν πλέον στην κορυφή, κοιτώντας χαμηλά θα περίμενε η παραγωγή να συνεχιστεί και οι εργάτες να δείξουν έμπρακτα την υπακοή τους στο σύστημα. Έτσι, άυπνοι και χωρίς να περιμένουν κάποια αλλαγή στην καθημερινότητά τους, ρίχτηκαν στη δουλειά, στον ήλιο, τις πέτρες και το χώμα και σύντομα ξέχασαν τα γεγονότα που τόσο τους συντάραξαν μερικές ώρες πριν. Οι επιστάτες δεν έβγαζαν κουβέντα γα τις εξελίξεις και συμπεριφέρονταν σαν να ήταν μια οποιαδήποτε άλλη μέρα. Περίμεναν και αυτοί με συγκαλυμμένη αγωνία τα νέα από το κέντρο των εξελίξεων. Οι εργάτες όμως αμφέβαλλαν ότι θα μοιράζονταν μαζί τους τις πληροφορίες, ακόμα και αν μάθαιναν κάτι.
Προς το μεσημέρι ένα μαύρο φορτηγάκι σταμάτησε μπροστά από το φυλάκιο των επιστατών. Κατέβηκαν δύο ένστολοι και είχαν μια ολιγόλεπτη συζήτηση με τους επιστάτες, πριν αρπάξουν μέσα από το φορτηγάκι έναν κρατούμενο και τον πετάξουν στο χώμα. Του είχαν ήδη φορέσει τη στολή του εργάτη, αλλά το κεφάλι του δε φαινόταν γιατί ήταν καλυμμένο με ένα σάκο. Το φορτηγάκι έφυγε και οι υπεύθυνοι οδήγησαν τον κρατούμενο στην είσοδο του ορυχείου. Εκεί έδωσαν σε έναν από τους παλαιότερους οδηγίες για την ένταξή του στο εργατικό δυναμικό και έφυγαν χωρίς να δείξουν περαιτέρω ενδιαφέρον για την τύχη του. Ο βετεράνος εργάτης τον πλησίασε και τον βοήθησε να σηκωθεί από το χώμα, γεμάτος συμπόνια για έναν άνθρωπο που ξεκινούσε εκείνη την ημέρα την υπόλοιπη ζωή του ως σκλάβος. Όταν όμως έβγαλε το σάκο από το κεφάλι του και είδε το πρόσωπό του, η έκφρασή του σκλήρυνε και έχασε κάθε ίχνος συμπόνιας που είχε νιώσει νωρίτερα. Ο καινούργιος κρατούμενος ήταν ο Διοικητής της Επιβολής. Πρώην Διοικητής, όπως έδειχναν τα πράγματα.
Όλα πλέον έβγαζαν νόημα στο μυαλό των εργατών. Οι εκρήξεις, οι πυροβολισμοί και ο αλληλοσκοτωμός στην πόλη. Όλα είχαν γίνει σε μια προσπάθεια αλλαγής του καθεστώτος με γνώμονα τις προσωπικές φιλοδοξίες αυτού του ανθρώπου. Απλά θα έφευγαν οι παλιοί τύραννοι και θα ερχόταν στη θέση τους ένας καινούργιος. Αλλά απέτυχε. Ο βετεράνος εργάτης κοίταξε τους επιστάτες, οι οποίοι είχαν γυρίσει επιδεικτικά τις πλάτες τους στο ορυχείο και κατέβαλλαν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να μην παρατηρούν τα τεκταινόμενα στο χώρο των εργατών. Άφησε το Διοικητή να ξαναπέσει στο έδαφος, αφού χωρίς στήριγμα από κάποιον φαινόταν να μην έχει τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του. Δεν είχε κάποιο τραύμα που τον εμπόδιζε να στηριχθεί, αλλά η ήττα φαινόταν να τον έχει μετατρέψει σε ένα άδειο κέλυφος. Ο εργάτης μίλησε με τους συναδέλφους του και άρχισαν να συνεννοούνται για κάτι. Κάποιοι διαφώνησαν με αυτό που πρότεινε και εγκατέλειψαν τη συζήτηση. Οι περισσότεροι όμως έμειναν και άκουγαν τον έμπειρο συνάδελφό τους με προσοχή. Έγνευσαν καταφατικά σε όσα τους έλεγε και αφού τον άκουσαν με προσοχή και βλέμματα αποφασισμένα, έφυγαν για να εφαρμόσουν τις οδηγίες του.
Ο ίδιος πήγε ξανά στο Διοικητή και τον σήκωσε από το χώμα για να τον μεταφέρει μέσα στο ορυχείο. Εκεί ο μεγάλος ηττημένος σήκωσε το βλέμμα για να διαπιστώσει ότι βρίσκονταν σε μια τεράστια κοιλότητα από την οποία ξεκινούσαν οι διάφορες μικρές και μεγάλες σήραγγες, στις οποίες χώνονταν οι εργάτες σαν τους τυφλοπόντικες. Κατευθύνθηκαν στο κέντρο της κοιλότητας όπου τους περίμενε το σύνολο των εργατών. Ακόμα και αυτοί που δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σε ό,τι είχε προτείνει ο άντρας που τον καθοδηγούσε, κρατώντας τον από το μπράτσο. Παρίσταντο όμως για να παρακολουθήσουν όσα θα ακολουθούσαν. Έβλεπε στα μάτια τους τον πόνο. Πόνο που είχε προκαλέσει εκείνος, σε μεγάλο βαθμό. Έβλεπε την αγανάκτηση που τους προκαλούσε η παρουσία του εκεί, αλλά και την προσμονή για κάτι. Δεν μπορούσε να ξέρει ακριβώς τι, αλλά μάλλον είχε μια ιδέα. Τότε ήταν που παρατήρησε την οροφή της κοιλότητας και χαμογέλασε με τη συνειδητοποίηση. Το χαμόγελο μετατράπηκε σε νευρικό γέλιο και σύντομα έτρεμε σύγκορμος φτάνοντας στα όρια της υστερίας, εκεί, στο κέντρο του κύκλου των εργατών, κάτω από έναν τεράστιο γάντζο και έναν αμμόσακο.
1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on November 21, 2019 02:33