κριτική της φιλολόγου Χατζηαστερίου Τασουλας
Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
μέσα σπ' τα μάτια της Αναστασια Χατζηαστεριου (Anastasia Chatziasteriou)
Ιούνιος του 1986. Μια γειτονιά στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, στα σύνορα Πυλαίας-Καλαμαριάς. Μια γειτονιά- παράδεισος. Ζώα,οικόσιτα και μη, περιβόλια με φρούτα όλων των λογιών, μια στοιχειωμένη καλύβα, ο μπεκρής, ο πρόσφυγας που κρεμάστηκε, η αγαθή γυναίκα της γειτονιάς, το κανάλι που ήταν το φυσικό σύνορο ανάμεσα στη γειτονιά και την Καλαμαριά, εγκαταλελειμμένα κτήρια πρόσφορα για εξερεύνηση.
Μέσα σ’ αυτή τη γειτονιά-παράδεισο τοποθετεί τους ήρωές του. Πέντε έφηβοι καλοκαίρι του 1986, χωρίς τάμπλετς, υπολογιστές και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που έκλεβαν τα φρούτα από τις αυλές των γειτόνων, κι ας υπήρχε ο φόβος της ραδιενέργειας από το ατύχημα του Τσερνομπιλ και επιθυμούσαν να εξερευνήσουν όλα τα ανεξερεύνητα της γειτονιάς τους, κυρίως όμως τον ίδιο τους τον εαυτό, την ψυχή τους.
Αυτή η “συμμορία” των πέντε εφήβων δημιουργεί μία Λέσχη την οποία στεγάζει στην έρημη καλύβα ενός πρόσφυγα που κρεμάστηκε. Για να φτάσουν όμως στην καλύβα αυτή πρέπει να “ξεπαστρέψουν” χιλιάδες εχθρούς-Τούρκους τους ονόμαζαν κι ας ήταν γαΐδουράγκαθα ! Στήνεται λοιπόν μια φανταστική μάχη χωρίς θετικό αποτέλεσμα κι έτσι αποφασίζουν να κάψουν τους εχθρούς. Με μια εξαιρετική προσωποποίηση ο συγγραφέας αναφέρεται στη φωτιά που έβαλε ο ήρωάς του ο Ορέστης με τον αναπτήρα του . Η φωτιά όμως μαίνεται ανεξέλεγκτα και αυτό δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα συνεχίζοντας τη δυνατή προσωποποίηση να εκθέσει τις σκέψεις του αυτή τη φορά σχετικά με τη φωτιά και τις συνέπειές της. Τελικά τη φωτιά τη σβήνει ένα όχημα της πυροσβεστικής, ο Ορέστης φοβάται να πάει στο σπίτι του, φοβάται να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, κι έτσι του δίνεται η ευκαιρία να περιγράψει έναν πατέρα έτσι όπως ακριβώς τον ήθελε η “κοινωνική αντίληψη της εποχής εκείνης”. Αρχίζει την περιγραφή με ένα λογοπαίγνιο και καταλήγει με την προσωπική του αγωνία για τη δική του στάση απέναντι στα δικά του παιδιά, στην οικογένειά του τη μελλοντική.
Τελικά η παρέα των εφήβων καταφέρνει να ξεπεράσει τα απειλητικά εμπόδια που στήνονται μπροστά της και να στεγάσει τη Λέσχη στην καλύβα.
Έχοντας λοιπόν στέγη η παρέα των πέντε εφήβων συνεδριάζει ένα Σαββατιάτικο πρωινό του Ιουνίου του 1986 με σκοπό να αποφασίσουν ποια θα ήταν η σημαντική δραστηριότητά τους για εκείνο το καλοκαίρι. Ακούγονται διάφορες προτάσεις, με επικρατέστερη αυτήν του Ορέστη που προτείνει να εξερευνήσουν το εγκαταλελειμμένο κτήριο στο εργοστάσιο κεραμοποιΐας Αλλατίνι. Το εγχείρημα είναι δύσκολο, αλλά και εξαιρετικά δελεαστικό. Μια πρώτη βολιδοσκόπηση της παρέας είναι απογοητευτική. Ωστόσο είναι αποφασισμένοι να το πατήσουν το κεραμοποιείο και να φέρουν σε πέρας την “επιχείρηση Αλλατίνι”. ΄Ετσι καταστρώνουν σχέδια με ιδιαίτερη προσοχή και με κάθε λεπτομέρεια, προβαίνοντας στην κατανομή των εργασιών. Σ’ αυτό το σημείο φαίνεται πολύ ξεκάθαρα ο ηγετικός χαρακτήρας του Ορέστη, καθώς επίσης η μεθοδικότητα και η υπευθυνότητά του. ΄Ηταν αδιαμφισβήτητα ο αρχηγός της Λέσχης, ο ηγέτης της παρέας.
Το κεφάλαιο “Καλπάζοντας στον άνεμο” είναι το αγαπημένο μου, διότι σ’ αυτό ο αφηγητής μεταφέρεται από το “τώρα” της ιστορίας στο μέλλον και εκθέτει τα πράγματα που γνωρίζει ότι θα συμβούν μελλοντικά. ΄Ετσι ο Ορέστης έχοντας ως όχημα ένα όνειρο λειτουργεί ως προφήτης μεταφέροντας τον αναγνώστη στο μέλλον, πολύ μετά το 1986.
“Ο Τρύπιος λόφος’ είναι μια αναδρομή στο παρελθόν. Μια περιπέτεια- εξερεύνηση και μια απογοήτευση των παιδιών- εξερευνητών που ήρθαν αντιμέτωποι με ένα τσούρμο από παιδιά- γυφτάκια του τσιγγανομαχαλά. Ιστορικές πληροφορίες για τον Τρύπιο Λόφο δίνονται με γλαφυρότητα από το συγγραφέα, γεγονός που κάνει την εξερεύνηση αυτή μια πολύ σπουδαία αποστολή!
Μετά από μια επική μάχη με κάθε είδους όπλα που θα μπορούσαν οι μικροί πολεμιστές- εξερευνητές να χρησιμοποιήσουν το αποτέλεσμα της οποίας ήταν άδοξο και ντροπιαστικό “αποφασίζουν” να αποσυρθούν από την εξερεύνηση του Τρύπιου Λόφου. Η περιγραφή της μάχης αυτής δίνεται με χιούμορ και σαρκασμό από το συγγραφέα.
Και φτάνουμε εν τέλει στη σημαντικότερη δραστηριότητα των παιδιών για το καλοκαίρι του 1986. Την εξερεύνηση του κεραμοποιείου Αλλατίνι… Οι φήμες που κυκλοφορούσαν για το εργοστάσιο αυτό ήταν πολλές και ιδιαιτέρως δελεαστικές που ανέβαζαν την αδρεναλίνη των παιδιών στα ύψη. Αφού ξεπέρασαν όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες που προέκυψαν στην προσπάθειά τους να “πατήσουν” το κεραμοποιείο, δυσκολίες που δεν τις είχαν υπολογίσει και μάλιστα τις ξεπέρασαν με μεγάλη εξυπνάδα και ευστροφία τελικά μπήκαν στο εσωτερικό του. Αυτό που βρήκαν βέβαια στο κεραμοποιείο ήταν κάτι που ούτε το φαντάζονταν . ΄Ανθρακες ο θησαυρός για τους μικρούς εξερευνητές! Είναι φυσικό ότι δεν ενθουσιάστηκαν και πολύ! Μόνο ο Ορέστης κάτι ξεχωριστό αισθάνθηκε για το αντικείμενο αυτό και αποφασίζει να το πάρει για να στολίσει την καλύβα τους. Πράγματι το μεταφέρουν στην καλύβα και δίνουν ραντεβού την επομένη το πρωΐ όλοι μαζί. Ωστόσο ο Ορέστης δεν παύει να σκέφτεται τον καθρέφτη και επιστρέφει στην καλύβα για να τον δει.
Κι εδώ βρίσκεται η ανατροπή. Ο καθρέφτης δεν είναι το παλιό έπιπλο, το αντικείμενο ρετρό που φέρνει μια νοσταλγική διάθεση στον Ορέστη κι έτσι αποφασίζει να τον κάνει δικό του. Μέσα στον καθρέφτη ο Ορέστης βλέπει τον εαυτό του, την ψυχή του, συνομιλεί μαζί της κάνει μια βουτιά στα μύχιά της, αναζητώντας να αντιληφθεί τα λάθη του, τα σωστά του, να ξεπεράσει τις φοβίες του, να γίνει εν τέλει ένας καλύτερος άνθρωπος ή καλύτερα να μάθει πώς να γίνεται συνεχώς καλύτερος άνθρωπος. Μια διεργασία επίπονη και δύσκολη που απαιτεί θάρρος και τόλμη. Απαιτεί από τον καθένα να απεκδυθεί το ένδυμα του ναρκισσισμού και με γυμνή την ψυχή του να βρει την αλήθεια του.
Πολλές οι συζητήσεις του Ορέστη με τον καθρέφτη του εκείνο το καλοκαίρι, ωστόσο λίγο πριν το τέλος του καταφέρνει να διαλογίζεται χωρίς τη βοήθεια του καθρέφτη γεγονός που του χαρίζει μια αίσθηση ελευθερίας και όταν πια αναγκάζεται να αποχωριστεί εντελώς τον καθρέφτη του είχε ήδη καταλάβει ποιος ήταν ο θησαυρός που βρήκε στην εξερεύνηση στο εργοστάσιο Αλλατίνι.
Ιδού λοιπόν “Ο καθρέφτης της ψυχής”. Αυτός που μας οδηγεί στον ουρανό, στο φως, στην αυτογνωσία.
Το κείμενο κινείται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αυτό των περιπετειών των πέντε φίλων και το δεύτερο της αυτογνωσίας του πρωταγωνιστή Ορέστη.
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, οπότε το κείμενο αποκτά αμεσότητα, παραστατικότητα, ζωντάνια, αφού η αφήγηση λαμβάνει τη μορφή προσωπικής μαρτυρίας. Έτσι, ο αναγνώστης ταυτίζεται με το πρόσωπο που αφηγείται, βιώνει άμεσα τα «δρώμενα» και παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον την εξέλιξη της δράσης από κάποιον αφηγητή -τον Ορέστη στην προκειμένη περίπτωση- ένα πραγματικό πρόσωπο που μετέχει στη δράση και προσεγγίζει τα γεγονότα μέσα από μια εσωτερική οπτική.
Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι τα πέντε παιδιά, οι πέντε έφηβοι που καθένας έχει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, ο Ορέστης είναι θαρραλέος, ηγετική φυσιογνωμία, τολμηρός, ο ΄Ακης γκρινιάρης, φοβιτσιάρης, ο Τάσος ασυνεπής, ο Θανάσης ντροπαλός και συνεσταλμένος, ο Μιχάλης πειραχτήρι που δε σήκωνε όμως αστεία. Είναι οι φίλοι του Ορέστη άραγε πραγματικά πρόσωπα ή είναι κομμάτια του χαρακτήρα του συγγραφέα;
Το λεξιλόγιο είναι απλό, καθημερινό, αντίστοιχο με το λεξιλόγιο κάθε εφήβου. Το ύφος είναι επίσης απλό, διανθισμένο με το ευφυές χιούμορ του συγγραφέα και τη στοχαστική του διάθεση.
Αυτός λοιπόν είναι “ Ο καθρέφτης της ψυχής” του Κώστα Μεταλλίδη. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδος και να επιτελέσει το έργο του να γίνει δηλαδή για όλους εμάς τους αναγνώστες του ο δικός μας καθρέφτης. Ο καθρέφτης της ψυχής μας.
μέσα σπ' τα μάτια της Αναστασια Χατζηαστεριου (Anastasia Chatziasteriou)
Ιούνιος του 1986. Μια γειτονιά στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, στα σύνορα Πυλαίας-Καλαμαριάς. Μια γειτονιά- παράδεισος. Ζώα,οικόσιτα και μη, περιβόλια με φρούτα όλων των λογιών, μια στοιχειωμένη καλύβα, ο μπεκρής, ο πρόσφυγας που κρεμάστηκε, η αγαθή γυναίκα της γειτονιάς, το κανάλι που ήταν το φυσικό σύνορο ανάμεσα στη γειτονιά και την Καλαμαριά, εγκαταλελειμμένα κτήρια πρόσφορα για εξερεύνηση.
Μέσα σ’ αυτή τη γειτονιά-παράδεισο τοποθετεί τους ήρωές του. Πέντε έφηβοι καλοκαίρι του 1986, χωρίς τάμπλετς, υπολογιστές και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που έκλεβαν τα φρούτα από τις αυλές των γειτόνων, κι ας υπήρχε ο φόβος της ραδιενέργειας από το ατύχημα του Τσερνομπιλ και επιθυμούσαν να εξερευνήσουν όλα τα ανεξερεύνητα της γειτονιάς τους, κυρίως όμως τον ίδιο τους τον εαυτό, την ψυχή τους.
Αυτή η “συμμορία” των πέντε εφήβων δημιουργεί μία Λέσχη την οποία στεγάζει στην έρημη καλύβα ενός πρόσφυγα που κρεμάστηκε. Για να φτάσουν όμως στην καλύβα αυτή πρέπει να “ξεπαστρέψουν” χιλιάδες εχθρούς-Τούρκους τους ονόμαζαν κι ας ήταν γαΐδουράγκαθα ! Στήνεται λοιπόν μια φανταστική μάχη χωρίς θετικό αποτέλεσμα κι έτσι αποφασίζουν να κάψουν τους εχθρούς. Με μια εξαιρετική προσωποποίηση ο συγγραφέας αναφέρεται στη φωτιά που έβαλε ο ήρωάς του ο Ορέστης με τον αναπτήρα του . Η φωτιά όμως μαίνεται ανεξέλεγκτα και αυτό δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα συνεχίζοντας τη δυνατή προσωποποίηση να εκθέσει τις σκέψεις του αυτή τη φορά σχετικά με τη φωτιά και τις συνέπειές της. Τελικά τη φωτιά τη σβήνει ένα όχημα της πυροσβεστικής, ο Ορέστης φοβάται να πάει στο σπίτι του, φοβάται να αντιμετωπίσει τον πατέρα του, κι έτσι του δίνεται η ευκαιρία να περιγράψει έναν πατέρα έτσι όπως ακριβώς τον ήθελε η “κοινωνική αντίληψη της εποχής εκείνης”. Αρχίζει την περιγραφή με ένα λογοπαίγνιο και καταλήγει με την προσωπική του αγωνία για τη δική του στάση απέναντι στα δικά του παιδιά, στην οικογένειά του τη μελλοντική.
Τελικά η παρέα των εφήβων καταφέρνει να ξεπεράσει τα απειλητικά εμπόδια που στήνονται μπροστά της και να στεγάσει τη Λέσχη στην καλύβα.
Έχοντας λοιπόν στέγη η παρέα των πέντε εφήβων συνεδριάζει ένα Σαββατιάτικο πρωινό του Ιουνίου του 1986 με σκοπό να αποφασίσουν ποια θα ήταν η σημαντική δραστηριότητά τους για εκείνο το καλοκαίρι. Ακούγονται διάφορες προτάσεις, με επικρατέστερη αυτήν του Ορέστη που προτείνει να εξερευνήσουν το εγκαταλελειμμένο κτήριο στο εργοστάσιο κεραμοποιΐας Αλλατίνι. Το εγχείρημα είναι δύσκολο, αλλά και εξαιρετικά δελεαστικό. Μια πρώτη βολιδοσκόπηση της παρέας είναι απογοητευτική. Ωστόσο είναι αποφασισμένοι να το πατήσουν το κεραμοποιείο και να φέρουν σε πέρας την “επιχείρηση Αλλατίνι”. ΄Ετσι καταστρώνουν σχέδια με ιδιαίτερη προσοχή και με κάθε λεπτομέρεια, προβαίνοντας στην κατανομή των εργασιών. Σ’ αυτό το σημείο φαίνεται πολύ ξεκάθαρα ο ηγετικός χαρακτήρας του Ορέστη, καθώς επίσης η μεθοδικότητα και η υπευθυνότητά του. ΄Ηταν αδιαμφισβήτητα ο αρχηγός της Λέσχης, ο ηγέτης της παρέας.
Το κεφάλαιο “Καλπάζοντας στον άνεμο” είναι το αγαπημένο μου, διότι σ’ αυτό ο αφηγητής μεταφέρεται από το “τώρα” της ιστορίας στο μέλλον και εκθέτει τα πράγματα που γνωρίζει ότι θα συμβούν μελλοντικά. ΄Ετσι ο Ορέστης έχοντας ως όχημα ένα όνειρο λειτουργεί ως προφήτης μεταφέροντας τον αναγνώστη στο μέλλον, πολύ μετά το 1986.
“Ο Τρύπιος λόφος’ είναι μια αναδρομή στο παρελθόν. Μια περιπέτεια- εξερεύνηση και μια απογοήτευση των παιδιών- εξερευνητών που ήρθαν αντιμέτωποι με ένα τσούρμο από παιδιά- γυφτάκια του τσιγγανομαχαλά. Ιστορικές πληροφορίες για τον Τρύπιο Λόφο δίνονται με γλαφυρότητα από το συγγραφέα, γεγονός που κάνει την εξερεύνηση αυτή μια πολύ σπουδαία αποστολή!
Μετά από μια επική μάχη με κάθε είδους όπλα που θα μπορούσαν οι μικροί πολεμιστές- εξερευνητές να χρησιμοποιήσουν το αποτέλεσμα της οποίας ήταν άδοξο και ντροπιαστικό “αποφασίζουν” να αποσυρθούν από την εξερεύνηση του Τρύπιου Λόφου. Η περιγραφή της μάχης αυτής δίνεται με χιούμορ και σαρκασμό από το συγγραφέα.
Και φτάνουμε εν τέλει στη σημαντικότερη δραστηριότητα των παιδιών για το καλοκαίρι του 1986. Την εξερεύνηση του κεραμοποιείου Αλλατίνι… Οι φήμες που κυκλοφορούσαν για το εργοστάσιο αυτό ήταν πολλές και ιδιαιτέρως δελεαστικές που ανέβαζαν την αδρεναλίνη των παιδιών στα ύψη. Αφού ξεπέρασαν όλες τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες που προέκυψαν στην προσπάθειά τους να “πατήσουν” το κεραμοποιείο, δυσκολίες που δεν τις είχαν υπολογίσει και μάλιστα τις ξεπέρασαν με μεγάλη εξυπνάδα και ευστροφία τελικά μπήκαν στο εσωτερικό του. Αυτό που βρήκαν βέβαια στο κεραμοποιείο ήταν κάτι που ούτε το φαντάζονταν . ΄Ανθρακες ο θησαυρός για τους μικρούς εξερευνητές! Είναι φυσικό ότι δεν ενθουσιάστηκαν και πολύ! Μόνο ο Ορέστης κάτι ξεχωριστό αισθάνθηκε για το αντικείμενο αυτό και αποφασίζει να το πάρει για να στολίσει την καλύβα τους. Πράγματι το μεταφέρουν στην καλύβα και δίνουν ραντεβού την επομένη το πρωΐ όλοι μαζί. Ωστόσο ο Ορέστης δεν παύει να σκέφτεται τον καθρέφτη και επιστρέφει στην καλύβα για να τον δει.
Κι εδώ βρίσκεται η ανατροπή. Ο καθρέφτης δεν είναι το παλιό έπιπλο, το αντικείμενο ρετρό που φέρνει μια νοσταλγική διάθεση στον Ορέστη κι έτσι αποφασίζει να τον κάνει δικό του. Μέσα στον καθρέφτη ο Ορέστης βλέπει τον εαυτό του, την ψυχή του, συνομιλεί μαζί της κάνει μια βουτιά στα μύχιά της, αναζητώντας να αντιληφθεί τα λάθη του, τα σωστά του, να ξεπεράσει τις φοβίες του, να γίνει εν τέλει ένας καλύτερος άνθρωπος ή καλύτερα να μάθει πώς να γίνεται συνεχώς καλύτερος άνθρωπος. Μια διεργασία επίπονη και δύσκολη που απαιτεί θάρρος και τόλμη. Απαιτεί από τον καθένα να απεκδυθεί το ένδυμα του ναρκισσισμού και με γυμνή την ψυχή του να βρει την αλήθεια του.
Πολλές οι συζητήσεις του Ορέστη με τον καθρέφτη του εκείνο το καλοκαίρι, ωστόσο λίγο πριν το τέλος του καταφέρνει να διαλογίζεται χωρίς τη βοήθεια του καθρέφτη γεγονός που του χαρίζει μια αίσθηση ελευθερίας και όταν πια αναγκάζεται να αποχωριστεί εντελώς τον καθρέφτη του είχε ήδη καταλάβει ποιος ήταν ο θησαυρός που βρήκε στην εξερεύνηση στο εργοστάσιο Αλλατίνι.
Ιδού λοιπόν “Ο καθρέφτης της ψυχής”. Αυτός που μας οδηγεί στον ουρανό, στο φως, στην αυτογνωσία.
Το κείμενο κινείται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αυτό των περιπετειών των πέντε φίλων και το δεύτερο της αυτογνωσίας του πρωταγωνιστή Ορέστη.
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, οπότε το κείμενο αποκτά αμεσότητα, παραστατικότητα, ζωντάνια, αφού η αφήγηση λαμβάνει τη μορφή προσωπικής μαρτυρίας. Έτσι, ο αναγνώστης ταυτίζεται με το πρόσωπο που αφηγείται, βιώνει άμεσα τα «δρώμενα» και παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον την εξέλιξη της δράσης από κάποιον αφηγητή -τον Ορέστη στην προκειμένη περίπτωση- ένα πραγματικό πρόσωπο που μετέχει στη δράση και προσεγγίζει τα γεγονότα μέσα από μια εσωτερική οπτική.
Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι τα πέντε παιδιά, οι πέντε έφηβοι που καθένας έχει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, ο Ορέστης είναι θαρραλέος, ηγετική φυσιογνωμία, τολμηρός, ο ΄Ακης γκρινιάρης, φοβιτσιάρης, ο Τάσος ασυνεπής, ο Θανάσης ντροπαλός και συνεσταλμένος, ο Μιχάλης πειραχτήρι που δε σήκωνε όμως αστεία. Είναι οι φίλοι του Ορέστη άραγε πραγματικά πρόσωπα ή είναι κομμάτια του χαρακτήρα του συγγραφέα;
Το λεξιλόγιο είναι απλό, καθημερινό, αντίστοιχο με το λεξιλόγιο κάθε εφήβου. Το ύφος είναι επίσης απλό, διανθισμένο με το ευφυές χιούμορ του συγγραφέα και τη στοχαστική του διάθεση.
Αυτός λοιπόν είναι “ Ο καθρέφτης της ψυχής” του Κώστα Μεταλλίδη. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδος και να επιτελέσει το έργο του να γίνει δηλαδή για όλους εμάς τους αναγνώστες του ο δικός μας καθρέφτης. Ο καθρέφτης της ψυχής μας.
Published on December 10, 2019 13:03
No comments have been added yet.


