Ντον (Dawn)
Ο ήλιος έκαιγε το δέρμα της και οι πληγές είχαν μετατραπεί σε εγκαύματα αλλά η Ντον δεν μπορούσε να αγνοήσει το κάλεσμα. Ακουγόταν σαν τη φωνή της μητέρας μα διαταραγμένη. Ήξερε ότι δεν γινόταν να ήταν εκείνη. Ήξερε μα δεν είχε άλλη επιλογή.
Η προηγούμενη νύχτα ήταν ευκολότερη από ότι συνήθως. Το υγρό υπόγειο με τα σακιά από χώμα και κοπριά είχε προσφέρει μια ανακούφιση στη φωτιά που έκαιγε πάνω της. Το σχεδόν άψητο κρέας κατεύνασε την πείνα στο στομάχι της και το αίμα ανάμεσα στις ίνες δρόσισε τον ξηρό της λαιμό. Η όσφρησή της την έκανε να αναγουλιάσει στην αρχή μα καταβρόχθισε το κλεμμένο κυνήγι χωρίς καθυστέρηση. Άκουγε ξεκάθαρα τους ανθρώπους στην επιφάνεια να ψάχνουν τη σούβλα που είχαν αφήσει πάνω από τα κάρβουνα και να κατηγορούν ο ένας τον άλλον ή τους επαίτες της πόλης.
Η Ντον δεν είχε ιδέα πως υπήρχαν επαίτες στο βασίλειο της Σίριθ μα ακόμα κι αν το γνώριζε δεν θα πίστευε ποτέ της πως θα αποκαλούνταν μία από αυτούς. Αυτή ήταν η μοναδική της σκέψη πάνω στο θέμα. Τίποτα περισσότερο από μια εγωιστική ιδέα για τον εαυτό της.
Το συνεχές κάλεσμα την αποσπούσε από τις επόμενες δράσεις της ή την ξυπνούσε από επιφανειακό ύπνο γεμάτο εφιάλτες. Σκηνές γεμάτες ουρλιαχτά και αίμα, με τους ήχους των σπαθιών να χτυπούν στο βάθος και τις φωνές των στρατιωτών να φωνάζουν υπέρ της προστασίας της βασιλικής οικογενείας. Η Ντον ήταν κρυμμένη καλά πίσω από μια ταπισερί -την αγαπημένη της μητέρας που απεικόνιζε τη χαραυγή πάνω από το νεόχτιστο κάστρο τους- και παρά τον φόβο της είχε πίστη στους στρατιώτες και ακράδαντη εμπιστοσύνη στους γονείς της. Το γράπωμα στο χέρι της ήταν σχεδόν αναπάντεχο και το ξαφνικό τσούξιμο στον λαιμό της έκανε το μυαλό της να σβήσει.
Οι πρόσφατες αναμνήσεις δεν την άφηναν να ξαποστάσει και συνάμα με τη φνωή την είχαν μετατρέψει σε ένα κινούμενο πτώμα. Μέσα στο ίδιο υπόγειο, δίπλα στα βρωμερά σακιά και με τα κόκαλα δαγκωμένα ως το μεδούλι, περίμενε χωρίς καμία υπομονή τη μέρα να περάσει. Ο ήλιος είχε πάψει να είναι φίλος της και το όνομά της είχε καταλήξει ένα αστείο. Βρισκόταν πια πολύ κοντά και όταν το λυκόφως έφτανε στο τέλος του θα άφηνε πίσω την κρυψώνα της και θα κινούνταν προς τον τελικό της προορισμό.
Περνούσε εύκολα ανάμεσα στις σκιές, διαλέγοντας στενά σοκάκια ή κοντινές στέγες. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ της την ισορροπία της σε τέτοιο βαθμό μα ήταν σίγουρη πως ποτέ στο παρελθόν δεν είχε την ικανότητα να ελίσσεται με αυτόν τον τρόπο. Παρόλο που τα κατάφερνε άριστα, ήξερε πως το σώμα της δεν βρισκόταν στην καλύτερή του κατάσταση. Δεν νοιαζόταν για το αίμα και το χώμα στο πρόσωπο και το δέρμα της, για τα σκισμένα ρούχα και τα εγκαύματα. Όλα αυτά ήταν επιφανειακά. Η δύναμή της είχε αλλάξει μα οι μύες της ήταν ακόμα αδύναμοι και τα κόκαλά της έτριζαν, έτοιμα να σπάσουν κάτω από το βάρος της κάθε φορά που σκαρφάλωνε σε κάποιον τοίχο ή φράχτη.
Η πόλη κοιμόταν από νωρίς τις τελευταίες μέρες. Οι άνθρωποι φοβούνταν να μείνουν έξω μετά το σούρουπο και κλειδαμπάρωναν τις πόρτες και τα παράθυρά τους, αρπάζοντας τα παιδιά από τα παιχνίδια τους και αφήνοντας στη μέση δουλειές και συζητήσεις. Ο φόβος είχε κατακλύσει την καθημερινότητά τους και η άγνοια της κατάστασης του κάστρου έκανε τη ζωή τους δυσκολότερη. Οι πόρτες παρέμεναν ακόμη κλειστές και τα νεύρα των κατοίκων της πόλης ήταν τεντωμένα. Δεν είχαν ιδέα πως η γνώση θα επέφερε χειρότερα αποτελέσματα και αποζητούσαν έστω και μια μικρή ενημέρωση από κάποιον αγγελιοφόρο του κάστρου. Ίσως έπειτα από λίγες ακόμη μέρες σιωπής να καταλάβαιναν πως όλοι ήταν νεκροί.
Όλοι εκτός από την Ντον. Την μικρότερη της οικογενείας, εκείνη που δεν θα μπορούσε ποτέ της να διεκδικήσει το θρόνο και που όλοι είχαν πάψει να ενοχλούν. Δεν την αγνοούσαν μα λόγω της αθωότητας της θέσης της ίσως ήταν η αγαπημένη όλων τους. Της εκμυστηρεύονταν σκέψεις και μυστικά γνωρίζοντας πως δεν θα τα χρησιμοποιούσε εναντίον τους μα η Ντον δεν άργησε να καταλάβει πως κάποιοι την χρησιμοποιούσαν για να μάθουν πληροφορίες για τις κινήσεις των υπολοίπων. Δεν την ένοιαζε διόλου και απολάμβανε την προσοχή ενώ δεν βρισκόταν σε κανέναν απολύτως κίνδυνο.
Εκείνη δεν ενδιαφερόταν για τον θρόνο. Ήξερε από μικρή ηλικία πως τα μεγαλύτερα αδέρφια της θα πάλευαν μεταξύ τους για τη βασιλεία της Σίριθ κι εκείνη απλώς θα παρακολουθούσε από την ξεχασμένη της γωνία. Είχε καταλήξει να αγαπάει από μακριά την οικογένεια που την άφηνε να κάνει οτιδήποτε περνούσε από το νου της, άφοβα και αψήφιστα -όσο παρέμενε μέσα στα όρια του κάστρου. Η έκτασή του ήταν τεράστια, εσωτερικά και εξωτερικά, με υπόγεια και κρυφά δωμάτια, κήπους και στάβλους γεμάτους άτια και κυνηγετικά σκυλιά. Δεν ένιωσε ποτέ μόνη ή παραγκωνισμένη, δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή ανίας στη ζωή της ενώ ακροβατούσε από τοίχο σε τοίχο ή πάνω στην σέλα ενός αλόγου με τον σταβλάρχη να τρέχει πίσω της ουρλιάζοντας της να σταματήσει.
Είχε μια καλή ζωή πίσω από το ψηλό τείχος του κάστρου. Τώρα φανταζόταν τις ξύλινες πόρτες να ανοίγουν και καυτό αίμα να αναβλύζει ανάμεσά τους σαν μια καταραμένη πηγή που θα έρεε αέναα. Αν οι κάτοικοι μπορούσαν να δουν μέσα από τα μάτια του μυαλού της τότε θα παρακαλούσαν τους Θεούς να σφραγίσουν τις πόρτες ή θα μετακόμιζαν στο διπλανό βασίλειο -ή ότι είχε απομείνει από εκείνο. Κανένα νέο δεν είχε φτάσει ακόμα από την Κρούβεν.
Με τις σχετικά επαυξημένες της αισθήσεις, διένυσε τα τελευταία μέτρα προς την έπαυλη. Στο τελευταίο στενό είχε ακούσει και είχε μυρίσει μερικούς αρουραίους αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τον εαυτό της και να μην σταματήσει. Το κάψιμο στον λαιμό της ήταν αβάσταχτο μα το κάλεσμα κυρίευε πια τα πάντα. Όσο πιο κοντά βρισκόταν στην έπαυλη τόσο λιγότερο μπορούσε να σκεφτεί για τον εαυτό της.
Δεν δοκίμασε να δει αν η σιδερένια πόρτα με τις μυτερές προεξοχές ήταν ανοιχτή μα διάλεξε να σκαρφαλώσει από το τείχος που τώρα πια έμοιαζε χαμηλό. Πέφτοντας απαλά από τη μέσα μεριά, κοντοστάθηκε για να αφουγκραστεί. Τα σκυλιά θα έπρεπε να την είχαν ήδη πάρει είδηση μα δεν άκουγε τις ανάσες ούτε τα βήματά τους, λες και δεν υπήρχε καμία ζωντανή παρουσία τριγύρω. Συνέχισε την πορεία της προς την είσοδο της έπαυλης των Χάριαν. Ήξερε τον Δούκα και τη Δούκισσα και ουκ ολίγες φορές είχε ψυχαγωγήσει τα μικρότερα σε ηλικία παιδιά τους σε κάποιον χορό του κάστρου.
Βρήκε την πόρτα μισάνοιχτη και την έσπρωξε απαλά. Εκείνη φανέρωσε το σκοτεινό εσωτερικό χωρίς να τρίξει, αντιθέτως με τις πόρτες και τις καταπακτές για τα κελάρια των χωρικών.
Τα βήματά της αντηχούσαν σε μια απόλυτη ησυχία. Η μεγάλη σάλα ήταν άδεια και οι σκάλες που οδηγούσαν στα πάνω πατώματα υποφωτίζονταν από μερικά αναμμένα κεριά. Το κάλεσμα της μητέρας είχε δυναμώσει και είχε φουντώσει τη λαχτάρα μέσα της, κάνοντας τον ρυθμό της βιαστικό και απρόσεκτο. Έπρεπε να μάθει. Όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως δεν θα αντίκριζε τη μητέρα να την περιμένει, δεν μπορούσε να πνίξει εκείνη τη μικρή ελπίδα αν δεν έφτανε στην πηγή.
Πήρε τις σκάλες για το υπόγειο, πατώντας με τα βρώμικα και γρατζουνισμένα πόδια της πάνω στο πλούσιο χαλί. Φανταζόταν τον εαυτό της να κατεβαίνει σε αυτήν την κατάσταση μπροστά σε όλους τους ευγενείς και το σοκ μαζί με τα κρυφά γέλια που θα αντίκριζε στα πρόσωπά τους την έκανε να νιώσει ένα σφίξιμο στο στήθος. Όταν εκείνο χαλάρωσε, άφησε πίσω του κενότητα και ακινησία. Ήταν κάτι ακόμα παράξενο και ανεξήγητο που είχε παρατηρήσει την πρώτη εκείνη βραδιά καθώς τα συναισθήματά της έρχονταν κι έφευγαν σαν καλοκαιρινό αεράκι.
Σταμάτησε στο τελευταίο σκαλί μπρος στον μακρύ διάδρομο που απλωνόταν στον κάτω όροφο. Δεν είχε βρεθεί ποτέ ξανά εκεί μα η αρχιτεκτονική του ήταν απλή και γνωστή. Ο διάδρομος ήταν κατά κύριο λόγο σκοτεινός εκτός από τα κεριά που ήταν αναμμένα στους στοίχους στο βάθος, εκεί που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται μια ακόμη σάλα. Ο πατέρας είχε μετατρέψει ένα παρόμοιο δωμάτιο σε βιβλιοθήκη όπου κρατούσε τα λιγότερο σπάνια βιβλία του ώστε να μπορούν τα παιδιά να διαβάζουν χωρίς εκείνον να αγωνιά για σκισμένες σελίδες ή λερωμένα χέρια.
Βημάτισε αργά, με το κάλεσμα στο κεφάλι της να συνεχίζει μα έχοντας αλλάξει ελάχιστα την αίσθηση που της προκαλούσε. Ως τότε ήταν μόνο επιτακτικό αλλά όσο πλησίαζε την έκανε να νιώθει μια μικρή ηρεμία μέσα της, μια ζέστη που της θύμιζε τις στιγμές που καθόταν κάτω από τον ήλιο και απολάμβανε ένα από τα αγαπημένα της γλυκίσματα.
Κοντοστάθηκε μπροστά από μια πόρτα. Από την κλειδαρότρυπα έβγαινε δυνατό φως, κάτι που στο παρελθόν δεν θα είχε την ικανότητα να παρατηρήσει. Άπλωσε το χέρι της προς το χερούλι μα το άφησε να πέσει πίσω. Αντί για αυτό, λύγισε τα γόνατά της και κοίταξε μέσα. Η όρασή της δεν την απογοήτευσε. Μπορούσε να δει ξεκάθαρα τα αμέτρητα κεριά που φώτιζαν το μέρος με φως παρόμοιο του ήλιου χωρίς να την καίει. Μερικές σκληρές σκιές έβαφαν μαύρους τους τοίχους και τρεμόπαιζαν σαν ανθρώπινες μορφές καθώς οι φλόγες κινούταν απαλά. Τα δεκάδες είδωλα που είχαν τοποθετηθεί τακτικά δίπλα από τα κεριά σχημάτιζαν έναν βωμό. Απεικόνιζαν μια γυναίκα, μια αράχνη, έναν δαίμονα με φτερά, ένα μισοφέγγαρο αλλά και ένα ολόγιομο φεγγάρι. Τα αγαλματίδια δεν έμοιαζαν να έχουν κάποια συνοχή στον τρόπο που ήταν στημένα μα ταίριαζαν μεταξύ τους λόγω της συνοχής της αισθητικής τους. Κάτι απόκοσμο και τρομακτικό, βγαλμένο από εφιάλτες ή ιστορίες των προκατειλημμένων χωρικών.
Μια σκιά πέρασε μπροστά από τον βωμό και γονάτισε. Η παλιά Ντον θα το είχε βάλει ήδη στα πόδια και θα άφηνε πίσω της οποιαδήποτε ερώτηση αναπάντητη, μα ο νέος της εαυτός παρέμεινε ριζωμένος στο ίδιο σημείο. Ο άνδρας έσκυψε το κεφάλι του, λαμβάνοντας μια στάση προσευχής και δεν κινήθηκε ξανά για τα επόμενα λεπτά. Η Ντον αποχώρησε οικειοθελώς και ακολούθησε για μια ακόμη φορά -ίσως για τελευταία- το ζεστό κάλεσμα προς το βάθος του διαδρόμου.
Η διπλή ξύλινη πόρτα ήταν σφαλισμένη και το φως των κεριών στους τοίχους τρεμόπαιζε πάνω στα χρυσά πόμολα. Άπλωσε το χέρι της και έστριψε αργά το ένα, αφήνοντας το κλικ να υπερκαλύψει την ησυχία. Η μόνη παρουσία που ένιωθε ήταν μόνο εκείνη του Δούκα μα για κάποιον λόγο ήξερε πως δεν ήταν μόνη μαζί του. Άνοιξε μια μικρή χαραμάδα και κοίταξε μέσα. Το φως του σχεδόν ολόγιομου φεγγαριού έλαμπε ασημένιο από τη μεγάλη μπαλκονόπορτα και της επέτρεπε να δει τις δεκάδες σειρές βιβλίων πάνω σε βαριά ράφια. Έβλεπε την άκρη μιας πολυθρόνας και χωρίς να χρειαστεί να μπει μέσα ήξερε την υπόλοιπη αρχιτεκτονική του χώρου.
Ο Δούκας είχε δημιουργήσει μια ρέπλικα της βιβλιοθήκης του πατέρα και η πράξη του για κάποιον λόγο την έκανε να νιώθει εκδικητική. Θα μπορούσε να πατήσει πάνω στα βήματά της και να βρεθεί ξανά κοντά του, να γλιστρήσει αθόρυβα μέσα στο παράξενο δωμάτιό του και να του σκίσει τον λαιμό. Να δει το αίμα του να λιμνάζει και να πήζει κοντά στα είδωλα και τα αγαλματίδια που λάτρευε. Ένιωθε πως του άξιζε ένα τέτοιο τέλος μα δεν ήξερε γιατί. Οι σκέψεις ήταν εκεί μα δεν μπορούσε να τις φτάσει.
Το κάλεσμα έβαλε στην άκρη κάθε είδους περιττής καθυστέρησης και την ώθησε να εισχωρήσει στο δωμάτιο. Παρατηρώντας τον χώρο γύρω της είδε πυκνούς ιστούς αράχνης να καλύπτουν τα ράφια και το μακρύ τραπέζι με τα ανοιχτά βιβλία των οποίων οι σελίδες είχαν μείνει ανέγγιχτες για καιρό. Λιωμένα κεριά είχαν στάξει στις άκρες του ξύλου και είχαν παραμείνει μετέωρα πριν αγγίξουν ολοκληρωτικά το πλούσιο χαλί.
Ένας συνεχής ήχος, ανατριχιαστικός και παράξενος έφτασε στα αυτιά της, λες και πολλές αράχνες ξυπνούσαν από το λήθαργό τους και τέντωναν ένα-ένα τα μικρά και μακρυά τους πόδια πριν βγουν για κυνήγι. Παρέα με την παγερότητα του χώρου, η Ντον περίμενε ρίγη να τη διαπεράσουν μα τίποτα δεν ήρθε να διαταράξει την κατάσταση του σώματός της. Η δίψα κυριαρχούσε ακόμα, κάνοντάς τη να αναρωτηθεί αν θα κατάφερνε ποτέ να την κατευνάσει.
Πήρε μια βαθιά ανάσα που δεν ένιωθε πως χρειαζόταν στην πραγματικότητα μα τη βοήθησε να μαζέψει το ξεχασμένο της θάρρος. «Μητέρα;»
Η φωνή της βγήκε σπασμένη και δειλή, καμία σχέση με τον αντίλαλο που έκανε εδώ και ώρες στο μυαλό της. Πίστευε ακόμη πως το κάλεσμα προερχόταν από τη μητέρα της μα ο τρόπος που είχε προφέρει τη λέξη φανέρωνε το τρόμο και το άγχος της.
Ο ήχος από τα ποδαράκια αραχνών οξύνθηκε και δυνάμωσε, υπερκαλύπτοντας το κάλεσμα για πρώτη φορά εδώ και μέρες, κάνοντάς την να στραφεί προς τα αριστερά. Πίσω από την πρώτη βιβλιοθήκη και μέσα από τον στενό διάδρομο που έφτιαχνε έναν μικρό λαβύρινθο γεμάτο γνώση και ιστορίες, η ακινησία ταράχτηκε. Μια φιγούρα έκανε την εμφάνισή της, αργά και ρευστά, λες και κινούνταν πάνω σε ένα αόρατο πέπλο ομίχλης.
Το δέρμα της ήταν σκούρο γκρίζο στο χρώμα του κάρβουνου και τα μαλλιά της ασημένια και χυμένα πάνω στους γυμνούς της ώμους και στην πλάτη της. Φορούσε ένα σκούρο μοβ ύφασμα που κάλυπτε το στήθος της μα άφηνε την κοιλιά της γυμνή, και συνέχιζε προς τα κάτω δημιουργώντας μια μακριά φούστα με χρυσή διακόσμηση στον περίγυρο της μέσης της. Τα νύχια της ήταν μακριά και μαύρα και τα δάχτυλα της κοσμούσαν χάλκινα δαχτυλίδια που ταίριαζαν με τα χοντρά βραχιόλια περασμένα στο ύψος λίγο πάνω από τον αγκώνα της.
«Δεν είμαι ακόμα» της είπε η γυναίκα με μια φωνή απαλή και γλυκιά, σαν νανούρισμα, και σταμάτησε μερικά βήματα μακριά της. Έγειρε το κεφάλι της από τη μια μεριά, περνώντας μια εξεταστική ματιά από πάνω της. Οι άκρες των χειλιών της συσπάστηκαν λες και έβλεπε κάτι που της άρεσε. «Μα μπορώ να γίνω».
Η Ντον παρέμεινε να την κοιτάζει μαγεμένη και σχετικά αποσβολωμένη από την ξαφνική γαλήνη στο κεφάλι της. Ένιωσε μια τρομερή κούραση να κατακλύζει το σώμα της και το κάψιμο στον λαιμό της επέστρεψε δριμύτερο. Άνοιξε το στόμα της για να ανασάνει μα αυτό χειροτέρευσε την κατάστασή της.
Ασυναίσθητα, σήκωσε τα χέρια της για να τα φέρει κοντά στον λαιμό της μα σταμάτησε. Κοίταξε τις βρώμικες παλάμες της, τη λέρα κάτω από τα νύχια της. Πέρασε την ξερή σαν στάχτη γλώσσα από τα σκασμένα χείλη της και γεύτηκε το ξεραμένο αίμα από το κρέας που είχε κλέψει. Ήξερε πως η κατάσταση του φορέματος ήταν άθλια και πως έζεχνε κοπριά από τις ώρες που είχε περάσει δίπλα στα σακιά.
Η πανέμορφη γυναίκα, το πλάσμα που είχε βγει μέσα από τις σελίδες των ιστοριών που κάποτε έμοιαζαν τρομακτικές μα τώρα ήταν μονάχα μαγευτικές και θελκτικές, άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της Ντον με την παλάμη προς τα πάνω. Το φεγγαρόφως έπεσε πάνω στο δέρμα και στα κοσμήματά της, προκαλώντας μια αχνή ασημένια λάμψη που τόσο ταίριαζε στη θωριά της.
«Η επιλογή είναι δική σου, Ντον της Σίριθ».
«Εγώ…» ξεκίνησε μα οι λέξεις δεν είχαν νόημα πια. Τίποτα δεν θα έλεγε περισσότερα από μια της κίνηση.
Το τρεμάμενο χέρι της αφέθηκε πάνω στην καθαρή παλάμη του απόκοσμου πλάσματος και ένιωσε αμέσως το άγγιγμά της σωστό και καλοδεχούμενο. Τα δάχτυλα της γυναίκας τυλίχτηκαν γύρω από πληγιασμένο της χέρι και την τράβηξε κοντά της. Με μια απότομη κίνηση την έστρεψε από την άλλη μεριά και κόλλησε την πλάτη της Ντον πάνω στο στήθος της.
Οι διπλές πόρτες άνοιξαν με φόρα και ένας νεαρός άνδρας -καθαρός και πανέμορφος, με δέρμα μαρμάρινο και μάτια στο χρώμα του πάγου- έσυρε μέσα τον Δούκα Χάριαν. Εκείνος έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Ντον και με τα μάτια του σφαλισμένα, έκανε πίσω το κεφάλι του προθέτοντας τον λαιμό του προς το μέρος της. Ήταν γεμάτος δαγκωματιές και ξεραμένο αίμα. Το χέρι της Ντον τινάχτηκε προς τον δικό της λαιμό και χωρίς να χρειαστεί να ψηλαφίσει βρήκε το δικό της παρόμοιο σημάδι.
«Πιες, Ντον, και επέτρεψέ μου να γίνω η μητέρα σου». Η φωνή της γυναίκας χάιδεψε το αυτί της και η ζεστή ανάσα που κουβαλούσε λόγια κρυφού πόθου χαλάρωσε το σώμα της.
Την άφησε ελεύθερη και η Ντον έμπηξε τα δόντια της στον κατακρεουργημένο λαιμό. Ήθελε να ουρλιάξει από αγαλλίαση μα μόλις είχε ξεκινήσει. Το κάψιμο στον λαιμό της αυξήθηκε με τις πρώτες σταγόνες που κύλησαν μέσα και έξω καθώς το σώμα του Δούκα τιναζόταν απαλά κάτω από το δυνατό της κράτημα. Ο Χάριαν πάντοτε προσπαθούσε να φανεί κάτι περισσότερο από αυτό που ήταν και η ρέπλικα της βιβλιοθήκης του πατέρα ήταν η πιο ζωντανή απόδειξη. Του άξιζε αυτή η μοίρα.
«Με αποκάλεσες μητέρα εν αγνοία σου» ακούστηκε η φωνή της γυναίκας, πιο κοφτή και αυταρχική από πριν, πιο δυνατή και βαθιά. «Έχω λάβει εκατοντάδες ονόματα ανά τις χιλιετίες και τα νέα σου αδέλφια με αποκαλούν Μάτρον» της είπε και βρέθηκε ξανά δίπλα στο αυτί της. «Μα εσύ θα με αποκαλείς μητέρα».
Η Ντον είχε χαθεί σε μια παραζάλη ικανοποίησης και δεν είχε τη δύναμη να σταματήσει και να της απαντήσει. Ο Χάριαν μούγκριζε κάτω από τη λαβή της και με την άκρη του ματιού της μπορούσε να δει περισσότερες φιγούρες να εισέρχονται στον χώρο. Δεν ένιωθε κανέναν τους όπως τον Δούκα μα με κάποιον τρόπο ήξερε πού στεκόταν ο καθένας τους. Κατέληξαν να σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω της και παρέμειναν να την παρατηρούν ακίνητοι.
Κάποιος έσπασε και βρέθηκε κοντά της. Ένιωσε τα χέρια της γυναίκας στους ώμους της και τη γλυκιά της φωνή να της προτείνει να σταματήσει. Μα η Ντον διψούσε ακόμα και ο Χάριαν έπρεπε να πληρώσει για την προδοσία του. Η εκδίκηση ήταν δική της και δεν έπρεπε να τον αφήσει να αναπνέει λεπτό παραπάνω ενώ είχε φέρει τον θάνατο στο δικό της σπίτι. Το αίμα που είχε κυλήσει στα δωμάτια του κάστρου θα πληρωνόταν τώρα.
«Ελευθέρωσέ τον».
Η εντολή ήρθε αυτή τη φορά από εκείνη, από τη μητέρα, και η Ντον δεν μπορούσε να αρνηθεί. Έσπρωξε με δύναμη το σώμα του Δούκα μακριά της και τον είδε να πέφτει προς τα πίσω. Σύρθηκε προς τα πόδια μιας γυναίκας που στεκόταν κοντά στην πόρτα και κατέρρευσε. Εκείνη έσκυψε απρόθυμα και τον οδήγησε έξω από τη βιβλιοθήκη.
«Είσαι πια δική μου, Ντον της Σίριθ».
«Είμαι» της είπε η Ντον, εκπλήσσοντας τον εαυτό της με τη δύναμη και το κύρος που κουβαλούσε πια η φωνή της.
Σήκωσε το κεφάλι της προς τη μαγευτική γυναίκα και την είδε πιο καθαρά. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και τις γωνίες του, το πορφυρό χρώμα των ματιών της που έβαφαν χάλκινο μερικές πινελιές, τα λευκά και μυτερά της δόντια που εμφανίζονταν σιγά-σιγά στη θωριά της Ντον. Έμοιαζε περήφανη και ένα παράξενο συναίσθημα έκανε το στήθος της Ντον να φουσκώσει και το σώμα της να πάρει μια πιο στητή στάση, μια που της ταίριαζε περισσότερο πια.
«Είμαι» επανέλαβε ξανά και σηκώθηκε για να σταθεί μπροστά σε εκείνη. «Μητέρα».
Η μητέρα παρέμεινε σιωπηλή μα η έκφρασή της κρατούσε μια φανερή αυταρέσκεια. Έκανε μια ανεπαίσθητη κίνηση με το κεφάλι της και μια νεαρή γυναίκα βρέθηκε δίπλα τους. Ήταν κι εκείνη πανέμορφη, με γεμάτα χείλη και πυκνά καστανά μαλλιά. Τα μελί της μάτια έπαιξαν μια στιγμή προς την Ντον κι έπειτα έσκυψε το κεφάλι της προς τη μητέρα.
«Οδήγησέ την πίσω στο κάστρο και βεβαιώσουν να την φέρεις πίσω ευπαρουσίαστη. Θα αποχωρήσουμε σύντομα».
«Όπως επιθυμείς, Μάτρον».
Η Ντον άνοιξε το στόμα της μα το σφάλισε ξανά στη θέα της μπρούτζινης έκφρασης της μητέρας. Ακολούθησε την κίνηση της νέας της συντρόφου και οι δυο τους βγήκαν γρήγορα και εύκολα έξω, στην πίσω αυλή της έπαυλης. Η γυναίκα της έκανε νόημα και άρχισε να τρέχει. Κινήθηκε με την ταχύτητα φοβισμένου ελαφιού και προς έκπληξή της, η Ντον κατάφερε να την ακολουθήσει μέχρι τις κλειστές πόρτες του κάστρου. Μια πορεία που της είχε πάρει αμέτρητες μέρες να διανύσει είχε χαθεί μέσα σε μερικά μόλις λεπτά.
«Περίμενε» της είπε σχεδόν παρακλητικά και σιχάθηκε τον εαυτό της. Ήταν δυνατή πια και τέτοιο ύφος δεν της ταίριαζε μα έπρεπε να μάθει. «Τι θα γίνει με το κάστρο;»
«Θα το αναλάβει η Μάια μέχρι να επιστρέψεις» της είπε και σκαρφάλωσε εύκολα το τείχος. Η Ντον την ακολούθησε και βρέθηκε στο έδαφος δίπλα της. «Αν επιστρέψεις, Ντον» πρόσθεσε και γέλασε ελαφρά. Έριξε μια ματιά στο τρομαγμένο βλέμμα της που δεν προσπάθησε καν να κρύψει και άπλωσε το χέρι της. «Είμαι η Σάρυν του-»
«Βασιλείου της Κρούβεν» την πρόλαβε, ανατείνοντας το δικό της παγωμένο χέρι.
Η Σάρυν μισοχαμογέλασε ικανοποιημένη. «Το έπιασες, λοιπόν. Δεν θα χρειαστεί να σου εξηγήσω και πολλά. Ευκολότερο για μένα» της είπε και έκλεισε τη χειραψία. «Έλα, ας τελειώνουμε με αυτό. Είναι το δυσκολότερο κομμάτι αλλά θα δεις πως σε λίγους μήνες οι ενοχές θα υποκύψουν».
Η Σάρυν προχώρησε μπροστά και εξέπληξε την Ντον επιλέγοντας να μπει στο κάστρο από την πίσω πόρτα των υπηρετών. Ελίχθηκε ανάμεσα στα πτώματα και το πηχτό αίμα και πήρε τις σκάλες που οδηγούσαν στα δωμάτια της βασιλικής οικογενείας. Η Ντον απλώς την ακολουθούσε νιώθοντας πια ξένη στο ίδιο της το σπίτι. Με την άκρη του ματιού της παρατήρησε την Σάρυν να την κοιτάζει.
«Ήμουν μαζί με τους υπόλοιπους τη νύχτα της επίθεσης. Όπως σου είπα όμως, η Μάια ήταν η αρχηγός και σε εκείνη ανήκουν τα εύσημα. Ήταν από τις γρηγορότερες αλώσεις που έχω δει. Στοχευμένη και καθαρή».
Οι δυο τους βημάτιζαν γρήγορα στους άδειους διαδρόμους μέχρι που έφτασαν στο δωμάτιο της Ντον. Παρόλο που έλειπε ελάχιστο χρόνο, η ατμόσφαιρα κουβαλούσε μια βαρύτητα εγκατάλειψης και λησμονιάς. Περίμενε να νιώσει περισσότερα -ενοχές, στεναχώρια, θυμό- μα συνέχισε την μικρή τους αποστολή. Άρπαξε μια καθαρή αλλαξιά ιππασίας και πέρασε πίσω από το παραβάν.
Άκουγε διάφορους ήχους που φανέρωναν πως η Σάρυν πείραζε τα πράγματα που κάποτε της άνηκαν. «Η μητέρα θα στεκόταν πιο τυχερή αν η Μάια είχε επιλέξει την μεγάλη μου αδελφή. Εκείνη είχε πολλές γνώσεις και ικανότητες και θα της πρόσφερε περισσότερα από εμένα. Ξέρεις πώς είναι να είσαι το τελευταίο παιδί» της είπε, γνωρίζοντας πως η Σαρύν δεν θα έβλεπε ποτέ τον θρόνο όπως και η ίδια ακόμη κι αν οι ζωές τους δεν είχαν γυρίζει ανάποδα.
«Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που σε επέλεξε η Μάτρον. Θα σου μάθει εκείνη ότι χρειάζεται να ξέρεις» της είπε η Σαρύν, εμφανίζοντας το κεφάλι της από την άκρη του παραβάν και ρίχνοντας μια επιδοκιμαστική ματιά στην ενδυμασία που είχε σχεδόν φορέσει. «Έτοιμη;»
Η Ντον ένευσε, σιάζοντας καλύτερα τα ρούχα πάνω της. Ποτέ δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα το παρουσιαστικό της μα για κάποιον λόγο αδημονούσε να δει την έκφραση της μητέρας όταν την έβλεπε πιο περιποιημένη. Πριν βγει από το παράθυρο, έκανε μια στάση μπροστά από τον καθρέφτη που σπάνια χρησιμοποιούσε και άρπαξε μια χτένα. Έριξε μια ματιά στο είδωλό της μα τίποτα δεν αντιγύρισε το βλέμμα. Άφησε τη χτένα να πέσει κάτω και έτρεξε πίσω από την Σαρύν.
Η Ντον επέλεξε να αποχωρήσουν από τις μπροστινές πόρτες του κάστρου και η Σαρύν δεν έφερε αντίρρηση, ανάμεσα στις πληροφορίες που την τάιζε ρυθμό που ταίριαζε στην ταχύτητά τους. Σε λίγες ώρες τα νέα για τη νέα βασίλισσα Μάια θα ταξίδευαν στην πόλη και από εκεί σε όλο το βασίλειο. Η Μάτρον δεν θα την άφηνε μόνη μα περισσότερα από τα παιδιά της θα κατέφθαναν. Εκείνη μαζί με την μικρή και σφιχτή της ομάδα θα ταξίδευαν στον επόμενο βασίλειο για κατάκτηση.
«Κι εκεί θα πρέπει να αναδείξεις την αξία σου, μικρή» της είπε η Σαρύν με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα γεμάτα της χείλη. «Η Μάια έθεσε ψηλά τον πήχη».
«Είναι σαν εμένα; Τόσο καινούργια σε όλο αυτό;»
Η Σαρύν ένευσε καθώς περνούσαν σαν βέλη στο σκοτάδι. «Ήταν τιμή μου να την αλλάξω πριν μερικούς μήνες μα η Μάτρον δεν με άφησε να διοικήσω το Βασίλειο της Ζαχάν. Με χρειάζεται ακόμη κοντά της για κάποιον λόγο» είπε χαμηλόφωνα, λες και υπήρχε περίπτωση κάποιος να την ακούσει. Στράφηκε προς την Ντον και της έκλεισε το μάτι, «Έχεις πολλά ακόμη να μάθεις μα το σημαντικότερο είναι ένα».
«Ποιο;»
«Όταν δαγκώσεις τον τελευταίο γόνο της βασιλικής οικογενείας, προσπάθησε να μην τον σκοτώσεις. Η Μάτρον δε συγχωρεί εύκολα».
Με αυτά τα λόγια έκοψε ταχύτητα και την άφησε να κινείται μόνη της μπροστά, μειώνοντας την απόστασή της από την έπαυλη του Χάριαν καθώς το κάλεσμα της μητέρας κυρίευε ξανά τις αισθήσεις της. Της είχε δώσει μια ευκαιρία που δεν είχε ζητήσει μα μέσα της ήξερε πως δεν είχε σκοπό να την απογοητεύσει. Ο θρόνος ενός βασιλείου την περίμενε και μια φωτιά άναψε μέσα στην Ντον που δεν είχε αφήσει ποτέ τον εαυτό της να νιώσει. Θα τον έκανε δικό της με την αξία της ή θα πέθαινε προσπαθώντας. Αυτή τη φορά είχε πολλά να χάσει.
Τέλος
Υ.Γ. Επειδή δεν σας έχω συνηθίσει με μικρό μέγεθος, η συγκεκριμένη ιστορία ήταν για διαγωνισμό στον οποίο δεν διακρίθηκα και είχε όριο λέξεων.