Εφιάλτες * A blast from the past #2

31 Δεκεμβρίου 2009
SPOILER για 'Ψευδαίσθηση'!
Προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε πάει τόσο στραβά, ώστε να βρεθώ εγκλωβισμένος στο Λονδίνο τέτοια μέρα. Σε λίγες ώρες θα άλλαζε ο χρόνος κι ευτυχώς που μπορούσε ο Άλβιν να ταξιδέψει από το Κέμπριτζ για να με συναντήσει, γιατί η νέα χρονιά θα με έβρισκε μόνο μου. Σύμφωνοι, υπήρξαν χρονιές που το επεδίωκα αυτό. Αλλά φέτος ήταν αδύνατον να ταξιδέψω ως την Ανδαλουσία, τη Νέα Ορλεάνη, τη Ρουμανία ή έστω, τη Γαλλία, για περισυλλογή. Οι γονείς μου κατάφεραν επιτέλους να μ’ εκδικηθούν για τις ηθελημένες απουσίες μου τα προηγούμενα χρόνια, και με έμπλεξαν άσχημα. Όχι, λάθος, εγώ έφταιγα που συναίνεσα στα ανόητα σχέδια τους. Πάλι λάθος. Για όλα έφταιγε, εν αγνοία της βέβαια, η μικρή μου αδελφή.
Αν συναντούσα ποτέ αυτό το κορίτσι από κοντά, δεν ξέρω ποια θα ήταν η αντίδραση μου. Το πιθανότερο είναι πως θα την εξαφάνιζα, ώστε να μην ασχοληθώ ξανά μαζί της. Τουλάχιστον μέχρι πρότινος ήμουν αναγκασμένος να υπομείνω τη φλυαρία και διαρκή ανησυχία της μητέρας μου για εκείνη. Τα αναρίθμητα τηλεφωνήματα που δεχόταν από τον φίλο τους στο Ντάνγουιτς, ο οποίος τους ενημέρωνε για τις εξελίξεις στη ζωή της μικρής. Αν βγήκε από το σπίτι βράδυ, αν έφυγε από το χωριό, αν τελείωσε το σχολείο και με τι βαθμούς, αν συναναστρέφεται κανέναν περίεργο τύπο, αν κούρεψε τα μαλλιά της…
Συνήθως είμαι ψύχραιμος, αλλά και μόνο η αναφορά στην ύπαρξη αυτού του κοριτσιού, με φέρνει στα όρια μου. Ταυτόχρονα όμως μου δημιουργεί και την ανάγκη να πάρω το πρώτο αεροπλάνο, τρένο, λεωφορείο και να πάω να τη βρω, να τη γνωρίσω. Δεν έχω ανάγκη τις ιδιότητες μου ως αλαφροΐσκιωτος, για να διαισθανθώ το πόσο μόνη πρέπει να νιώθει, το πόσο της στοίχισε η εγκατάλειψη της μητέρας της, το πόσο θα υποφέρει μέσα σε μια ζωή γεμάτη μυστικά, που πρέπει να κρατήσει κρυφά.
Δε βρήκα ποτέ τη δύναμη να συγχωρήσω τους υπεύθυνους για τη δυστυχία μου τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Ίσως κατάφερα να επιβιώσω και να ορθοποδήσω από την εφηβεία και μετά, αλλά η απουσία της μητέρας μου ήταν μια πληγή που αιμορραγούσε για καιρό. Το ότι δεν ήταν δική της επιλογή, το ότι σμίξαμε ξανά, λίγο τη βοήθησαν να επουλωθεί. Ο θυμός μου όμως δε συμπεριέλαβε ποτέ την αδελφή μου. Προτίμησα να τα βάλω με τη μοίρα οριστικά, αποφάσισα πως ο δρόμος μου θα ήταν πάντα μοναχικός. Όσο μακριά μπορούσα να μείνω από τους γονείς μου, τόσο το καλύτερο. Τους βοηθούσα στις έρευνες τους πάνω στα μεταφυσικά θέματα, έμενα στο Γουίκλοου μαζί τους τα διαστήματα που είχαν ‘ιδιαίτερους’ επισκέπτες, σαν εμένα, αλλά μέχρι εκεί.
Τον υπόλοιπο καιρό ταξίδευα, κυρίως για να γράφω μελέτες, με τη χρηματοδότηση μεγάλων πανεπιστημίων. Όταν έκανα διάλειμμα από όλα αυτά, επέλεγα το Κέμπριτζ, όπου εκπονούσε τη διδακτορική διατριβή του ο πρώην συμφοιτητής και καλός μου φίλος, Άλβιν Μπελ. Ο μόνος άνθρωπος εκτός από τους γονείς μου που ήξεραν τι είμαι, και ο μόνος πραγματικός φίλος που είχα. Αυτόν περίμενα τώρα, στην παμπ ‘The Coal Hole’ στο Λονδίνο, για να αλλάξουμε μαζί τη χρονιά. Ακόμη δεν μπορούσα να πιστέψω πως την πάτησα έτσι.
∞
Όλα ξεκίνησαν τον περασμένο Ιούνιο. Η αδερφή μου ενηλικιώθηκε, τελείωσε το σχολείο και η ανησυχία της μητέρας μου κορυφώθηκε. Ήξερε την κόρη της, ήξερε πως δε θ’ άντεχε να μείνει καθηλωμένη στο Ντάνγουιτς, ούτε όμως θα καταδεχόταν ν’ αγγίξει τα λεφτά που φρόντισε να φτάσουν στα χέρια της εκ μέρους της. Σκεφτόταν σοβαρά να γυρίσει πίσω, να την πάρει και να ζήσει μαζί της στο Σακραμέντο, όπου διέμεναν με τον πατέρα μου τον περισσότερο καιρό, λόγω της απεξαρτητικής κλινικής που ο ίδιος διατηρούσε εκεί. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να το ακούσει αυτό. Θεωρούσε πως η πορεία της κατάρας βρισκόταν σε επισφαλές σημείο για όλους μας, πως ήταν παρακινδυνευμένο να έρθει η Ονόρα σε επαφή μαζί μας.
Για μια ακόμη φορά, ο Έινταν, ο φίλος τους στο Ντάνγουιτς, ανέλαβε ενεργό δράση. Πάντα διακριτικός όπως ήταν, φαίνεται πως κατάφερε να βάλει την ιδέα σε μια ντόπια ηλικιωμένη να προσλάβει την Ονόρα, στην πανσιόν που λειτουργούσε με τον άντρα της. Εργαζόταν και ο ίδιος εκεί, ως νυχτερινός φύλακας, οπότε θα του ήταν ακόμη πιο εύκολο να την παρακολουθεί. Η πρωτοβουλία του αυτή ηρέμησε σημαντικά τη μητέρα μου, κι όταν μάλιστα μάθαμε ότι η Ονόρα δέχτηκε την πρόταση για δουλειά, τα πνεύματα ησύχασαν για λίγο. Μέχρι, δηλαδή, τη στιγμή που έμαθε ο πατέρας μου το όνομα της ιδιοκτήτριας της πανσιόν. Κλαιρ Κνάιτ. Έκτοτε η ζωή μας έγινε κόλαση.
Δε χρειάστηκε πολύς καιρός για να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες και ν’ ανακαλύψει ότι, μέσα στα προηγούμενα χρόνια, είχε ως πελάτη στην κλινική τον γιό της, Έρνεστ. Είχε πρόβλημα αλκοολισμού και, μετά την απεξάρτηση, ο πατέρας μου κι εκείνος διατήρησαν καλές σχέσεις, ενώ βρίσκονταν τακτικά τόσο για συνεδρίες, όσο και σαν φίλοι. Για κάποιον λόγο που ποτέ δεν κατάλαβα πλήρως, βρήκε εξωφρενική τη σύμπτωση αυτή. Βέβαια, όταν σε όλη σου τη ζωή σε καταδιώκει το υπερφυσικό, έχει μια λογική το να ταράσσεσαι από τις συμπτώσεις, όσο φαινομενικά αθώες κι αν δείχνουν.
Αποφάσισε λοιπόν πως έπρεπε να ανακαλύψει όσα περισσότερα μπορούσε για την οικογένεια αυτή, το γενεαλογικό τους δέντρο μέσα στους αιώνες, ό,τι τέλος πάντων δεν είχε καταφέρει να μάθει από τις συνεδρίες και τη γνωριμία του με τον Έρνεστ. Στις παρατηρήσεις μου ότι είχε συμπτώματα εμμονικής διαταραχής, αντέτεινε πως έπρεπε κι εγώ να ασχοληθώ με το θέμα.
Η οικογένεια Κνάιτ ήταν διασκορπισμένη σε τρία μέρη. Στην Καλιφόρνια, όπου επαφές είχε χτίσει ο πατέρας μου, στο Ντάνγουιτς, το οποίο επόπτευε ο Έινταν και στο Γουέιμπριτζ. Όπως και στις δύο πρώτες περιπτώσεις, έτσι και στην τρίτη τοποθεσία έπρεπε οι διασύνδεση μας μαζί τους να γίνει υπόγεια, ώστε να μη συσχετιστούν οι παράλληλες γνωριμίες. Η μητέρα μου αποκλειόταν για τον ρόλο αυτό, καθώς είχε αποκτήσει πολλές φοβίες και δεν ταξίδευε πλέον μόνη της. Επίσης θα ήταν παρακινδυνευμένο, καθώς οι γηραιοί Κνάιτ την ήξεραν από τα χρόνια που ζούσε στο χωριό. Ο κλήρος έπεσε σε μένα, και δεν κατάλαβα ποτέ πως κατέληξα να συμμετέχω σε αυτήν την παράνοια τους.
Οι βάσεις της ‘φιλίας’ μου με τον Άντριου Κνάιτ τέθηκαν το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, μέσω του Άλβιν. Ήξερε τα πάντα για την ιστορία της οικογένειας μου, ενώ παράλληλα είχε σταθερή βάση του την Αγγλία, κάτι το οποίο αποδείχτηκε ευεργετικό. Εκείνος είχε την ιδέα να μεσολαβήσει, ώστε να εξασφαλίσουμε μια δωρεά από την Επενδυτική Κνάιτ για το πανεπιστήμιο. Στα επίσημα χαρτιά φαινόταν μόνο το όνομα του υποψήφιου Δρ. Μπελ, αλλά όλες τις διεκπεραιώσεις τις έκανα εγώ, φροντίζοντας οι συναντήσεις μου να γίνονται μόνο με τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Τον μεσαίο αδερφό, Γουόλτερ Κνάιτ, δεν κατάφερα να τον γνωρίσω τότε. Για κάποιον λόγο όμως, το όνομα που μοιραζόμασταν λειτούργησε θετικά στη χημεία μου με τον μεγάλο του αδελφό. Όταν έκλεισε η συμφωνία, ανέφερα στον Άντριου πως θα βρίσκομαι κατά τις γιορτές ξανά στην Αγγλία, για δουλειές. Έτσι απέσπασα την πρόσκληση του να περάσω τις ημέρες εκείνες μαζί τους, στο σπίτι τους στο Γουέιμπριτζ, για να μην είμαι μόνος.
Το να αρνηθείς κάτι σ’ έναν Κνάιτ, είναι σαν να επιχειρείς να αφοπλίσεις βόμβα, ενώ σε έχει πιάσει αλλεργικό φτέρνισμα. Κανονικά δε θα έπρεπε να μπω καν στον κόπο, αλλά δε γινόταν διαφορετικά.
Πέρασα τελικά τα Χριστούγεννα φιλοξενούμενος στο σπίτι του Άντριου. Μαζί σχεδόν με όλους τους συγγενείς του και αυτούς της γυναίκας του. Το ‘εφιαλτική’ μοιάζει φτωχό επίθετο για να περιγράψει την κατάσταση. Υποτίθεται πως θα επισκεπτόμουν την έπαυλη μόνο για την παραμονή. Κατέληξα να περνάω τέσσερις ημέρες μαζί τους γιορτάζοντας, συζητώντας, παλεύοντας να αντισταθώ στις αυτοκτονικές διαθέσεις που με είχαν καταλάβει. Άδραξα όμως την ευκαιρία της απαίτησης του να παρατείνω τη διαμονή μου, γιατί εξυπηρετούσε τον αρχικό σκοπό μου, να μάθω περισσότερα για εκείνους, κυρίως όμως για τον μοναδικό απόντα• τον μικρότερο αδερφό, Έρνεστ.
Πέρα από την ασφυκτική πίεση, θα έλεγα ψέματα στον εαυτό μου αν ισχυριζόμουν πως δεν πέρασα και καλά. Οι Κνάιτ, παρά τα προβλήματα τους, ήταν μια αγαπημένη και πολύ φιλόξενη οικογένεια. Ένιωθα άσχημα για τις προθέσεις μου, άφηνα τον εαυτό μου όσο μπορούσα ελεύθερο, αλλά η αλήθεια παρέμενε μια. Τους εκμεταλλευόμουν.
Οι τύψεις με ώθησαν να αρνηθώ την πρόσκληση του να μείνω ως και την Πρωτοχρονιά. Αυτές, και η είδηση της άφιξης του Έρνεστ και της οικογένειας του για την ίδια γιορτή. Δεν μπορούσα να ρισκάρω το να συναντηθώ μαζί του. Ο πατέρας μου με είχε προειδοποιήσει πως ο πελάτης του ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, υπερβολικά καχύποπτος και διαισθητικός. Όχι με τον μεταφυσικό, αλλά με τον ακόμη πιο επίφοβο, φυσιολογικό τρόπο. Πέταξα λοιπόν τη βόμβα που κρατούσα από τα χέρια μου, επιλέγοντας να διακινδυνεύσω την καλή εντύπωση που είχε σχηματίσει ο Άντριου για εμένα, παρά να τινάξω όλη την κάλυψή μου στον αέρα. Αρνήθηκα.
Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχα μεριμνήσει να κλείσω το εισιτήριο της επιστροφής, καθώς δεν ήξερα πόσες ημέρες θα έπαιρνε η επίσκεψή μου στους Κνάιτ. Κάπως έτσι, εγκλωβίστηκα στο Λονδίνο ανήμερα της Παραμονής του νέου χρόνου.
∞
«Καλησπέρα! Συγνώμη που διακόπτω…»
Η γυναικεία φωνή απέσπασε την προσοχή μου, και σήκωσα το κεφάλι μου από τις σημειώσεις που κρατούσα. Από μικρός είχα το συνήθειο να το κάνω αυτό. Όταν είχα ξεκινήσει να ακούω και να βλέπω πράγματα που δε θα έπρεπε ν’ αντιλαμβάνομαι, πίστεψα πως τρελαινόμουν. Ο πατέρας μου με συμβούλεψε ν’ αρχίσω να γράφω, για να αποφορτίζω το μυαλό μου από την υπερβολική συγκέντρωση πληροφοριών. Η τεχνική αυτή αποδείχτηκε σωτήρια. Μέσα στα χρόνια αναγκάστηκα πολλές φορές να τη χρησιμοποιήσω και στην καθημερινότητα μου. Ειδικά από τότε που επέστρεψε η μητέρα μου και το μεταφυσικό δέθηκε αμετάκλητα με όσα θεωρούσα φυσιολογικά στη ζωή μου. Εκείνη η βραδιά, ήταν μια από αυτές τις φορές.
Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου και χαμογέλασα στην κοπέλα που με είχε διακόψει. Καθόταν στο διπλανό τραπέζι με την παρέα της, όλες λίγο πιο μικρές από εμένα. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν φοιτήτριες, πιθανότατα ξένες. Επίσης δεν βασίστηκα στο χάρισμα μου, για τη διαπίστωση αυτή. Η προφορά της και η εμφάνιση τους μου αρκούσαν. Έπρεπε να την ακούσω να μιλάει λίγο ακόμη, αλλά τα σκούρα μπλε μάτια της, τα ανοιχτόχρωμα καστανά μαλλιά της, το πάλλευκο δέρμα και τα μυτερά χαρακτηριστικά του προσώπου της με οδήγησαν να προσανατολιστώ προς… Κροατία.
«Zdravo, ljiep ».
Ξέρω, κάποιες φορές έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Ομολογώ πως ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που έκανα, να τη χαιρετίσω και να της την πέσω στην ψύχρα, σε μια γλώσσα που ίσως να μην ήταν η μητρική της. Αλλά αν δεν ήταν… Δε θα το μάθαινε ποτέ, έτσι; Τα χαχανητά των υπολοίπων και το κοκκίνισμα της μου έδωσαν την απάντηση που περίμενα. Είχα πέσει μέσα.
«Govorite li hrvatski ?» ρώτησε χαμογελώντας δειλά.
«Samo ako to isplati ».
Η παρέα της ξέσπασε σε νέα γέλια κι έγειρε με την καρέκλα της προς το μέρος μου, για να… Απομακρυνθεί από εκείνες; Για να έρθει πιο κοντά μου; Η ιδέα αυτή με συνάρπαζε όσο με απωθούσε, πάντα. Εξαιτίας του χαρίσματος μου οι άλλοι πάντα επεδίωκαν να προσκολλούνται σε μένα, καθώς αποφόρτιζα εν αγνοία τους τις αύρες τους. Η δική της ήταν σχετικά ισορροπημένη, λόγω του νεαρού της ηλικίας της αναμφίβολα, με το κόκκινο κέντρο της να λάμπει λίγο πιο έντονα από τα άλλα. Πήρα το μήνυμα που δεν ήξερε καν ότι μου έστειλε, αλλά το αγνόησα.
«Kako se jovete ?» ρώτησε με περισσότερο θάρρος.
«Walter».
«Λοιπόν, Γουόλτερ… Χαίρομαι που θεωρείς ότι αξίζω τον κόπο, αλλά ήρθα σε αυτήν τη χώρα για να εξασκήσω τα αγγλικά μου. Δε με βοηθάς και πολύ».
«Τότε θα το διορθώσουμε αυτό…» Έκανα μια παύση, περιμένοντας να καταλάβει πως εκείνη δε μου είχε πει το όνομα της. Με παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένη και αναφώνησε χαριτωμένα όταν κατάλαβε την γκάφα της.
«Με λένε Μπιάνκα. Κι αυτές είναι οι φίλες μου…» Συνέχισε να μιλάει, κατονομάζοντας μια προς μια τις κοπέλες στην παρέα της. Εννοείται πως δεν άκουγα. «Πως κατάλαβες από πού είμαι;» Αυτή η τεχνική, του να φιλτράρω τα όσα έλεγε ο συνομιλητής μου και να τον παρακολουθώ μόνο στα καίρια σημεία, ήταν εξίσου σωτήρια με αυτήν της καταγραφής. Ίσως και περισσότερο.
«Έχω μείνει για λίγο καιρό στη χώρα σου. Επίσης, ασχολήθηκα αρκετά ως φοιτητής με τη γλωσσολογία. Αλλά φαντάζομαι δεν είναι αυτό που ήθελες να μου ζητήσεις». Το πρόσωπο της κοκκίνισε πιο έντονα, αλλά δεν έχασε το χαμόγελο της. Ένευσε προς το τραπέζι μου.
«Θα μπορούσα να δανειστώ τον κατάλογο σου;»
Χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από εκείνη, της τον έδωσα. Αντιλαμβανόμουν την αναστάτωση που είχε προκαλέσει η συμπεριφορά μου στην παρέα της, κι έπιανα σκόρπια φράσεις και σχόλια τους, που μου προκάλεσαν ευθυμία. Περίμενα να τελειώσει με τον κατάλογο, κοιτάζοντας την επίμονα. Εκείνη τον πέρασε στις υπόλοιπες κι έστρωσε μηχανικά τα λεία, μακριά μαλλιά της πάνω στους ώμους της.
«Υπάρχει μια πολιτική στις παμπ και γενικά σε τέτοιου είδους μαγαζιά στην Αγγλία, ξέρεις» είπα, τραβώντας της την προσοχή και πάλι. «Αν χρειαστείς ξανά τον κατάλογο, το προσωπικό είναι υποχρεωμένο να στον φέρει». Έμεινε να με κοιτάζει μπερδεμένη. Σίγουρα δεν μπορούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να γελάσει ή να με πάρει στα σοβαρά.
Ένιωσα ένα τράβηγμα στο στομάχι μου. Και ξεκίνησε. Η παμπ φάνταζε ασφυκτικά γεμάτη ξαφνικά. Οι κοπέλες μπροστά μου μιλούσαν υπερβολικά δυνατά. Τα φώτα έλαμπαν μ’ έναν τρόπο που μου προκαλούσε πονοκέφαλο. Κρύος ιδρώτας με έλουσε και μ’ έπιασε ναυτία. Κρίση πανικού. Ήταν μακριά από το σπίτι της, φοβόταν το εξάμηνο σπουδών σε ξένη χώρα, αλλά την παρέσυρε ο ενθουσιασμός των υπολοίπων, προσπαθούσε να το κρύψει για να μην ξενερώσει τις άλλες, κρυφά έκλαιγε γιατί της έλειπε το σπίτι της, ντρεπόταν τόσο πολύ που αντιδρούσε έτσι, προσπαθούσε να διασκεδάζει μαζί τους, αλλά το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο Ντούμπροβνικ, το πιο όμορφο μέρος του κόσμου για εκείνη. Τώρα αναρωτιόταν αν έπρεπε να συνεχίσει να μου μιλάει, τόσες ιστορίες για ανώμαλους είχε ακούσει, φοβόταν ότι έκανε λάθος που θέλησε να μου τραβήξει την προσοχή εξαρχής. Ή απλά ντρεπόταν που η απόπειρα της ήταν τόσο αφελής. Διέκοψα απότομα την οπτική μας επαφή και πήρα μια βαθιά, ελεγχόμενη ανάσα.
«Μπορείς να κρατήσεις τον κατάλογο, Μπιάνκα. Δε θα τον χρειαστώ άλλο».
Δε γύρισα να κοιτάξω την αντίδραση της, άρχισα να μαζεύω βιαστικά τα πράγματα μου και σηκώθηκα όρθιος αφήνοντας το αντίτιμο της παραγγελίας μου και το ανάλογο φιλοδώρημα στο τραπέζι. Την προσπέρασα βιαστικά, αλλά κοντοστάθηκα. Έγειρα λίγο προς το μέρος της, ώστε να με ακούσει μόνο εκείνη.
«Διασκέδασε το, εντάξει;»
∞
Ο κρύος αέρας λειτούργησε αναζωογονητικά πάνω μου. Κούμπωσα καλύτερα το παλτό μου και πέρασα σωστά το κασκόλ γύρω από τον λαιμό μου. Περίμενα για λίγα λεπτά ακουμπισμένος στον τοίχο του μαγαζιού, για να συνέλθω. Όσο μάθαινα να το ελέγχω, τόσο εξελισσόταν. Δεν μπορούσα να ακούσω τις σκέψεις κανενός, αλλά όπως και με τα στοιχειά, ένιωθα. Ένιωθα τα πάντα και το μυαλό μου το μετέφραζε σε λέξεις. Ευτυχώς, δε συνέβαινε με όλους τους ζωντανούς, ειδάλλως θα είχα αποσυρθεί σε κάποια σπηλιά, κάπου πολύ μακριά.
Έπρεπε ο άλλος να έχει πολύ καθαρή ψυχή, για να συνδεθεί μαζί του το υπερφυσικό ραντάρ μου, ή ό,τι στην ευχή ήταν αυτό που διέθετα τέλος πάντων. Έσφιξα τα δόντια μου με δύναμη, από φόβο μην εκσφενδονίσω τηλεπαθητικά κάτι, πάνω στον θυμό που με κατέλαβε. Ήταν άδικο. Σύμφωνοι, ωφέλιμο πολλές φορές, αλλά παρέμενε άδικο να κουβαλάω ένα τέτοιο φορτίο.
Ξεκίνησα να περπατάω προς την πλατεία Τραφάλγκαρ. Έστειλα ένα βιαστικό μήνυμα στον Άλβιν, για την αλλαγή στο σημείο του ραντεβού μας. Όταν σκεφτόμουν εν κινήσει ήταν πιο δύσκολο να με καταλάβουν αρνητικά συναισθήματα. Η στεναχώρια και ο φόβος της Μπιάνκα ξεκλείδωσαν μέσα μου δικά μου σφραγισμένα κουτιά. Κάθε φορά αυτό συνέβαινε. Εκτός από εκείνα τα λεπτά, οι σκέψεις και τα συναισθήματα με βασάνιζαν για ώρες, ίσως και μέρες.
Σκέφτηκα πως, για μια φορά, θα ήθελα να υποδεχτώ τον νέο χρόνο με τους γονείς μου. Είχα στερηθεί την οικογένεια μου για υπερβολικά πολύ καιρό, πλέον δεν ήξερα πώς να λειτουργήσω μέσα σε αυτήν. Σκέφτηκα πως το Ντάνγουιτς απείχε λίγες ώρες από το Λονδίνο. Ίσως έφταιγε η αυξημένη διαίσθηση μου, αλλά βούρκωσα από την ένταση της ανάγκης μου να γνωρίσω την αδερφή μου. Για κάποιον λόγο ήξερα πως ήμουν μισός χωρίς εκείνη στη ζωή μου. Η Ονόρα ήταν το κομμάτι που η μοίρα μερίμνησε να μου χαρίσει, ως αποζημίωση για τα όσα πέρασα εξαιτίας της. Βαθιά μέσα μου το ήξερα, και ήθελα να το μάθει κι εκείνη. Σκέφτηκα επίσης πως, δε θα μου αναλογούσε ποτέ ένα ταίρι με καθαρή ψυχή. Από τις γυναίκες που είχαν σταθεί δίπλα μου, με όσες άντεχα να είμαι μαζί, δεν το άξιζαν και με όσες το άξιζαν, δεν το άντεχα.
‘Ωραίος τρόπος για να αποχαιρετίσω τον χρόνο’ σκέφτηκα βλοσυρά.
Κάθισα στο προστατευτικό γύρω από το σιντριβάνι της πλατείας κι έμεινα να χαζεύω τον κόσμο που περνούσε από μπροστά μου. Ήταν όλοι συντροφιά με κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο. Η εικόνα αυτή δε με πλήγωνε όπως παλιότερα, αλλά οι σκοτεινές σκέψεις μου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω. Κουβαλούσα όλον αυτόν τον κόσμο μέσα μου, κι όμως ήμουν πιο μόνος από ποτέ. Ήταν λες και έχτιζα ένα κέλυφος γύρω μου, το οποίο κινδύνευε να με καταπιεί ολόκληρο. Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό.
Τόσα χρόνια αντιστεκόμουν σε αυτήν την πανοπλία, την κατέστρεφα ξανά και ξανά. Προσπαθούσα να μη χάσω την ικανότητα μου να νιώθω τα δικά μου συναισθήματα, για να είμαι έτοιμος όταν θα ερχόταν η ώρα. Ήξερα πως στον δρόμο μου θα ερχόταν ένα ξεχωριστό πρόσωπο, που θα άλλαζε όλη μου τη ζωή. Δεν είχα καθαρή την εικόνα του, όσο μια αίσθηση πληρότητας που θα έφερνε μαζί του.
Έκανα υπομονή, αλλά η γνώση αυτή εξαντλούσε τα αποθέματα μου. Ο καιρός περνούσε και δεν την είχα συναντήσει. Με αυτήν και μόνο την προσδοκία δεν άφηνα το κέλυφος να με κλείσει μέσα του. Απαγόρευα στον εαυτό μου να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους. Δεν ανεχόμουν πια το χάρισμα, ή την κατάρα μου, όπως το βλέπει κανείς, να καθορίζει την ύπαρξη μου. Πάντοτε πίστευα πως η γνώση είναι δύναμη. Σε βοηθά να αποκτάς έλεγχο πάνω σε ό,τι σε τρομάζει, μόνο και μόνο επειδή το καθιστά από άγνωστο, γνωστό. Η συγκεκριμένη επίγνωση ήταν το φυλαχτό μου, από την εφηβεία μου σχεδόν. Έκανα υπομονή και θα συνέχιζα έτσι, για όσο χρειαζόταν μέχρι να επαληθευτεί.
Ανάβλεψα, την ώρα που από το πλήθος ξεχώρισαν ο Άλβιν και ο φίλος του, ο Τάισον. Ένα αυθόρμητο χαμόγελο ζέστανε το πρόσωπο μου, κόντρα στη χαμηλή θερμοκρασία του Λονδίνου.
Υπήρχαν και κάποιες εξαιρέσεις, στον κανόνα των ανθρώπων με καθαρή ψυχή. Αυτοί που ήταν πλήρεις και ισορροπημένοι, τόσο ώστε να μην είναι επιβλαβείς για την ψυχολογική μου υγεία. Αυτοί που δίπλα τους ένιωθα ασφάλεια και ηρεμία. Ήταν ελάχιστοι αλλά, σαν να φυλάκιζαν το φως, στα μάτια μου πάντα ξεχώριζαν όπως τα διαμάντια στην άμμο. Οι μόνοι που στην ουσία προσκολλούνταν σε μένα για να με θεραπεύσουν κι όχι να με επιφορτίσουν περισσότερο. Τελικά, ένιωσα ευλογημένος που ήρθαν έτσι τα πράγματα, και θα περνούσα την πρώτη ημέρα του νέου έτους μαζί τους.
Κάποιοι συνηθίζουν να εύχονται κάτι, ακριβώς πάνω στην αλλαγή του χρόνου. Ίσως ακούγεται αστείο, αλλά ξέρω πως η ανθρώπινη σκέψη ενέχει τη δύναμη της πραγματοποίησης. Για τον λόγο αυτό, κάθε φορά εύχομαι κάτι.
Η ευχή μου για το 2010, ήταν να ανταμειφθεί η υπομονή μου και να συμβεί ό,τι έπρεπε να συμβεί, με κάθε κόστος. Τα συμπεράσματα, δικά σας…
Published on December 31, 2015 03:30
date
newest »

message 1:
by
Nicoleta
(new)
Dec 31, 2015 03:50AM

reply
|
flag