Ουρανοβάτισσα
Η κίνηση του αέρα έδινε στην Σιλ απλόχερα όλη τη βοήθεια που χρειαζόταν. Η έκταση των ασημένιων φτερών της είχε φτάσει το μέγιστο άνοιγμα εδώ και εβδομάδες μα οι μέρες που ένιωθε το σώμα της γερό και δυνατό, ασταμάτητο να σκίζει τον ουρανό και να διαπερνάει τα πυκνά σύννεφα σαν κεραυνός, ήταν περασμένες.
Αφήνοντας το ουρλιαχτό που κατέπνιγε εδώ και ώρα να ξεσκίσει το λαιμό της κάτω από τις λευκές τολύπες που προμήνυαν καλοκαιρία, αντίκρισε το κομμάτι γης που αποκαλούσε σπίτι της. Ήταν πολύ μικρότερο από τις κοινότητες που συνήθιζαν να επιλέγουν οι ουρανοβάτισσες της ηλικίας της, με τη βλάστησή του τόσο ψηλή που φανέρωνε την αμέλεια φροντίδας. Η θωριά του, όμως, την ηρεμούσε στη στιγμή. Ήταν το δικό της μέρος.
Έμοιαζε περισσότερο με μια αναποδογυρισμένη κορυφή ενός βουνού που δεν είχε προλάβει να φαγωθεί από τους ανέμους. Η πάνω μεριά, πλατιά και γεμάτη ψηλά δέντρα με κλαδιά βαριά από καρπούς, λουλούδια και έντομα που δεν ακολουθούσαν τις εντολές της, περιείχε και τη φωλιά της. Η μυτερή και βραχώδης κάτω μεριά ήταν σαν χέρι που αδιάκοπα της έδειχνε το μέρος όπου αποζητούσε να βρίσκεται, όπου είχε χάσει τα περισσότερα φτερά της -κρυφά και ντροπιαστικά.
Ψηλότερα από το σπίτι της ο ουρανός ήταν γεμάτος από πιτσιλιές γης. Μεγαλύτερα κομμάτια, προσεγμένα και καλοδιατηρημένα, φυλούσαν μικρές οικογένειες ή κοινωνίες που ήταν ανοιχτές για την Σιλ και το φτερωτό ταίρι της. Κάποτε την περίμεναν να τους συναντήσει μα ακόμα και η Φεν είχε πάψει να την επισκέπτεται. Είχαν χάσει την υπομονή τους και είχαν καταλάβει την αρρώστια που την κύκλωνε από εκείνο το απόγευμα που μια ματιά είχε αλλάξει τη ζωή της. Η μυρωδιά της ήταν ένα από τα στοιχεία που δεν μπορούσε να κρύψει εξ αρχής μα οι υπόλοιπες ενδείξεις δεν άργησαν να ακολουθήσουν.
Χτύπησε τα φτερά της για μια τελευταία φορά κι έπειτα τα άπλωσε, με το σώμα της κάθετο στην αιωρούμενη γης της. Κατέβηκε αργά και σταθερά, με το βλέμμα της στραμμένο ψηλά όσο κι αν η ανάγκη μέσα της ούρλιαζε να ξεκλέψει έστω και μια ψεύτικη τελευταία ματιά από το μέρος που της έκλεβε αργά και σταθερά τη ζωή.
Μόλις είχε αφήσει την Ίγκνιτ πίσω της, κλεισμένη ανάμεσα από τσιμέντο και πέτρα, με τη μύτη της χωμένη σε παλιούς τόμους βιβλίων που τις τελευταίες εβδομάδες είχε μαζέψει προσπαθώντας να δει μέσα από τη μυστηριώδη ατμόσφαιρα που κύκλωνε την ουρανοβάτισσα. Ήδη η λαχτάρα να επιστρέψει κοντά της έβραζε μέσα στην Σιλ μα ήξερε πως έπρεπε να κάνει υπομονή.
Άφησε τις πατούσες της να νιώσουν τη ζεστασιά της φωλιάς, με τα γαμψά μα ατροφικά και απεριποίητα νύχια της να χαράζουν τα μικρά κλαδάκια που ξεπετάγονταν από το πουπουλένιο εσωτερικό. Η οικογένεια των σκαντζόχοιρων που ήταν η μοναδική της παρέα τις νύχτες αναστατώθηκε από την παρουσία της αλλά επέστρεψε στο ροκάνισμα του ξύλου που κρατούσε το μέρος σταθερό. Δεν άντεχε να τους διώξει. Δεν είχε να τους προσφέρει καλύτερο μέρος.
Η Σιλ κούρνιασε, φέρνοντας τα φτερά της γύρω από το σώμα της και έκλεισε τα μάτια της. Ένα σημείο την ενοχλούσε εδώ και ώρα μα προσπάθησε να το αγνοήσει. Ήταν κουρασμένη. Είχε περάσει όλα το πρωινό κυνηγώντας τα όρνια μακριά από τη φωλιά της και είχε αφιερώσει το απόγευμά της στην Ίγκνιτ. Από μακριά, όπως πάντα, μα ήταν περισσότερο από το τίποτα.
Αποζητούσε ύπνο χωρίς όνειρα και το σημείο που την τσιμπούσε δεν την άφηνε να ηρεμήσει. Άπλωσε το χέρι της και με μια γρήγορη κίνηση αφαίρεσε το φτερό που την πλήγιαζε σαν αγκάθι. Το ασημένιο είχε λερωθεί με μαύρες γραμμές σαν φλέβες που κουβαλούσαν μέσα τους την κατάρα των Αρχαίων. Εκείνοι ήξεραν να θέτουν όρια και να βάζουν κανόνες για να κρατήσουν τη φυλή τους καθαρή -αποκομμένη και βουτηγμένη στους παλιούς τρόπους.
Έφερε το φτερό στο στήθος της και το πίεσε εκεί, λες και θα έπαιρνε με κάποιον τρόπο το βάρος που τυραννούσε τον ύπνο της και θα έδιωχνε τα ζοφερά όνειρα. Έκλεισε τα μάτια της καθώς το φως χανόταν με τον δικό του ρυθμό και σκέφτηκε εκείνη. Θα έκανε υπομονή μέχρι το επόμενο απόγευμα. Έτσι κυλούσε πια ο δικός της χρόνος. Ήταν επιλογή της.
Ένα δυνατό χτύπημα φτερών την ξύπνησε. Ο κοφτός και έντονος ήχος που ακουγόταν λίγο πριν την προσγείωση την έστειλε σε ελεγχόμενο σοκ. Τίναξε τα δικά της φτερά προς τα πίσω, αφήνοντας το πρωινό αεράκι να την περονιάσει. Φούσκωσε, προσπαθώντας να κρατήσει όση ζεστασιά είχε αποκτήσει τη νύχτα καθώς κοιτούσε ψηλά περιμένοντας τον επισκέπτη της να κατέβει.
Η γνωστή μορφή της Φεν βρισκόταν ακριβώς μπροστά στον ήλιο, κάνοντας τη σιλουέτα της τίποτα παραπάνω από ένα μαύρο στίγμα πάνω στο λαμπρό του φως. Στάθηκε στον αέρα, λίγο πριν ακουμπήσει τα ακροδάχτυλά της στην άκρη της φωλιάς. Είχε αφήσει τα νύχια της να μακρύνουν όπως άρμοζε στο αξίωμά της. Τα κίτρινα φτερά της ήταν μακριά και υγιή, φυλακίζοντας σχεδόν τις ακτίνες του ήλιου. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και ίσως βαμμένο με μια πινελιά έγνοιας μα η ματιά της θύμιζε ακόμα την παιδική της φίλη.
Χτυπούσε τα φτερά της ώστε να σταθεί στον αέρα και από τη στάση του σώματός της η Σιλ κατάλαβε πως δεν είχε έρθει για μια απλή επίσκεψη. Δεν την αδικούσε.
«Φεν» της είπε, κάνοντας ένα βήμα κοντά της μα τίποτα περισσότερο.
Είδε τα μάτια της Φεν να περνούν βιαστικά από το εσωτερικό της φωλιάς της και μια λυπημένη έκφραση να χαλάει τα όμορφα χαρακτηριστικά της. Η οικογένεια των σκαντζόχοιρων το έσκασε, αφήνοντάς τη μόνη να αντιμετωπίσει την ντροπιαστική στιγμή. Το βλέμμα της Φεν στάθηκε στα πόδια της Σιλ, εκεί που βρισκόταν πια πεσμένο το κατάμαυρο φτερό της.
«Με συγχωρείς. Δεν περίμενα πως-»
«Φέρω την τελευταία σου επίκληση, Σιλβερίνα» την διέκοψε κοφτά μα όχι με αγένεια. «Πρέπει να επιλέξεις».
Με μια γρήγορη κίνηση, η Σιλ μάζεψε το καταραμένο φτερό και προσπάθησε να το κρύψει ανάμεσα στις παλάμες της. Ήταν πια κάτι λιγότερο από ένα μικρό κλαδάκι, αρρωστιάρικο και έτοιμο να γίνει στάχτη στα χέρια της.
«Δεν περίμενα να έχει προχωρήσει τόσο» της είπε η Φεν με τη φωνή τίποτα περισσότερο από έναν απαλό ψίθυρο.
«Είναι ότι είναι».
Η Φεν έκλεισε τα μάτια της και το στήθος της φούσκωσε. Τα άνοιξε και κοίταξε για μια στιγμή ψηλά προς τα υπόλοιπα κομμάτια γης. Έπειτα, κατέβηκε κοντά της. Τα βήματά της ήταν σταθερά και σίγουρα. Αυτή ήταν πάντοτε η Φεν. Έβρισκε γρήγορα την αυτοκυριαρχία της και ποτέ δεν ξεχνούσε τι ήθελε. «Είναι ότι το αφήνεις να είναι, Σιλ».
«Την αγαπώ. Δεν μπορώ να το αλλάξω αυτό».
Η Φεν ένευσε και ρούφηξε κοφτά αέρα. Η μυρωδιά της Σιλ σίγουρα θα της προκαλούσε αηδία μα δεν είπε τίποτα. Έκανε έναν κύκλο γύρω της, κοιτάζοντάς την εξεταστικά. Όταν βρέθηκε ξανά μπροστά της, άνοιξε το στόμα της μα οι λέξεις δεν ήρθαν αμέσως. «Μπορώ να σε εισάγω ξανά στην οικογένεια. Όλοι θα ξεχάσουν με τον καιρό».
«Δεν υπάρχει κάτι να ξεχάσουν. Είμαι ακόμη εγώ».
Η Φεν έκανε πίσω και θυμός χάραξε το πρόσωπό της. «Ερωτεύτηκες μια βρωμερή λασποβάτισσα. Είσαι άρρωστη. Η κατάρα των Αρχαίων ζέχνει πάνω σου, μαυρίζει τα φτερά σου και σαπίζει την ύπαρξή σου. Θα μαραζώσεις σε αυτό το αχούρι. Μόνη».
«Δεν είναι βρωμερή» της είπε, με τις λέξεις να βγαίνουν άγρια από το λαιμό της. Μπορούσε να πει ότι ήθελε για εκείνη μα η Ίγκνιτ δεν είχε κάνει τίποτα λάθος.
«Είναι μα τη διάλεξες όπως και να ‘χει».
Η στάση του σώματος της Φεν άλλαξε ξανά. Φαινόταν πως δεν θα έμενε άλλο κοντά της και ίσως αυτή ήταν η τελευταία φορά είχε πείσει τον εαυτό της πως η Σιλ άξιζε έστω και μια μικρή προειδοποίηση. Δεν μπορούσε να βρει τα λόγια να την παρακαλέσει να μείνει -η ντροπή κυριαρχούσε μέσα της- μα πίεσε τον εαυτό της να δοκιμάσει κάτι άλλο ακόμα κι αν κατέληγε να φανεί πιο αδύναμη και γελοία στα μάτια της.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το τραγούδι της, τη μελωδία που η Φεν είχε ακούσει πρώτη να βγαίνει από μέσα της, να την καλέσει κοντά της. Την φανταζόταν να πιάνει τον ρυθμό με την έκφρασή της ξανά μαλακή, να την πλησιάζει και να της δείχνει πως καταλάβαινε, πως θα την στήριζε ως το τέλος -όποιο κι αν ήταν αυτό.
«Μην πεθάνεις μόνη» της είπε η Φεν, βηματίζοντας προς τα πίσω και κάνοντάς την να καταπιεί τις επόμενες νότες. «Δεν αξίζει».
Άνοιξε τα μαγευτικά της φτερά και χάθηκε στον ουρανό, σαν μια ηλιαχτίδα δίπλα σε όλες τις άλλες.
Η Σιλ παρέμεινε να κοιτάζει το άδειο σημείο μέχρι που η οικογένεια των σκαντζόχοιρων επέστρεψε. Η παρουσία της Φεν είχε πια χαθεί μα τα λόγια της έπαιζαν ξανά και ξανά στο μυαλό της. Είχε δεχτεί την τελευταία επίκληση και θα έπρεπε να λογοδοτήσει μπροστά σε όλους τους ουρανοβάτες. Η έκβαση της ιστορίας της θα άλλαζε αναλόγως με τη στάση της μα η Σιλ δεν είχε σκοπό να γονατίσει και να παρακαλέσει. Όριζε μόνη της τη μοίρα της κι αν πέθαινε θα ήταν από επιλογή της.
Κάτω από το δυνατό φως του ήλιου, με τις κραυγές των όρνιων να πλησιάζουν ξανά τη φωλιά της και να σβήνουν το φάντασμα του τραγουδιού της που η Φεν δεν δέχτηκε να πιάσει, η Σιλ άπλωσε τα φτερά της και ανέβηκε ψηλά. Με τη ματιά της καρφωμένη στο γνωστό σημείο παρόλο που δεν το έβλεπε κάτω από τα πυκνά σύννεφα, βούτηξε για να πάει κοντά της, ίσως για τελευταία φορά.
Σύννεφο μετά το σύννεφο, άρχισε να νιώθει την παρουσία της μαγείας πάνω στο σώμα της. Οι λασποβάτες δεν γνώριζαν για τη φυλή της, δεν έπρεπε να μάθουν αν ήθελαν να παραμείνουν ασφαλείς και να διοικούν τον αέρα. Έτσι, στα μάτια τους έμοιαζαν με απλά σπουργίτια που ούτε μαγευτικό τραγούδι είχαν, ούτε μιλιά. Η Σιλ ένιωθε το σώμα της μικρό και μεγάλο ταυτόχρονα μα οι πράξεις της στη γη ήταν αδύναμες και ταιριαστές σε ένα μικρό πουλάκι. Κάτω από τη ματιά της Ίγκνιτ, όμως, ένιωθε ο εαυτός της.
Βρέθηκε γρήγορα στο γνωστό δέντρο, να τυλίγει τα νύχια της σε ένα κλαδάκι. Το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου της Ίγκνιτ άφηνε το απαλό αεράκι να χορέψει τις κουρτίνες και να γυρίσει τις σελίδες των ανοιχτών βιβλίων που απλώνονταν σε κάθε σπιθαμή. Εκείνη δεν ήταν μέσα. Δεν είχε υπομονή να την περιμένει και την κάλεσε με τον τρόπο τους.
Η Σιλ άφησε τη μελωδία της να βγει από το μικρό και παράφωνο ράμφος του σπουργιτιού καθώς οι σελίδες άλλαζαν και γύριζαν, έτοιμες να σκιστούν από τους παλιούς και ταλαιπωρημένους τόμους. Πολύ πριν τις τελευταίες νότες, η Ίγκνιτ εμφανίστηκε. Γύρισε τον τόμο στον σελιδοδείκτη και έστρεψε το βιβλίο προς το μέρος της. Η εικόνα ήταν όσο ξεκάθαρη και η πρόθεση στο όμορφό της πρόσωπο.
Την έβλεπε, δεν χωρούσε αμφιβολία, και είχε βρει τη λύση. Σκίζοντας το βλέμμα της από τα μαγευτικά μάτια της Ίγκνιτ, χτύπησε τα μικρά φτερά και ανέβηκε στον ουρανό. Όλο και πιο ψηλά, το σώμα της έσκιζε από πάνω του τη μαγεία και άφηνε το ασημί να λάμψει ανάμεσα στις μαύρες κηλίδες. Τράβηξε ένα από τα υγιή, ασημένια της φτερά και το πέταξε με δύναμη προς το μέρος από όπου το είχε μόλις σκάσει. Η Φεν θα ήταν περήφανη για την ρίψη. Κάποτε, σε μια άλλη ζωή.
Δεν περίμενε να δει το αποτέλεσμα. Η καρδιά της χτυπούσε πολύ γρήγορα και το σημείο που είχε ξεριζώσει το φτερό της πονούσε τρομερά. Ήταν ριψοκίνδυνο μα δεν είχε πια τίποτα να χάσει. Μόνο να δώσει. Ίσως έτσι κατάφερνε να αφήσει πίσω της κάτι πέρα από πόνο και ντροπή.
Έπειτα από μερικά λεπτά πτήσης ανάμεσα στα λευκά σύννεφα, μια γνωστή μελωδία την έκανε να πάψει την πορεία της. Γύρισε από την άλλη και χτυπώντας δυνατά τα φτερά της, αιωρήθηκε στο ίδιο σημείο. Περίμενε και τελικά την είδε. Μια σκουρόχρωμη φιγούρα έσκιζε τον ουρανό σαν νεοσσή.
Η Ίγκνιτ πέταξε σχετικά άτσαλα κοντά της και η Σιλ την έπιασε αυθόρμητα. Άρχισε να κουνάει ξανά σταθερά τα φτερά της, κοιτάζοντας την πρώην λασποβάτισσα στα μάτια, δίνοντάς της ρυθμό. Έμαθε γρήγορα και έβγαλε τη χαρά από μέσα της με τη μορφή τραγουδιού. Η μελωδία της Σιλ από τον λαιμό της Ίγκνιτ την ζάλισε, σαν μαγευτική μυρωδιά, και μούδιασε το σώμα της.
Άρχισε να πέφτει μα η Ίγκνιτ ήταν εκεί για να την πιάσει.
«Εκεί» της είπε, δείχνοντάς της το μικρό κομμάτι γης που αποκαλούσε σπίτι της.
Ο δυνατός και κοφτός ήχος των φτερών της Ίγκνιτ την έκανε να αναπτερωθεί και της έδωσε πίσω λίγη από τη ζωντάνια που ένιωθε όταν την είχε πρωτοαντικρίσει μα τίποτα δεν μπορούσε να διώξει μακριά τον πόνο στα φτερά της. Φανταζόταν την κατάρα να απλώνεται σαν σκοτάδι πάνω της, να την διεκδικεί.
Η Ίγκνιτ την άφησε απαλά στο εσωτερικό της φωλιάς της και γονάτισε κοντά της. Άπλωσε τα χέρια της, λες και προσπαθούσε να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει, μα παρέμειναν μετέωρα λίγα εκατοστά μακριά.
«Τι-» ξεκίνησε η Ίγκνιτ με μια φωνή τόσο μελωδική και ήρεμη που πιάστηκε όμως στον λαιμό της και την έκανε να βήξει. «Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα αναπάντεχο. Είναι έτσι όπως είναι» της είπε, χαμογελώντας της ελαφρά πάνω από τον πόνο που απλωνόταν πια σε όλο της το σώμα.
Ένα ζευγάρι φτερά ακούστηκαν να πλησιάζουν από ψηλά καθώς οι κραυγές από τα όρνια έσκιζαν τα τύμπανά της. Η Σιλ είδε την Φεν να κατεβαίνει και πάλι μόνη. Η παιδική της φίλη έριξε μια κοφτή ματιά στην Ίγκνιτ κι έπειτα γονάτισε κοντά της. Άπλωσε τα χέρια της, έτοιμη να την αγκαλιάσει χωρίς να λογαριάζει πια κανόνες και τιμωρίες μα τα όρνια την σταμάτησαν. Κοίταξε τις δυο τους και σηκώθηκε απρόθυμα.
«Θα τα κρατήσω μακριά όσο μπορώ» είπε και άφησε το βλέμμα της να σταθεί λίγο παραπάνω στην Σιλ πριν στραφεί από την άλλη μεριά. «Δεν έχετε πολύ χρόνο». Σηκώθηκε στον αέρα και στάθηκε ανάμεσα στην Σιλ και το τέλος.
«Τι πρέπει να κάνω;» την ρώτησε η Ίγκνιτ και σύρθηκε λίγο πιο κοντά της.
«Απλώς κράτα με» της είπε και εκείνη το έκανε.
Μια απλή της κίνηση απελευθέρωσε ζεστασιά και γαλήνη στο σώμα της Σιλ, κάνοντάς την να αναπνεύσει μια φορά ακόμα, βαθιά και καθαρά. Ήταν σίγουρη πως η Ίγκνιτ μπορούσε να μυρίσει τη σήψη πάνω της. Ίσως ένας από τους παλιούς τόμους να της είχε πει το γιατί.
Κάτω από τις κραυγές των όρνιων και τα ουρλιαχτά της Φεν, από τις κοφτές ανάσες της Ίγκνιτ και τον χτύπο της καρδιάς της, η Σιλ ένιωθε επιτέλους ισορροπημένη. Αυτή ήταν η επιλογή της. Η Φεν είχε επιστρέψει και δεν θα άφηνε την Ίγκνιτ να πάθει τίποτα κακό. Το ήξερε πια και μπορούσε να ηρεμήσει.
«Είμαι η Ίγκνιτ» της ψιθύρισε καθώς την κρατούσε δυνατά πάνω της.
«Το ξέρω» της είπε μα δεν ήταν σίγουρη αν είχε ακούσει τίποτα πέρα από την ανάσα της και προσπάθησε ξανά. «Είμαι η Σιλ».
«Σε είδα, Σιλ» της είπε. «Νόμιζα πως μπορούσαμε να είμαστε μαζί».
«Είμαστε».
«Για πόσο ακόμα;»
Η Σιλ πήρε μια βαθιά ανάσα και κράτησε μέσα της το γλυκό άρωμα της Ίγκνιτ. «Απλώς κράτα με».
Οι ήχοι της μάχης της Φεν με τα όρνια έπαψε και το μόνο που άκουγε πια η Σιλ ήταν το δικό της τραγούδι από τον λαιμό της αγαπημένης της. Ο πόνος έφυγε μα η ζεστασιά της αγκαλιάς έσβησε πολύ μετά το τέλος της.
Η Ίγκνιτ δεν την άφησε να μαραζώσει μόνη.
Τέλος
Η ιστορία γράφτηκε για έναν διαγωνισμό στον οποίο δεν διακρίθηκε για αυτό είναι μικρή σε έκταση.