Το πρόσωπο της μάσκας


Το καρναβάλι είχε τελειώσει.Κόσμος ακόμα στους δρόμους, όμως σε λίγο ξημέρωνε και σιγά σιγά επέστρεφαν όλοιγια ύπνο. Ο αρχικός ενθουσιασμός είχε ξεφτίσει. Όλοι ήταν κουρασμένοι. Οι τελευταίοικαρναβαλιστές περπατούσαν χωρίς σκοπό, ενώ οι οδοκαθαριστές είχαν πιάσει ήδηδουλειά. Μια κοπέλα τον προσπέρασε. Του χαμογέλασε.

«Θες να βγάλεις τη μάσκα και ναέρθεις σπίτι μου;»

Η κοπέλα ήταν εμφανώς μεθυσμένη.Τρέκλιζε και τον κοιτούσε με λαχτάρα. Η πρότασή της συνοδευόταν από άσεμνεςχειρονομίες. Ο άντρας την προσπέρασε αδιάφορος. Εκείνη τον πλησίασε τόσο, όσοχρειαζόταν για να κάνει πίσω ζαλισμένη. Σχεδόν έπεσε όταν στάθηκε μόλις δύοβήματα δίπλα του. Δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί. Την άλλη μέρα δεν θα τοθυμόταν, όμως ήταν σίγουρη πως εκείνη τη στιγμή σχεδόν σταμάτησε η καρδιά της.

Ο άντρας συνέχισε τον δρόμο του.Βάδιζε αργά προς το σπίτι. Ολόκληρη ημέρα και όλοκληρη νύχτα ήταν εκεί ανάμεσαστον κόσμο. Περνούσε δίπλα τους και εκείνοι έπεφταν συνεχώς πάνω του. Μέσα στονχαμό ήταν δύσκολο να καταλάβεις ποιος έσπρωχνε ποιον. Και αυτό ήταν ιδανικό.  Έζησε τον σφυγμό, την τρέλα, τους ξέφρενους ρυθμούςενός ποταμιού ανθρώπων που έρεε κατά μήκος των δρόμων της πόλης. Κι εκείνος αναμεσάτους πίσω από την μάσκα.

Σαν τις παλιές μέρες. Σκέφτηκε.

Έφτασε σπίτι και κοιτάχτηκε μιατελευταία φορά στον καθρέφτη πριν βγάλει τη μάσκα. Στάθηκε για λίγα λεπτά αμίλητος.Μόνο μια κοφτή ανάσα, σχεδόν σαν βαθύ γουργούρισμα έβγαινε από τα ρουθούνια τηςμάσκας. Έιχε φτάσει η ώρα. Θα γυρνούσε σε εκείνη τη ζωή χωρίς πρόσωπο και πάλι.Θα γυρνούσε στον κόσμο του, μακριά από τους ανθρώπους.

Άνοιξε την πόρτα του υπογείου.Βουητό από έντομα ακούστηκε ενώ ο βόμβος δυνάμωνε. Η συμφωνία που είχε κάνειπριν χρόνια ήταν ξεκάθαρη. Μπορούσε να κλέψει αρκετή ζωή ώστε να μείνει ορατόςγια μία μόνο μέρα. Θα ξέκλεβε λίγο χρόνο από όλους, μα όχι πολύ. Αν έκανε τολάθος να δείξει ποιος ήταν, οι Κριτές θα τον τιμωρούσαν. Η μάσκα έκρυβε τηνπραγματική του ταυτότητα. Μια Σκιά ενός κόσμου που είχε καταστραφεί. Έναςπρόσφυγας που ζούσε λαθραία σε έναν κόσμο απαγορευμένο για τον ίδιο. Είχεσκεφτεί πολλές φορές να εγκαταλείψει μα δεν το έκανε. Ίσως είχαν λόγο και οιΚριτές που τον κρατούσαν.

Πλάσματα σαν εσένα πρέπει ναμένουν εκεί που ανήκουν. Μακριά από τη ζωή. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό.

Και είχαν δίκιο. Αν έμενε έξωπαραπάνω, θα έφερνε μαζί του τον κόσμο του. Ή έστω ό,τι είχε μείνει από εκείνοντον κόσμο. Ό,τι ήταν μέσα του. Είχε πάρει χρόνο ζωής. Λίγο από τον καθένα. Έτσιήταν πιο εύκολο. Είχε καταφέρει να τον δουν. Είχε καταφέρει να υπάρξει.Αναρωτήθηκε αν κάποιος από τους υπόλοιπους του είδους του είχε καταφέρει ναγλιτώσει. Αν ήταν με κάποια συμφωνία σε κάποιο άλλο μέρος εκείνου του κόσμου.Αν κάποιους από τους άλλους είχε καταφέρει να υπάρξει για λίγο μια μέρα σαν τηνημέρα που μόλις είχε περάσει. Θυμήθηκε τους άλλους. Αυτό τον ξάφνιασε. Ίσωςτελικά είχε κλέψει λίγο παραπάνω από όσο του αναλογούσε. Δεν ήταν εύκολο νααντισταθεί μρποστά σε τέτοιο φαγοπότι. Τόσες ζωές μπροστά του διαθέσιμες. Τόσηζωή που αν τον άφηναν θα ρουφούσε μέχρι να μην μπορεί άλλο.  Είχε δυναμώσει πολύ. Μέχρι που στιγμιαίαθυμήθηκε και το όνομά του. Δεν ηχούσε καλά στη γλώσσα του, μα ήξερε πωςακουγόταν στα αυτιά των ανθρώπων. Όλεθρος.

«Του χρόνου πάλι», ψιθύρισε, πρινχαθεί στα σκοτάδια. 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on March 18, 2024 15:55
No comments have been added yet.