Έρση Λάβαρη's Blog

August 4, 2020

Η Εποχή του Κυνηγιού | Τώρα και σε e-book!

    Ευχάριστα νέα για όλους όσοι μετακινούνται συχνά, δεν θέλουν να ταλαιπωρούν τα βιβλία τους στην παραλία ή προτιμούν να μην προσθέτουν βάρη στα αντικείμενα που τους είναι καθημερινά απαραίτητα: η Εποχή του Κυνηγιού, και μάλιστα στην αναθεωρημένη της εκδοχή, μόλις κυκλοφόρησε και σε e-book από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή! Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να την προμηθευτείτε σε ηλεκτρονική μορφή, για να την παίρνετε μαζί σας εύκολα και χωρίς να πιάνει χώρο με το τάμπλετ ή το κινητό σας ❤    Βρείτε την κάνοντας κλικ εδώ!
Περίληψη:    Ακούγονται διάφορες φήμες για το δάσος που εκτείνεται πέρα από τα βορειοδυτικά προάστια της μεγάλης πόλης του Κιάπονσκανς. Τα πελώρια δέντρα του, οι απύθμενες λίμνες του και οι απόκρημνες πλαγιές του φιλοξενούν ανεξερεύνητα μυστικά που ακόμη και η επιστημονική κοινότητα της πόλης διστάζει να προσεγγίσει. Όλα, όμως, αλλάζουν μετά την ίδρυση της Σχολής Πειραματικών Σπουδών του Κιάπονσκανς, που οικοδομείται και λειτουργεί στο εσωτερικό του δάσους.    Φιλοπερίεργοι νέοι, θαυμαστές του αγνώστου και της αδρεναλίνης, ηλικίας από δεκαoοκτώ έως είκοσι δύο ετών, αποφασίζουν να φοιτήσουν στην σχολή με την ελπίδα να ανακαλύψουν κάποια από τα μυστικά της περιοχής. Ανάμεσά τους και οι από χρόνια φίλοι Ντάντε Ρίεσσεν και Λίλιμπεθ Έβερς. Κανένας όμως δεν έχει προβλέψει πως ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος και πιο άμεσος από τις αρχικές εκτιμήσεις της τοπικής κυβέρνησης, προχωρώντας έτσι στην πλήρη έκθεση των φοιτητών σε απειλές που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν ακόμη και στον θάνατο.
Κι ένα μικρό δείγμα γραφής: Ήταν ακόμη εύθυμος όταν, αργά το απόγευμα, επέστρεψε στο μικρό του δωμάτιο. Η φωτιά είχε σβήσει από την εστία και το παράπηγμα ήταν ψυχρό, όμως ούτε αυτό του χάλασε την διάθεση. Τάισε τα αποκαΐδια με καινούρια προσανάμματα και ξύλα, και προσπάθησε να υπολογίσει την ώρα από τις σκιές απ’ έξω για να καταλάβει αν ο Κάιν θα αργούσε. Πεινούσε πολύ, αλλά επειδή δεν κυνηγούσε, χωρίς εκείνον ή τον Όσσιαν δεν θα μπορούσε να βρει φαγητό.  Υπέθεσε πως ο Κάιν με το γεύμα του δεν θα καθυστερούσαν πολύ. Πρόλαβε να ζεστάνει νερό στην μεταλλική λεκάνη του και να πλυθεί, κι όταν σκούπισε το σώμα και τα μαλλιά του φόρεσε πολιτικά. Η αίσθησή τους του έλειπε καμιά φορά. Η στολή ήταν βαριά, πότε πότε τον ενοχλούσε. Έπρεπε να δώσει αγώνα μαζί της ακόμη και για να κατουρήσει, και το να δένει και να λύνει τα κορδόνια της είχε αρχίσει να τον κουράζει.  Αποφάσισε να ξαπλώσει μήπως και λαγοκοιμηθεί πριν το φαγητό, όμως το βλέμμα του έπεσε στο τραπέζι. Ο Όσσιαν του είχε αφήσει δυο βιβλία επειδή τον είχε λυπηθεί όταν του είπε πως ένιωθε να χάνεται ο χρόνος τις ώρες που είχε ελεύθερες, και το πρωί δεν είχε προλάβει να τα κοιτάξει. Του είχε δανείσει τα Έθιμα Ταφής της Χάνα Κεντ και το Mindhunter των Τζον Ντάγκλας και Μαρκ Ολσέικερ. Πρώτα του έκαναν εντύπωση οι αναγνωστικές του επιλογές, κι έπειτα αναρωτήθηκε πώς βρέθηκαν τα βιβλία στην κατοχή του.  Έπιασε τα Έθιμα Ταφής και χαμογέλασε. Ήθελε καιρό να τα διαβάσει. Τα τελευταία χρόνια καταβρόχθιζε μονομανώς ό,τι βιβλίο είχε σχέση με την τέχνη, είτε θεωρούνταν λογοτεχνία είτε όχι. Είχε διαβάσει αναρίθμητες βιογραφίες για τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, δοκίμια που ανέλυαν και ερμήνευαν τα έργα τους και μυθιστορήματα που αφορούσαν, άμεσα ή έμμεσα, στην τέχνη τους. Η αγάπη του για τον κλάδο που τον γοήτευε τον είχε κάνει να παραμερίσει τις άλλου είδους λογοτεχνικές ανησυχίες του, κι έτσι είχε ξεχάσει πόσα ήθελε να διαβάσει.  Σκέφτηκε για λίγο. Πόσα ακόμη θα του κόστιζε η επιβίωσή του από την σφαγή, πέρα από τον χαμό της Λίλιμπεθ και τους άπειρους εφιάλτες του; Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ. Ο εγκλωβισμός του στο δάσος του Κιάπονσκανς θα του στερούσε σχέδια και όνειρα, ένα μέλλον που αδημονούσε να κάνει δικό του και μια πραγματικότητα που φούσκωνε για χρόνια την φαντασία του. Ήταν αδύνατο να ασχοληθεί μ’ αυτό που ονειρευόταν για καιρό, επειδή δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει πίσω στο Κιάπονσκανς.  Η συνειδητοποίηση τον παρέλυσε. Αυτούς τους λίγους μήνες της ιδιότυπης εξορίας του δεν είχε αντιληφθεί πόσα διακυβεύονταν σχετικά με την ζωή και την ευτυχία του, και τώρα όλα τον καταπλάκωναν μαζί και τον ισοπέδωναν. Η τροπή που είχε πάρει η ζωή του δεν ανήκε στην φαντασία του, δεν ήταν μέσα σ’ ένα από τα βιβλία που του έδωσε ο Όσσιαν και ούτε την παρακολουθούσε, σαν σε κάποιο βίντεο κλιπ της αγαπημένης του μπάντας, από τον υπολογιστή του δωματίου του. Αυτό που ζούσε του συνέβαινε, κάποιος όντως τον εκπαίδευε για να γίνει πολεμιστής και να σκοτωθεί, πιθανώς, σε κάποια μάχη, είχε πραγματικά χάσει την Λίλιμπεθ και ήταν αβέβαιο εάν θα την ξανάβλεπε ποτέ, και τα σχέδια και τα όνειρά του είχαν όντως σκορπιστεί σαν αστερόσκονη από την στιγμή που, εκείνη την ημέρα, έμπηξε το στιλέτο του στο στήθος κάποιου άλλου.  Το χέρι που κρατούσε το βιβλίο έπεσε άνευρα στο πλευρό του κι ένιωσε τα χείλη του να μισανοίγουν. Κοίταξε γύρω του λες και περίμενε πως το εσωτερικό της καλύβας του θα αποσυντίθεντο και θα έπαιρνε το χρώμα και την μορφή του δωματίου του πίσω στο σπίτι των Ρίεσσεν, πως θα ξυπνούσε στο κρεβάτι του με πυρετό και πως η μητέρα του θα στεκόταν από πάνω του και θα του έλεγε πως έπρεπε να πάρει τα αντιπυρετικά του. Και θα την αγκάλιαζε, εάν στεκόταν εκεί. Θα έσφιγγε την Άννα Ρίεσσεν με όλη του την δύναμη και θα της έλεγε ότι του έλειψε, ότι πεθύμησε την φωνή της και την μυρωδιά της και όλα όσα την σχημάτιζαν μέσα στο κεφάλι του, ότι την συγχωρούσε για την πίεση που του ασκούσε και που τον συνέθλιβε κι ότι θα έβαζε τα δυνατά του να την κάνει περήφανη. Κι εκείνη, σε μια από τις ελάχιστες αναλαμπές μητρικής στοργής της ζωής της, θα του χαμογελούσε, θα απέθετε ένα χάδι στο μάγουλό του και θα του έλεγε πως όλα είναι καλά, ότι τον αγαπάει κι εκείνη κι ότι, όπου να ‘ναι, θα συνέλθει.  Και συνήλθε. Όχι για να δει την μητέρα του καθισμένη στο πλάι του να του χαμογελάει, αλλά για να αντικρίσει τον Κάιν, διστακτικό μπροστά στην πόρτα, μ’ ένα πήλινο σκεύος γεμάτο φαγητό. «Μήπως χρειάζεσαι λίγο χρόνο;» τον ρώτησε νευρικά.  Ο Ντάντε κούνησε το κεφάλι του σε άρνηση και το μυαλό του άρχισε να ξεμουδιάζει από την ένταση της σκέψης, και με έκπληξη κατάλαβε πως έκλαιγε. Σκούπισε τα δάκρυα στο πουλόβερ του και ρούφηξε την μύτη του, και παρακολούθησε τον Κάιν να κλείνει την πόρτα, να αφήνει την πιατέλα στο τραπέζι και να τον πλησιάζει. Πριν το καταλάβει, τον είχε κλείσει στην αγκαλιά του. «Έλα, μην κλαις» του είπε και τον χάιδεψε αδέξια στα μαλλιά. «Ό,τι κι αν είναι, θα περάσει».  Έμειναν έτσι για λίγο. Έπειτα ο Ντάντε τραβήχτηκε, σφούγγισε τα μάτια του μια τελευταία φορά και έπεσε βαρύς στην καρέκλα του. Έκανε και στον Κάιν νόημα να καθίσει. Το εκτίμησε που δεν το έβαλε στα πόδια από την αμηχανία. Είχε μεγάλη ανάγκη την επαφή εκείνη την στιγμή, κι εκείνος του την έδωσε. Του χαμογέλασε. «Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να μείνεις μόνος;» ρώτησε ο Κάιν όσο μοίραζε το περιεχόμενο της πιατέλας σε δυο ξύλινα πιάτα. «Μην ανησυχείς, εάν το χρειάζεσαι, θα το αντέξω».  Το ύφος του ήταν τραγικό. Ο Ντάντε τώρα μισογέλασε. «Ναι, είμαι σίγουρος. Είμαι καλύτερα, σε ευχαριστώ».  Ο Κάιν τού έκανε μια γκριμάτσα. Έβαλε την τελευταία κουταλιά στον εαυτό του κι έσπρωξε την κάπως μικρότερη μερίδα προς τον Ντάντε. Ανασήκωσε τους ώμους του απολογητικά, όμως εκείνος δεν διαμαρτυρήθηκε. Του έφτανε και με το παραπάνω που καθόταν μαζί του, παρά την άβολη μιζέρια του. «Τι σκεφτόσουν, τέλος πάντων;» ρώτησε ξανά, πριν χώσει μια μεγάλη μπουκιά στο στόμα του.  Ο Ντάντε ανασήκωσε τους ώμους. «Την οικογένειά μου», είπε στο τέλος, αργά. «Το πώς είχα όνειρα και σχέδια και μια ιδέα για την ζωή όπως θα ήταν ιδανική για ‘μένα, που τώρα τα έχασα επειδή είμαι εγκλωβισμένος εδώ».  Το ύφος του Κάιν έγινε πάλι τραγικό. Κάρφωσε με περισσή δύναμη το κρέας στο πιάτο του μ’ αυτό το ξύλινο πιρούνι που είχε μονάχα δυο δόντια. «Ναι, καταλαβαίνω», του είπε, κι είχε μια πικρία στην φωνή του. «Παίρνει καιρό να συνηθίσεις την απώλεια της οικογένειας. Και του μέλλοντος, ίσως. Και των ονείρων».  Ο Ντάντε μαράζωσε πάλι. Δεν είχε πια όρεξη να φάει. «Πώς ήταν η δική σου οικογένεια;» πήρε το θάρρος να ρωτήσει τον Κάιν.  Τα μάτια του έλαμψαν. Χαμογέλασε αχνά. Άφησε κάτω το πιρούνι του, ξέχασε την μανία της στενοχώριας και κοίταξε τον Ντάντε με μια μελαγχολία, μια νοσταλγία και μια συστολή που τον έκαναν να δείχνει μεγάλος και μικρός ταυτόχρονα. «Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν πολύ αγαπημένοι» ξεκίνησε, και ο τόνος του ήταν όμορφος, τρυφερός. «Ο πατέρας μου είναι βιολονίστας στην φιλαρμονική ορχήστρα του Ελσίνκι και η μητέρα μου βιολίστρια στην ορχήστρα του Κιάπονσκανς. Έτσι γνωρίστηκαν».  Ο Ντάντε χαμογέλασε. «Ξέρεις κι εσύ να παίζεις κάποιο όργανο;» «Ναι, βιολοντσέλο» απάντησε εκείνος, κι έκανε μια μεγάλη κίνηση σαν να ήθελε να του το περιγράψει. «Αλλά δεν μπήκα ποτέ σε ορχήστρα. Δεν ήθελα να το κάνω επάγγελμα. Ξέρεις. Δεν ήθελα να σταματήσει να μου αρέσει».  Ο Ντάντε ένευσε. Καταλάβαινε. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Κάιν να παίζει, αλλά η πιο κοντινή εικόνα που μπορούσε να πλάσει με το μυαλό του δεν ήταν παράταιρη. «Έχω και δυο αδέρφια» συνέχισε. «Ο πρώτος είναι ο Σάκαρι, που ζωγραφίζει επαγγελματικά και πληρώνεται για να φτιάχνει εξοπλισμό για cosplay με ειδίκευση σε κάθε τι μεσαιωνικό, και ο δεύτερος ο Γιούλε, που τώρα πρέπει να έχει γίνει πια δάσκαλος πολεμικών τεχνών. Ερευνούσε την τεχνική μάχης των Βίκινγκς πριν χαθώ. Ειρωνικό, ε;» «Είσαι ο πιο μικρός;» ρώτησε ο Ντάντε, αποφασίζοντας να παρακάμψει το πικρό σχόλιο. «Ναι. Δεν φαίνεται;» «Α, φαίνεται πάρα πολύ».  Ο Κάιν χαχάνισε κι έπιασε πάλι το πιρούνι του. Ο Ντάντε τον μιμήθηκε. «Εσένα πώς ήταν η οικογένειά σου;» ρώτησε σε λίγο.  Ο Ντάντε ρουθούνισε. «Είναι πολύ νωρίς», κλαψούρισε. Αν και δεν θα μπορούσε να ξέρει πως ο Ντάντε δεν τα πήγαινε καλά με τους δικούς του, ο Κάιν έδειξε να καταλαβαίνει. «Ναι, έχεις δίκιο», κλαψούρισε κι εκείνος. «Πες μου κάτι άλλο. Ας πούμε κάτι πιο χαρούμενο. Πώς είναι το χέρι σου; Πώς πήγε το μάθημα με τον Όσσιαν;»  Ο Ντάντε χαμογέλασε πλατιά, άθελά του. Ο Κάιν τον κοίταξε με το ένα του φρύδι σηκωμένο. «Το χέρι μου είναι καλά», τον πρόλαβε, πριν πει τίποτα καυστικό. «Και το μάθημα πήγε καλά». «Ναι;» ρώτησε ο Κάιν, πονηρά. «Πόσο καλά πήγε;»  Αναμετρήθηκαν με το βλέμμα τους. Ο Κάιν δεν άντεξε πολύ, σε λίγο έβαλε τα γέλια. «Μην μπαίνεις στον κόπο» του είπε, καρφώνοντας πάλι το πιάτο με το πιρούνι του. «Το ξέρω ότι το πρωινό σας ήταν ατμοσφαιρικό κι ότι μοιραστήκατε μια ρομαντική στιγμή χορεύοντας βαλς».  Τώρα άρχισε και ο Ντάντε να γελάει. Τα νέα ταξίδευαν γρήγορα εκεί. «Ήταν από τις πιο αμήχανες στιγμές της ζωής μου», ξεκίνησε με διάθεση, έπειτα όμως σταμάτησε. Σκέφτηκε ξανά τις λέξεις του Κάιν. «Τι υπονοείς;»  Ο Κάιν γούρλωσε τα μάτια του θεατρικά, έφερε το χέρι του στο στέρνο και παράστησε τον θιγμένο. «Εγώ;» έσκουξε, στον ίδιο τόνο. «Τίποτα».  Ο Ντάντε σάστισε. Μισόκλεισε τα μάτια. Έκανε να ρωτήσει ξανά, όμως ο Κάιν ύψωσε το χέρι αποτρεπτικά κι έπειτα το έφερε στο στόμα του σαν να έκλεινε τα χείλη του με φερμουάρ. Έπειτα, σαν το ξανασκέφτηκε, έσυρε το χέρι επάνω στα χείλη προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Ρώτα με ξανά την πρώτη φορά που θα κοιμηθείτε αγκαλιά», του είπε. Και κούμπωσε ξανά το στόμα του. «Τι;» ρώτησε ο Ντάντε, μπερδεμένος.  Αλλά ο Κάιν ήταν ανένδοτος. Απλώς του έκλεισε το μάτι κι επέστρεψε στο πιάτο του. 
5 likes ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 04, 2020 09:30

October 12, 2019

Ποτέ πιο Μόνοι

«Έχεις νιώσει ποτέ την καρδιά σου να σπάει; Να χωρίζεται σε εκατοντάδες μικρά θραύσματα και να σκορπίζεται σ' ολόκληρο το κορμί σου, για να σε παραλύσει και να σε βουλιάξει και να σε πνίξει μέσα σε μια στιγμή μονάχα; Έχεις φανταστεί, ως συνέπεια αυτού σου του πόνου, το μυαλό σου ν' αχρηστεύεται και το κορμί σου να λιώνει; Να θέλεις όσο ποτέ άλλοτε να σβήσεις, να εξαφανιστείς; Εγώ το έχω νιώσει. Εκείνη τη νύχτα η καρδιά μου διαλύθηκε δυο φορές. Μια με την λάμψη στις καφετιές του ίριδες που έσβησε μόλις μας είδε, κι άλλη μια όταν μου έκλεισε το μάτι, μου έστειλε ένα φιλί από μακριά και απομακρύνθηκε. Κι έχει μείνει έτσι από τότε· σπασμένη και με τα θρύψαλα της θλίψης μου να ρέουν σ' όλο μου το αίμα».
Σ' ένα δυστοπικό μέλλον όπου η γη έχει χωριστεί στα δυο και τα αντιμαχόμενα ημισφαίρια που την αποτελούν πολεμάνε για το νερό, όπου η οπισθοδρομική κοινωνία υπαγορεύει αυταρχικά και κατευθύνει συμφεροντολογικά οτιδήποτε αφορά στα άτομα που την αποτελούν, μέχρι και λεπτομέρειες του ιδιωτικού τους βίου, μια κοπέλα προσπαθεί ν' αναδειχθεί νικητής στον δικό της προσωπικό πόλεμο. Η Ωρόρα αποπειράται να επιλύσει τα ζητήματα που την απασχολούν και να γεφυρώσει το κενό που έχει αφήσει μέσα της ο θάνατος του πατέρα της και η απώλεια της αδελφής της με το να καταταγεί στον στρατό, όπου ευελπιστεί ότι θα σταματήσει να σκέφτεται πολύ, να μελαγχολεί και να πονάει. Την ίδια στιγμή ο Σαμψών, ένας μοναχικός στρατιώτης, της μαθαίνει πόσα της έχουν στερήσει, μέσα από την συνειδητοποίηση του ότι δεν μπορεί πια να επιλέξει ούτε το ποιον θα ερωτευτεί.

  Έχω αρχίσει να πιστεύω πως δεν το καταλαβαίνεις όταν είσαι ευτυχισμένος. Δεν συνειδητοποιείς την ευτυχία σου, δεν την αντιλαμβάνεσαι όσο τη ζεις, κι ας είσαι βυθισμένος μέσα της σαν όλα τα κουφάρια των πλεούμενων που κατάπιε ποτέ η θάλασσα από την αρχή της ιστορίας. Μόνο όταν αναδύεσαι στην επιφάνεια, την ξερή και άνυδρη και αφιλόξενη, έρχεσαι αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα της παρακμής αυτής της νεκρής πλέον ευτυχίας σου.
  Νομίζω ότι κάτι τέτοιο μου συμβαίνει τώρα. Νομίζω πως αναδύθηκα κι εγώ απότομα στην ξερή, άνυδρη και αφιλόξενη επιφάνεια μιας ερήμου στης οποίας την όαση κολυμπούσα για έξι μήνες, και που τώρα μοιάζει σαν να πρόκειται απλώς για μια πικρή, γλυκιά παραίσθηση. Όπως εκείνες που αναπτύσσει κανείς όταν περιπλανιέται μόνος για πολύ καιρό στην έρημο. Μια όμορφη παραζάλη, μια ευπρόσδεκτη οφθαλμαπάτη. Λες και ήμουν υπέροχα μεθυσμένη για μισό χρόνο, κι έπειτα κάποιος, κάτι, με ανάγκασε να συνέλθω για να ξεκινήσω να αντιμετωπίζω ξανά την αλήθεια της ύπαρξής μου, που με πονάει, που με κάνει να υποφέρω, και που με αναγκάζει να θέλω να μεθύσω ξανά, να κολυμπήσω στο γλυκό κόκκινο κρασί που με μετέφερε στην ασφάλεια, σ' εκείνον τον βυθό με τα πούπουλα και τα ροδοπέταλα της οφθαλμαπάτης μου.
  Και, αν και πιθανώς δεν θα έπρεπε, τα όσα έγιναν, το πώς έληξε η ευτυχία μου, με κάνουν να πιστεύω πως, στην πραγματικότητα, δεν την είχα ποτέ. Ήμουν, ή δεν ήμουν ευτυχισμένη; 
  Τώρα, που έχουν περάσει σχεδόν δυο μήνες από 'κείνη τη νύχτα, νομίζω πως ήμουν όντως ευτυχισμένη. Νομίζω πως, ακόμη και νοερά, ζούσα όντως στον βυθό εκείνης της οάσεως, που με το γλυκό μπλε φως και τις ανταύγειες του ήλιου, την αργή κίνηση και την αλαφρότητα του νερού μ' έκανε να νιώθω ασφαλής και ολοκληρωμένη και γεμάτη. Μ' έκανε να νιώθω ξανά εγώ. Κατοικούσα εκεί, αυτός ήταν ο κόσμος μου, μικρός και απομονωμένος μα ευτυχισμένος μέσα στην έρημο της δυστυχίας των υπολοίπων, την οποία αναγκαζόμουν να επισκέπτομαι για λίγο πού και πού, και που, την τελευταία φορά που αναδύθηκα για να πάρω μια γεύση, μου πέρασε τις αλυσίδες από τις οποίες είχα καταφέρει να ξεφύγω και μ' απομάκρυνε από την ασφαλή, ενυδατωμένη νησίδα της ευτυχίας μου.
  Και μου στέρησε το μόνο άτομο που κατάφερνε να με τραβήξει κάτω σ' εκείνον τον όμορφο βυθό από πούπουλα και ροδοπέταλα, και που, χωρίς αυτό, ακόμη και η όαση της ελπίδας και της ευτυχίας μου είναι άνυδρη και ερειπωμένη, έρμαιο της δυστυχίας της ερήμου, που την λεηλατεί και την καταβροχθίζει και την σπαράζει έως ότου, εν τέλει, την πολιορκεί και την αφομοιώνει.
1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 12, 2019 13:55

Mika Waltari: Ο Αιγύπτιος

Προτού προχωρήσω στην κριτική μου για τον Αιγύπτιο του Μίκα Βαλτάρι, θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο όσον αφορά στην ιστορική αληθοφάνεια του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Ως γνωστόν, για πρώτη φορά το κείμενο κυκλοφόρησε το 1945· μια εποχή αντικειμενικά αρκετά δύσκολη για όλη την Ευρώπη, πόσο μάλλον για την Φινλανδία που η στάση της υπήρξε πολυκύμαντη κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μίκα Βαλτάρι, ωστόσο, παρόλη την κατάσταση της χώρας του, καταφέρνει να διεκπεραιώσει μια έρευνα τόσο άρτια, που θα μπορούσε να θεωρηθεί παραδειγματική ακόμη και για φοιτητές αρχαιολογίας. Παραθέτει τα γεγονότα με χρονική ακρίβεια και αρχαιολογική πιστότητα, ερμηνεύοντας τα κενά μέσα από το δικό του πολυμήχανο πρίσμα. Δημιουργεί ένα πλαίσιο ιστορικά ακέραιο αλλά και μυθοπλαστικά ελκυστικό, καταφέρνοντας να χτίσει μια στιβαρή γέφυρα μεταξύ πραγματικών και λογοτεχνικών γεγονότων που μορφώνει και ταξιδεύει ταυτόχρονα.
Ο Αιγύπτιος, λοιπόν, ξεκινάει με τον ηλικιωμένο Σινούχε, ο οποίος, όντας εξόριστος από την πατρίδα του εξαιτίας του βασιλιά Χορεμχέμπ για λόγους που δεν προσδιορίζει, αποφασίζει να αποτυπώσει γραπτώς τα γεγονότα της ζωής του για να απαλύνει την μοναξιά του στην εξορία. Προτού αρχίσει να αφηγείται, κατηγορεί για τα όσα θα καταγράψει πρώτα την μητέρα του, Κίπα, που του έδωσε το όνομα μιας μυθικής φιγούρας όλο κακοτυχία και μοναξιά, που θεωρεί ότι τον επηρέασε, και τα άστρα πάνω από το κεφάλι του, επειδή η μοίρα του ήταν γραμμένη εκεί πολύ πριν από τη γέννησή του. Κι έπειτα ξεκινάει να ξετυλίγει την ιστορία του, που αρχίζει με τις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων, και δη την ανακάλυψη τού ότι δεν είναι βιολογικό τέκνο των γονιών του. Ο Σενμούτ και η Κίπα βρίσκονταν σε προχωρημένη ηλικία όταν τον απέκτησαν· όπου απέκτησαν, νοείται ότι η Κίπα τον βρήκε τυχαία, νεογέννητο ακόμη, μέσα σ' ένα καλάθι από καλάμια που έπλεε στον Νείλο. Και ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά, επειδή ήταν πιο λεπτοκαμωμένος από τα υπόλοιπα, και το δέρμα του πιο ανοιχτόχρωμο απ' όσο μπορούσε να κρίνει.
Μεγαλώνοντας αποφασίζει, αφότου κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να γίνει στρατιωτικός, όπως θα επιθυμούσε, να ακολουθήσει το επάγγελμα του γιατρού. Η ιστορία του, στην ουσία, ξεκινάει από την στιγμή που γνωρίζει την ωραία Νέφερ-Νέφερ-Νέφερ (στην αρχαία αιγυπτιακή κυριολεκτικά η λέξη ωραία τρεις φορές), που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οδηγεί τον Σινούχε σε μια μακρά περίοδο αυτοεξορίας, λίγο θλίψης και πολύ περιπέτειας. Προτού ωστόσο φύγει πάμπτωχος από την Αίγυπτο με μοναδική συντροφιά τον δούλο του, Καπτά, γνωρίζει σε μια μέρα, αμέσως μετά τον θάνατο του Φαραώ Αμενχοτέπ Γ', δυο από τους επόμενους βασιλιάδες της Αιγύπτου: τον Αμενχοτέπ Δ', μετέπειτα Ακενατέν, γιο του προσφάτως αποδημούντος συνονόματου, ο οποίος του υπόσχεται πως δεν θα τον ξεχάσει - γι' αυτό και πιο μετά τον ζητά στο πλάι του ως βασιλικό χειρούργο -, και τον Χορεμχέμπ, ταπεινότατης καταγωγής, με τον οποίο αναπτύσσουν και μια δυνατή φιλική σχέση.
Με την φυγή του από την Αίγυπτο ξεκινάει μια πολύχρονη περιπλάνηση γεμάτη περιπέτειες, που φέρνει τον Σινούχε και τον Καπτά από την Συρία στο Μιτάνι κι από την Βαβυλώνα στην Χαττούσα και στην Κρήτη, όπου αντιμετωπίζουν κινδύνους, τρελούς βασιλιάδες, ωραίες κοπέλες που χορεύουν ανάμεσα στους ταύρους, άγριους πολεμιστές με ιερά μαχαίρια και, στο τέλος, τον ίδιο τον Μινώταυρο. Η κακή τύχη και η δυστυχία του Σινούχε ξετυλίγονται τότε σε όλο τους μεγαλείο, κι ακόμη περισσότερο όταν επιστρέφει στην Αίγυπτο, όπου ο καινούριος θεός του νέου Φαραώ έχει προκαλέσει, στην προσπάθειά του να σκαρφαλώσει στην κορυφή του πανθέου ως ένας και μοναδικός θεός, πολιτικές και θρησκευτικές αναταραχές που καταστρέφουν ολόκληρες πόλεις.
Η γλώσσα της αφήγησης είναι αρκετά ιδιότροπη*. Στην αρχή φαντάζει άκαμπτη και κρύα, ωστόσο από τις πρώτες κιόλας σελίδες η μοναδικότητά της είναι τόσο έκδηλη και τόσο απτή, που φαίνεται λες και σε ρουφάει και σε στέλνει μέσα στο μυθιστόρημα. Ο Βαλτάρι είναι τόσο ταλαντούχος στην συγγραφή, ώστε κάθε εικόνα και κάθε πρόσωπο αποτυπώνονται στον αναγνώστη σχεδόν βιωματικά, με αποτέλεσμα το τέλος του βιβλίου να μοιάζει με έναν μικρό, κάπως βίαιο χωρισμό. Αν και πρόκειται για ένα ογκώδες μυθιστόρημα, οι σελίδες δεν σταματάνε να κυλούν και η ροή είναι γρήγορη και αβίαστη, όπως και οι εξελίξεις. Σε προκαλούν να συνεχίσεις, και σε κρατάνε σε εγρήγορση, συναισθηματική και νοητική, μέχρι την τελευταία πρόταση.
Εν πολλοίς, πρόκειται για ένα πολύ συγκινητικό μυθιστόρημα, χωρίς φλυαρίες και περιττά στολίδια, και με χαρακτήρες ζωντανούς και αληθινούς, που σου προκαλούν συναισθήματα. Είναι μια ιστορία γλυκιά και στενόχωρη και βίαιη μαζί, γεφυρωμένη, όσον αφορά στα αρχαιολογικά της κενά, με όμορφα τεχνάσματα που σε εκπλήττουν αν έχεις γνώση για την ιστορία της περιόδου και των προσώπων που την καθορίζουν, και που, σε κάποιον που δεν έχει ασχοληθεί ξανά, σίγουρα θα προκαλέσουν την περιέργεια να μάθει περισσότερα.
Γενικώς, μονάχα ένα πράγμα με απογοήτευσε: ότι ο συγγραφέας δεν παρέθεσε την βιβλιογραφία του στην αρχή ή στο τέλος της ιστορίας.
*Διάβασα το μυθιστόρημα σε αγγλική μετάφραση.
ανάγνωση: 28 Ιουλίου με 30 Αυγούστου 2019
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 12, 2019 13:45

Donna Tartt: Η μυστική ιστορία

Προκαλεί μεγάλο θαυμασμό το πόσο πραγματικά καλή είναι η Μυστική Ιστορία της Ντόνα Ταρτ. Αν και πρόκειται για το μυθιστόρημα που αποτέλεσε το συγγραφικό της ντεμπούτο, η συγγραφέας ακόμη και μ' αυτό θέτει τον πήχη τόσο ψηλά, ώστε, αυτή τη στιγμή, που έχω το κείμενο ακόμη ολόφρεσκο στο μυαλό μου, μου φαίνεται ειλικρινά αξεπέραστη.
Ο πρόλογος ανοίγει με τον αφηγητή, Ρίτσαρντ Παπέν, να αναφέρεται εντελώς ακαθόριστα και μεθυστικά συγκεχυμένα στο απόγευμα που ο ίδιος και οι συμφοιτητές του, Χένρι Γουίντερ, Φράνσις Αμπέρναθι και Καμίλα και Τσαρλς Μακόλεϊ, σκότωσαν τον επίσης συμφοιτητή και φίλο τους Έντουαρντ - Μπάνι - Κόρκεραν. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από έναν άξονα με επίκεντρο το συγκεκριμένο περιστατικό, αποκαλύπτοντας, όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο εκτελέστηκε το ειδεχθές έγκλημα, αλλά και το αντίκτυπο που είχε στις ζωές των όσων κίνησαν τα νήματα για να το υλοποιήσουν.
Ωστόσο, με μιαν απόλυτη φυσικότητα και μια ροή που ακολουθεί την αρμονία της αμετάκλητης πορείας της καθημερινότητας του αναγνώστη, η Ντόνα Ταρτ καταφέρνει να αποδώσει την οπτική του Ρίτσαρντ αλλά και τις σκέψεις του με ορμή, ειλικρίνεια και ενάργεια, που προκαλούν τόσο την αίσθηση μιας ημερολογιακής καταχώρησης με σκοπό την εξομολόγηση και την κάθαρση, όσο και την εντύπωση της πιθανής προσωπικής κατάθεσης ψυχής της συγγραφέως έπειτα από μια παρόμοια συνταρακτική εμπειρία· τόσο ζωντανά παρουσιάζεται το βίωμα του Ρίτσαρντ, τόσο εύγλωττα αποδίδονται οι αντιδράσεις του, τόσο εύστοχα ζωγραφίζεται, μέσα από έντονες εικόνες και συναισθηματικά φορτισμένες θύμησες, η συνταρακτική αλλαγή της πραγματικότητας του ίδιου και των συμφοιτητών του, έπειτα από την αίρεση ενός τέτοιου συντριπτικού άγχους που συνεπάγεται η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής.
Πρόκειται για ένα άγριο, τραχύ ταξίδι, που, παρά τον όγκο του κειμένου που το απαρτίζει, μοιάζει πιο εύκολο στην πραγματοποίησή του κι από το να κοιμηθείς. Το συναισθηματικό φορτίο, που ειδικά στις τελευταίες σελίδες είναι από βαρύ έως σχεδόν παραλυτικό, κατά κάποιο τρόπο αποζημιώνει τον αναγνώστη και τον κάνει να ξεχάσει αυτό το μεγάλο γιατί που προκύπτει μέσα από τις πράξεις αυτής της παρέας εφήβων, και που είναι τόσο δυσβάσταχτο ώρες ώρες ώστε να προκαλεί ψυχικό πόνο. Ή, έστω να το αιτιολογήσει. Και, οπωσδήποτε, να συγχωρέσει.
Η Μυστική Ιστορία είναι, συνοπτικά, ένα αρκετά βαρύ μα ευκολοδιάβαστο, πέρα για πέρα μελαγχολικό μυθιστόρημα, με τους χαρακτήρες του τόσο απτούς, τόσο ζωντανούς, ώστε είσαι καταδικασμένος να δεθείς μαζί τους πραγματικά και δυνατά, και συναισθήματα τόσο πολλά και τόσο έντονα, που πρέπει οπωσδήποτε να καθίσεις να τα αναλύσεις, να τα επεξεργαστείς για να τα ξεπεράσεις· αν καταφέρεις να τα ξεχάσεις ποτέ εντελώς.
Είναι, για 'μένα, το καλύτερο έργο που έχει να παρουσιάσει η σύγχρονη λογοτεχνία που έχει πέσει στα χέρια μου ως τώρα, και αμφιβάλλω αν, μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια, θα ανακαλύψω ένα καλύτερο.
ανάγνωση: 21 Σεπτεμβρίου με 8 Οκτωβρίου 2018
1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 12, 2019 13:25

Νίκος Σβέρκος: Το στρατόπεδο της σιωπής

Σύμφωνα με το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου, το στρατόπεδο της σιωπής είναι η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του κ. Νίκου Σβέρκου. Θα επιλέξω να θεωρήσω πως περισσότερο ένα ταλέντο και λιγότερο η πολύχρονη εμπειρία του στον κλάδο της δημοσιογραφίας ευθύνεται για την ωριμότητα κι αυτό το ωραία μετρημένο συναίσθημα που διατρέχουν ολόκληρο το κείμενο, κι ας είναι ολιγοσέλιδο, κι ας πρόκειται για το πρώτο λογοτεχνικό δείγμα του συγγραφέα.
Το στρατόπεδο της σιωπής απαρτίζεται από μια σειρά επιστολών που ο δημοσιογράφος Πάνος Δαφνίτης συντάσσει για την τελευταία του αγαπημένη, με την οποία όμως δεν έχει πια επαφές. Μετά από παρότρυνση της ίδια της Ευγενίας, όσο ακόμη σχετίζονταν, ο μεσήλικας πια Δαφνίτης αποφασίζει να καταγράψει, λίγο από μια πίκρα που δεν την παραδέχεται και λίγο από την επιθυμία του να επαναφέρει στο συνειδητό του ξεχασμένες θύμισες, τα σημαντικότερα συμβάντα της ζωής του. Αν και αναγνωρίζει ότι δεν είναι βέβαιος πως θα της στείλει τα γράμματα, μιας και τώρα είναι παντρεμένη με κάποιον άλλο κι έχει ξεκαθαρίσει πως δεν θέλει να τον συναντά, δράττεται της ευκαιρίας να ικανοποιήσει τουλάχιστον ένα από τα δυο νοητικά του αιτήματα.
Ξεκινάει έτσι την αφήγηση της ζωής του, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αρχίζοντας από τον τόπο όπου μεγάλωσε και καταλήγοντας στο σήμερα - που τοποθετείται στον Δεκέμβριο του 1966. Ο πυρήνας της ιστορίας του θεωρώ πως εντοπίζεται στην μετάβασή του στο Βερολίνο ως ανταποκριτής μιας από τις μεγαλύτερες αθηναϊκές εφημερίδες στις αρχές της δεκαετίας του 1940, και ως άξονάς του τίθεται η απόφαση από τους Σοβιετικούς του εγκλεισμού του στο στρατόπεδο εργασίας Μπούχενβαλντ.
Αν και ο εγκλεισμός του διαρκεί περίπου πέντε χρόνια, ο συγγραφέας δεν τον σκιαγραφεί με πολλές λεπτομέρειες. Εστιάζει σε ορισμένες πολύ συγκεκριμένες αναμνήσεις που σου προκαλούν προβληματισμό σχετικά με την φύση του ανθρώπου σε εποχές κρίσης (όπως, για παράδειγμα, η επιθυμία των αιχμαλώτων να περιεργάζονται τους νεκρούς των θαλάμων τους), αλλά και σε συγκινούν πολλές φορές. Η σκηνή που σίγουρα θα μου μείνει για αρκετό καιρό είναι η εικόνα του Δαφνίτη και τεσσάρων άλλων αιχμαλώτων οι οποίοι, έχοντας ως βάση ένα κουτσό τραπέζι και πέντε πιάτα άτεχνα σκαλισμένα στο ξύλο, προσποιούνταν πως πρώτα προετοίμαζαν κι έπειτα απολάμβαναν τα πιο αγαπημένα τους γεύματα από τις πατρίδες τους. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι η λεπτότητα, σε συγκεκριμένα σημεία η τρυφερότητα ακόμη, με την οποία ο κ. Σβέρκος διαχειρίστηκε το κλίμα στο στρατόπεδο εργασίας, συνδυάζοντας την με μιαν ωμότητα κι έναν σεβασμό που παραμένουν εντός των ορίων της ευαισθησίας που αναγκαστικά περικλείει την πραγματικότητα των στρατοπέδων, και δεν ξεπερνούν την νοητή γραμμή που χωρίζει αυτόν ακριβώς τον σεβασμό από την απλή επίδειξη γνώσεων με σκοπό την πρόκληση φρίκης.
Με τον ίδιο σεβασμό, που θεωρώ πως κάνει το κείμενο τόσο ιδιαίτερο, ο κ. Σβέρκος αντιμετώπισε και την επιστροφή του Δαφνίτη στην Αθήνα, με ακόμη περισσότερες αποστασιοποιημένες, από πλευράς του συντάκτη των επιστολών, περιγραφές, οι οποίες όμως ακόμη κι έτσι καταφέρνουν να συγκινήσουν τον αναγνώστη. Η αναζήτηση της οικογένειάς του και τα όσα βίωσε μέχρι να καταλήξει στην επικρατούσα πραγματικότητα είναι όμορφες, μελαγχολικές αφηγήσεις, που προξενούν μια μελαγχολία και στον αναγνώστη τον ίδιο.
Εν πολλοίς, παρόλο που ο Δαφνίτης δεν προσπάθησε να εμποτίσει τις επιστολές του με συναισθηματισμούς, το στρατόπεδο της σιωπής είναι ένα γλυκό, ωμό και συγκινητικό κείμενο που αμυδρά θυμίζει κάτι από Πρίμο Λέβι, και που η ευαισθησία του τόσο μορφώνει όσο και, κατά μία έννοια, ψυχαγωγεί. Θα μπορούσε να αποτελέσει πολύ δυναμικό μυθιστόρημα εάν ήταν μεγαλύτερο, όμως ακόμη κι έτσι δίνει την εντύπωση ολότητας, μικρής μεν, που όμως δεν αφήνει κενά και αναπάντητα ερωτήματα.
ανάγνωση: 3 με 7 Σεπτεμβρίου 2019
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 12, 2019 13:15

Primo Levi: Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος

Αυτό που οφείλει να εντυπωσιάσει στο συγκεκριμένο βιβλίο, δεν είναι ούτε το ότι πρόκειται για τα απομνημονεύματα κάποιου που υπέστη τα μαρτύρια και την ταπείνωση που συνεπάγονται ενός ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης, ούτε η πραγματικότητα του ότι ο συγγραφέας κατάφερε να επιζήσει· είναι το γεγονός ότι, όχι μόνο οι εμπειρίες του αποτυπώνονται με ακρίβεια και ενάργεια, αλλά, πολύ περισσότερο, αυτός ο εντυπωσιακός, ψυχρός αντικειμενισμός του και η ωμότητα με την οποία αποδίδει τα όσα έζησε, δημιουργώντας την τραγική εικόνα της αλήθειας του χωρίς ωστόσο να έχει την πρόθεση να σοκάρει ή να προκαλέσει την αηδία και τον αποτροπιασμό.
Ο Πρίμο Λέβι είναι εξαιρετικά φειδωλός ως προς τις περιγραφές του στα σημεία που εμπεριέχουν βία. Αρκείται σε λίγες μόλις λέξεις για να αποδώσει τα όσα έβλεπε, χωρίς να αναφέρεται ξεκάθαρα στον θάνατο και το αίμα. Καταφέρνει, ωστόσο, να δημιουργήσει μια τόσο ζωντανή εικόνα μέσα από τις συγκρατημένες του περιγραφές, που οποιοσδήποτε παραπάνω προσδιορισμός, οποιοδήποτε επιπρόσθετο επίρρημα, θα κατέστρεφε αυτή την αβίαστη αρμονία που διέπει τον λόγο του από την αρχή.
Αυτή η τόσο πολύτιμη μαρτυρία του είναι ολότελα γυμνή από κάθε πάθος και αρνητική ορμή. Ο Λέβι δεν αφήνει το μίσος και την οργή του να αναλάβουν τα ινία της αφήγησης. Αντιθέτως, ο λόγος του είναι αμερόληπτος και αντικειμενικός, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως συγχωρεί τους υπαίτιους ή τους κατανοεί. Καταγράφει με αυστηρή αυτοσυγκράτηση τις αναμνήσεις και τα βιώματά του, συντάσσοντας έτσι ένα κείμενο συγκλονιστικό και ολοκάθαρο, πελώριας σημασίας για όσους επιθυμούν να διεισδύσουν στην παράλογη λογική των γερμανικών Λάγκερ.
Γιατί, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στο έργο του, είναι απίστευτο το τι κατάφερε να κάνει άνθρωπος στον άνθρωπο στο Άουσβιτς.
ανάγνωση: 20 με 25 Μαρτίου 2018
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 12, 2019 13:10

Αιωνιότητα: οι Συλλέκτες των Νεκρών

Η έπαυλη Κίνοχαρ, που με τους θρύλους που στρέφονται γύρω της ξυπνά την φαντασία των θαυμαστών του μεταφυσικού, για όσους δεν ασχολούνται με το κυνήγι φαντασμάτων πρόκειται σίγουρα για ένα μέρος φρικιαστικό, αφιλόξενο. Οι ισχυρισμοί των ντόπιων επάνω στα ορφανά που έχασαν την ζωή τους από την πυρκαγιά που την έπληξε προ εκατονταετίας, θέλουν τις ψυχές τους να έχουν στοιχειώσει το μέρος και να περιφέρονται γυρεύοντας εκδίκηση.
Αν και η Ελάιζα Ρέντγκρεϊβ δεν αγνοεί τις φήμες που αφορούν στην έπαυλη, αποφασίζει να αναλάβει την θέση της οικονόμου που αναζητά η ιδιοκτήτης της. Ταξιδεύει από το Λονδίνο στα πυκνά δάση της σκωτσέζικης επαρχίας, για να βρεθεί απομονωμένη στο σκοτεινό, βικτωριανό κτίσμα μαζί με την συνεργάτη της, Άιβορι Φόρεστερ, που παραληρεί από την αρχή με φρενήρη οράματα για πνεύματα και νεκρούς, τον κοντινό τους γείτονα, Ντάνιελ Έβανς, που μοιάζει να είναι ο μοναδικός σώος τας φρένας μέσα σ' αυτό το θέατρο της παράνοιας, και τον συγκάτοικό του, Έμπονι Βάγκνερ, που όχι μόνο δείχνει να υποφέρει, αλλά και φαίνεται πως θέλει να της κάνει κακό.

Ελάιζα Ρέντγκρεϊβ: Αν και πτυχιούχος της Βασιλικής Ακαδημίας των Τεχνών του Λονδίνου δυσκολεύεται να απορροφηθεί από την αγορά εργασίας, όπου και προσπαθεί να καταλάβει μια θέση ως εικονογράφος παιδικών βιβλίων, επειδή το καλλιτεχνικό της στιλ, αν και κλασικό, θεωρείται συντηρητικό, ξεπερασμένο. Αποφασίζει να απομακρυνθεί από το οικείο περιβάλλον της αξιοποιώντας την ευκαιρία να εργαστεί στην έπαυλη Κίνοχαρ, έτσι ώστε, εντός των έξι μηνών της
προγραμματισμένης της παραμονής, να συνθέσει ένα καλλιτεχνικά ποικιλόμορφο πορτφόλιο που θα την κάνει να διαφέρει από τους επαγγελματικούς ανταγωνιστές της. Οι φήμες σχετικά με το μέρος όπου πρόκειται να εργαστεί δεν την επηρεάζουν, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει. Μετά την πρώτη της μεταφυσική εμπειρία, την οποία βιώνει μαζί με τον αδερφό της λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι της, αρχίζει να αντιμετωπίζει την διαμονή της εκεί με περισσότερη επιφυλακή. Όπως ίσως θα έπρεπε.

Άιβορι Φόρεστερ: Με την εύθραυστη ομορφιά και το ευάλωτο παρουσιαστικό της, αποπνέει από την αρχή κάτι το απόκοσμο. Αν και, όπως παρατηρεί η Ελάιζα, φαίνεται λες και είναι έτοιμη να διαλυθεί από στιγμή σε στιγμή σε νεραϊδόσκονη, ο δυναμισμός και το πείσμα της την καθιστούν λιγότερο τρωτή και περισσότερο κακό μπελά όσο η πλοκή προχωρά. Οι αφιλτράριστες ιδέες της και η μεγάλη της περιέργεια απειλούν πολλές φορές τις ισορροπίες που έχουν τεθεί μεταξύ των ενοίκων της έπαυλης, ενώ τα φρικιαστικά της οράματα τρομοκρατούν, πολλές φορές, τόσο τους άλλους όσο και την ίδια. Αν και προσπαθεί να καλύψει αυτή την πτυχή του εαυτού της με επισκέψεις σε γιατρούς και φάρμακα, υπάρχει κάτι που, παρά τις αγωνιώδεις απόπειρες της οικογένειάς της, δεν μπορεί να ξεπλύνει από πάνω της: μια σπανιότατη εκ γενετής ικανότητα που, σε αρκετές περιπτώσεις, θα αποβεί μοιραία.


  Ο ήχος της αναπνοής της έχει μεγεθυνθεί τόσο μέσα στην ανατριχιαστική σιγή, που την τρομάζει. Παρόλα αυτά, δεν την εμποδίζει απ' το να ακούσει τους αδύναμους λυγμούς που φαίνεται να προέρχονται από το τέρμα της ξύλινης σκάλας στην άκρη του διαδρόμου.
  Με την καρδιά της να βροντοχτυπά, η Ελάιζα ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια. Μοιάζουν να έχουν σαπίσει και να έχουν μαλακώσει από την πολυκαιρία. Δεν αμφιβάλλει ότι τα έχει πια αλλοιώσει το σαράκι. Τα βήματά της είναι ελαφριά και διστακτικά όσο σκαρφαλώνει στο στενό, παλιό ξύλο με προσοχή.
  Οι λυγμοί ακούγονται όλο και πιο ξεκάθαρα όσο προχωράει στη σκάλα. Ακόμη και πριν τη δει, ξέρει ότι θα συναντήσει την Άιβορι στο τέρμα της.
  Έτσι και γίνεται. Η καρδιά της κλωτσάει και την αναγκάζει να διπλωθεί στα δύο εμπρός στο θέαμα της κοπέλας. Είναι πεσμένη μπροστά σε μια ξύλινη πόρτα, τόσο παλιά όσο και τα σαρακοφαγωμένα σκαλοπάτια πίσω της, με τα χέρια της να καλύπτουν το κεφάλι. Τα αυτιά της. Οι κόκκινες μπούκλες της κατρακυλούν στην πλάτη της ακατάστατες, σαν αιμάτινος καταρράκτης, και όσο από το λευκό της δέρμα διακρίνεται κάτω από τα μανίκια του φαρδιού μαύρου πουλόβερ της φαντάζει τώρα διάφανο.
 Η Ελάιζα τρέχει και γονατίζει δίπλα της, και την αγγίζει αδέξια προσπαθώντας να την κάνει να την κοιτάξει. Όσο πιο πολύ την χαϊδεύει, όμως, τόσο εκείνη τραβιέται.
  «Άιβορι, σε παρακαλώ, κοίταξέ με» την ικετεύει η Ελάιζα, χωρίς να πάρει τα χέρια της από το μπράτσο και τα μαλλιά της.
Μια αδύναμη κραυγούλα, σαν πνιχτός λυγμός, δραπετεύει από το λαρύγγι της Άιβορι, και δεν κάνει κάποιαν άλλη προσπάθεια να μιλήσει. Η Ελάιζα απελπίζεται. Δεν ξέρει τι να κάνει. Το μόνο που μπορεί να σκεφτεί, είναι να φωνάξει τον Ντάνιελ για να την κουβαλήσει με το ζόρι ως το δωμάτιό της. Γιατί, προς το παρόν, δεν φαίνεται πρόθυμη να αφήσει τη θέση της μπροστά στην πόρτα της απαγορευμένης σοφίτας.
  Κουνάει το κεφάλι της σε κατάφαση, σαν να θέλει να πείσει τον εαυτό της. Σφίγγει τα μπράτσα της Άιβορι στα δάχτυλά της σε μια προσπάθεια να της μεταδώσει όσο κουράγιο έχει απομείνει μέσα στην ίδια, και σηκώνεται όρθια για να τρέξει για βοήθεια στον Ντάνιελ. Ετοιμάζεται να πατήσει στο πρώτο σκαλοπάτι όταν το χέρι της Άιβορι τινάζεται με ταχύτητα και τυλίγεται γύρω από τον καρπό της. Τα μακριά της δάχτυλα σφίγγουν την Ελάιζα τόσο πολύ, που νιώθει την χούφτα της να κλείνει.
  «Σε παρακαλώ, μη με αφήνεις» λέει η Άιβορι με φωνή αγνώριστη, βραχνή, σαν να πηγάζει ακατέργαστη από το πίσω μέρος του λαιμού της. «Κάν' τους να σταματήσουν».
  «Ποιους;» ρωτάει η Ελάιζα, συγκλονισμένη, με περισσότερη δύναμη απ' όση θα 'θελε να χρησιμοποιήσει. «Ποιους να σταματήσω, Άιβορι;».
  Περιμένοντας την απάντηση της κοπέλας, ξαφνιάζεται διαπιστώνοντας ότι, όντως, θα έκανε οτιδήποτε περνούσε από το χέρι της για να ανακουφίσει την Άιβορι έστω και λίγο. Όμως εκείνη τραβιέται ξανά στον εαυτό της, δεν μιλάει. Θάβει το κεφάλι της ανάμεσα στα γόνατά της και ουρλιάζει σπαραχτικά, διαπεραστικά, και κάνει κάθε κύτταρο στο σώμα της Ελάιζα να υποφέρει. Όμως δεν αφήνει το χέρι της. Τα δάχτυλά της είναι ακόμη σφιχτά τυλιγμένα γύρω από τον καρπό της Ελάιζα, στάζοντας πάνω του κάτι πηχτό και ζεστό.
  Με τα άκρα της να τρέμουν, η Ελάιζα κοιτάζει τα δάχτυλα που σφίγγουν τον καρπό της. Τα νύχτα της Άιβορι έχουν σπάσει, και τρέχει αίμα από τις άκρες των δαχτύλων της. Δεν χρειάζονται πολλά για να καταλάβει πως, πριν έρθει, γρατζούναγε την πόρτα.
    «Τις φωνές» ψιθυρίζει η Άιβορι, κατρακυλώντας όλο και βαθύτερα μέσα στο ίδιο της το παρανοϊκό παραλήρημα. «Καν' τες να σταματήσουν. Πες τους ότι δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Μου ζητάνε να τους σώσω».
   «Ποιοι, Άιβορι; Πού είναι;»
  Η Ελάιζα επιμένει, όμως τα μάτια της τώρα καίνε. Όταν η Άιβορι σηκώνει το κεφάλι της και στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος της, καταλαβαίνει πως η κοπέλα πονάει. Τα μάτια της είναι κόκκινα και τα μάγουλά της μούσκεμα από τα δάκρυά της.
  «Τα ορφανά πίσω απ' την πόρτα».
1 like ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 12, 2019 12:55

January 29, 2018

Η Κόκκινη Βασίλισσα

    Όταν η Κέιλιν Μπάτλερ αποφασίζει να επιστρέψει στον τόπο όπου γεννήθηκε μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στο Δουβλίνο, αναγκάζεται να αναβιώσει ένα παρελθόν από το οποίο, μέσω της τετραετούς αυτοεξορίας της, πάσχιζε να ξεφύγει.
    Έρχεται αντιμέτωπη με μια μητέρα που φαίνεται να αδιαφορεί, με έναν αδερφό που μοιάζει να κρύβει πολύ περισσότερα απ' όσα συζητά, κι έναν δολοφόνο κατά συρροή που δείχνει ότι προσπαθεί να μιμηθεί, αν όχι να συνεχίσει, το έργο που ξεκίνησε ένας δράστης λιγότερο από μισή δεκαετία πριν.

«Έδωσαν και όνομα στον δολοφόνο» την πληροφορεί ο Ράφαελ, τρίβοντας τα μάτια του με τον αντίχειρα και τον δείκτη και αγνοώντας το τηλέφωνό του που έχει αρχίσει να φωτίζεται και να δονείται. «Λένε πως είναι γυναίκα, γιατί οι άντρες δεν σκοτώνουν έτσι, δεν σκηνοθετούν».
«Πως τον βάφ... Την βάφτισαν;» ρωτάει η Κέιλιν με περιέργεια.
«Κόκκινη Βασίλισσα» απαντάει η Άντλιν με στόμφο, χωρίς να τραβήξει το χέρι της από την πλάτη του γιου της που δείχνει να ενοχλείται. «Η Κόκκινη Βασίλισσα. Φαίνεται να έχει μια αδυναμία στα κομμένα κεφάλια και στα κόκκινα τριαντάφυλλα».
Ο Ράφαελ διώχνει από πάνω του το χέρι της Άντλιν, αναστενάζει κουρασμένα μια φορά πίσω από τις παλάμες του, και ανακτά την συνηθισμένη του αυτοκυριαρχία. Απομακρύνεται από την μητέρα του και ανεβαίνει αργά τις σκάλες.
«Κέιλιν, έρχεσαι λίγο που σε θέλω;»

Μπορείτε να βαθμολογήσετε τη νουβέλα και να αφήσετε την κριτική σας στην σελίδα της στην πλατφόρμα του Goodreads, κάνοντας κλικ εδώ.

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εντύποις. 
2 likes ·   •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 29, 2018 10:35

Η Εποχή του Κυνηγιού

    Ακούγονται διάφορες φήμες για το δάσος που εκτείνεται πέρα από τα βορειοδυτικά προάστια της μεγάλης πόλης του Κιάπονσκανς. Τα πελώρια δέντρα του, οι απύθμενες λίμνες του και οι απόκρημνες πλαγιές του φιλοξενούν ανεξερεύνητα μυστικά που ακόμη και η επιστημονική κοινότητα της πόλης διστάζει να προσεγγίσει. Όλα όμως αλλάζουν μετά την ίδρυση της Σχολής Πειραματικών Σπουδών του Κιάπονσκανς, που οικοδομείται και λειτουργεί στο εσωτερικό του δάσους.
    Φιλοπερίεργοι νέοι, θαυμαστές του αγνώστου και της αδρεναλίνης, ηλικίας από δεκαεννέα έως είκοσι δύο ετών, φοιτούν στη σχολή με την ελπίδα να ανακαλύψουν κάποια από τα μυστικά της περιοχής· ανάμεσά τους ο Ντάντε Ρίεσσεν και η Λίλιμπεθ Έβερς. Κανένας όμως δεν έχει προβλέψει πως ο κίνδυνος ίσως είναι μεγαλύτερος και πιο άμεσος από τις αρχικές εκτιμήσεις της τοπικής κυβέρνησης, προχωρώντας έτσι στην πλήρη έκθεση των φοιτητών σε απειλές που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν ακόμη και στον θάνατο.

Ντάντε Ρίεσσεν: Στα δεκαεννιά του χρόνια ζει ακόμη την επαναστατική του εφηβεία, σε μια προσπάθεια να εναντιωθεί στην αντιδραστικότητα των γονιών του. Είναι το μοναχοπαίδι μιας από τις πλέον ευυπόληπτες οικογένειες της καλής κοινωνίας του Κιάπονσκανς, που με την στενομυαλιά και τον συντηρητισμό της καταπνίγει κάθε απόπειρα έκφρασης ταυτότητας από μέρους του. Η απάντησή του στην κατάκριση του κύκλου των γονιών του είναι τα μακριά μαλλιά και τα φαρδιά του ρούχα, που, όπως αναφέρει η Λίλιμπεθ Έβερς, διαμορφώνουν ένα γοητευτικό μα ατημέλητο παρουσιαστικό που τον κάνει να μοιάζει με τσιγγάνο.
Αποφασίζει να φοιτήσει στην Σχολή Πειραματικών Σπουδών του Κιάπονσκανς αποσκοπώντας στην αποτίναξη του ζυγού καταπίεσης που του επιβάλλει του περιβάλλον του, χωρίς ωστόσο να βρίσκεται σε θέση να ξεχάσει ότι, παρά το δικό του δίκιο, παρά την δική του οργή, έχει απογοητεύσει τους γονείς του.

Λίλιμπεθ Έβερς: Γόνος της μεσαίας αστικής τάξης αυτής της ακραία συντηρητικής μεγαλούπολης, ταίριαξε με τον Ντάντε από τα νηπιακά τους χρόνια μέσω των ασυνείδητων πολιτικών επιλογών τους. Μεγαλώνοντας, προσπαθώντας κι εκείνη να αντιδράσει στην επίκριση και τον σνομπισμό που φωλιάζουν στους κόλπους της κοινωνίας της, επέλεξε να διαφοροποιηθεί από τη μάζα υιοθετώντας τις στιλιστικές επιλογές του καλύτερου φίλου της. Με τα ράστα στα μαλλιά και τα δερμάτινα ρούχα της απολαμβάνει την κατάκριση που δέχεται, παράλληλα με την αποδοχή που γνωρίζει από τα άτομα της γενιάς της. Δεν διστάζει να ακολουθήσει τον Ντάντε στο ταξίδι του προς το δάσος, μιας και δεν είναι σίγουρη ακόμη για το πώς θέλει να αξιοποιήσει τη ζωή της, φυλάσσοντας στην άκρη του μυαλού της την μεθυστική ιδέα της ανεξαρτητοποίησης. Δεν φαντάζεται πως η ζωή της θα λάβει την τροπή που παίρνει μετά την έναρξη της φοίτησής της στην Σχολή Πειραματικών Σπουδών του Κιάπονσκανς, και, πολύ περισσότερο, ότι θα αναγκαστεί να ζήσει μακριά απ' όλους όσους νοιάζεται και αγαπά.

Όσσιαν Σχεν: Το παρελθόν του είναι άσχημο και ασαφές, όπως ακριβώς φαίνεται κι από τις επιμήκεις ουλές στην κοιλιά του. Αν και νεαρός στην ηλικία, λίγα μόλις χρόνια μεγαλύτερος από τον Ντάντε, έχει αναλάβει την ευθύνη της ηγεσίας μιας πολυπληθούς ομάδας που αποτελείται από άντρες που έχουν χαθεί στο δάσος, κι έχουν συσπειρωθεί για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Τα σχιστά του μάτια κρύβουν φρικτά μυστικά που προκαλούν το δέος και τον σεβασμό των αντρών που ελέγχει, όμως πίσω απ' τον ψηλό, γερό κορμό του σκορπίζονται τα θραύσματα μιας ψυχής που έχει υποφέρει. Αποζητά απεγνωσμένα την εξιλέωση για κάτι που έκανε πριν από χρόνια, και αναθαρρεί όταν αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να την διεκδικήσει μέσα από το πρόσωπο του Ντάντε.

Κάιν Ρις: Ένας ακόμη από τους απογόνους της καλής κοινωνίας του Κιάπονσκανς, που όμως στάθηκε τυχερός. Αν και, μαζί με τον Όσσιαν, έχει έρθει αντιμέτωπος με πολύ μεγάλες προκλήσεις, έχει καταφέρει να αντεπεξέλθει στις ολοένα διογκούμενες απαιτήσεις του κόσμου που ζει και να συγχωρέσει τον εαυτό του για τα λάθη του. Αναλαμβάνει την ομαλή προσαρμογή του Ντάντε στην ομάδα αντρών που τον προσεταίρισε, και καταφέρνει να τον αφομοιώσει γρήγορα μέσα απ' το χιούμορ και την υπομονή του. Είναι πιο έξυπνος απ' όσο δείχνει, κι ένας πιστός φίλος που θα μείνει στο πλάι του ως το τέλος.

Η φωνή του έσβησε και ο Ντάντε ένιωσε άσχημα που του το θύμισε. Αυτό που έκανε πριν τόσα χρόνια φαινόταν να τον στοιχειώνει ακόμη.
«Το μετάνιωσες ποτέ;» ρώτησε, μην μπορώντας να σταματήσει τον εαυτό του.
«Ναι. Το μετάνιωνα τόσα χρόνια».
Ο Ντάντε παραξενεύτηκε με την απάντησή του. 
«Το μετανιώνεις ακόμη;» 
Ο Όσσιαν του χαμογέλασε δειλά, ντροπαλά. Έφερε το χέρι του στο μάγουλο του Ντάντε, κι εκείνος ένιωσε το χάδι του ζεστό επάνω στο δέρμα του.
«Όχι, όχι πια».

Μπορείτε να βαθμολογήσετε το βιβλίο και να αφήσετε την κριτική σας στην σελίδα του στην πλατφόρμα του Goodreads κάνοντας κλικ εδώ.


Κυκλοφορεί από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on January 29, 2018 10:15

July 20, 2015

Εισαγωγικά | Συστάσεις


Καλωσορίζω όλους στο ιστολόγιό μου!
Ονομάζομαι Έρση Λάβαρη, γεννήθηκα το 1997 στην Αθήνα και είμαι εκκολαπτόμενος αρχαιολόγος και (α)φιλόδοξος συγγραφέας. Είμαι αρθρογράφος στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ολόγραμμα, όπου ασχολούμαι κυρίως με αναλύσεις έργων τέχνης, ετοιμάζομαι να κάνω το επόμενο βήμα στις σπουδές μου ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στην αρχαιολογία της Αιγύπτου και της Εγγύς Ανατολής, προσπαθώ να γνωρίσω τον κόσμο ταξιδεύοντας (στην Ευρώπη, για αρχή) και μελετώντας το διάστημα, μαθαίνω τον εαυτό μου κάνοντας ποδήλατο και εκπαιδευόμενη στην πολεμική τεχνική με αγχέμαχα όπλα της εποχής των Βίκινγκς, και χαλαρώνω παίζοντας laser tag, διαβάζοντας λογοτεχνία, και πού και πού γράφοντας τις δικές μου ιστορίες. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα (μου λείπουν το αυτόνομο εισόδημα, ο αυστηρός προγραμματισμός και η αφοσίωση), κι ούτε πιστεύω πως θα καταφέρω να γίνω κάποτε. Γράφω από απλόν ενθουσιασμό, και τον μοιράζομαι όταν συμβαίνει τα κείμενά μου να αγγίζουν αναγνώστες.
Οι αναρτήσεις που (ελπίζω πως) θα ακολουθήσουν, θα αφορούν κυρίως στα παραπάνω: στα κείμενά μου που ήδη κυκλοφορούν και σ' αυτά που μοιράζομαι δωρεάν μέσω της πλατφόρμας Wattpad, στην αρχαιολογία, στην τέχνη, στα χόμπι και στα ταξίδια μου. Ελπίζω να αφοσιωθώ αρκετά ώστε να μοιραστώ κριτικές, διηγήματα, και ενδεχομένως φωτογραφίες και ιστορίες από τις περιπέτειές μου ως ποδηλάτισσα και ως ταξιδιώτισσα.
Για να με βρείτε σε άλλες πλατφόρμες, μπορείτε να κάνετε κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο: https://allmylinks.com/ersilavari.
 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on July 20, 2015 11:10