Christos R. Tsiailis's Blog
March 23, 2021
Νέες Οδηγίες 425 #Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί*
«Έλα να παίξουμε αυτό το τελευταίο παιχνίδι»
Βουνό στη μέγγενη ο Ήφαιστος περιμένει
Η καραβίδα κροταλίζει μια άηχη απειλή
το ξύλο που πριονίζεται την κόλαση ετοιμάζει
«Έλα, σε παρακαλώ, τρία στοιχεία, ένας νικάει, δείχνουμε δυο»
Τόσο κοντά οι Συμπληγάδες δεν βρέθηκαν ποτέ
Θρυμματισμένη η δαγκάνα του παραισθησιογόνου μυρμηγκιού
«έχασες αυτό τον γύρο, πάμε πάλι»
Ενώνουν τα σπαθιά τους χιαστί της Αποκαλύψεως οι Ιππότες
Ο Δάντης ξεχασμένος σε παλαιό βιβλιοπωλείο ονειροπολεί
«Πάντα εμένα πρώτο αφήνεις να δείχνω χέρι»
Σε έναν μακρινό πλανήτη οι γήινοι μοιράζουνε συγχωροχάρτι
Στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου της πλεκτάνης λιμοκτονεί ο Βασιλιάς
«πόσο σ' αρέσουνε αυτές οι ισοπαλίες, έλα, δοκίμασε κι εσύ, ναι, έτσι, πρώτος»
Ένα ηφαίστειο μουγγό δεν θέλει άλλο να ψηλώσει
το πιάνει το χέρι του ποιητή και το πιέζει σαν σπυρί
«είδες; Πήρες νίκη!»
Στα μαιευτήρια των Ναζί κουρεύουνε τις Άριες κόρες
χιλιάδες γυμνοί φυλακισμένοι στου Βασιλικού Ράπτη τα δοκιμαστήρια
«κι άλλη ισοπαλία, πάμε»
Δακτυλογραφώ απεγνωσμένος τον επικήδειό μου
Σκαλίζεις ένα πανέμορφο άγαλμα για να με ξεχάσεις, αχρείε πεζογράφε
«άλλη μια νίκη, θ' αρχίσω να πιστεύω πως έκρυβες κάτι στο μανίκι»
Γυρνάω τα Πανεπιστήμια απεγνωσμένος ψάχνοντας άσυλο μακριά απ’ τ’ άσυλο αυτό
Μου σκίζεις τον ζουρλομανδύα με τα νύχια γιατί θέλεις μόνο εσένα ν’ αγαπώ
«έλα, δείξε, έλα, ανυπομονώ»
Στην κόλαση που ξανάγραψε ο Δάντης δεν έχουν καζάνια
Στην κόλαση που ξανάγραψε ο Δάντης έχουν αγάλματα ωραία
«Ισοπαλία πάλι, δεν λέει να τελειώσει το παιχνίδι αυτό, επανάλαβε μετά από εμένα, δεν λέει να τελειώσει το παιχνίδι αυτό».
© Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
*σε αυτό το παραδοσιακό παιχνίδι, δύο παίχτες μπορούν να δείξουν πέτρα με το χέρι σε γροθιά, ψαλίδι με δυο δάκτυλα (δείκτη και μεσαίο) τεντωμένα ή χαρτί (παλάμη απλωμένη). Τα χέρια κρυμμένα πίσω στην πλάτη, τα εμφανίζουν ταυτόχρονα.
Το χαρτί πάντα νικάει την πέτρα γιατί την καλύπτει
Το ψαλίδι πάντα νικάει το χαρτί γιατί το κόβει
Η πέτρα πάντα νικάει το ψαλίδι γιατί το θρυμματίζει
Στην ισοπαλία παίζουν ξανά.
Νέες Οδηγίες #418 συνομιλία
Αχ Ουρανέ κατάπιε με
Λούσε με μαύρη μπόρα
Γιατί η ψυχή μου σχίστηκε
Χρόνια στην κατηφόρα
Δεν θέλω να λογιέμαι άνθρωπος
Μηδέ παιδί σου πλέον
Αφού απ' το γαλάζιο σου
Απέστρεψα το βλέμμα.
Ρίξε στο σώμα μου αστραπές
Κάψε με πριν σε κάψω
Κι όταν η στάχτη μου βραχεί
Νέο εμένα φτιάξε.
Αχ Ουρανέ σε πρόδωσα
Εδώ κάτω στο χώμα
Σου έστειλα κακή βρωμιά
Σαν κόλαση σε είδα
Μα τώρα που ψυχορραγώ
Θέλω για την αγάπη σου
Να γράψω νέα σελίδα
Νέες Οδηγίες #417 Επέμβαση
Το πριόνι κόβει το δέντρο
Το μαχαίρι κόβει το μήλο
Το ψαλίδι κόβει το χαρτί
Το νυστέρι κόβει το κρέας
Ο σουγιάς κόβει το κρέας
Το χαρτί κόβει το κρέας
Το τσεκούρι έσπασε το πριόνι
Ο κασμάς έσκισε τη γη
Το μήλο κρύφτηκε στη γη
Ο πάγος κόβει το νερό
Το νερό κόβει τη γη
Η ρίζα κόβει τη γη
Ο κεραυνός έσκισε την πέτρα
Το ον κρύφτηκε στη γη
Το νύχι σκίζει το μάτι
Το κέρατο κόβει το κρέας
Το δόντι κόβει τη γλώσσα
Το υνί κόβει το χώμα
Το φως κόβει τον χρόνο
Το σκοτάδι κόβει τον χρόνο
Το χρώμα κόβει τον χρόνο
Η λεπίδα κόβει τον χρόνο
Η λεπίδα κόβει τον πάγο
Η λεπίδα κόβει το φως
Τι θα κόψει την ψυχή;
Τι θα κόψει η ψυχή;
το γινόμενο
όταν πουλί γεννάει αυγό ήδη το τσόφλι είναι σκληρό
περπάταγα ανάποδα να κλείσω έξω το φως
βαθιά μέσα στη μήτρα της ίσως πνιγώ
από ευτυχία
μα μέτραγε κεριά σε τούρτες και βαθμούς μες τα τετράδια
μια μια τις κουταλιές την κρέμα να φυτεύει μέσα μου
όταν γεράσω να γνωρίζω τι να τρώω
ο απαλός ιστός νόμιζα μου ταιριάζει πιο καλά
νυχθημερόν κοιμόμουνα σε κούπες στη θέση του καφέ
κι όλο τις πλένανε κι έτρεχα στο φουστάνι της να κρατηθώ μη με ξεχάσει
όταν ελάφι γεννηθεί το δάσος μεγαλώνει
πιάνει βουνό φιλά ουρανό
ρίχνει και ρίζα σκάβοντας βίαια για τον πυρήνα
- αμετανόητο -
λιγάκι κόλαση ρευστή να δοκιμάσει
όταν γεράσει να ξέρει τι να ονειρευτεί
περπάταγα ανάποδα το μέλλον για να φανταστώ
μα έκανε παρεμβολές
στιγμή τη στιγμή
ο πίνακας των πολλαπλασιασμών
που πάσκιζα να ξεχάσω
πώς ήτανε όλη η ζωή μου διαγώνισμα
χαστούκι κι αριστείο και δώρα που θα έπαιρνα αν…
την πίστευα, πάντα την πίστευα, λάθος δεν είχε κάνει
είχε αγκαλιά, είχε φιλιά
κι ωραίο αεροπλανάκι
τέτοιο απόψε πέρασε
έσκισε το στερέωμα
ανάποδα μού φάνηκε πετούσε
και υποκλίθηκε η γη στην προοπτική που ξαφνικά της έδινε
(τόσο ενθουσιασμένη)
που μαλάκωσε το δέρμα της κι απλώθηκε
να ξεχυθούν οι Φοίνικες παντού στην οικουμένη
βρήκα ευκαιρία διείσδυσα
εκεί πρώτη φορά ίσια να περπατήσω
στο μέγιστο πυρ δοσμένος
και αναπόλησα
το απόγευμα εκείνο που σχολάσανε απ’ τη δουλειά,
λίγο πριν ο έρωτάς τους ολοκληρωθεί στα σκοτεινά μ’ ένα κερί
το αληθινό μου μέλλον όταν πρώτο-γράφτηκε,
σαν είχα δύο σώματα, σκληρό και μαλακό.
Το Καλοκαίρι Που Έρχεται
Δεν ήταν μεγάλες οι προτάσεις
που ανταλλάξαμε μ΄ εκείνον
από την ώρα που πληρώσαμε
το προκαθορισμένο τέλος.
Άφησε εμάς να κουμαντάρουμε
κι ήδη με το πρώτο ξημέρωμα
συμφωνήσαμε όλοι
πως κανείς δεν γνώριζε την πορεία
έτσι δεν χαθήκαμε ποτέ.
Το βράδυ με το αστέρι της Βηθλεέμ οδηγό
πλησιάζαμε όλο και περισσότερο στη γη Χαναάν
τη μέρα απογοητευόμασταν
που τα σύννεφα κρύβαν τον ήλιο
για μια στιγμή φαντάστηκα πως ήμουνα μόνος
χωρίς τις κραυγές και τον θρήνο.
Δεν ξέρω τι είναι το ήμαρ
και πώς να το πω νόστιμον
(αέρας επιτέλους)
το κατάρτι αργό
δεν σηκώνεται τραβάω
δεν σηκώνεται
τραβάω
φουρτούνα
φουντώνει το χειμωνιάτικο χαλί
μου κάψανε τα καλοκαιρινά
πρόσφατα οι καλοθελητές
καθαρό θέρος ίσως δεν ξαναδώ
το κατάρτι νεκρό
η εξωλέμβια βήχει απεγνωσμένα
με την τελευταία βενζίνη
και τα καλώδια κομμένα
καρβουνάκι για το μωρό
φωνάζει μια άγνωστη
τι να κατάπιε που είχε δηλητήριο
είσαι απάτρις μού λέει ο ψηλός στην κουπαστή
είσαι αρπάχτης φωνάζει ο λιμενικός
στο φαγητό θα αναφερόταν
που πια το τελειώσαμε κι αυτό
κι ήταν ό,τι μας κράταγε εδώ πάνω
είμαι στο νερό
χαϊδεύω το χαλί
με χαϊδεύει κι αυτό
θα σκεπαστώ
με αγκαλιά το μωρό
σαν θα του ψιθυρίζω
για το καλοκαίρι που έρχεται.
Νέες Οδηγίες #414 Με κάνεις να θέλω να χρησιμοποιώ και τα δέκα δάκτυλα
χάνω τα λόγια
λίγο τα πνεύματα
που πια δεν κατέχω
λίγο τα ασύμφωνα φωνήεντα
λίγο η στασιμότητα της σελήνης απόψε
έμεινε εκεί
και κοιτάει
το χέρι μου
που γράφει.
χάνω τα λόγια
είναι ο καλπασμός
που δεν ακούγεται
έχω το άλογο
μα να κουνηθεί αρνήθηκε
όταν άκουσε πρώτη φορά
τον ήχο ενός πληκτρολογίου
χάνω την όσφρηση
χάνω την όραση
χάνω τα λόγια
μονοκοτυλήδονο πλάσμα
που περιφέρεσαι
τριγύρω απ’ την οθόνη
στα όρια της παράνοιας
οι εύηχες κραυγές
η γεύση του μέλανα ζωμού
η υποτροπή του μέλανα δρυμού
η προτροπή του μέλανα φιλόσοφου
η επιτροπή των μετριολάγνων
αποφάνθηκε.
χάνω χα-χάνω τα λόγια μου
οι ανορθογραφίες σωρό
εκατό εβδομήντα σελίδες
χωρίς νόημα
λέξεις χωρίς έρεισμα
προτάσεις χωρίς μέρισμα
σελίδες χρόνια μετά το θέρισμα
χάνω τη γεύση
χάνω τη γραφή
την αφή
τα όρια πια ασαφή
λίγο το ξεθώριασμα
στο έβδομο πιόνι της σκακιέρας μου
λίγο το ύφος του μαρασμού
στη μοναδική φωτογραφία της γάτας μου
κάτι η στρατηγική των φιδιών
να περνάνε σε στρατιές κάτω από ολάκερες πόλεις
χωρίς να τα βλέπει κανείς
χάνω τα λόγια μου
χάνω το λεπτό γυαλί κάτω απ’ τα πόδια μου,
έβλεπα τον πάτο
και μετά έβλεπα κι άλλο
όποτε έσπαζε το γυαλί
όποτε έχανα τα πάντα
πάντα υπήρχε κάτι παραπάνω να χάσω
όποτε έχανα τα λόγια μου
πάντα υπήρχε μια σελίδα κενή
και ένα κρυμμένο ανταλλακτικό πλήκτρου
ραμμένο στο πουκάμισό σου
και περίμεναν
το φεγγάρι, το άλογο και το δέντρο
να κάνουν την κίνησή τους.
Η Δυσοσμία της Δυστοπίας
Το μι θα έπρεπε να φέρνει στη νόηση αρμονία
μελωδίες ξεχασμένες στο προσκήνιο
ρετρό αναμνήσεις ασπρόμαυρες
για να ψηλαφίζω την αυθεντία με πάθος
Το μι θα έπρεπε να ήταν τομή
να έφερνε την απαγόρευση της απαγόρευσης
να σμίλευε με μαεστρία στους κήπους μας
στρόγγυλους όγκους κι όχι τετράγωνα και πυραμίδες
παραταγμένα σαν προτομές ηγετών ανώνυμων
που περιμένουν τη σειρά τους
για να επικυρώσουν την κυριαρχία τους επί του πι
επί του πι που η μόνη τριγωνομετρία που ήξερε
ήταν η περιφέρεια του κύκλου
επί του πι που το μόνο που διεκδικούσε ήταν η δεκαδικότητα του σώματός του,
η συμμετρική ασάφεια,
η απειροσειρά ανομοιογενών υπάρξεων
να σκαλίζουν γη
να φυτεύουν
να ποτίζουν
να αγκαλιάζουν η μια την άλλη
Το μι έπρεπε, το πι έπρεπε,
μα είμαι κι εγώ, φαίνεται, ρομαντικός,
κάθομαι εδώ σε ένα πεζοδρόμιο από τσιμέντο
και σκέφτομαι εργοστάσια, μηχανήματα κι εργάτες,
κάθομαι σε ορθή γωνία ανήμπορος να λυγίσω το γόνατο
και βλέπω τους δρόμους άδειους,
ώρα εννέα το βράδυ,
θα περίμενες η πόλη να ευωδιάζει από τις μυρωδιές της μέρας
που καταλαγιάζουν σιγά σιγά
για να τις ρουφήξει ξανά στα ρούχα της
και να αναδυθούν την επομένη.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει.
Το τοπίο αποκτάει ένα δυς βαρύ και η οσμή της ελπίδας το ίδιο
είναι μόλις εννέα το βράδυ
κι όλοι φοβούνται
είναι εννέα το βράδυ
κι όλων τα ρούχα βρωμάν
σκιές ηγεμόνων αυτοτελή επεισόδια της μακροβιότερης σειράς
κίβδηλοι αντικατοπτρισμοί του κόσμου των ιδεών
στα καλογυαλισμένα μάρμαρα
και τις αποστειρωμένες βιτρίνες που πια δεν πουλάν.
Είναι εννέα το βράδυ
και πια κάθε βράδυ θα είναι το ίδιο
θα μου βρουν έναν τρόπο να καλύψω τη μύτη για να μη μυρίζομαι -το ξέρω πια καλά-
θα μου βρουν έναν τρόπο να καλύψω τα μάτια να μη βλέπω
μα ποτέ δεν θα βρούνε τον τρόπο να ξεχάσω τη μελωδία στη μι ελάσσονα
είτε σε κλασσική κιθάρα, είτε σε ηλεκτρική, (πάντα άκουγα και τα δυο το ίδιο ευχάριστα εξάλλου)
και δεν θα βρούνε τον τρόπο να ξεχάσω το αγκάλιασμα της περιφέρειας ενός στρογγυλού σώματος με ένα τρυφερό, άπειρο πι.
Η Κόρα Εάλω
Τι κρύβει ο άρτος
από μέσα ο ήχος ισχυρός, η φύση κωφεύει
ως εις αναβράζον θύλακα ωχρής μάζας μικρές εκρήξεις.
Δεν είναι η ηχώ του τέλους,
είναι η φωνή της ζωής,
ουδείς θνήσκει εντός
ένα πανέμορφο μίγμα χωρίς φλοίδες και αρνητικά φορτία
ας μείνουμε κρυμμένοι μέσα στην κόρα του επίγειου παραδείσου
μονιασμένοι εκεί, ομόπνοοι,
με στρογγυλή τη νόηση.
Έξω τεράστια στόματα απειλούν με ένα δάγκωμα
ένα αδέξιο, απρογραμμάτιστο κόψιμο με γυμνά χέρια,
έναν ορθολογικό, καλά μετρημένο τεμαχισμό με το μαχαίρι.
Και όταν –φευ- η κόρα γκρεμιστεί,
όταν το μαλακό σώμα θρυμματιστεί σε αμέτρητα ψίχουλα προς βορά,
να ευχόμαστε να θρέψουμε μικρά πουλιά,
γιατί οι γύπες απλά θα μας πατήσουν με τα κοφτερά τους νύχια,
θα κολλήσουμε στα λαπαδιασμένα πέλματα
και θα βρεθούμε σε τεράστιες φωλιές
ανάμεσα σε άχυρα και σπόρια
ένα στρώμα θερμό για την εκκόλαψη των αυγών της παλινδρόμησης
όταν οι τεκτονικές πλάκες θα φυράνουν
κι όλη η πλάση θα καταποντιστεί.
Εάλω η κόρα,
χωρίς ψωμί στο ράφι
να ευχόμαστε να μας πάρει ο άνεμος μακριά
μακριά από την πόλη που έπεσε
για να επιστρέψουμε αιώνες μετά,
να θρέψουμε χώμα κοντά,
να βλαστήσουν οι σπόροι του σιταριού που κρύβονταν
να γίνει στάχυ
να πάει στον μύλο
να αρχίσει από την αρχή ο θρυμματισμός,
ορθότερα,
η νέα κόρα να αντέχει στην απειλή του γκρεμίσματος.
Ο ΒΑΡΙΑΝΟΣ ΜΟΥ
Αυτός ο βαριάνος κλεισμένος στις φυλακές υψίστης ασφαλείας
αναγκασμένος είναι να δουλεύει στα σκοτεινά
να αγγίζει το παγωμένο μέταλλο
κάποτε κτυπάει το κλομπ
όταν κρατούμενος προτάσσει απ’ τα κάγκελα τα δόντια
για να του κόψει κομμάτι
να χορτάσει από την πείνα που τους έχω επιβάλει.
Είναι εκεί κρυμμένοι, κλειδωμένοι στα κελιά
δεν υπάρχει φαΐ δεν υπάρχει νερό
τους εξαναγκάζω σε απεργία πείνας για να εξιλεωθούν
και έχω τον βαριάνο μου να εξασφαλίζει την ησυχία
βαθιά μες το κεφάλι.
Αυτός ο βαριάνος δεν έχει φτιάξει οικογένεια
κανείς εκεί έξω δεν τον περιμένει
μένει εκεί και βγάζει όλες τις βάρδιες
ο τέλειος δεσμοφύλακας, ποτέ δεν ζητάει μισθό
ποτέ δεν μου διαμαρτύρεται
και στο γραφείο μου σπάνια κοντεύει.
Μα, όσο κι αν ο καιρός περνάει απαρατήρητος
φιλτραρισμένος από τους σωλήνες της λογικόφιλης συνήθειας
έρχεται κάποτε θόρυβος απ’ τα κελιά της απομόνωσης
βαθιά μες τα υπόγεια ασφαλισμένα.
Είναι φωνές απόγνωσης ή είναι δοξασίες που τρώνε τους άφθαρτους τοίχους;
Τον στέλνω τις ώρες της βαθιάς ησυχίας που πιο πολύ ακούγεται ο βόμβος
να τους μιλήσει προς συνέτιση,
ίσως λιγάκι να τους φιλέψει με λίγο νανούρισμα
που τόσο τους έλειψε τους πρώτους εκείνους μήνες στο αντίσκηνο.
Τον στέλνω και με ένα κερί να δουν πως ίσως υπάρχει και η επιλογή του φωτός,
μα αυτοί είναι εκπαιδευμένοι στην παρερμηνεία,
είναι ναζί της επόμενης γενιάς που θρέφει άθελα μέσα του ο τέλειος άνθρωπος
είναι αξιωματικοί της μαύρης δυστοπίας,
που εκπαιδεύονται εκεί μέσα
τρώγοντας ένα παράξενο μίγμα δυστονίας
από σιωπή, σκοτάδι, παλμό ζωής και αναξιοποίητη φαντασία.
Κι έτσι όταν βλέπουν τον βαριάνο να κρατάει κερί
γλείφουν τα χείλη τους χορτασμένοι από
την ιδέα της μείωσης του φωτός
τον παρακαλούν να μείνει εκεί
ωσότου σβήσει στο χέρι του το κερί εντελώς.
Όταν ο βαριάνος μου επιστρέφει στους κατάδικους των επάνω κελιών
είναι απομυζημένος, τρέμει και ψιθυρίζει λόγια που θέλει να μου πει και ντρέπεται
απλώνει τα χέρια του και τους παρακαλεί να τον δαγκώσουν
μα εκείνοι αποστρέφουν το βλέμμα
και με παρακαλούν να ακούσω αυτά που έχουν οι ίδιοι να μου πουν
για τον πραγματικό ρόλο του βαριάνου.
Δεν ακούω
Δεν θέλω να με παρακαλέσουν να σηκωθώ απ’ το γραφείο
και να πάω ο ίδιος να αγγίξω το παγωμένο μέταλλο στα κελιά τους.
Δεν έχω τα κλειδιά, κανείς δεν τα έχει.
Γιατί αν ποτέ ανοίξω,
αυτοί θα πάνε στα υπόγεια και θα ανοίξουν τα κελιά της απομόνωσης.
Γιατί αν ποτέ ανοίξω,
από το βάθος όταν ακουστεί το τρίξιμο
από το τελευταίο κελί του διαδρόμου
θα περπατήσει προς τα έξω
το παιδί εκείνο
που φοράει το στέμμα στραβά.
Έχω ένα καλάμι, κάθομαι μόνος δίπλα σε ένα ποτάμι,
και περιμένω να περάσει ο σολομός για να τσιμπήσει.
Η Πείνα Μέσα στο Σπίτι
Είναι ένα σπίτι στο κέντρο της Πόλης
Η πόρτα του ανοίγει Σάββατο
Για να εξέλθει ένας κύριος με καπέλο
Στο καλντερίμι τον περιμένει ο Διασώστης
«Να έρθω τώρα»;
«Όχι ακόμη»
Ο κύριος επισκέπτεται τη λαϊκή αγορά
Κλειστή τις άλλες μέρες
Βγάζει το καπέλο μόνο στην πίσω σειρά
με τα κιόσκια: «Παλαιά βιβλία! Πολύτιμα βιβλία!»
Τα μετακινεί προσεκτικά, αλλάζει τις στοίβες
Δεν παίρνει ποτέ ένα που ήδη έχει
γρουσουζιά θέλει να πει στον πωλητή
Ποτέ δεν του μιλά
Δίνει το γρόσι και φεύγει.
Έξω από το σπίτι ο Διασώστης κρατάει τα εργαλεία
«Είστε έτοιμος»;
«Θα περιμένετε κι άλλο»
Κλείνει την πόρτα πίσω του για μια εβδομάδα ακόμη.
Στον καλόγηρο το καπέλο
Κάθεται στην πολυθρόνα
Διαβάζει τριάντα σελίδες
Κάθε φορά που ανοίγει ένα βιβλίο
Διαβάζει τριάντα σελίδες
Πάει στην κουζίνα και το τοποθετεί στο τελευταίο άδειο ντουλάπι.
Μετανιώνει.
Ανοίγει πάλι το βιβλίο που μόλις αγόρασε.
Εκατό Χρόνια Μοναξιάς αντηχεί στο μυαλό του ο τίτλος
καθώς διαβάζει τις επόμενες τριάντα σελίδες
αντηχεί ο τίτλος σε κάθε γραμμή που αλλάζει.
Το βιβλίο στη θέση του.
Το ντουλάπι κλειδώνει.
Ο κύριος διαβάζει τριάντα σελίδες στην τουαλέτα,
1984
Ανοίγει όλα τα ντουλάπια, πέφτουν στο πάτωμα χιλιάδες βιβλία
Τρέχει στα δωμάτια
Ρίχνει χάμω τις βιβλιοθήκες και τα ερμάρια
Σωροί παντού, μια ανάμεικτη μυρωδιά από κόλλα, μούχλα κι αλεύρι
Ο ήχος τους που πέφτουν, ο ήχος των εξωφύλλων που τσακίζονται
Ο ήχος των τοίχων που ραγίζουν, γυμνοί πια από το στήριγμά τους.
Ο Διασώστης ανασηκώνεται κτυπάει την πόρτα
Κοιτάζει τριγύρω μέσα από τις ρωγμές
Φωνάζει από κάθε γωνιά σε πανικό από αίσθημα ευθύνης:
«Είστε έτοιμος; Να εισέλθω; Μιλήστε μου!»
Δεν θα πάρει απάντηση.
Ο κύριος έχει ξεκινήσει το κτίσιμο με τα βιβλία.
Είναι ένα σπίτι μέσα στο σπίτι
«Να εισέλθω»; Μέσα ησυχία.
Ο κύριος είναι στο νέο καθιστικό,
διαβάζει τις τελευταίες τριάντα σελίδες από
Τον Άγγελο Της Πείνας της Χέρτα Μιούλερ
Κι όταν κάποτε ξανά Σάββατο επιθυμήσει νέο βιβλίο παλιό
Η αγορά θα είναι μέσα
Ο παλαιοπώλης θα είναι μέσα να περιμένει το γρόσι
Και δεν θα χρειάζεται πια να απαντάει σε ερωτήσεις παράξενες.


