Vasileios Diakovasilis's Blog
May 21, 2024
Οι γυναικοκτονίες στο Δημοτικό μας τραγούδι.
Αυτή είναι η τελευταία τακτική εγγραφή μου για τη φετινή σεζόν. Αν υπάρχει λόγος, κάτι με τσιγκλήσει, θα υπάρχει κάποια έκτακτη. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι δεν γράφω τόσο, αφήνω το μυαλό μου να ξεκουραστεί, μα κυρίως να δεχθεί νέα ερεθίσματα... η εποχή προσφέρεται. Κλείνω με μια εγγραφή, που θα προσθέσει έναν επιπλέον προβληματισμό, στο σοβαρό ζήτημα της γυναικείας κακοποίησης, που με απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα:
Το να θεωρείται η γυναίκα κτήμα τους αντρός της, είναι μια πολύ παλιά αντίληψη, χιλιετιών θα μπορούσα να πω. Είναι η περίφημη πατριαρχία, η οποία επιβλήθηκε κυρίως, εξαιτίας της διαφορετικής σωματικής διάπλασης του άντρα, που μπορούσε να ανταπεξέλθει πιο εύκολα στις προκλήσεις μιας εποχής, όπου ο ισχυρότερος στη φύση επιβίωνε. Ύστερα ήταν και η περίοδος της κύησης, όπου η γυναίκα αδυνατούσε να έχει δυναμικό ρόλο στην κοινότητά της. Όλα αυτά βέβαια θα μπορούσαν να είχαν απαλυνθεί στο πέρασμα του χρόνου, αλλά οι κοινωνικές δομές που δημιουργήθηκαν, ήταν πολύ ισχυρές για να αποδεχθούν την ισάξια θέση της γυναίκας. Κάθε μορφή εξουσίας, θρησκευτική, πολιτική κλπ, επιθυμούσε να μην αλλάξει αυτή η τάξη των πραγμάτων.
Σήμερα, στον Δυτικό κόσμο τουλάχιστον, φαίνεται ότι η κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί την πλήρη ισότιμη θέση της γυναίκας. Όχι ότι το έχει πετύχει, αλλά έχουν γίνει τεράστια βήματα. Όχι όμως στην Πατρίδα μας, όπως φαίνεται απ΄ όσα τραγικά εξακολουθούν να γίνονται τα τελευταία χρόνια. Έξι γυναικοκτονίες από την αρχή της χρονιάς, δεκάδες ξυλοδαρμοί και άλλες θλιβερές καταστάσεις συνθέτουν μια θλιβερή εικόνα. Πριν λίγα χρόνια, σε εγγραφή μου εδώ, δήλωνα αισιόδοξος (δες). Τρία χρόνια αργότερα, δυστυχώς, δεν βλέπω την πρόοδο που ανέμενα στην κοινωνία μας, ίσα ίσα την βλέπω να συντηρητικοποιείται ακόμα περισσότερο, να μένει προσκολλημένη σε στερεότυπα άλλων εποχών και με λυπεί ιδιαιτέρως όταν βλέπω σε νέους ανθρώπους να ενστερνίζονται συμπεριφορές που θα έπρεπε να είχαν εκλείψει από καιρό.
Στην εγγραφή μου εκείνη, είχα παρουσιάσει τρία παραδείγματα από την Παγκόσμια Τέχνη, που έδειχναν πόσο βαθιά ήταν ριζωμένα τα Πατριαρχικά πρότυπα στους ανθρώπους.
Σήμερα θα παρουσιάσω δημοτικά τραγούδια μας, με θέμα τους την γυναικοκτονία, με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες. Αυτό το κάνω για να δείξω από τη μια πόσο βαθιές ρίζες έχει αυτή η ιστορία αλλά από την άλλη θέλω να επισημάνω πόσο παράταιροι πρέπει να μας ακούγονται σήμερα οι στίχοι τους.Μου αρέσουν τα τραγούδια αυτά, είναι κομμάτι της παράδοσής μας, τα

Το πρώτο τραγούδι είναι το γνωστό: Βρε Μανόλη, βρε λεβέντη, βρε καλό παιδί το οποίο τραγουδιέται σε πολλές περιοχές της Πατρίδας μας. Με λίγα λόγια, κάποιος από την παρέα του Μανόλη περηφανεύτηκε ότι είδε την γυναίκα του μέσα στον κήπο τους, ο Μανόλης αυτό το θεώρησε μεγάλη προσβολή και επιστρέφοντας μεθυσμένος στο σπίτι του, την "έσφαξε". Το πρωί ξεμέθυστος πια μετάνιωσε αλλά το κακό είχε γίνει Οι παρακάτω στίχοι είναι από την Θράκη:
Ο Μανωλάκης. (Χορευτικό)
- Βρε, Μανώλη μ’, Μανωλάκη μ’, βρε καλό μ’ παιδί, (δις)
τι καλή γυναίκα πο ’χεις, να την χαίρεσαι. (δις)
- Πού την είδες, πού την ξέρεις τη γυναίκα μου; (δις)
- Μες στον γκιουλ μπαξέ την είδα που σεργιάνιζε. (δις)
-Σαν την είδες και την ξέρεις, πες μας τι φορεί.(δις)
- Ασημένιο δαχτυλίδι κι άσπρο λιμαντέ. (δις)
Ο Μανώλης μεθυσμένος πάει την έσφαξε (δις)
το πρωί ξεμεθυσμένος κάθ’σε τ’ν έκλαψε: (δις)
-Σήκω, πάπια μ’, σήκω, χήνα μ’, σήκω νεραντζιά μ’, (δις)
σήκω, βάλε τα χρυσά σου να πας στην εκκλησιά, (δις)
να σε δγιουν τα παλληκάρια, να μαραίνονται, (δις)
να σε δγιω κι εγώ ο καημένος, να σε χαίρομαι. (δις)
Παραλλαγή του παραπάνω τραγουδιού είναι και ο περίφημος Μενούσης της Ηπείρου και όχι μόνο, μιας και τραγουδιέται σε πολλές περιστάσεις από γάμους ως τραγούδι της τάβλας, πέρασε στο σχολικό πρόγραμμα. Το τραγούδησε και η Ειρήνη Παππά, στις "Ωδές" (1979) σε μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Στην Κρήτη, έχουμε ένα δημοτικό τραγούδι, όπου η κόρη δολοφονείται από την ίδια την οικογένεια της, με πρωτοστάτη την ίδια την μητέρα της, διότι τόλμησε να δείξει συμπάθεια σε κάποιον άντρα, που όπως φαίνεται δεν είχε την έγκριση τους. Εντύπωση μου έκανε, ότι το τραγούδι αυτό το βρήκα και σε... συλλογή με νανουρίσματα. Στη νεότερη εκτέλεσή του, ο παρακατιανός που ζήτησε μια χάρη από την άτυχη κοπέλα, γίνεται Βασιλιάς, κι έτσι είναι γνωστό το τραγούδι σήμερα.
Μια κόρη ανθούς εμάζωνε κι ανθούς εκορφολόγα.Να κάμει πέτσες με τσ' ανθούς, μαντήλια με τα ρόδα.Κι ο Γιαννακής κατέβαινε απού λαγού κυνήγι.Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.Κι η μάνα τζης, την εθωρεί π' ανάδιο παραθύρι.Μωρή σκυλιά, μωρή βρωμιά, μωρή μαγαρισμένη.Απού 'χεις δώδεκ' αδερφούς κι οι δώδεκ' αντριωμένοι.Κι αργά δα 'ρθουν κι οι δώδεκα και δα σε μαντατέψω.Κι αργά 'ρθανε κι οι δώδεκα, τη κόρη μαντατεύγει.Ο γεις τση κόλα με σπαθί και άλλος με κοντάρι.Κι ο ύστερος τση αδελφός μ' ένα καλαμοκάνι.Κι η μάννα τζης τση κόλανε με τη χρυσή τζης ρόκα.Κι ο κύρης τζης τση κόλανε μ' ένα κομμάτι κλήμα,γιατί την ελυπούντανε, την πεντακακομοίρα.Τη νύχτα τα μεσάνυχτα, η κόρη εψυχομάχε.Κι η μάννα τζης στο πλάϊ της και τζαγκουρνοφωνάται.- Ιντάχεις μάννα μου και κλαίς και τζαγκουρνοφωνάσαι;- Κλαίω σε θυγατέρα μου, ποια ρούχα δα σου βάλω.Η τα χρυσά ή τα΄αργυρά ή τα μαλαματένια.Είτε τα λινοπράσινα, που σούχω στη κασέλα.- Δε θέλω 'γώ, ούτε χρυσά, ούτ' αργυρά, ούτε μαλαματένια.Ούτε τα λινοπράσινα, που μούχεις στη κασέλα.Μόνο τα ρουχαλάκια μου τα ματοβουρωμένα,που να ματοβουρώσ΄η γης και ν΄ακουστεί στη Χώρα,πως με ματοβουρώσετε, για 'να ζευγάρι ρόδα.Το τραγούδι το ακούμε σε μια πράγματι σπαρακτική εκτέλεση από τους Γιώργο και Νίκο Στρατάκη , με συμμετοχή του Θανάση Βασιλόπουλου.
Φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το περίφημο Γεφύρι της Άρτας, όπου θυσιάζεται η γυναίκα του Πρωτομάστορα για να στερεωθεί το γεφύρι. Μια θυσία, στην οποία συναινεί ο ίδιος, διότι η γυναίκα του ήταν αναλώσιμη μπροστά στον μεγάλο σκοπό του έργου, που έπρεπε να γίνει. Κι αυτό υπάρχει στα σχολικά εγχειρίδια.
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδεςγιοφύρι εθεμέλιωσαν στης Άρτας το ποτάμι.Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:"Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,γοργά να πας και να διαβείς της ʼρτας το γιοφύρι."
Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;"Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;""Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε,"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδατι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα."
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο."Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτηκι εγώ η πιό στερνότερη της ʼρτας το γιοφύρι.Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."
"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.
Και κλείνω με ένα τραγούδι του ακριτικού κύκλου, στο οποίο η άπιστη γυναίκα του Μαυριανού, δολοφονείται από τον απατημένο σύζυγό της, ενώ την κλαίει η μάνα της, η οποία όμως είναι αυτή που την εξώθησε στην απιστία.
Ο Κωσταντής, ο Μαυριανός κι ο Αλέξης ο µεγάλος
Ετρώσασι κι επείνασι στ’ Αλέξη το περβόλι
Κι εκίνησεν ο Μαυριανός κι επαίναν την καλή του
Κι επαίναν την καλίτσαν του, την αγαπητικιάν του.
– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο
Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά µου.
– Ως είν’ το µήλο κόκκινο και το κυδώνιν άσπρο
Και το φεγγάρι τ’ άγλαµπρον, έτσι είναι κι η κυρά σου,
Μα που δανείζει και πουλεί κι είναι ντροπή δικιά σου.
– Πλουσία είναι κι ας δανεί, αρκόντισσα κι ας δίνει.
– Ε Μαυριανέ µου κι άρκοντα,
Μακάρι και να δάνειζε γρόσια ’που το πουγκί σου,
Μα που δανείζει το φιλί κι είναι ντροπή δική σου!
– Και ποιος το ’πε και ποιος το λε’ και ποιος το βεβαιώνει;
– Εγώ το ’πα και εγώ το λε’ και ’γω το βεβαιώνω.
Κι αν δε µπιστεύκεις Μαυριανέ, κι αν δεµ πιστολοάσαι
Πιάσε και τουρκοφόρεσε και βάλε άλλα ρούχα.
Και ’λλάσει και τα ρούχα του και βάλλει Τούρκου ρούχα.
Καβαλικά τον µαύρο του, στο σπίτι του πααίνει:
– Ωρα καλή σου θείτσα µου.
– Καλώς τον τον υιόν µου.
– Εχεις κρασί, έχεις ρακί, έχει ταήν του µαύρου;
Εχεις και κόρην όµορφη να µείνω πόψ’ αντάµα;
– Εχω κρασί, έχω ρακί, έχω ταήν του µαύρου.
Eχω και κόρην όµορφη να µείνεις πόψ’ αντάµα…
Ο µαύρος εχλιµίντρισε, κείνη τόνε γνωρίζει.
– Μωρή σκύλα, µωρ’ άνοµη, σκύλα µαγαρισµένη,
τον µαύρο µου εγνώρισες κι εµέ δε µε γνωρίζεις;
Το µαχαιράκιν του έβγαλε ’που τ’ αργυρό φηκάρι,
Την κεφαλήν της έκοψε πάνω στο µαξελάρι.
Στον µαχραµάν την έδεσε, στη µάναν της τηµ πήρε.
– Να πεθερά, µαγείρεψε της κόρης τηγ κεφάλη.
Ως τρώεις τα µαχλιστικά, φάε και τηγ κεφάλη.
– Ωχου την, την κορούλα µου, το µοναχό κλωνάρι,
Μάνα µου την κανακαριά, την ακριβή µου κόρη,
Απού ’λουνα και χτένιζα τη νύχτα µε το φέγγος,
Απού τη µορφοσκούφωνα όξω στο φεγγαράκι!
May 11, 2024
Έτσι ήταν καλύτερα. ( διήγημα)

Κυριακήπρωί και η Ζωή βρίσκεται μπροστά στονκαθρέπτη του
δωματίου της, δένονταςκότσο τα μαλλιά της. Η Αντιγόνη, η μάνατης. περνά απέξω, κοντοστέκεται για λίγο,την παρατηρεί.
"Πωςπερνούν τα χρόνια... τριαντάρισες πιακόρη μου.... τη δική σου οικογένεια θαέπρεπε να ετοιμάζεις για την εκκλησία...με ποιον να φτιάξεις νοικοκυριό απ΄εκεί; ..."
Μέσατης τα είπε βέβαια, πρωί Κυριακής, ποιοςείχε όρεξη για καβγά; Μπήκε στην κουζίνα,άνοιξε την τηλεόραση στο κρατικό, ηλειτουργία είχε αρχίσει, χαμήλωσε λίγοτη φωνή. Έπιασε το μπρίκι, έβαλε νερό,άναψε το γκαζάκι. Έπιασε το φλιτζάνιτης, έβαλε μια κουταλιά απ΄ το δυνατόκαφέ που της άρεσε, μισή ζάχαρη. Ότανείδε το νερό να βγάζει τις πρώτεςφουσκάλες, το έκλεισε και άδειασε τονερό στο φλιτζάνι. Ανακάτεψε βιαστικάκαι κάθισε στο ντιβάνι για να τον πιει.Μια ιεροτελεστία, καθημερινή, την οποίατηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια. Έβαλετα γυαλιά της, έπιασε το βιβλίο πουδιάβαζε αυτή την εποχή, το τελευταίοτης Μαντά και το άνοιξε στη σελίδα, πουτο είχε αφήσει την προηγούμενη. Τηςάρεσαν οι ιστορίες της. Μιλούσαν γιαγυναίκες έξυπνες, δυναμικές αλλά που ητύχη τις έφερε να κακοπέσουν δίπλα σεέναν ανάξιο τους άντρα. Για γυναίκεςπου μάχονται για έναν ανεκπλήρωτο έρωταή που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τηνπεθερά, που θεωρεί ότι ο γιος της άξιζεκαλύτερης τύχης. Πολλές φορέςπάλι η γυναίκα έχει το πάνω χέρι και τότε “σέρνει” στα πόδια της τον δύστυχοερωτευμένο, παίρνοντας εκδίκησηεπιτέλους, για όλα τα δεινά που υπέμεινανοι υπόλοιπες πρωταγωνίστριες της.
“Φεύγωμάνα! Να δω πότε θα 'ρθεις μαζί μου, ποιαΚυριακή θα ΄ναι αυτή; Μα πώς σ΄ αρέσειη λειτουργία απ΄ την τηλεόραση; Μπα,ούτε αυτήν ακούς! Τέλος πάντων, ταίδια θα λέμε; Γεια σου!”
Εκείνηέτσι το ήθελε. Να ακούγεται έτσι σιγανά,ίσα ίσα η μελωδία από την Μητρόπολη ναχαϊδεύει τ΄ αυτιά της, δίχως να χρειάζεταινα ακούει τα λόγια, δίχως τα συνεχήανασηκώματα που θα έκανε αν βρισκότανστο ναό της γειτονιάς της, ίσα ίσα τόσο όσο νακαταλαγιάζει τις σκέψεις της.
Συνέχισετο διάβασμα της, μέχρι που, στην πόρταεμφανίστηκε ο άντρας της.
“ΚαλημέραΑντιγόνη!”
Κάθισεαπέναντί της, έτοιμος, κουστουμαρισμένος,με τη γνώριμη μυρωδιά του aftersave που φορούσε.
“Νασου κάνω καφέ;”
“Όχι,όχι... θα πιω με την παρέα.”
Ποτέδεν έπινε τον πρωινό του καφέ στο σπίτι.Πριν τη δουλειά, σταματούσε στομπουγατσατζίδικο, που βρισκόταν στονκεντρικό δρόμο πριν τη λεωφόρο κι εκείέπινε τον πρώτο καφέ της ημέρας, μαζίμε όλους όσους ξυπνούσαν νωρίς, αδυνατώντας να μείνουν στο σπίτι τους. Η παρέα ίδια,εδώ και χρόνια. Μα ο άντρας της, τησυνήθεια αυτή την κρατούσε ακόμακαι τις Κυριακές, που η δικαιολογία τηςδουλειάς δεν υπήρχε. Λες να έχειξελογιαστεί με κείνη, την πονήρω, τηΜπουγατσατζού...
Τονκάρφωσε στα μάτια.
“Τιρε Αντιγόνη; Αφού ξέρεις. Ο καφές χωρίςτσιγάρο δεν γίνεται κι εδώ απαγορεύεται...”
“Κάνεότι θες. Ότι και να πω, δεν θ΄ αλλάξειτίποτε. Την κόρη μας την είδες; Πότε θ'ασχοληθείς μαζί της;”
“Τιέγινε με δαύτη;”
"Τιέγινε; Τριάντα φεύγα έγινε πια! Δουλειά,σπίτι κι από εκεί εκκλησία, λειτουργίαγια λειτουργία δεν αφήνει, θυμίαμαμυρίζουν τα ρούχα της, άβαφη και τώραμου μόστραρε και τον κότσο στο κεφάλι....και αύριο θα μου φύγει για κανέναμοναστήρι..... Εσένα δεν σε ανησυχούναυτά; Τα θεωρείς φυσιολογικά; Μία τηνέχουμε; Μίλα της και συ κάποια φορά!Πατέρας της είσαι! Πες κάτι!"
"Τινα σου πω, ρε Αντιγόνη; Τι να σου πω; Αυτάπου λέει όλος ο κόσμος. Θα τα ΄χειςακούσει.... Τα ξέρεις!"
Ήξερετι ακουγόταν. Για όλες εκείνες τις"θεούσες", έτσι τις έλεγαν στηγειτονιά, ανάμεσα τους και η κόρη τους...που κόλλησαν γύρω στον παπά που ήλθεστην ενορία τους, πριν από λίγα χρόνια.Νέος, πρόσχαρος, ακούραστος, είχεκαταφέρει να αναστήσει τον ναό τωνΤαξιαρχών. Όμορφο δεν τον έλεγες αλλάσίγουρα είχε κάτι που μαγνήτιζε τονκόσμο. Μα πώς τα κατάφερε, να πείσει τόσοκόσμο, να προσφέρει όλα εκείνα τα χρήματαγια να κάνει την εκκλησία τους σανκαινούρια; Άλλαξε τα μάρμαρα στην είσοδο,την παλιά σιδερένια πόρτα με μια περίτεχνασκαλισμένη από ακριβό ξύλο, ταπροσκυνητάρια, τα σκεύη του ιερού... καιγύρω του, προσκολλημένεςοι "θεούσες", ανάμεσα τους και η Ζωή τους. Αυτή ήταν ελεύθερη τουλάχιστον, καλόδεν είναι κι αυτό, μα κι εκείνες οιάλλες, οι παντρεμένες, με άντρα, με παιδιά,πότε προλαβαίνουν τις δουλειές τουσπιτιού τους. Κι ύστερα λένε για τακέρατα που τις φοράνε. Πώς θα γίνει;
"Τηςμίλησα ρε Αντιγόνη, δεν της μίλησα; Τότεπου νόμιζα ότι περνούσε ακόμα ο λόγοςμου. Το ξέχασες; Και ποιο το αποτέλεσμα;Από εκεί που ήμουν ο μπαμπάς της, τώραείμαι ένας... ξένος. Πάει και το μπαμπάς,πάνε και τα χαριεντίσματα που κάναμε,πάνε και τα αστεία που λέγαμε... Τώρα:"πατέρα, να σου φτιάξω έναν καφέ;" Δεν είναι πια κοριτσάκι. Ολόκληρηγυναίκα είναι πια! Ότι και να της πεις...μπαινάκης και βγαινάκης!"
Δίκιοέχει, μονολόγησε από μέσα της η Αντιγόνη.Μήπως δεν της μίλησε κι εκείνη, τόσεςκαι τόσες φορές. Και τι κατάλαβε; Αυτήεκεί, δίπλα στο παπά Δημήτρη, ότι έλεγεεκείνος νόμος απαράβατος, ότι έλεγε ημάνα της, ασήμαντο, ανάξιο σχολιασμού.Δεν μπορεί, κάτι άλλο συμβαίνει. Εκείνοςείναι ένας ξένος. Εμείς είμαστε οι γονείςτης. Εμείς ίσα που την βλέπουμε στοσπίτι. Σε αυτόν ξημεροβραδιάζεται. Πόσοκανονικό είναι αυτό για μια ελεύθερηγυναίκα στην ηλικία της;
"Τισκέφτεσαι ρε Αντιγόνη; Πες μου κι εμένανα καταλάβω κάτι περισσότερο!"
"ΆκουΠερικλή! Όλο αυτό που συμβαίνει δεν μουαρέσει... Στα νιάτα της πάνω, εικοσιπέντεήταν όταν άρχισε αυτή η ιστορία... καιχαιρόμουν ο βλάκας, έλεγα κοντά στηνεκκλησία θα είναι, καλό θα είναι γι΄αυτήν. Και μήνα με το μήνα άλλαζε... κιέλεγα εγώ, ο δρόμος του Θεού είναι αυτός.Ούτε ξενύχτια πια, ούτε τις παρέεςεκείνες που τότε με ανησυχούσαν, είχε πια. Τώρα ούτε εξόδους ούτε φίλους ούτε ψώνια,καλά καλά δεν κάνει για τονεαυτό της. Δεν είναι ο δρόμος του Θεούαυτός! Οικογένεια έπρεπε να έχει τώρα!Σήμερα Κυριακή θα έπρεπε να μου φέρνειτα εγγόνια μου εδώ! Κι αν μου φύγει; Κιαν μου κλειστεί σε κανένα μοναστήρι; Τιθα κάνω εγώ μόνη μου εδώ... και εσύ μόνοςσου εκεί;"
Ένιωθεο Περικλής τι του έλεγε η γυναίκα του.Τη μοναξιά τη βίωναν και οι δυο τους,κάθε ένας με το δικό του τρόπο, με ολοένακαι σκληρότερο τρόπο, χρόνο με το χρόνοόλο και χειρότερα την αισθάνονταν. Σανδυο ξένοι κάτω από την ίδια στέγη. Τησυνήθισαν πια. Παρηγοριόταν λέγοντάςστον εαυτό ότι, ούτε ο πρώτος ούτε οτελευταίος ήταν. Ζήλευε όμως, πίσω απότα χαμόγελα έκρυβε τον πόνο του, όταν οένας του φίλος, πάντρευε τον γιο του, όταν ο άλλοςκερνούσε για το πρώτο του εγγόνι, ότανο τρίτος έφευγε κάθε τόσο διήμεραταξίδια, με τη γυναίκα του. Όλα στη ζωήέχουν μια προβλέψιμη κατάληξη. Όχι όμωςη δική τους, όχι όπως θα την ήθελετουλάχιστον.
"Αντιγόνη,πες μου... εκείνον τον, πως τον λέγανε...τον Αναστάση, τον καθηγητή, που της είχανπροξενέψει, ποτέ μου δεν κατάλαβα, γιατίδεν τον πήρε. Καλό παιδί φαινόταν, ήσυχο,της εκκλησίας και αυτός, λογικά θαταίριαζαν. Δεν της άρεσε! Τι περιμένειακόμα, τον πρίγκιπα; Λες και θα της δοθούνκι άλλες ευκαιρίες! Δεν της άρεσε! Μαζίθα γύριζαν στις εκκλησίες τους... που θαβρει άλλον τέτοιο;"
"Άστορε Περικλή, άστο!"
Μηντο σκαλίζεις, θα ΄θελε να του πει. Δενμπορούσε όμως ούτε η ίδια, να αποδεχθείαυτό που υποψιαζόταν τόσο καιρό. Τασημάδια είναι φανερά... οι πατεράδεςμπουνταλάδες μια ζωή σ' αυτά. Αυτή δενξεγελιόταν, ένιωθε τι γινόταν... απλώςδεν μπορούσε να το αποδεχθεί.
"Αντιγόνηφεύγω, θα γυρίσω το μεσημέρι. Τουλάχιστονσήμερα να φάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια" Προτού τελειώσει τον λόγο του, η πόρτακτύπησε πίσω του. Η λειτουργία ακουγόταναπ΄ την τηλεόραση, το βιβλίο της Μαντάακουμπισμένο ανάποδα για να μην χάσειτη σελίδα, ο καφές είχε κρυώσει.
Τινα του πει; Για τη λάμψη, στο πρόσωπο τηςκόρης της, όταν μιλούσε για “τον παπάτης”. Για τις γεμάτες παύσεις προτάσειςτης, όταν της ανέλυε τα κηρύγματα τουκαι τις συμβουλές του. Για τους κρυφούςαναστεναγμούς που δεν τολμούσε ναβγάλει, αλλά εκείνη τους άκουγε.
"Πώςτην πάτησε έτσι το κοριτσάκι μου; Πώςτην πάτησε..."
Νατης μιλήσει δεν μπορούσε. Όλο για τηναγάπη του Χριστού μιλούσε, όλο για τηναθωότητα του καλού Χριστιανού της έλεγε,όλο για την αμόλυντη ψυχή που πρέπει ναδιατηρήσουμε... Δεν θα παραδεχόταντίποτα, τίποτα, θα την κατσάδιαζε κιόλαςγια τις βδελυρές της σκέψεις. Δεν είχετη δύναμη, δεν είχε το κουράγιο για μιατέτοια σύγκρουση.
"Μάνα της είμαι όμως , εγώ έχω την ευθύνηνα της ανοίξω τα μάτια. Μόνο εγώ... μόνοεγώ. Πώς όμως; Πώς; Κι αν της το πω τι θακερδίσει; Θα αλλάξει ζωή, θα δει τηναλήθεια κατάματα, το αδιέξοδο; Κι αννιώσει ότι το μυστικό της είναι πιαφανερό, ποιο θα είναι το επόμενο τηςβήμα; Να φύγει, να μου κλειστεί σε κανέναμοναστήρι; Το θέλω αυτό;"
Τομεσημέρι, το τραπέζι ήταν στρωμένο, τοκοκκινιστό στη μέση, τα πιάτα στη θέσητους. Ο Περικλής τσούγκρισε τα ποτήριατους με το κόκκινο κρασί, ευχόμενος όπως πάντα υγεία. Η Ζωή με ένα διάπλατοχαμόγελο ανταπέδωσε λέγοντας: "Με τηβοήθεια του Κυρίου!" Χαμογέλασε και η Αντιγόνη, με σφιγμένατα χείλη της. Δεν είπε τίποτε. Έτσι ήτανκαλύτερα... για όλους τους.
May 1, 2024
Ποιος είναι ο προσκυνητής;
Ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια είναι Ο Προσκυνητής σε στίχους και μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη. (1)
Πάντα αναρωτιόμουν ποιος είναι ο Προσκυνητής. Αυτός που κάνει ένα ταξίδι - μικρό ή μεγάλο, εύκολο ή δύσκολο - για να φτάσει σε έναν ιερό τόπο ή αυτός που συνδυάζει το ταξίδι με μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση, με σκοπό να κατακτήσει τη δική του, μοναδική Αλήθεια;
Προσκυνητής ήταν και ο Καζαντζάκης όταν επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον Σικελιανό, αναζητώντας την αλήθεια (2). Θέλει να ασκήσει το κορμί του ώστε να γίνει υπάκουο στην ψυχή του. Δεν ξέρω αν το κατάφερε αυτό αλλά την Αλήθεια που αναζητούσε δεν βρήκε εκεί. Προσκυνητής ήταν κι όταν βρέθηκε στη Ασίζη, όπου γράφει τον Φτωχούλη του Θεού. Όπως λέει ο ίδιος: "Το ταξίδι στην Ασίζη δεν ήταν ένα ξεστράτισμα, μια λοξοδρόμηση στην οδοιπορία του πάνω στη φλούδα της γης, δεν ήταν ένα γεγονός της τύχης. Ήταν ένας σαφής και καθορισμένος στόχος, μια αποστολή, ένα προσκύνημα."
Αλλά και ο Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσσε, στο βαθιά φιλοσοφικό του έργο Σιντάτρα, ακολουθεί τον ήρωα του σε ένα Προσκυνηματικό ταξίδι, το οποίο ο νεαρός Σιντάρτα ακολουθεί, εμπνεόμενος από τη Βουδιστική διδασκαλία, όπου η πείρα και η γνώση κατακτιούνται και δεν χαρίζονται, όπου ο έρωτας είναι μαθητεία, όπου η ζωή προχωρά δίχως δεσμεύσεις καμίας πίστης, καμίας φιλοδοξίας, κανενός παρελθόντος.
Αν περιοριστούμε στον Χριστιανικό κόσμο, θα βρούμε πολλά γνωστά προσκυνήματα. Το Άγιον Όρος, τα Ιεροσόλυμα και οι Άγιοι Τόποι, η Παναγία στη Λούρδη της Γαλλίας, η διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα της Ισπανίας και το Βατικανό είναι μόνο μερικά από αυτά. Και είναι γνωστό πως ένα προσκύνημα όταν γίνεται με ανοιχτή καρδιά και περίσσευμα ψυχής, μπορεί να δράσει ιαματικά πάνω στον άνθρωπο που ταλαιπωρείται από χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα. Όχι βέβαια σε όλους, εξαρτάται ως που φτάνουν οι αναζητήσεις του καθενός.
Ο Κώστας Βάρναλης έχει γράψει ένα ποίημα με τίτλο Προσκυνητής, από το οποίο θα σας παρουσιάσω τον πρόλογο του:
Ἀπ᾿ ἀλήθεια σ᾿ ἀλήθεια ἀκροπατώντα,νυχτόημερα λουσμένος τῶν κλαμάτων,τὴ θεία βουλὴ νὰ σμίξω λαχταρώνταστὸ κύκλωμα τοῦ ἡλιοῦ καὶ στῶν πνεμάτωντοὺς ἥλιους μὲ τὴν ἄσκησή μου ζώνταμιὰ ζήση, ἀλί!, καθημερνῶν θανάτων,πίσου ἀπ᾿ ὅλα σὲ μάντευα ὡς παρθένασκέψη γοργὴ σὲ μάτια ἐρωτεμένα.Καννὶ τοῦ ῥοδοστάγματος, Χριστέ μου ·Κότσυφα ἐσύ, τοῦ Αἰώνιου Κήπου κράχτη·Ἀφέντη τετραλόγιστε, ἀδερφέ μου·τῆς Μιᾶς Ἀλήθειας πύλη ἐσὺ καὶ φράχτη·Χρυσὲ Βασιλοπόταμε· τοῦ Ἀνέμουριπή, ποὺ λεῖ τὰ μάταια ἔργα στάχτητμοῦ ῾πες ἐσύ, πὼς τὴν αἰώνια ζήσηπρέπει κανεὶς ἐδῶ νὰ τὴν ἀρχίσει.Διαβάζοντας το ολόκληρο εδώ, σίγουρα θα αισθανθείς την ίδια αγωνία που διακατέχει έναν οποιονδήποτε Προσκυνητή, μόνο που αυτή εκφράζεται και πραγματώνεται διαμέσου των στίχων του υπέροχου αυτού ποιήματος.

Ο παραπάνω πίνακας ανήκει στα πρώιμα έργα του Νταλί και σίγουρα μας θυμίζει, κάποιο από τα μικρά και σεμνά προσκυνήματα σε κάποιο πανηγύρι ενός εξωκλησιού, σίγουρα σταθήκαμε τυχεροί αν βρεθήκαμε εκεί. Διότι, τουλάχιστον έτσι αισθάνομαι εγώ, σε αυτά τα μικρά, ολιγοπληθή προσκυνήματα, έχοντας την αίσθηση ότι ο Θεός καθόταν κάπου εκεί, ανάμεσα μας.
Κλείνοντας, επανέρχομαι στο ερώτημα που έκανα στην αρχή, αν ένα Προσκυνηματικό ταξίδι προς την αλήθεια βρίσκεται στην Ιθάκη, τον Ομηρικό προορισμό ή βρίσκεται στο ίδιο το ταξίδι, όπως ισχυρίζεται στη δική του Ιθάκη ο Καβάφης; Προσωπικά ενστερνίζομαι την άποψη του ταξιδιού, της διαρκούς αναζήτησης, διαμέσου της οποίας ίσως μια μέρα, ακουμπήσεις την αλήθεια.
Κάποιος είπε πως η αγάπηΣ' ένα αστέρι κατοικείΑύριο βράδυ θα ‘μαι εκείΚάποιος είπε πως ο έρωταςΓια μια στιγμή κρατάΑύριο βράδυ θα ‘ναι αργά
Στα πουλιά μιλάωΚαι στα δέντρα τραγουδώΚάποιον αγαπάωΚι όταν τραγουδάωΠροσευχές παραμιλώΠερπατώ και πάω
Κάποιος είπε πως ο δρόμοςΕίναι η φλέβα της φωτιάςΨυχή μου πάντα να κυλάςΚάποιος είπε πως ταξίδιΕίναι μόνο η προσευχήΚαρδιά μου να ‘σαι ζωντανή
(2) Και των δύο αγαπημένων φίλων και λογοτεχνών, τα σχετικά ημερολόγια από το ταξίδι αυτό. έχουν εκδοθεί.
April 23, 2024
Ο φωτεινότερος φακός του κόσμου του Γιώργου Κασαπίδη

Μικρές ιστορίες εμπνευσμένες από την καθημερινότητα, που σε πρώτη ανάγνωση αποπνέουν μια περίεργη "ελαφρότητα", αλλά σίγουρα όσο προχωράς ανακαλύπτεις ένα στιβαρό φιλοσοφικό υπόβαθρο. Αυτό που φαίνεται ότι απασχολεί τον συγγραφέα ιδιαιτέρως είναι το παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Το ονομάζω παιχνίδι, διότι πολύ εύκολα ο Γιώργος Κασαπίδης μας μεταφέρει από τη μια διάσταση της ύπαρξης μας στην επόμενη... κατάσταση, την οποία αντιμετωπίζει ως κάτι το αυτονόητο. Κι όση τραγικότητα κι αν εμπεριέχει ο θάνατος, την ίδια έχει και η ζωή, συγχρόνως όμως, όση ασημαντότητα, αμηχανία ή ευθυμία περιέχει η ζωή, τα ίδια μπορεί και ο θάνατος.Στα διηγήματά του, μικρογεγονότα της καθημερινότητας, με την ματιά του παρατηρητή ο οποίος στη συνέχεια γίνεται ο αφηγητής που όλα τα γνωρίζει, έρχονται για να μας βασανίσουν με δεύτερες σκέψεις, για να πιστοποιήσουν ότι αυτά που ζούμε ποτέ δεν είναι τόσο απλά, ή τόσο αστεία, όσο αρχικά θεωρήσαμε. Όπως οι "τέσσερις εύσωμες γυναίκες, σχεδόν υπέρβαρες, σχεδόν μέσης ηλικίας, σχεδόν συμπαθητικές" οι οποίες βγήκαν σε ένα καφέ της πόλης τους για να τα πούνε. Χαριεντίζονται μα συγχρόνως θάβονται μεταξύ τους, αγωνιούν για το μέλλον αλλά παλεύουν το παρόν. Και πίσω από την αφήγηση, εσύ, ο αναγνώστης, πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται για τα επερχόμενα γηρατειά και τη μοναξιά που τα ακολουθεί.
'Η όπως ο Μάρκος Δράκος, ο οποίος σκοτώνει τη μάνα του (όχι τόσο συνηθισμένο βέβαια, υπήρχε όμως λόγος σοβαρός) και για να μην αποκαλυφθεί θα πρέπει να οργανώσει την κηδεία της με απόλυτη μυστικότητα (σύμφωνα με τις οδηγίες που εκείνη του έδωσε). Απόλυτα σουρεαλιστικές σκηνές εκτυλίσσονται στη συνέχεια και παρά τη τραγικότητα της κατάστασης, το χαμόγελο δύσκολα φεύγει από το πρόσωπό σου, συγχρόνως όμως πιάνεις τον εαυτό σου να φιλοσοφεί για τον επερχόμενο θάνατό όλων μας αλλά και για τη ζωή την οποία τάχθηκε να υπηρετεί ο καθένας μας.
Δεν κρύβει όμως και τη μεγάλη του αγάπη για την τέχνη της φωτογραφίας. Σε κάθε ευκαιρία κάποια επώνυμη φωτογραφική μηχανή θα εμφανιστεί, όπως εκείνες που κουβαλά ο Τσε, ναι ο Αργεντίνος επαναστάτης, περαστικός από την κεντρική πλατεία της Δράμας, ή η "γκόμενα" του Αργύρη, που αγοράζει για τον προστάτη της, την σπάνια Κάνον 7 με φακό 50 mm και άνοιγμα 0.95, τον φωτεινότερο φακό του κόσμου και μέσα από εκείνον της αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια για τη ζωή της.
Κλείνω με το διήγημα το οποίο με εντυπωσίασε περισσότερο, "Το πτώμα". Το απρόοπτο της όλης κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο πρωταγωνιστής, η αμηχανία για την εξεύρεση μιας λύσης στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, πρόβλημα που πολύ εύκολα θα μπορούσε να απαρνηθεί, η διφορούμενη θέση του πρωταγωνιστή - αφηγητή (εύρημα πολύ έξυπνα δοσμένο), η τελική λύτρωση αλλά κι ένα μικροεπεισόδιο με νεαρούς μαθητές που με προσγείωσε αλλού, είχαν όλα εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να μου κρατήσουν την ανάσα ως το τέλος.

April 14, 2024
Το ζητούμενο είναι η ευτυχία!

Μετά από πολλά χρόνια, ο Αλέξανδρος επέστρεφε στο πατρικό του, σε ένα ορεινό χωριό της Δράμας. Για χρόνια ζούσε στην Αθήνα, κάνοντας σπουδαία καριέρα ως διευθυντής πωλήσεων. Οικογένεια δεν δημιούργησε, αν και για κάποια χρόνια διατηρούσε δεσμό με την Αλίκη, τελικά αποφάσισαν από κοινού ότι δεν ταίριαζαν και χώρισαν. Έτσι απλά και όμορφα, δίχως ανώφελα δράματα. Η βασική αιτία του χωρισμού τους ήταν ότι αυτός ήταν τόσο αφοσιωμένος στη δουλειά του, που η προοπτική του γάμου και τα συνακόλουθά του, ποτέ δεν πήραν κάποια θέση στη σκέψη του. Η Αλίκη μεγαλώνοντας, ανακάλυψε ότι δίπλα του είχε χάσει πολύτιμο χρόνο από τη ζωή της ώστε ο χωρισμός να είναι μονόδρομος για εκείνην, που ποθούσε στην ζωή της την ευτυχία που φέρνει μία οικογένεια. Αυτά όμως έγιναν πριν από αρκετά χρόνια.
Τώρα πενηνταπεντάρης πια, έχοντας φτιάξει ένα καλό κομπόδεμα, νιώθοντας όλο και πιο στενάχωρα στην μεγάλη πόλη, τα βρόντηξε όλα και αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι, να το ανακαινίσει κι αν άντεχε τον βαρύ χειμώνα, που θυμόταν από μικρό παιδί, να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Ήδη ο χειμώνας είχε φτάσει για τα καλά, σίγουρα δεν θα αργούσαν και τα πρώτα χιόνια και πέρα από κάποια βασικά μερεμέτια στην στέγη και τα κουφώματα δεν είχε προλάβει να κάνει πολλά.Κλεισμένος τις περισσότερες ώρες της μέρας στο πατρικό του, συνήθως με κάποιο βιβλίο στο χέρι, με τη συντροφιά του ραδιοφώνου και τον ήχο των ξύλων να καίνε στο τζάκι, νιώθει να τον τυλίγει μια ζεστή αγκαλιά αναμνήσεων και γλυκών συναισθημάτων. Αναμνήσεων από την παιδική του ηλικία, που συνοδεύονται με την αίσθηση της αγάπης που απλόχερα του είχαν χαρίσει η δικοί του. Κι όλη αυτή η γλυκύτητα έρχεται σε τέλεια αντίθεση με τη τραχιά ζωής της πόλης, που πρόσφατα εγκατέλειψε. Από τη μία είχε να επιλέξει την ήσυχη ζωή, χαμηλών προσδοκιών μα προσωπικής ηρεμίας κι από την άλλη την γεμάτη καθημερινότητα με το συνεχές τρέξιμο που του χάριζε επαγγελματική καταξίωση και το γεμάτο πορτοφόλι. Θεωρητικά εύκολη η επιλογή, όχι όμως γι΄ αυτόν πια.
Αργά το απόγευμα εκείνου του Δεκέμβρη, λίγο ήθελε για να σκοτεινιάσει, άκουσε ένα διστακτικό κτύπημα στην πόρτα. Μετά από λίγο επαναλήφθηκε, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα Παραξενεύτηκε, οι λίγοι κάτοικοι του χωριού τέτοια ώρα είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, παρέα με την τηλεόραση που έπαιζε στη διαπασών. Αφού τσάκισε τη σελίδα που διάβαζε στην πάνω γωνία της, άφησε το βιβλίο στο τραπέζι μπροστά του και πήγε να ανοίξει. Με το άνοιγμα της πόρτας, ένιωσε το υγρό κρύο στο πρόσωπό του ενώ αυτό εισχωρούσε μέσα στο ζεστό σπίτι. Αμέσως αναγνώρισε τη γυναίκα που στεκόταν εκεί μπροστά του, αν και τα βαριά ρούχα που είχε σφίξει πάνω της και το σκουφί στο κεφάλι της ίσως να δυσκόλευαν κάποιον άλλο.
"Μπορώ να περάσω;" ακούστηκε η φωνή της.
Παραμέρισε για να περάσει μέσα και μόνο όταν έκλεισε την πόρτα, μπόρεσε να αρθρώσει την πρώτη του λέξη.
"Μαρίνα;"
"Εγώ είμαι! Βοήθησέ με να βγάλω αυτά από πάνω μου, φτιάξε μου ένα ζεστό τσάι... ή δώσε μου ένα δυνατό ποτό και τα λέμε μετά."
Με αμήχανες κινήσεις πήρε το χοντρό μπουφάν και το σκουφί, που του έδωσε και το κρέμασε σε μια σειρά καρφιών μαζί με το δικό του, δίπλα στην πόρτα. Φορούσε ένα ζεστό κόκκινο φόρεμα, εφαρμοστό πάνω της, κλειστό ως το λαιμό και μακρύ ως τους αστραγάλους. Το σουλούπι της, νευρώδες, τα μακριά μαύρα μαλλιά της που έπεφταν στους ώμους και την πλάτη της, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της που τον κοίταζαν, η χροιά της φωνής της, όλα είχαν μείνει ίδια, ανέγγιχτα από τον χρόνο. Λίγα κιλά παραπάνω μόνο είχε πάρει, λογικό, κατ΄ άλλα δεν είχε αλλάξει καθόλου σε αντίθεση με αυτόν, που και πολλά παραπανίσια κιλά είχε αποκτήσει, τα μαλλιά του είχαν αραιώσει και το πρόσωπο του είχε χάσει όλη τη νεανική του λάμψη.
Την οδήγησε ως εκεί που καθόταν, της πρόσφερε θέση δίπλα στο τζάκι και της γέμισε ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί, από αυτό που πάντα είχε πρόχειρο πάνω στο τραπέζι.
"Σου κάνει εντύπωση που βρίσκομαι εδώ;"
"Σίγουρα δεν σε περίμενα!"
"Λάθος σου! Σου το είχα πει. Αν ποτέ γυρίσεις εδώ, μαζί σου θα επιστρέψω κι εγώ."
"Είναι αλήθεια! Αλλά συνήθως τα λόγια απέχουν από τις πράξεις."
"Σημασία έχουν οι προθέσεις. Κι εγώ όπως βλέπεις, δεν έλεγα ψέματα."
"Γιατί δεν έφυγες μαζί μου τότε; Γιατί επέλεξες να παραμείνεις στον τόπο αυτόν, που ελάχιστα είχε να σου προσφέρει;"
"Δεν έχω δώσει ακόμη πειστική απάντηση στον εαυτό μου. Ίσως γιατί δεν μου ταιριάζουν οι μεγάλες πόλεις. Εσύ γιατί είσαι εδώ;"
"Κουράστηκα! Απηύδησα για να το πω πιο ωμά. Δεν άντεξα αν θες! Εσύ; Έκανες οικογένεια;"
"Ναι! Είμαι παντρεμένη, έχω και δυο παιδιά, αγόρι και κόρη, φοιτητές. Μένω στη Δράμα, με τον άντρα μου, οι δυο μας μείναμε..."
"Και πώς τον άφησες; Με ποια δικαιολογία έφυγες;"
"Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε! Μέχρι να τελειώσουν οι αγώνες και να γυρίσει σπίτι, θα έχω επιστρέψει κι εγώ."
"Άρα δεν επέστρεψες στο χωριό! Μάλλον ήλθες απλώς για να επιβεβαιώσεις, ότι πράγματι βρίσκομαι εδώ."
"Μάλλον... Ξέρεις, ποτέ δεν μπόρεσα να σε βγάλω από το μυαλό μου. Κι αυτό έκανε όλη τη ζωή μου δύσκολη. Λάθος να μην ακολουθείς την καρδιά σου όταν αυτή σε καλεί. Κι αυτό το λάθος θα το πληρώνω για μια ζωή."
" Για μια ζωή... Ίσως έπρεπε κι εγώ να επιμείνω περισσότερο τότε. Αλλά βλέπεις βιαζόμουν να φύγω, ήθελα να κατακτήσω τον κόσμο, πίστεψα ότι και χωρίς εσένα θα έβρισκα την ευτυχία. Το δικό μου λάθος!"
"Εσύ; Έκανες οικογένεια;"
"Όχι... δεν έκατσε... μάλλον για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν την επιδίωξα."
Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, το τσούγκρισε με το δικό της.
"Στην επανασύνδεση μας, λοιπόν!"
"Σήκωσε και η Μαρίνα το δικό της ποτήρι και το έφερε στο στόμα της. Δίστασε μα στο τέλος, με αργές γουλιές το άδειασε."
"Δεν έπρεπε να το πιω! Ο δρόμος της επιστροφής δεν είναι και τόσο εύκολος. Όπου νάναι νυχτώνει. Μάλλον πρέπει να φεύγω!"
"Θα σε ξαναδώ;"
"Δεν ξέρω! Ίσως! Μάλλον! Θα το επιδιώξω!"
"Δείχνεις αρκετά συγχυσμένη! Κάτσε λίγο ακόμα να ηρεμήσεις και φεύγεις σε λίγο."
"Αυτό θα κάνω!"

φωλιάσει στις καρδιές και των δύο. Αν κι εκείνη ήξερε ότι σε λίγη ώρα θα τον αποχαιρετούσε κι αυτός αν και ήθελε να την έχει κοντά του για όσο περισσότερο γινόταν, η αίσθηση της ζεστασιάς στην καρδιά τους μαλάκωνε την ψυχή τους. Οι μνήμες και των δύο γύριζαν στις μέρες εκείνες, στα είκοσι τους, όταν τα νιάτα τους ήταν ικανά να τους κάνουν να καρδιοχτυπούν. Τα ξεμοναχιάσματά τους στα στενά σοκάκια του χωριού, το πρώτο τους φιλί, η πρώτη φορά που έκαναν έρωτα μια θεοσκότεινη νύχτα στην πηγή δίπλα στον πλάτανο.
Ο Αλέξανδρος σηκώθηκε να ρίξει ένα κούτσουρο στη φωτιά που πήγαινε να σβήσει. Σηκώθηκε και η Μαρίνα.
"Πρέπει να φύγω!"
Πήγε ως την πόρτα, ξεκρέμασε τα ρούχα της και με αποφασιστικές κινήσεις ντύθηκε ενώ ο Αλέξανδρος την πλησίασε.
"Είσαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις μέσα στην νύχτα;"
"Μια χαρά θα είμαι."
Την αγκάλιασε με τον τρόπο που κάνει κάποιος, όχι για να αποχαιρετήσει αλλά για να δείξει την χαρά του, που ξαναέβλεπε ένα αγαπημένο του πρόσωπο μετά από τόσα χρόνια. Την κράτησε για λίγο κι εκεί που θεώρησε ότι αυτό θα κρατούσε για κάποια λεπτά, του ξέφυγε και άνοιξε την πόρτα. Αυτό που αντίκρισαν τους έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι η μοίρα θα έκανε πια το δικό της παιχνίδι κι αυτοί απλώς θα έπρεπε να υποκύψουν στις διαθέσεις της. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, σε μεγάλες νιφάδες και ήδη είχε σκεπάσει την αυλή. Σίγουρα, ο έτσι κι αλλιώς δύσκολος δρόμος μέσα από τα βουνά δεν θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση, άσε που θα είχε χαθεί πλέον κάθε ίχνος του.
"Όπως βλέπεις, δεν γίνεται να φύγεις. Εκτός κι αν ήλθες με ερπυστριοφόρο." της είπε με κρυφή χαρά.
"Μα πρέπει να φύγω!"
Έκλεισε την πόρτα πίσω του, ήδη το κρύο που πρόλαβε να μπει μέσα, είχε ψυχράνει τον χώρο. Την βοήθησε να βγάλει και πάλι το μπουφάν και το σκουφί της και τα κρέμασε στο ίδιο καρφί που βρίσκονταν πρωτύτερα. Εκείνη μπερδεμένη, αγωνιώντας για τον άντρα της που θα γύριζε στο σπίτι και δεν θα την έβρισκε, αλλά απόλυτα παραδομένη, προχώρησε προς τα μέσα και κάθισε και πάλι στη θέση της. Γέμισε το ποτήρι της με κρασί και το άδειασε με τον ίδιο τρόπο, με αργές γουλιές μέχρι το τέλος.
"Μην στενοχωριέσαι, Μαρίνα! Κάποια πράγματα είναι πάνω από τις δυνάμεις μας. Θα φροντίσω να είμαι καλός οικοδεσπότης. Εγώ έτσι κι αλλιώς κοιμάμαι εδώ, δίπλα στο τζάκι. Η κάμαρα μέσα είναι για σένα, θα βάλω και την ηλεκτρική σόμπα να καίει όλη νύχτα, μια χαρά θα είσαι."
Η αμηχανία ήταν εμφανής και στα λόγια και στις πράξεις τους.
"Θα φτιάξω μια ομελέτα, δεν γίνεται να πίνουμε ξεροσφύρι. Έχω αρκετά αυγά και λουκάνικα στο ψυγείο, μια ομελέτα με το κρασί είναι ότι πρέπει."
Σηκώθηκε και άρχισε να τηγανίζει, με αρκετή μαεστρία είναι αλήθεια, ενώ η Μαρίνα τον παρατηρούσε αμίλητη. Στο μυαλό της γύριζαν ένα σωρό σκέψεις. Ο άντρας της του οποίου την αγάπη δεν ένιωθε από καιρό πια, τα παιδιά της που τα έβλεπε μόνο στις διακοπές, τα όνειρα που είχε αρνηθεί να κάνει εδώ και χρόνια, την αγωνία της για την αναστάτωση στο σπίτι της αλλά κι αν όλα όσα προμηνύονταν από εδώ και πέρα θα άξιζαν αληθινά. Ο Αλέξανδρος αφού έστρωσε ένα τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, στη μέση έβαλε μια πετσέτα, πάνω της άφησε το τηγάνι, έβαλε κι από ένα πιάτο μπροστά τους, έκοψε ψωμί, τοποθέτησε κατάλληλα τα μαχαιροπήρουνα και τις χαρτοπετσέτες, έφερε ακόμα ένα μπουκάλι κρασί και το άφησε δίπλα τους.
"Η νύχτα θα είναι μακριά!" της είπε.
"Εσύ, με έφερνες καμιά φορά στο μυαλό σου; Ή με είχες ξεχάσει ολότελα; Δεν θα ήταν παράξενο!"
"Βλέποντάς με στη πόρτα, πιστεύω να κατάλαβες τη χαρά μου!"
"Ναι, την ένιωσα αλλά δεν μου απάντησες!"
"Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι ποτέ δεν μπόρεσα να δω τον εαυτό μου στα σοβαρά, δίπλα σε κάποια άλλη γυναίκα. Πάντα υπήρχε κάτι, μια σκιά από το παρελθόν, που με κρατούσε πίσω."
"Εγώ φοβόμουν τη μοναξιά... αν και πάντα ήμουν μόνη και τώρα ακόμη περισσότερο, αφότου έφυγαν τα παιδιά."
Ο Αλέξανδρος σήκωσε το ποτήρι του, αυτή τη φορά κάνοντας μια πρόποση:
"Στα λάθη μας! Στη μοίρα! Στην ελπίδα!"
Η Μαρίνα τσούγκρισε για δεύτερη φορά το ποτήρι της με αυτό του Αλέξανδρου χωρίς να πει τίποτε. Το έβαλε στο στόμα της , ήπιε μια γουλιά και το άφησε κάτω. Ήδη είχε υπερβεί τα όρια της και το ήξερε. Εκείνος έκοψε την ομελέτα στην μέση και την μοίρασε στα πιάτα τους.
"Δοκίμασε την ομελέτα μου. Όσοι την έχουν δοκιμάσει λένε τα καλύτερα."
"Πού έμαθες να μαγειρεύεις;"
"Όταν ζεις μόνος σου, μαθαίνεις πολλά πράγματα!"
"Σωστά!"
"Κοίτα Μαρίνα! Βλέπω ότι έχεις χάσει την άνεση που είχες από την ώρα που κατάλαβες ότι δεν θα επιστρέψεις στο σπίτι σου απόψε. Τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτόν! Όλα γίνονται για κάποιον λόγο! Εγώ χαίρομαι που σε έχω εδώ! Ξέρω ότι κι εσύ χάρηκες που με είδες! Τον άντρα σου δεν τον ξέρω! Ούτε ξέρω τι σχέση έχετε. Και δεν με ενδιαφέρει για να είμαι ειλικρινής! Απόψε είμαστε εδώ, μόνο οι δυο μας και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Αν το θεωρείς σκόπιμο, πάρε τον ένα τηλέφωνο και πες του να μην σε περιμένει. Δίχως περιττές εξηγήσεις. Μόνο και μόνο για να μην αγωνιά."
"Θα το κάνω κι αυτό. Αργότερα!"
Η Μαρίνα έβαλε μια μπουκιά από την ομελέτα στο στόμα της. Με ένα νεύμα επιδοκίμασε τις μαγειρικές του ικανότητες. Πράγματι ήξερε να μαγειρεύει. Ο δικός της ούτε αυγό βραστό δεν μπορούσε να κάνει. Μα γιατί τους συγκρίνει; Τι της χρειάζεται αυτό τώρα;
"Εκτός από τον γάμο και τα παιδιά σου, ασχολήθηκες με κάτι άλλο;"
"Δούλεψα περιστασιακά ως πωλήτρια σε διάφορα καταστήματα ένδυσης, κυρίως αφότου μεγάλωσαν λίγο τα παιδιά μου. Αλλά τα χρόνια είναι δύσκολα, ο κόσμος δεν ξοδεύει χρήματα κι έτσι κι εμάς δεν μας χρειάζονται τα καταστήματα όλο τον χρόνο. Εσύ; Τι δουλειά έκανες;"
"Ήμουν υπεύθυνος πωλήσεων σε μια μεγάλη εταιρία με παιδικές τροφές. Βρήκα δουλειά εκεί μετά τον στρατό κι ευτυχώς μπόρεσα να εξελιχθώ μέσα στην εταιρία. Κάπου όμως βαρέθηκα, κουράστηκα, πιέστηκα από τον ανταγωνισμό και τα νούμερα που ήθελαν τα μεγάλα αφεντικά και τα παράτησα. Ακόμα δεν ξέρω αν έκανα σωστά! Ο χρόνος θα δείξει."
"Το ζητούμενο είναι η ευτυχία... και μάλλον κανένας δεν μας δεν μπόρεσε να την βρει."
"Ναι, πάντα αυτή είναι το ζητούμενο, αλλά εμείς αρνούμαστε να το δούμε. Κι όταν επιτέλους το καταλάβουμε, τότε συνήθως είναι πολύ αργά."
"Ποτέ δεν είναι αργά αν θέλεις κάτι πραγματικά!"
Η βραδιά συνεχίστηκε στο ίδιο μοτίβο. Άλλοτε θυμούνταν τα ευτυχισμένα χρόνια που έζησαν στο χωριό ως παιδιά, άλλοτε τα δυνατά νεανικά τους καρδιοχτύπια αλλά και τον πόνο του αποχαιρετισμού τους, άλλοτε αναφέρονταν στη ζωή που έκαναν, στα "χαμένα τους χρόνια". Ο Αλέξανδρος μίλησε για την ελπίδα του να βρει όσα είχε χάσει επιστρέφοντας στο μισο έρημο πια χωριό του και η Μαρίνα για την ανίκητη επιθυμία της να τον δει και πάλι, από την στιγμή που έμαθε ότι είχε επιστρέψει. Κάποια στιγμή πήρε τον άντρα της, του είπε ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί στο σπίτι τους τη νύχτα εκείνη, είναι όμως καλά και να μην ανησυχεί. Εκείνος ήθελε περισσότερες διευκρινήσεις αλλά η Μαρίνα του έκλεισε το τηλέφωνο.
Το τηλέφωνο της άρχισε να κουδουνίζει, ήταν εκείνος, το έσβησε εντελώς. "Μου είναι άχρηστο απόψε. Πιστεύεις ότι ο χρόνος δίνει δεύτερες ευκαιρίες σε κάποιους, να διορθώσουν όσα έκαναν κάποτε λάθος;" ρώτησε τον Αλέξανδρο.
"Δεν ξέρω για τον χρόνο, αλλά η αποψινή χιονοθύελλα και ο αποκλεισμός σου εδώ, είναι ένα σημάδι που δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει. Και για να σου πω την αλήθεια, χαίρομαι! Χαίρομαι που ήλθαν τα πράγματα έτσι!"
Εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της, τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα, εκείνος δεν αιφνιδιάστηκε, το ήξερε από την πρώτη στιγμή που την είδε, ότι κάπως έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα μεταξύ τους, αν όχι εκείνη τη βραδιά κάποια επόμενη σίγουρα. Ανταπέδωσε με θέρμη και σε λίγη ώρα βρίσκονταν γυμνοί, σφιχταγκαλιασμένοι, μπροστά στο αναμμένο τζάκι, στη βαριά φλοκάτα που ήταν στρωμένη μπροστά του, προσπαθώντας να κερδίσουν λίγη από την ευτυχία, που ήξεραν ότι μόνο τα κορμιά τους μπορούσαν να προσφέρουν.
Το πρωί πρώτος ξύπνησε ο Αλέξανδρος, η βαριά μάλλινη κουβέρτα που έριξε πάνω τους, τους κράτησε ζεστούς τη νύχτα μα το τζάκι είχε σβήσει από ώρα. Έπρεπε να το ανάψει, σηκώθηκε τοποθέτησε τα ξύλα με τη σιγουριά εκείνου που ήξερε τον σωστό τρόπο, τα σπινθηροβόλημα της φωτιάς φώτισε και πάλι τον χώρο και η Μαρίνα ξύπνησε αναζητώντας το κορμί του που είχε επιστρέψει δίπλα της. Εκείνος ανταπέδωσε και σε ελάχιστο χρόνο γεύονταν και πάλι την ηδονή, που τόσο είχαν ανάγκη εκείνη την ώρα. Αφού οι ανάσες τους ξαναβρήκαν και πάλι τον κανονικό τους ρυθμό, η Μαρίνα σηκώθηκε, βρήκε τα ρούχα της και άρχισε να ντύνεται. Πλησίασε το παράθυρο και είδε ότι το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό.
"Ακόμα χιονίζει!" ανακοίνωσε με φωνή που κάθε άλλο από αγωνία εξέφραζε. Μάλλον κάποια ευλογία σκέπαζε κάθε άλλο συναίσθημα εκείνη την ώρα.
"Ποιος ξέρει πότε θα ανοίξουν το δρόμο;" συνέχισε.
"Βιάζεσαι να φύγεις;" την τσίγκλησε εκείνος.
"Δεν θα φύγω! Μια φορά σε άφησα να φύγεις μόνος, δεν θα κάνω το ίδιο λάθος και πάλι! Εκτός κι αν εσύ δεν με θέλεις στα πόδια σου."
"Αυτό κατάλαβες εσύ, Μαρίνα;"
"Όχι, αλλά θα ήθελα να σε ακούσω να το λες!"
"Αυτό μόνο; Σε θέλω εδώ, μαζί μου, κάθε μέρα, κάθε ώρα! Εσύ είσαι έτοιμη;"
"Έτοιμη; ... σαν έτοιμη από καιρό, θαρραλέα, αποχαιρετώ το παρελθόν που φεύγει. Θυμάσαι πώς παίζαμε με τα ποιήματα που μαθαίναμε στο σχολείο."
"Καβάφης, παράφραση του Καβάφη, από το ποίημα του, Απολέιπην ο θεός Αντώνιον. Δεν ξεχνιούνται αυτά! Μπορεί να έμειναν στην άκρη για λίγο αλλά μαζί σου, όλα έρχονται μπροστά μου και πάλι. Σαν να άνοιξε η πόρτα, που μας κρατούσε σε απόσταση."
Δεν συνέχισαν την κουβέντα. Κάθε ένας χρειαζόταν να αναλογιστεί για μία ακόμη φορά, την υπόσχεση, που μόλις είχε δώσει. Παρασύρθηκαν σαν δεκαοχτάχρονα που εκστομίζουν εύκολα λόγια τα οποία πολύ γρήγορα ξεχνάνε. Κι αυτοί σε ηλικία, που όφειλαν να σκέπτονται πολύ σοβαρά τι λένε σε αυτόν που έχουν απέναντι τους, έδωσαν στον άλλο πολύ περισσότερα απ΄ όσα μπορούσαν να αντέξουν... ή μήπως όχι, μήπως είχαν φτάσει σε εκείνο το σημείο, όπου όλα είναι έτοιμα από καιρό και το μόνο που χρειάζεται είναι η στιγμή, όπου όλα ευθυγραμμίζονται, οι πλανήτες, το πέταγμα της πεταλούδας στην Κίνα, μια μη αναμενόμενη χιονοθύελλα στην άλλη πλευρά της Γης, τα θέλω και τα μπορώ των δύο τους.
Η επιλογή δική σας!!!!
Οφείλω να ευχαριστήσω τον Giannis Pit. για την ευκαιρία που μου έδωσε, να γράψω μια ιστορία, από αυτές που γραφή περιπλανιέται γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις. Η πρόταση πάνω στην οποία πατήσαμε όλοι οι συμμετέχοντες είναι:
Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη;
Όλες τις συμμετοχές μπορείτε να τις δείτε από εδώ: Μια ιδέα - Μια έμπνευση
April 4, 2024
Ο Κώστας Τσόκλης, σε μια ιστορία ελληνικής πολιτιστικής τρέλας!
Το απόσπασμα γράφτηκε σαν ρεπορτάζ του επινοημένου δημοσιογράφου, Νίκου Μιχαηλίδη (βασικού ήρωα στα δύο μου μυθιστορήματα, που έχω δημοσιεύσει) αλλά βασίζεται σε απολύτως αληθινά γεγονότα. Για λόγους που έχουν σχέση κυρίως με νομικές φοβίες, δεν αναφέρω τα πραγματικά ονόματα των εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων, αλλά όποιος ανατρέξει στην ημερομηνία των γεγονότων και τα ρεπορτάζ της εποχής για την έκθεση αυτή του Κώστα Τσόκλη στο νησί της Σπιναλόγκας, γρήγορα θα βρει όσες πληροφορίες θέλει.

Tsoclis,εσύ ο τελευταίος λεπρός.
20Αυγούστου 2013
Τατουριστικά κάθε πρωί γεμίζουν με τουςτελευταίους επισκέπτες του καλοκαιριού.Αυτοί αποδεχόμενοι την ευκαιριακή ομάδαστην οποία τους όρισε η εκπρόσωπος τουπρακτορείου του ταξιδιών της χώραςτους, αν και στοιβαγμένοι στην κουβέρτατου τουριστικού πλοιαρίου, χαίρονταιτον ήλιο και τον δροσερό πρωινό αγέρατης θάλασσας. Κι αφού ο καπετάνιος λύσειτου κάβους και βγάλει το πλεούμενο απότο ασφαλές αραξοβόλι του, εκείνοι στηζάλη των αλλεπάλληλων κυμάτων έχουν τοκουράγιο να απολαύσουν τις αποχρώσειςτου μπλε μαζί με το καφέ-γκρι του τοπίου,ως που να οδηγηθούν στον τόπο τουμαρτυρίου εκατοντάδων ανθρώπων. Οεγκαταλειμμένος από το 1957 και λεηλατημένοςοικισμός των Λεπρών, δεν εντυπωσιάζειπλέον για τα Ενετικά ή Οθωμανικά τουαπομεινάρια αλλά για τη νεότερη ιστορίατου. Ήταν ο τόπος εγκλεισμού των θυμάτωντης μέχρι τότε ανίατης ασθένειας. Σελίγο το πολύβουα και πολύχρωμα καραβάνια των τουριστών, που αποβιβάζονται το έναμετά το άλλο, θα πατούν την κάθε πλάκατων καλντεριμιών, θα ακουμπούν τον κάθεορθοστάτη των μισογκρεμισμένων κατοικιών,θα δροσίζονται στην ελάχιστη σκιά τωνντουβαριών, αδυνατώντας να αντιληφθούντο δράμα των ανθρώπων που εξορίστηκανεδώ, αδυνατώντας να νιώσουν την απελπισίατου εγκλεισμού τους.
Στηνείσοδο του λιμανιού, μένουν σαβανωμέναμε λινάτσες τα συντρίμμια του μεγαλειώδους,επενδυμένου με καθρέπτες, μεταλλικούσταυρού του Κώστα Τσόκλη, που δέσποζε εκείγια έναν χρόνο, προτού οι αρμόδιεςκρατικές υπηρεσίες διατάξουν τηναποκαθήλωση του. Δεν ταίριαζε με τοπεριβάλλον, δεν συμβάδιζε με τηνπολιτιστική κληρονομιά των ερειπίων,ενοχλούσε τα απέναντι ξενοδοχεία.Προφάσεις εν αμαρτία…
Είχε γίνει μεγάλοπανηγύρι πέρσι εδώ. Ο σπουδαίος μας εικαστικός ΚώσταςΤσόκλης είχε στήσει την έκθεση μετίτλο «Tsoclis, εσύ ο τελευταίος λεπρός».Στην άλλοτε εξορκισμένη Σπιναλόγκα,εκείνη την ημέρα αποβιβάστηκε όλη ηυψηλή κοινωνία της Αθήνας για να θαυμάσειτην έκθεση του καλλιτέχνη. Γλυπτά μικράκαι μεγάλα, σε ξάφνιαζαν παντούσυνοδευόμενα από τη μουσική του ΝίκουΞυδάκη, που έγραψε ειδικά για τηνπερίσταση. Με το κλείσιμο της έκθεσηςάγνωστοι κλέβουν δέκα από τα εντοιχισμέναέργα τα οποία θα έμεναν στο νησί ωςανάμνηση της εκδήλωσης. Ο σταυρός είχεσυμφωνηθεί με τον ίδιο τον τότε υφυπουργόΠολιτισμού να παραμείνει εκεί, στηΣπιναλόγκα, για να θυμίζει ότι ο τόποςδεν αποτελεί μια απλή τουριστική ατραξιόναλλά μνημείο προσκύνησης. Το ΚεντρικόΑρχαιολογικό Συμβούλιο όμως είχε άλληάποψη. Όλοι, στο στήσιμο της εμπνευσμένηςέκθεσης δήλωναν ενθουσιασμένοι, φρόντιζαννα σημειώνουν την παρουσία τους δίπλαστον καλλιτέχνη και τώρα έχουν χαθεί,κρύβοντας επιμελώς την τότε συνύπαρξητους.
Καιοι τουρίστες περιδιαβαίνουν μέσα σταστενά της ερειπωμένης πόλης, φωτογραφίζουντα ντουβάρια, τα παράθυρα, τη θάλασσα,φωτογραφίζονται πίσω από τις σιδεριέςγελώντας ανυποψίαστοι, μέχρι που φτάνουνστο νεκροταφείο με τους λευκούς πέτρινουςτάφους. Οι πιο τολμηροί περνούν ανάμεσατους και τότε αντιλαμβάνονται ότιλείπουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θαδήλωναν την ταυτότητα του κάθε χανσενικούπου άφησε την τελευταία του πνοή στονξερόβραχο αυτό. Δεν υπήρξαν ποτέ τέτοιαστοιχειά, δεν επιτρεπόταν ποτέ κανείςνα χαράξει πάνω στο τάφο κανένα ίχνος,που να δηλώνει ποιος ήταν από κάτω.Έπρεπε να ονόματά τους να περάσουν στηλήθη για πάντα, έπρεπε να ξεχαστούν ότιυπήρξαν κάποτε άνθρωποι υγιείς,χαρούμενοι, με όνειρα που στη συνέχειαβαθιά παραμορφωμένοι εξορίστηκαν σεεκείνον τον τόπο. Όφειλαν να προστατέψουντη φήμη των οικογενειών τους, που μόνηεπιλογή είχαν να συνεχίσουν τη ζωή τους,στον πολιτισμένο κόσμο, μακριά από τουςκαταραμένους που αγάπησαν κάποτε.
Ασφαλείςπληροφορίες αναφέρουν ότι ο μεγάλοςκαλλιτέχνης, ετοιμάζει την απάντηση του,με τον τρόπο που αυτός γνωρίζει καλύτερα, με μια νέα έκθεση στην Αθήνα αυτή τη φορά.
ΝίκοςΜιχαηλίδης
March 25, 2024
Νάρκισσος, ο μυθικός ωραιοπαθής!
«Αυτός που ερωτεύεται τον εαυτό του δεν θα έχει αντίπαλους».
-Βενιαμίν Φραγκλίνος
Ο Νάρκισσος είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Αυτό που τον ξεχώριζε από τους άλλους νέους της εποχής του, ήταν η απίστευτη ομορφιά του. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές του μύθου του, ώστε να μου δίνεται η δυνατότητα, να επιλέξω εκείνον που μου αρέσει περισσότερο.
Ο Νάρκισσος ήταν γιός του του ποταμού Κηφισού και της νύμφης του νερού, Λιριόπης. Σύμφωνα με τον μύθο, η ωραιοπάθεια του και ο εγωισμός που ανέπτυξε εξαιτίας αυτών, ήταν η αιτία, όσες γυναίκες ή θεές τον ερωτεύονταν, αυτός να αγνοεί τις εκδηλώσεις αγάπης τους και να απορρίπτει τα ερωτικά κελεύσματά τους.
Μία από αυτές που τον ερωτεύτηκαν ήταν η δίδυμη αδελφή του, η νύμφη Ηχώ. Και φαίνεται ότι ήταν η μοναδική φορά που ο όμορφος νέος ανταποκρίθηκε στην αγάπη της. Δυστυχώς γι΄ αυτόν, για λόγους που δεν αναφέρονται, αυτή πέθανε. Ο απαρηγόρητος Νάρκισσος, μόνη παρηγοριά έβρισκε στην αντανάκλαση του εαυτού του στα ήρεμα νερά κάποιας λίμνης της Βοιωτίας, όπου για ώρες θαύμαζε την ωραιότητα του ειδώλου του. Ήταν τόση η προσήλωσή του στην εικόνα του, ώστε τελικά ερωτεύτηκε τον ίδιο τον εαυτό του. Στάθηκε αδύνατον να ξεφύγει από την εικόνα της απίστευτης ομορφιάς του, γερμένος για μέρες στη λίμνη, άσιτος και αποχαυνωμένος, μέχρι που πέθανε.
Από τη μια έχουμε μια ρομαντική ιστορία (Νάρκισσος - Ηχώ) και από την άλλη έναν ήρωα, που αγαπάει εντέλει την ίδια την εικόνα του, έναν εγωιστή που θεωρεί ότι η ομορφιά του, ήταν το μεγαλύτερο δώρο που του είχαν χαρίσει η θεοί. Διαλέγεται προς ποια μεριά θα γύρει η πλάστιγγα της δικής προσέγγισης!
Θα ξεκινήσω την παραπέρα περιπλάνησή μου στον μύθο αυτό, με ένα ηχητικό απόσπασμα από το ραδιοφωνικό θεατρικό Νάρκισσος και Ηχώ, το οποίο έγραψε ο Νότης Περγιάλης το 1954 και ερμήνευσαν μαγευτικά ο Δημήτρης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη.
Ακολουθεί ένα ποίημα της Μελισσάνθης ( Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη, 1907-1991), στο οποίο μας θέτει ένα φιλοσοφικό ερώτημα σχετικό με την ανάστροφη εικόνα που προσλαμβάνει η ψυχή, όπως αυτήν του ειδώλου στον καθρέπτη.
Νάρκισσος
Κανείς δεν ξέρει την αληθινή ιστορία του ΝάρκισσουΟνειρευόταν την ομορφιάκι έσκυβε πάνω απ’ το νερόνα την γνωρίσει στο πρόσωπό τουΈβλεπε φύλλα κι ανταύγειεςέναν ανάστροφο, υδάτινο ουρανόσκιές και λάμψεις απατηλέςκι ονειρευόταν πάντα.Κάποτε τρόμαξε τόσοΣαν είδε την ανάστροφή του εικόνα-μέσα σε κύκλο κλειστόβλέμμα ακίνητο, παγωμένοστο θάνατο δοσμένο, πρόσωποπαραμορφωμένο, φαγωμένο από τη σήψηΤον λύγισε τόσο βαθιά η απελπισίαπου πνίγηκε μες στο νερόΣαν φάνηκε το απελπισμένο πρόσωπό τουστο θάνατο ήτανε πράγματι ωραίοαλλιώτικα ζωντανό.Γιατί όπως στα όνειρα και στους μύθουςόλα μπορεί να κρύβουν μια διπλή σημασία-κι ο θάνατος να σημαίνει ζωή-Μες στην ψυχή μας, όπως στην ψυχή του κόσμουόλα καθρεφτίζονται ανάστροφακαθώς το δέντρο στο ποτάμι.Μα και ο Ιρλανδός λογοτέχνης Όσκαρ Ουάιλντ, έγραψε το παρακάτω πεζό για τον μυθικό ήρωα μας, στο οποίο εκφράζεται με λυρικό τρόπο η εξάρτιση του Νάρκισσου από το καθρέφτισμα της ομορφιάς του στη λίμνη. Αλλά κι αυτή με τη σειρά της ομολογεί ότι στα μάτια του, έβλεπε την αντανάκλαση της δικής της ομορφιάς σε ένα παιχνίδι μοιραίας αλληλοεξάρτησης.
Όταν πέθανε οΝάρκισσος, η λίμνη της ηδονής τουμετατράπηκε από μια κοιλότητα με γλυκάνερά σε μια κοιλότητα με αλμυρά δάκρυα,και οι Ορειάδες έφτασαν κλαίγοντας μέσααπό τα δάση για να τραγουδήσουν στηλίμνη και να την παρηγορήσουν.
Κι ότανείδαν ότι η λίμνη είχε μετατραπεί απόμια κοιλότητα με γλυκά νερά σε μιακοιλότητα με αλμυρά δάκρυα, χαλάρωσαντους πράσινους βοστρύχους των μαλλιώντους και κραύγασαν και είπαν στη λίμνη:«Δεν μας ξαφνιάζει που πενθείς έτσι τονΝάρκισσο, τόσο όμορφος που ήταν».
«Μα ήτανόμορφος ο Νάρκισσος;» είπε η λίμνη.
«Ποιοςτο ξέρει αυτό καλύτερα από σένα;»απάντησαν οι Ορειάδες. «Πέρναγε συνέχειααπό μπροστά μας αλλά εσένα έψαχνε, καιξάπλωνε στις όχθες σου και σε κοιτούσε,και στον καθρέφτη των νερών σουαντανακλούσε την ομορφιά του».
Κι ηλίμνη απάντησε: «Εγώ όμως αγαπούσα τονΝάρκισσο γιατί, όσο ήταν ξαπλωμένοςστις όχθες μου και με κοιτούσε, στονκαθρέφτη των ματιών του έβλεπα νααντανακλάται πάντα η δική μου ομορφιά».
Κι ένα τραγούδι για τη συνέχεια, το οποίο ερμηνεύει με την χαρακτηριστική του φωνή ο Ψαραντώνης, σε στίχους και μουσική των Θωμά και Ευριπίδη Μπέκου. Το οποίο διδάσκει ότι για να πετύχεις τα μεγάλα και τα σπουδαία, οφείλεις πρώτα να σκοτώσεις τον Νάρκισσο, που κουβαλάς μέσα σου.
Και κλείνω την εγγραφή μου, με κάποιους από τους πολλούς πίνακες που απεικονίζουν τον μύθο του Νάρκισσου.




March 15, 2024
Νεανική βία και παραβατικότητα.

Ειδικά όταν βλέπουμε, ότι αφορούν πια και παιδιά της προεφηβικής ηλικίας. Για τον απλό λόγο ότι όλο αυτό, για έναν που βίωσε για τριάντα πέντε χρόνια την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, το είχα προβλέψει, το συζήταγα με τους συναδέλφους μου, γνώριζα τι συνέβαινε διότι το ζούσα στην καθημερινότητά μου.
Τι ζούσα, γνώριζα και προέβλεπα;
Ζούσα ένα δημόσιο σχολείο, όπου ο κάθε πικραμένος γονιός, έβρισκε ασφαλές καταφύγιο για να ξεσπάσει την όποια οργή του, ξέροντας ότι αυτό ήταν ανίκανο να αντιδράσει απέναντι του με οποιονδήποτε νομικό τρόπο. Πολλές φορές η οργή έφτανε ως την ύβρη ή τη χειροδικία, (ευτυχώς όχι σε εμένα αλλά πολλοί συνάδελφοι μου την έχουν νιώσει στο πετσί τους, ως και απαγωγή διευθυντή είχαμε). Κι αυτά γίνονταν κατά κανόνα μπροστά στα μάτια των έκπληκτων μαθητών, οι οποίοι εύκολα ελάμβαναν το μήνυμα ότι "κουμάντο" εδώ κάνει ο γονιός κι όχι ο εκπαιδευτικός, το σχολείο, το κράτος.
Γνώριζα από τα μέσα ένα απαξιωμένο δημόσιο σχολείο, στο οποίο οι ποινές ουσιαστικά έχουν εξαφανιστεί, δίνοντας το μήνυμα στον μαθητή, ότι μπορεί να συμπεριφέρεται σε αυτό όπως νομίζει ή όπως διδάσκεται από το σπίτι του, εφόσον δεν θα υποστεί καμία πραγματική τιμωρία.
Ζούσα καθημερινά τα παιδιά που μεγάλωναν, χωρίς να τους ορίζεται κανενός είδους όριο στη συμπεριφορά τους, μαθητές που αγνοούσαν και αγνοούν στοιχειώδεις κανόνες ευγένειας. Ζούσα ένα σχολείο, όπου η βασική παιδαγωγική αρχή, που συνδέει την ανάρμοστη συμπεριφορά ή την καταδικαστέα πράξη με την ανάλογη τιμωρία, να είναι απούσα.
Προέβλεπα ότι αυτό δεν θα έμενε στο σχολείο διότι μακροπρόθεσμα δημιουργεί στους μαθητές την πλαστή εντύπωση, ότι έτσι θα γίνονται τα πράγματα και στην ευρύτερη κοινωνία, που σιγά σιγά εντάσσονται όσο μεγαλώνουν. Δηλαδή ότι θα τους επιτρέπεται να τραμπουκίζουν ελεύθερα, να είναι αγενή, να κάνουν ότι θέλουν, να λειτουργούν με κανόνες συμμορίας, εφόσον κανένας δεν θα επιβάλει τα όρια ή την αρμόζουσα τιμωρία. Δυστυχώς όμως γι΄ αυτούς τους "απροετοίμαστους πολίτες", βλέπουμε τον τελευταίο καιρό την αστυνομία να αντιδρά, οι εισαγγελείς να αυστηροποιούν την κρίση τους, να συλλαμβάνονται και οι γονείς τους, διότι η κατάσταση έχει ξεφύγει. Δράση και αντίδραση. Και τότε όλοι πέφτουν από τα σύννεφα! Παιδιά και γονείς κάθε κοινωνικής διαστρωμάτωσης!
Είναι γνωστή η ρήση: Όπου κλείνει ένα σχολείο ανοίγει μια φυλακή. Στο σήμερα θα την παράφραζα ως εξής: Όπου το σχολείο δεν επιτελεί τον ρόλο του, ακολουθούν οι διωκτικές και εισαγγελικές αρχές. Το σημερινό σχολείο είναι ένα αυστηρά γνωσιοκεντρικό σχολείο (ελέω Πανελληνίων), όπου το κομμάτι της αγωγής, του έχει αυθαίρετα αφαιρεθεί, είτε με την ανοχή της πολιτείας είτε με τη θέληση των γονέων είτε εξαιτίας της απογοήτευσης των εκπαιδευτικών.
Ένα απαξιωμένο δημόσιο σχολείο, που υπολείπεται σε υλικοτεχνική υποδομή, με κτίρια ακαλαίσθητα και ασυντήρητα στο μεγαλύτερο τους μέρος και με εκπαιδευτικούς που χάνονται σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατικών διαδικασιών. Κι επειδή υπάρχουν ενστάσεις σε αυτό, ας συγκρίνει κάποιος ένα δικό μας σχολείο με ένα οποιοδήποτε της Δυτικής Ευρώπης.
Έχουμε λοιπόν ένα απαξιωμένο δημόσιο Ελληνικό σχολείο, που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των περισσότερων εκπαιδευτικών του, δεν μπορεί να υπερβεί τους παραπάνω σκοπέλους. Κι όσο δεν δίνει το σήμα το αρμόδιο υπουργείο προς τους εκπαιδευτικούς, να πάρουν και πάλι στα χέρια τους την όποια εξουσία τους αρμόζει για να υπηρετήσουν όχι μόνο τους μαθητές αλλά και την κοινωνία, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, τόσο πιο συχνά θα γίνονται τα φαινόμενα της νεανικής παραβατικότητας και τόσο πιο έντονη θα είναι η επέμβαση της αστυνομίας και των δικαστικών αρχών.
Κι όσοι μιλάνε για μια κακή συγκυρία ως απόρροια της οικονομικής κρίσης ή του εγκλεισμού λόγω κόβιντ, (έπαιξαν κι αυτά το ρόλο τους) να ξέρουν ότι αυτή η εικόνα στα σχολεία μας ξεκίνησε πολύ πιο μπροστά και τώρα απλώς θερίζουμε τους καρπούς της.
Λένε ότι η αγωγή των παιδιών είναι υπόθεση της οικογένειας. Θα το δεχόμουν, αν οι γονείς αντιλαμβάνονταν την ευθύνη τους ή αν άφηναν κατά μέρος τους εγωισμούς τους και τις προσωπικές τους ιδεοληψίες. Πάντα εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά η μεγάλη μερίδα των μαθητών χρειάζεται όρια τα οποία μόνο το σχολείο μένει για να θέσει. Κι όσοι από εμάς εντρυφήσαμε στην παιδαγωγική επιστήμη, ξέρουμε ότι τα σαφή όρια χαρίζουν στα παιδιά ηρεμία, δίχως την αγωνία του απρόβλεπτου. Δημιουργούν παιδιά κοινωνικά, με ενσυναίσθηση, έτοιμα για τις προκλήσεις της ζωής. Μακάρι οι οικογένειες να το αντιλαμβάνονταν αυτό.
Ας αφήσουμε λοιπόν το σχολείο να επιτελέσει και τους δύο ρόλους του, οι οποίοι αποτελούν και συνταγματικές επιταγές, την καλλιέργεια της γνώσης μαζί με την ευρύτερη αγωγή, που πρέπει να λαμβάνει ένας ελεύθερος και ικανός πολίτης. Διότι και οι μαθητές, πολίτες είναι.
ΥΓ: Υπάρχουν και πολλές άλλες παράμετροι, δεν τις αναπτύσσω όμως, μένω σε αυτά τα λίγα και βασικά. Όπως υπάρχουν και πολλές οικογένειες, που αντιστέκονται, αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία, μιας και είναι σχεδόν αδύνατον να διαφοροποιηθούν τα παιδιά τους από την ομάδα της τάξης, που λειτουργεί όπως ανέφερα παραπάνω.
March 7, 2024
Μικρό αφιέρωμα στην αραβική ποίηση

τεράστια έκταση από την Αραβική χερσόνησο, την ανατολική Μεσόγειο ως τη Σαχάρα και την βόρεια Αφρική, είναι η κοινή τους γλώσσα. Από κει και πέρα υπάρχει η κοινή ιστορία με μία περίοδο θαυμαστής προόδου σε κάθε τομέα (8ος - 14ος αιώνα μ.Χ), η θύμηση της κυριαρχίας τους στη Μεσόγειο, τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία τους, αλλά και το Ισλάμ το οποίο καλύπτει περίπου το 97% του πληθυσμού τους. Στη σημερινή μου εγγραφή θα περιοριστώ στην ποίηση των Αράβων, αξιόλογη και σημαντική, η οποία όμως δεν μας είναι γνωστή. Σίγουρα δεν έχω βρει τα σπουδαιότερα ποιήματα, καθότι οι μεταφράσεις τους δεν είναι και τόσο διαδεδομένες, αλλά και πάλι πιστεύω ότι η προσπάθεια αξίζει.
Το παλαιότερα γνωστά αραβικά ποιήματα που έχει διασωθεί, από την προ - ισλαμική περίοδο, είναι τα Mu'allaqat al-Hinzab, γνωστά και ως "Οι Κρεμασμένες Ποιήσεις". Αυτή η συλλογή των επτά ή δέκα ποιημάτων, αντίστοιχων ποιητών, του 6ου μ.Χ. αιώνα, γράφονταν και κρεμιούνταν σε υφαντά στον τοίχο του Κάαμπα στη Μέκκα, του ιερότερου σημείου των Αράβων από την αρχαιότητα ακόμη, έτσι ώστε να εκτίθενται προς τέρψη όλης της ευρύτερης φυλής.
Ένας από τους ποιητές της συλλογής αυτής ήταν ο Imru' al-Qais:Μια μαυρισμένη μελωδία, σαν σημάδι φαίνεται.Στο δίκαιο της πλευράς. Ή σαν σκούρη απόγονο του Κέδαρ που κατασκηνώνει εκεί. Πολλές φορές στην κοιλάδα έχει αντηχήσει το τρίξιμο της φωτιάς ανάμεσα στους θάμνους, που άναψε η χειροπέδα του σκότους στα μαλλιά τηςκαι όταν μιλά, οι καμηλιέρηδες σταματούν και ακούν.Δες το βήμα της.Στην απαλότητα του ανέμου κουνά τα λεπτά κλαδιά. Πάνω από αυτήν!Γλυκά φώναζε απευθυνόμενη σε μένα,γευματίζοντας το ποτό των μελισσοστόμων της λέξεων.Ο προσερχόμενος σου, εσύ που ιππεύεις το καμήλι.Ο ποιητής Abū Nuwās (... - 814), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Άραβες ποιητές. Το όνομά του σημαίνει «Φορέας του Μπροστινού Κόκκου», ένα παρατσούκλι που περιγράφει ένα ασυνήθιστο χτένισμα που πιθανώς συνδέεται με τον εξωφρενικό τρόπο ζωής του.
Το ποίημά του, Άλογο (όλοι μας έχουμε ακούσει για τα περίφημα αραβικά άλογα), περιγράφει έναν νεαρό επιβήτορα, τον Colt, εκπληκτικής, μυθικής θα λέγαμε δύναμης.
Ακτίνες φώτισαν τον ουρανόΜαύρη νύχτα χτύπησε το στρατόπεδο-Απόδειξη ότι ήταν μέρα.Έβγαλα το Colt - έναν επιβήτορα ωμής δύναμης και γενεαλογίας.Η ενέργεια της φωτιάς κατευθύνθηκεμέσα από τις σφιχτές, τεντωμένες αρθρώσεις του με σχοινί.Στάλθηκε στη γη με νυχτερινά σύννεφα καθοδηγούμενα από ένα ανερχόμενο αστέρι.Πλημμύρισαν τα δώρα τους.Ευλογημένο από σύννεφα μαύρα με βροχήΣε συνεχείς βροχοπτώσεις.Έπινε από τη γενναιοδωρία τους. Τα άκρα δυνάμωσαν.
Ο Abu al-Ala al-Ma'arri (973-1057) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της αραβικής παράδοσης. Το στυλ του
χαρακτηρίζεται από τη μελαγχολία, την αντίθεση προς τη θρησκεία
και την κοινωνία, καθώς και την εστίασή του στα ηθικά και
φιλοσοφικά ζητήματα.
Η ασθένεια εισβάλει στα άκρα μου, οι μέρες μου τελειώνουν.Αλλά ο θάνατος ποτέ δεν έχει συνοδευτεί με την αναζήτηση του.Δεν θα ήθελα να γευτώ την ανάσα του.Ούτε θα την απέφευγα, αν φιλοξένησε τον θάνατο.Η ζωή και ο θάνατος, δύο μόνο δώρα για δανεισμό. Δεν θέλω ούτε να πουλήσω, ούτε να δανειστώ.
Εδώ θα πραγματοποιήσω ένα άλμα χιλίων χρόνων, για να δούμε κάποια αποσπάσματα από τη σύγχρονη αραβική ποιητική δημιουργία. Εξελίχθηκε πολιτιστικά και γλωσσικά με την πάροδο του χρόνου, και συνεχίζει να εξερευνά νέες μορφές και θέματα, αντανακλώντας τις αλλαγές στην κοινωνία και τον πολιτισμό.
Ξεκινώ με την Ιρακινή ποιήτρια Nazik al-Mala'ika (1923-2007) η οποία πέρα από το σπάσιμο της κλασικής αραβικής ποιητικής φόρμας, καταπιάνεται με φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα. Όπως στο ποίημα της:Σε ένα κορίτσι που κοιμάται στον δρόμο
Στην Καράντα τη νύχτα, άνεμος και βροχή πριν την αυγή,όταν το σκοτάδι είναι μια στέγη ή μια κουρτίνα που δεν τραβιέται ποτέ,όταν η νύχτα είναι στο αποκορύφωμά της και το σκοτάδι είναι γεμάτο βροχή,και η υγρή σιωπή κυλά σαν άγριος τυφώνας,ο θρήνος του ανέμου γεμίζει τον έρημο δρόμο,οι στοές στενάζουν από τον πόνο και τα λυχνάρια κλαίνε απαλά.Ένας φρουρός συνοφρυώνεται καθώς περνάει με τρεμάμενα βήματα,ο κεραυνός δείχνει το λεπτό του πλαίσιο, αλλά οι σκιές αναχαιτίζονται.Παρασυρμένη από τις πλημμύρες, σκισμένη από το κρύο,η νύχτα τρέμει από σκοτάδι, ρίγη όταν κυλά η βροντή.Σε μια στροφή του δρόμου, το κατώφλι μιας πόρταςσε ένα σπίτι που κανείς δεν μένει πια,ο κεραυνός αναβοσβήνει και δείχνει, ξαπλωμένη εκεί, κοιμισμένη βαθιάμια νεαρή κοπέλα, δέρμα ακατέργαστο από το μαστίγιο του ανέμου του χειμώνα.
Στην αθωότητα των ματιών της, στο χλωμό των μάγουλων της,τη λεπτότητα του σκελετού της, μιλάνε τα έντεκα χρόνια της.Κοιμάται εκεί, στο παγωμένο μάρμαρο της γης,ενώ γύρω της ο άνεμος του Νοεμβρίου ουρλιάζει,μικροσκοπικά χέρια σφιχτά σφιχτά από την κούραση και τον φόβο,το βρεγμένο πεζοδρόμιο το μαξιλάρι της, η κουβέρτα της ο αέρας.
Δεν μπορεί να κοιμηθεί από τον πυρετό, τις βροντές, τη φλόγαπου ανάβει η αϋπνία βαθιά μέσα στο μικρό της κάδρο.Διψάει για ύπνο, αλλά ο ύπνος δεν πιάνει ποτέ.Τι πρέπει να ξεχάσει πρώτα—πυρετό, πείνα ή κρύο;Διπλασιασμένος από την αϋπνία, ο πόνος ακόμα ροκανίζει καιαναζωπυρώνεται στον πυρετό με τα ανελέητα νύχια.Με τις διαβολικές κραυγές τους, αυτές οι σκληρές εικόνες εμπνέουνφαντάσματα που σπεύδουν να τροφοδοτήσουν τη φωτιά του πυρετού,και καλύπτει τα μάτια της, αλλά τα χέρια της δεν μπορούν να κρύψουνότι το σκοτάδι δεν ξέρει και ο πυρετός δεν μπορεί να νιώσει.Το μικρό κορίτσι συνεχίζει να τρέμει μέχρι να δείξει ο ήλιος,«μέχρι να σβήσει ο τυφώνας, και ακόμα κανείς δεν ξέρει.Πέρασε κάθε μέρα της παιδικής της ηλικίας με δακρυσμένοσώμα σπασμένο από την έλλειψη στέγης, την πείνα και τον φόβο,για έντεκα πολλά χρόνια, η θλίψη δεν έληξε ποτέόλη της τη ζωή ήταν πεινασμένη, διψασμένη και κουρασμένη.
Σε ποιον να διαμαρτυρηθεί; Οι κραυγές της δεν ακούγονται,γιατί η ανθρωπότητα είναι πλέον μια λέξη χωρίς νόημα,και οι άνθρωποι είναι μια μάσκα, τεχνητή και ψεύτικη, ηγλυκιά, απαλή εξωτερική τους εμφάνιση κρύβει φλεγόμενο μίσος,και όπου το έλεος κάποτε ευδοκιμούσε στην κοινωνία μαςτώρα είναι απλώς μια λέξη στο λεξικό.Όσοι κοιμούνται στο δρόμο θα παραμείνουν δυσαρεστημένοι,κανείς δεν λυπάται τον πυρετό τους ούτε καταπραΰνει τους θρήνους τους-είναι άγρια αδικία, χωρίς αντάλλαγμα - τι φάρσα που αποκαλούμε αυτόν, τον παγκόσμιο πολιτισμό!

Ο Muhammad Al-Maghut (1934-2006), ήταν Σύριος ποιητής, ένας από τους πρωτοπόρους του αραβικού πεζού ποιήματος:
Τατουάζ
ΤώραΤην τρίτη ώρα του εικοστού αιώναΕκεί που τίποτα δεν χωρίζει τα πτώματααπό τα παπούτσια των πεζώνεκτός από άσφαλτοΘα ξαπλώσω στη μέση του δρόμουσαν βεδουίνος σεΐχηςκαι δεν θα σηκωθώμέχρι όλα τα κάγκελα των φυλακών και τα αρχεία των υπόπτων του κόσμουμαζευτούν και τοποθετηθούν μπροστά μουγια να μπορώ να τα μασάωσαν καμήλα στον ανοιχτό δρόμο.Μέχρι όλα τα ρόπαλα της αστυνομίας και των διαδηλωτώναποδράσουν από τις λαβέςκαι πάνε πίσω (για άλλη μια φορά)εκκολαπτόμενα κλαδιά στα δάση τους.Στο σκοτάδι γελάωκλαίωγράφωΔεν ξεχωρίζω πια το στυλό μου από τα δάχτυλά μουΚάθε φορά που κάποιος χτυπά ή κινείται μια κουρτίναΚρύβω τα χαρτιά μουσαν ιερόδουλη σε αστυνομική επιδρομή.Από ποιον κληρονόμησα αυτόν τον φόβοκαι αυτό το αίμαφοβάσαι σαν λεοπάρδαλη του βουνού;Μόλις δω επίσημο χαρτί στο κατώφλιή ένα καπέλο από την πόρτατα κόκαλα και τα δάκρυά μου τρέμουντο αίμα μου τρέχει προς όλες τις κατευθύνσειςσαν αιώνια περιπολία προγονικής αστυνομίαςτο κυνηγάει από τη μια φλέβα στην άλλη.Ω! αγαπητέΜάταια προσπαθώ να ανακτήσω το κουράγιο και τη δύναμή μουΗ τραγωδία δεν είναι εδώστο μαστίγιο, στο γραφείο ή στις σειρήνεςΕίναι εκείΣτην κούνια. . .Στη μήτραΣίγουρα δεν ήμουν δεμένος στη μήτρα με ομφάλιο λώρο
Ήταν μια θηλιά δήμιου
Ο Σύριος, Ali Ahmad Said Esber ( 1930 - .....), γνωστός με το ψευδώνυμο Άδωνις, ίσως είναι σήμερα ο πιο αναγνωρίσιμος Άραβας ποιητής, αν και ζει στην Γαλλία. Παρακάτω ένα μικρό απόσπασμα από την ποίησή του.
Κάθε μέρα, το σώμα του εραστή διαλύεται στον αέρα, μετατρέπεται σε άρωμα, γυρίζει, επικαλείται όλα τα αρώματα που μαζεύονται στο στρώμα του, καλύπτει τα όνειρά του, εξατμίζεται σαν λιβάνι, επιστρέφει σαν λιβάνι. Τα πρώτα του ποιήματα είναι πόνος ενός παιδιού χαμένου στη δίνη των γεφυρών, χωρίς να ξέρει να κρατιέται στο νερό ούτε να το περάσει.
Και κλείνω το σίγουρα ατελές αφιέρωμά μου, με τον πρόσφατα σκοτωμένο από τους βομβαρδισμούς στη Γάζα, Παλαιστίνιο ποιητή Refaat Alareer. Το τελευταίο ποίημα του που ανάρτησε στο Χ την 1η Νοεμβρίου 2023:ΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ
Αν πρέπει να πεθάνωθα πρέπει να ζήσεις εσύνα πεις την ιστορία μουνα πουλήσεις τα πράγματα μουγια να αγοράσεις ένα κομμάτι πανίκαι κάμποσο σπάγκο,(να τον φτιάξεις άσπρο με μακριά ουρά)έτσι ώστε ένα παιδί, κάπου στη Γάζασαν θα κοιτάει τον ουρανό κατάματαπροσμένοντας τον πατέρα που έφυγε μες τη φωτιά—και δεν αποχαιρέτησε κανένανούτε και την ίδια του τη σάρκα,ούτε τον ίδιο του τον εαυτό –βλέπει τον χαρταετό, τον χαρταετό μου που έφτιαξες,να πετάει επάνω ψηλάκαι σκέφτεται προς στιγμήν πως είναι ένας άγγελος εκείπου φέρνει πίσω την αγάπηΑν πρέπει να πεθάνωΑς φέρει αυτό ελπίδαΑς γίνει μια ιστορία Μετάφραση: Χρήστος Τσιάμης

February 26, 2024
Πολιτική ορθότητα και τέχνη
Αν μείνουμε στον παραπάνω ορισμό, όλα θα ήταν καλώς καμωμένα, σίγουρα κάποιες μειονοτικές ομάδες παύουν να υφίστανται τη χλεύη και την κοινωνική αδικία, γινόμαστε πιο ανεκτικοί, πιο ανθρώπινοι. Και σίγουρα λίγοι θα είχαν αντίρρηση να ακολουθήσουν όσα πρεσβεύει το κίνημα αυτό. Γιατί πρόκειται πια για ένα κίνημα, το οποίο ξεκίνησε από τον Δυτικό κόσμο, με μπροστάρηδες ανθρώπους με αριστερή ιδεολογία κατά βάση και σιγά σιγά επιβάλλει τις "βουλές" του σε όλους μας. Προσωπικά ενστερνίζομαι πολλά από αυτά, κυρίως όσα έχουν σχέση με τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε και τις παρεκτροπές της. Γλυκαίνω τον λόγο μου, για να το πω πιο λαϊκά. Δεν θα πω Πού@@@@. αλλά ομοφυλόφιλος ή μέλος της ΛΑΟΤΚΙ κοινότητας κι αν βρίσκομαι μπροστά του ή αναφέρομαι σε αυτόν, χρησιμοποιώ απλώς το όνομά του.
Δεν θα πω ανάπηρος αλλά άτομο με ειδικές ανάγκες. Στο τέλος τέλος είναι θέμα ευγένειας, κι όποιος είναι εκ φύσεως ευγενής, φροντίζει να μην προσβάλλει κανέναν συνάνθρωπό του. Κατ΄ επέκταση είναι θέμα ανατροφής. Παραμένουν όμως ζητήματα, όπως για παράδειγμα, πως θα χαρακτηρίσεις ένα άνθρωπο με κομμένο χέρι, σε ένα λογοτεχνικό κείμενο; Παλιά τον λέγαμε κουλός, κουλοχέρης, κουτσοχέρι όλα υβριστικά σήμερα. Ίσως κατέληγα στο μονόχειρας, σίγουρα ακούγεται πιο εξευγενισμένο, σίγουρα όμως χωρίς την ένταση των πρότερων χαρακτηρισμών.

Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας Αυτό που με προβληματίζει, ενίοτε με εξοργίζει, είναι όταν οι βουλές της πολιτικής ορθότητας επιβάλλουν τη λογική τους στα έργα τέχνης κάθε μορφής, ιδιαίτερα σε αυτά του παρελθόντος αλλά και σε σύγχρονα.
Θα αναφέρω κάποια παραδείγματα:
Στην Αγγλία, ο εκδοτικός οίκος Κρίστι, επανεκδίδει τα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι, διορθώνοντας ρατσιστικές αναφορές αλλά και σχόλια που αφορούν το χρώμα του δέρματος, τη σωματική διάπλαση των χαρακτήρων, τη μυρωδιά τους(!) Η ένστασή μου είναι ότι η γλώσσα της Αγκάθα Κρίστι εκφράζει πέρα από τα πιστεύω της ίδιας, τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής που έζησε και δημιούργησε. Κατά την άποψή μου η γλώσσα αυτή αλλά και η μνήμη της εποχής, οφείλει να παραμείνει ζωντανή κι όχι καταχωνιασμένη σε κάποιες απρόσιτες βιβλιοθήκες. Τα έργα τέχνης, ακόμη και τα λογοτεχνικά έργα, τα βλέπουμε ή τα διαβάζουμε, έχοντας πάντα στην άκρη του μυαλού μας, την εποχή που δημιουργήθηκαν και τις αποδεκτές συνθήκες της εποχής εκείνης. Αν τα "προσαρμόζουμε στο σήμερα" άρον άρον, τότε κάποιοι επιδιώκουν να σβήσουν κομμάτια της ιστορικής μας μνήμης.
Στις καινούριες εκδόσεις του γνωστού μυθιστορήματος του Ρόαλντ Νταν, Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας, αφαιρέθηκε η λέξη χοντρός και αντικαταστάθηκε με το τεράστιος. Προσωπικά θεωρώ ότι πέρα από το γελοίο του πράγματος, άλλο υποδηλώνει η λέξη χοντρός και άλλο η λέξη τεράστιος.Όπως και οι ταινίες του Τζέιμς Μποντ, όπου στις ΗΠΑ όταν προβάλλονται, στις επίμαχες σκηνές (Π.χ. όταν ο πράκτορας 007, καθηλώνει την όμορφη πρωταγωνίστρια με την γοητεία του) μπαίνει ειδικό σήμα προειδοποίησης για περιεχόμενο, που ενδέχεται να ενεργοποιήσει τραύματα σε άτομα με μετατραυματικό στρες ή άλλες αγχώδεις διαταραχές (!).

Και φτάνω σε ένα κατά την άποψη μου και ως εκπαιδευτικού, ακραίου

Και κλείνω με ένα δικό μας, το οποίο μόλις πριν λίγες μέρες αντιλήφθηκα. Κάποιος Άκης Γαβριηλίδης, ζητεί την απόσυρση ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, διότι προάγουν, λέει, τον Ρατσισμό και την Ξενοφοβία: Για όποιον ενδιαφέρεται, μπορεί να διαβάσει το άρθρο εδώ.
Τα παραδείγματα είναι πολλά, θα αναφέρω ακόμα ένα δικό μας ως ερώτημα: Για πόσο νομίζετε ότι θα παίζονται ακόμα δίχως περιορισμούς ή παρεμβάσεις οι ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, όπου βρίθουν από ρατσιστικά σχόλια κάθε είδους. Θα δεχθούμε ότι έτσι ήταν η εποχή τότε ή θα τις κρύψουμε διότι προσβάλλουν τα ήθη του σήμερα;
Προσωπικά αντιτίθεμαι σθεναρά σε κάθε μορφή λογοκρισίας, φανερής ή συγκαλυμμένης, σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, με οποιαδήποτε δικαιολογία. Η τέχνη για να επιτελέσει το σκοπό της οφείλει να είναι απολύτως ελεύθερη. Οι καλλιτέχνες, που υπηρετούν οποιαδήποτε μορφή της, δεν μπορούν να δημιουργήσουν εάν λογοκρίνονται ή αν θα πρέπει να λειτουργούν βάση συγκεκριμένων οδηγιών ή ακόμη κι αν αυτολογοκρίνονται. Τώρα αν αρέσει ή όχι το όποιο έργο, αυτό είναι θέμα του αποδέκτη του, της διαχρονικότητας του και τόσα άλλα, που σίγουρα δεν είναι το ζητούμενο σε αυτήν την εγγραφή μου. Σημαντικό θεωρώ το ζήτημα των έργων παλαιότερων εποχών. Δεν μπορούν να κριθούν με τα κοινωνικά κριτήρια του σήμερα όταν δημιουργήθηκαν σε ιστορικό χρόνο διαφορετικό από τον σημερινό, στον οποίο εξέφραζαν μια διαφορετική κοινωνική πραγματικότητα.
Κλείνω λέγοντας ότι σίγουρα είμαστε σε μια εποχή, που όλα αναθεωρούνται. Ιστορικά το φαινόμενο είναι συνηθισμένο. Αυτό που με ενοχλεί είναι, όταν στο όνομα αυτής της αναθεώρησης κάνουμε βήματα προς τα πίσω. Το πέρασμα του ανθρώπου από τον πλανήτη αυτόν, αν θα αφήσει κάτι πίσω του, είναι τα πολιτισμικά αγαθά που δημιούργησε. Ας τα αφήσουμε λοιπόν, έτσι ακριβώς όπως μας τα παρέδωσαν οι δημιουργοί τους, κι ο κάθε ένας που τα απολαμβάνει, έχει τη λογική και τη γνώση να τα τοποθετήσει στο ανάλογο, δικό του πλαίσιο απόλαυσης και μάθησης.