Γράμματα στην Παναγία
Εικοσιέξι σύντομες επιστολές του Ιησού προς την Παναγία, χειρόγραφα που βρέθηκαν σε πήλινο κύλινδρο, γραμμένα σε περγαμηνή, στη Συρία. Κάποιοι αποφάνθηκαν με βεβαιότητα πως ήτανε πλαστά (ίσως άθεοι – μιας και δεν πίστεψαν στον θεάνθρωπο. Θα μπορούσαν όμως και πιστοί μιας και η γνησιότητα τους θα έφερνε σε αμηχανία τις διδαχές της εκκλησίας). Από την άλλη, κάποιοι «επιμένουν στην αλήθεια τους» (ίσως οι άθεοι – μιας και δεν πίστεψαν στον θεάνθρωπο. Θα μπορούσαν όμως και οι πιστοί που είναι πιο κοντά στο ανθρώπινο παρά στο Θείο, παρά τις διδαχές της εκκλησίας)
Αυτοί οι πόλοι εξερευνούν τις γέφυρες οι οποίες μακραίνουν τον εαυτό τους για να συναντήσουν και τελικά να αγκαλιάσουν τις όχθες – «διαφορές μας» που ενώ μοιάζουν αντίθετες και αλληλοαποκλειόμενες, καταλήγουν αδερφικές. Η σχέση του γιου με τη μητέρα, τα ταξίδια από το ένα μέρος στο άλλο, αναζητώντας ένας θεός ξέρει τι, η πεινασμένη ύαινα, το αίμα, το νερό, ο ιδρώτας, η προδοσία, ένα καινούριο ζευγάρι άνετα παπούτσια, η πείνα, η στέγη, η φιλία, η αγάπη. Από άνθρωπο σε άνθρωπο, από πόλη σε πόλη, από εποχή σε εποχή, το ανθρώπινο μένει ίδιο.
Η μάνα εδώ, η μάνα των μανάδων και μάνα είναι μόνο μια, θυμίζει την ακούνητη σταθερά, πηγή ελπίδας και άγχους, την κουκκίδα εκκίνησης και την κουκκίδα επιστροφής στον χάρτη, όπου το παιδί σημειώνει και αρχίζει να ξεμακραίνει. Το ταξίδι είναι τόσο σημαντικό, ίσο με τη σημασία του ίδιου του επιστολογράφου, ο οποίος δεν ξεχνάει πως οφείλει να επιστρέφει μέσα από το μελάνι του στην αρχική μάρτυρα της ύπαρξής του.
Ο λόγος του Χριστού φυσικά και δεν θα μπορούσε να είναι επιτηδευμένος· αυτό μπορώ να το πιστέψω, πως κάθε φίλος των κλεφτών και των πορνών, θα ήταν εχθρός της Βαβέλ και φίλος των κερασιών.
«Σε σκέφτομαι εκεί, μάνα. Στο χωριό. Να περπατάς δυο δρόμους. Έναν προς τον ναό. Έναν προς το πηγάδι. Να σε σηκώνει ο ήλιος και να σε κοιμίζει το άστρο. Να ζεις και να περιμένεις. Το γράμμα μου. Μια γιορτή. Έναν γάμο. Έναν θάνατο. Πώς είναι, μάνα; Πάω να το ονομάσω άδικο. Εγώ γυρίζω τον κόσμο. Δεν ξέρω πού πάω. Πού θα είμαι αύριο, αλλά γυρίζω τον κόσμο. Τον κόσμο που μου δόθηκε.
Εσένα ποιος κόσμος σου δόθηκε; Αυτά τα δυο στενά; Ένα κιλίμι και ένα ζευγάρι καινούρια σανδάλια κάθε τέσσερα χρόνια; Οι άνθρωποι δεν είναι δέντρα να υπομένουν τις εποχές ασάλευτοι. Πώς νιώθεις; Ξέρω. Θα πιάσεις με τα χέρια σου νερό κι αλεύρι και θα μου πεις πως βάζω στο μυαλό μου πράγματα περιττά. Την αμηχανία που σου προκαλεί το ερώτημα θα την κάνεις ψωμί. Θα μου πεις πως έχω σημαντικότερα πράγματα να με απασχολούν. Μα για εμένα η ζωή σου είναι σημαντική, μάνα. Θα μου πεις; Θέλω να μου πεις.»