Ο απόηχος ενός τραγουδιού
One of the stories in 'The Consul from Tunis and other Ghost Stories', ('A Sound of Singing') has been published in Greek in the excellent crime theory magazine 'POLAR' Issue 7.
Ο απόηχος ενός τραγουδιού
Η διήγηση ιστοριών με φαντάσματα στο δείπνο της ετήσιας συνάντησης μας είχε γίνει πλέον παράδοση. Είμαστε οκτώ, όλοι στα εξήντα. Σπουδάσαμε Ιστορία σ' ένα μικρό Κολλέγιο του Καίμπριτζ αιώνες πριν γίνουμε δικηγόροι, καθηγητές, συντηρητές έργων τέχνης, και στην περίπτωσή μου, υπάλληλος ΜΚΟ Aνθρωπιστικής Bοήθειας.
Έτσι μια βδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, συναντηθήκαμε στο πατάρι ενός παλιομοδίτικου εστιατορίου στο Λονδίνο. Ξεχάσαμε τις έγνοιες μας, ξαναγυρίσαμε στα νιάτα μας, αποφάγαμε, καθίσαμε αναπαυτικά, και σε πελάγη αρμονίας με το σύμπαν περιμέναμε τη βραδινή μας ψυχαγωγία. Ήταν η σειρά μου, αυτή τη φορά, να διηγηθώ μια ιστορία.
Όπως ξέρετε, προσπάθησα να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα. Όταν αποφοιτήσαμε παρέμεινα στο κολέγιο σκοπεύοντας να κάνω διδακτορικό στη Βυζαντινή Ιστορία. Αρχικά το θέμα μου αφορούσε μια διάσταση του σχίσματος Μονοφυσιτών και Μελχιτών, κατά τη διάρκεια του 6ου και του 7ου αιώνα. Σύντομα η προσοχή μου εστιάστηκε στις σχέσεις του Βυζαντίου με τον κόσμο έξω από τα σύνορά του. Όπως, λόγου χάρη, όταν η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα έστειλε τον ιερέα της, τον Ιουλιανό, να προσηλυτίσει τους Αφρικανούς Βασιλιάδες της Νουβίας, νότια της Αιγύπτου, και δημιούργησε εκείνο το προκεχωρημένο φυλάκιο του βυζαντινού πολιτισμού στην Αφρική. Αποκομμένο από τον βυζαντινό κόσμο διατηρήθηκε 700 χρόνια, ώσπου εισέβαλαν οι Άραβες στην Αίγυπτο. Ένας αφρικανικός βυζαντινός κόσμος που στο απόγειο της ομορφιάς του απεικονίστηκε στις τοιχογραφίες του βυθισμένου στην άμμο καθεδρικού ναού του Φάρας. Ο Παντοκράτωρ, η Παναγία και οι Άγιοι, περιτριγυρισμένοι από ελληνικές επιγραφές, προστατεύουν τους Νούβιους Βασιλείς κι αξιωματούχους ακουμπώντας το χέρι τους στους ώμους των. Όλοι φορώντας τα ίδια ιμάτια της βυζαντινής αυλής, λαμπρά και φορτωμένα με κοσμήματα. Ο ξεχασμένος μυθικός κόσμος του Ιωάννη του Πρεσβύτερου ίσως.
Δυστυχώς ένα χρόνο αργότερα παραδέχτηκα ότι δεν ήμουν γεννημένος για ακαδημαϊκή καριέρα. Νομίζω ότι το πρόβλημα που είχα με τη βυζαντινή ιστορία ήταν η απέχθεια που αισθανόμουν για την κτηνωδία της αυτοκρατορικής οικογένειας. Συνεχείς τυφλώσεις εκθρονισμένων Αυτοκρατόρων και αδελφοκτονίες. Έμοιαζε περισσότερο οθωμανική παρά ελληνική.
Η δουλειά που μου ταίριαζε καλύτερα βέβαια, ήταν στον τομέα της Διεθνούς Βοήθειας, στην Αφρική κυρίως. Όπως πολλοί της γενιάς μου, μπήκα στη δουλειά πλαγίως. Απαντώντας σε μια μικρή αγγελία, στην εφημερίδα «Γκάρντιαν», όπου ζητούσαν δασκάλους αγγλικής γλώσσας για σχολεία της μέσης εκπαίδευσης στο Σουδάν. Παρουσιαζόσουν στο πολιτιστικό τμήμα της πρεσβείας του Σουδάν στο Λονδίνο, και απ' ό,τι ξέρω, έχοντας πτυχίο σε οποιοδήποτε θέμα, σε δέχονταν και σε προσλάμβαναν για ένα χρόνο με μισθό 1.500 λίρες. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πού έβρισκε η Σουδανέζικη Κυβέρνηση τα κονδύλια να πληρώνει τέτοιους μισθούς. Σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν το πρόγραμμα χρηματοδοτούνταν από τους Σαουδάραβες.
Έτσι μαζί με άλλους είκοσι και μετά από μια καθυστέρηση στο Λονδίνο, η πτήση μας αναβλήθηκε για λίγες μέρες (εκείνη την εποχή τα αεροπλάνα πετούσαν όταν γέμιζαν) βρεθήκαμε στην αίθουσα των Αφίξεων στο Χαρτούμ. Μια χαλασμένη ράμπα αποσκευών και οι βαλίτσες σωρός στο πάτωμα ήταν η πρώτη μου επαφή μ' έναν κόσμο που έμελλε ν' αγαπήσω.
Μετά από δυό βδομάδες στο Χαρτούμ και μια τυχαία επιλογή αναθέσεων, βρέθηκα να πετάω μ' ένα παλιό ελικοφόρο στη Νουβία. Πιλότος ήταν ένας χαρακτηριστικός ομογενής. Βετεράνος της Μάχης της Αγγλίας, με τσιγκελωτό μουστάκι. Ήταν φανερό ότι του άρεσε να πετά και υποθέτω ότι η Sudan Airways Internal, ήταν η μόνη εταιρία στον κόσμο που θα προσλάμβανε κάποιον στην ηλικία του.
Με την προσγείωση του αεροπλάνου και το τράνταγμα της καρότσας ενός ημιφορτηγού Τoyota, αφού διέσχισα λίγα μίλια ερήμου και έφτασα στην κωμόπολη, όπου πήγαινα, αποχαιρέτησα την τεχνολογία για ένα χρόνο. Ο κόσμος που με περίμενε ήταν ειρηνικός και σιωπηλός. Εκεί ο χρόνος μετριόταν ακόμη με τις εποχές του.
Νομίζω ότι στην αρχή με επηρέασε βαθύτερα η σιωπή. Η πόλη είχε μια αγορά και μερικές εκατοντάδες μέτρα ασφαλτοστρωμένων δρόμων που γρήγορα ξέφτιζαν στην έρημο. Πετώντας από το Χαρτούμ έβλεπες ότι όλη η Νουβία ήταν τότε δυο πράσινες λωρίδες καλλιεργημένης γης ένθεν κακείθεν της λεπτής κορδέλας του Νείλου. Το υπόλοιπο ήταν η έρημος. Και η έρημος ανήκε στη σιωπή που δεν μπορούσε παρά να οξύνει τις αισθήσεις.
Όπως και η καφτή ζέστη, το λαμπρό γαλάζιο του ουρανού, αλλά και η αστροφεγγιά της σκοτεινής νύχτας. Δεν υπήρχαν ημίμετρα. Μόνο τα απλά πράγματα είχαν σημασία. Μια κούπα από φθαρμένο σμάλτο γεμάτη νερό από το πηγάδι, η σκιά ενός τοίχου από τούβλα, η ζέστη μιας κουβέρτας το βράδυ. Ένα σωρό πράγματα που γέμιζαν την ζωή μου ως τότε δεν είχαν πια καμιά σημασία.
Ήμουν τυχερός που βρέθηκα κατά τύχη στο Σουδάν όταν ξεκίνησα τη δουλειά μου στην Αφρική. Οι Σουδανοί ενδιαφέρονταν για μένα, ήταν φιλικοί και απρόσμενα ανεκτικοί με έναν νεαρό ξένο που η μόνη του ικανότητα ήταν ότι μιλούσε Αγγλικά. Τη δική τους αξία την ένιωσα μαθαίνοντας καλύτερα Αραβικά. Γράφοντας λέξεις όπως τις άκουγα σε ένα σημειωματάριο, ίσα ίσα όσα χρειαζόμουν για τις καθημερινές μου ανάγκες. Κι αρκετά για να μιλήσω με κάποιον γεωργό για τη σοδειά του, για την σπορά μιας συστάδας δέντρων που ψηλώνοντας θα δημιουργούσαν ένα προστατευτικό ανάχωμα ενάντια στον αέρα για το γιο του, όταν θα αναλάμβανε να φροντίζει τα χωράφια, στο μέλλον.
Αν δεν αναφέρομαι πολύ στην εκπαιδευτική μου σταδιοδρομία στο Σουδάν, είναι επειδή δεν θεωρώ ότι είχε κάποια ιδιαίτερη αξία για τους Σουδανούς. Δεν είχα ιδέα τι υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνω, έτσι ενεργούσα κάθε φορά κατά το δοκούν. Θυμάμαι ότι στην αρχή της χρονιάς έψαξα στην αποθήκη του σχολείου να δω τι βιβλία υπήρχαν που μπορούσα να χρησιμοποιήσω. Μετά από ένα βιαστικό μέτρημα, και υπολογίζοντας πως κάθε τάξη είχε πενήντα ή και περισσότερα αγόρια, κατέληξα στα φθαρμένα βιβλία μιας έκδοσης, προ εικοσαετίας, των «Κλασσικών Συγγραφέων για Αφρικανικά Σχολεία». Η επιλογή ήταν ανάμεσα στο «Λογική κι Ευαισθησία» της Τζέην Ώστεν ή τον «Μόμπυ Ντικ». Επέλεξα το δεύτερο, αν και το μεγαλύτερο ψάρι, που είχαν δει ποτέ τα παιδιά, ζούσε στο Νείλο και ήταν 30 εκατοστά. Δεν πιστεύω όμως ότι τα θέματα που πραγματεύεται η Τζέην Ώστεν μπορεί να τους απασχολούσαν. Νομίζω ότι το πιο χρήσιμο πράγμα που έκανα όλο το χρόνο ήταν ότι πριν φύγω έδωσα στους δύο εξυπνότερους μαθητές τα δύο αντίτυπα ενός αραβοαγγλικού λεξικού που είχα. Τα υπόλοιπα παιδιά προσπάθησα να τα ψυχαγωγήσω. Λυπάμαι που το λέω, αλλά κυρίως εγώ εκπαιδεύτηκα.
Όντως, έμαθα πολλά εκεί, που με βοήθησαν αργότερα στη δουλειά μου. Θυμάμαι όταν ταξίδεψα στα ανατολικά του Σουδάν, κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών, συνάντησα έναν άνθρωπο που είχε ασχοληθεί με την πολιτική στο Χαρτούμ. Σήκωσε την κελεμπία του και μου έδειξε τις μαχαιριές στο στομάχι για να το αποδείξει. Αηδιασμένος από τις εσωτερικές έριδες, τα είχε παρατήσει για να εργαστεί στο Συνεταιριστικό Κίνημα. Η δουλειά του ήταν να λύνει τα προβλήματα ώστε να προχωρεί ένα έργο. Το παράδειγμα που μου έδωσε αφορούσε ένα πελώριο φράγμα που έχτισε κάπου η Κυβέρνηση χρησιμοποιώντας ξένα κεφάλαια που έρρεαν. Το μόνο μειονέκτημα ήταν ότι η περιοχή όπου συγκεντρωνόταν το νερό ήταν η μόνη καλλιεργήσιμη γη στη χώρα. Είχε βρει μια συμβιβαστική λύση. Κατασκευάζοντας μια σειρά τοίχων διέσωσε ένα κομμάτι αυτής της γης από την καταβύθιση. Έμαθα πολλά στο Σουδάν.
Όμως η χρησιμότητα αυτής της γνώσης θα αποδεικνυόταν στο μέλλον. Η ιστορία μου αφορά τον χρόνο που έμεινα σ' εκείνη τη μικρή σουδανέζικη κωμόπολη και την ευαισθητοποίηση των αισθήσεών μου. Γιατί όταν ζεις σ΄ ένα μέρος όπου ο χρόνος σταμάτησε, τότε το παρελθόν και το παρόν τείνουν να χάσουν το νόημά τους. Και καθώς οι αισθήσεις οξύνονται αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι το παρελθόν βρίσκεται ολόγυρά σου, και συμπιέζει το παρόν όσο μπορεί. Ούτε απειλητικά ούτε επίφοβα, αλλά ήσυχα και ήρεμα και τόσο φυσικά όσο η ροή του μεγάλου ποταμού, που χωρίς αυτόν η Νουβία θα ήταν μόνον άμμος.
Άρχισε στα πιο κατάλληλα μέρη, όπως στο κοιμητήριο στους αμμόλοφους, έξω από την πόλη, όπου, από τους αβαθείς τάφους στην άμμο ξεπρόβαλαν λευκά κόκκαλα αποκαλύπτοντας κουρελιασμένα σάβανα που ανέμιζαν με το αεράκι.
Ύστερα ήταν κι ό,τι ξέμεινε εγκαταλειμμένο στην έρημο. Ο Αιγυπτιακός ναός στις αμμουδερές όχθες του ποταμού, δύο σειρές πέτρες με ιερογλυφικά που ήταν τόσο καθαρά και ευδιάκριτα όπως όταν πρωτοχαράκτηκαν. Ή ακόμη ένα τεράστιο παλιό τρακτέρ, τέλειο, χωρίς ίχνος σκουριάς, που βρισκόταν ακόμη εκεί όπου είχε εγκαταλειφθεί εδώ και πενήντα χρόνια, μνημείο ενός ανολοκλήρωτου έργου. Θα γινόταν μια τεχνητή λίμνη κι ένα κανάλι στα βάθη της ερήμου ώστε να αυξηθεί η καλλιεργήσιμη γη.
Και μικρότερα πράγματα , όπως η σπασμένη λάμπα θυέλλης, χωρίς το γυαλί της, παραπεταμένη στα σκουπίδια στους αμμόλοφους. Κι εκείνοι οι δύο μεταλλικοί κρίκοι, μπηγμένοι στο έδαφος, σε ένα χορταριασμένο σημείο στο κέντρο της πόλης. Σε κάθε κρίκο ήταν χαραγμένη η μάρκα «Slazenger». Λείψανα ενός γηπέδου τένις, μοναδικό απομεινάρι της κατοικίας του Επαρχιακού Κυβερνήτη της αποικίας. Παίρνω όρκο ότι μερικές φορές μπορούσα ν' ακούσω κελαριστό γέλιο και αγγλικές φωνές κάποιου απογευματινού ματς από χρόνια ξεχασμένου.
Αλλά υπήρχαν βέβαια και ζωντανά φαντάσματα. Έτσι όπως μαστίγωνε ο αέρας την άμμο δημιουργούσε φιγούρες που αιωρούνταν και έμοιαζαν με ανθρώπους που έτρεχαν με τα χέρια απλωμένα σαν να ήθελαν απεγνωσμένα να σε χαιρετήσουν. Και η ιστορία που έλεγαν οι ντόπιοι για μια Ρωσίδα μηχανικό που είχε έρθει να εργαστεί στο Σουδάν, αλλά παντρεύτηκε έναν Σουδανό και ζούσε πίσω από ένα καφάσι, σ' ενα χωριό, ανεβαίνοντας το ποτάμι. Ενα ζωντανό φάντασμα που δεν έβλεπε κανείς.
Όμως ήταν οι ήχοι που άρχισαν να με στοιχειώνουν. Γιατί η ακοή μου ευαισθητοποιήθηκε περισσότερο, και ήταν σαν να μπορούσα να ακούσω μήκη ηχητικών κυμάτων που ούτε φανταζόμουν ότι υπήρχαν. Είτε ήταν ο αέρας στο νεκροταφείο, είτε ο γέρος που ερχόταν κάθε απόγευμα στο σχολείο σέρνοντας ένα παλιό ποτιστήρι να καταλαγιάσει τη σκόνη στην αυλή, άρχισα ν' ακούω ένα υπόγειο ρεύμα κάτω από το θόρυβο που έκαναν. Άκουγα τον θλιμμένο απόηχο χαμηλόφωνου τραγουδιού κρυμμένο στον άνεμο ή βυθισμένο στις σταγόνες του νερού καθώς έσκαγαν στο χώμα.
Και έφτασα στο σημείο να αποζητώ αυτό τον υπόγειο ήχο που σημάδεψε το χρόνο που πέρασα στη Νουβία. Γιατί μου φάνηκε πως ήταν το μουρμούρισμα μιας βυζαντινής ψαλμωδίας από τους καθεδρικούς ναούς και τις εκκλησίες των Βασιλιάδων της Νουβίας. Σαν να μην είχαν χαθεί 700 χρόνια ιστορίας, ωσάν η μουσική τους, που μπορούσαμε μόνο να φανταστούμε, να ηχούσε ακόμη σαν υπόγειο ρεύμα στη ζωή μας.
Το άκουγα στις ψαλμωδίες των Σούφι σε ένα φεστιβάλ, στους αμανέδες της σουδανέζικης λαϊκής μουσικής, στα μακρόσυρτα ρεφραίν του "Ya Habibi" (Αγάπη μου), που ξεχύνονταν από τα κασετόφωνα των φορτηγατζήδων. Το άκουγα όταν ταξίδευα, όταν καθόμουν στην κορυφή ενός λόφου πάνω από τη Σινκάτ, περιμένοντας το επόμενο τρένο - 36 ώρες αργότερα - στην τραγουδιστή φωνή του παιδιού, που πουλούσε κλαράκια για το καθάρισμα των δοντιών -πέντε πένες το κομμάτι.
Το άκουγα στο βρυχηθμό του Τρίτου Καταρράκτη, στην καταιγιστική ροή του νερού που ήταν η ίδια ένας ύμνος στο εφήμερο. Το άκουγα στις αγωνιώδεις κραυγές των γυναικών, όταν τα κύματα έσκαζαν στο πλάι των παλιών μεταγωγικών που διέσχιζαν το Νείλο, ή στις κραυγές χαράς, όταν άρχιζαν οι χοροί του ζευγαρώματος στους γάμους. Ήταν οι μόνες φορές που έβλεπα τις γυναίκες να χορεύουν ξέσκεπες αποκαλύπτοντας τα μαύρα στιλπνά μαλλιά τους, που έλαμπαν καθώς λικνίζονταν πέρα δώθε με τα μπράτσα απλωμένα και την ένταση των ανδρών που ηλέκτριζε το πλήθος σαν σπινθήρας φωτιάς.
Έφτασα να αγαπώ εκείνο τον υπόγειο ήχο και να τον προσδοκώ. Αναρωτιόμουν αν μόνο εγώ καταλάβαινα ότι ήταν η πανάρχαιη, από αιώνες ξεχασμένη λειτουργία της βυζαντινής εκκλησίας της Νουβίας. Φανταζόμουν τις ψαλμωδίες στο Φάρας τα τελευταία χρόνια, όταν οι τοίχοι του καθεδρικού ναού είχαν θαφτεί ολοσχερώς σχεδόν κάτω από την άμμο. Όταν to εκκλησίασμα αναγκάστηκε να κτίσει με τούβλα τα παράθυρα και να σκάψει τούνελ κάτω από την πύλη του ναού, ώστε να μπορέσουν να χωθούν μέσα να προσευχηθούν, αγωνιώντας για την πίεση της άμμου στους τοίχους. Ένα εκκλησίασμα αποφασισμένο να επιμείνει, όπως ταιριάζει σ' ένα μεθοριακό φυλάκιο του βυζαντίνου πολιτισμού, τόσο ηρωικό, όσο ο τελευταίος Παλαιολόγος Αυτοκράτορας που αρπάζοντας το σπαθί του τρέχει στην πρώτη γραμμή ενώ οι Τούρκοι παραβιάζουν τα τείχη του Βυζαντίου.
Για κάποιον που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάνοντας πρακτικές δουλειές, ομολογώ πως ήμουν πάντα αδιόρθωτα ρομαντικός.
Και θα έφευγα από το Σουδάν με το ρομαντισμό μου άθικτο αν δεν πάθαινα μια βαριά κρίση δυσεντερίας. Έπασχα από δυσεντερία σχεδόν βδομάδα πάρα βδομάδα και είχα χάσει 12 κιλά στο διάστημα που έμεινα εκεί. Αλλά θυμάμαι μια φορά που ήμουν χειρότερα απ' ό,τι συνήθως και δεν πήγα στο σχολείο μια δυο μέρες. Όταν στάθηκα πάλι στα πόδια μου, μια Παρασκευή, η μόνη ελεύθερη μέρα που είχα, περπάτησα τα χαράματα ως το ποτάμι, παρακάτω. Χλωμός ακόμη από τη δυσεντερία. Ψηλός κι αδύνατος, θα με περνούσαν κι εμένα για φάντασμα, καθόμουν εκεί, κάτω από τις φοινικιές, στο γκρίζο φως της αυγής, χαζεύοντας το άδειο ποτάμι. Η αρρώστια με είχε ξετινάξει και υποψιάζομαι ότι οι αισθήσεις μου είχαν οξυνθεί στο έπακρο, όσο ποτέ πριν ή μετά.
Τότε τα είδα. Μια σειρά ιστιοφόρα έπλεαν με τη ροή του ποταμού προς την Αίγυπτο. Ιστιοφόρα, όπως αυτά που είχα δει τόσες φορές. Όμως τώρα ανέμιζαν άσπρες σημαίες στα κατάρτια με τον κίτρινο διπλό σταυρό των βυζαντινών χριστιανών Βασιλέων της Νουβίας. Τα ιστιοφόρα ήταν γεμάτα με γυναίκες και παιδιά κυρίως, και μπορούσα να δω ότι ήταν Νότιοι. Ήταν αιχμάλωτοι από το Νότο, σκλάβοι που τους έστελναν στην Αίγυπτο οι Βασιλείς της Νουβίας. Ο ετήσιoς φόρος που πλήρωναν οι Βασιλείς στους Άραβες της Αιγύπτου. Ένας φόρος που πλήρωναν εκατοντάδες χρόνια εξαγοράζοντας τους Άραβες για να παρατείνουν την ελευθερία της χριστιανικής Νουβίας.
Και άκουσα τον απόηχο που έφτανε από τα ιστιοφόρα. Ένα μελωδικό ψιθύρισμα, διακριτικό, να μην προκαλεί. Αυτός ήταν ο υπόγειος ήχος που άκουγα παντού. Ούτε βυζαντινή λειτουργία, ούτε ο θρήνος ενός χαμένου βυζαντινού νουβικού κόσμου. Ήταν το τραγούδι των σκλάβων.
Ο απόηχος ενός τραγουδιού
Η διήγηση ιστοριών με φαντάσματα στο δείπνο της ετήσιας συνάντησης μας είχε γίνει πλέον παράδοση. Είμαστε οκτώ, όλοι στα εξήντα. Σπουδάσαμε Ιστορία σ' ένα μικρό Κολλέγιο του Καίμπριτζ αιώνες πριν γίνουμε δικηγόροι, καθηγητές, συντηρητές έργων τέχνης, και στην περίπτωσή μου, υπάλληλος ΜΚΟ Aνθρωπιστικής Bοήθειας.
Έτσι μια βδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, συναντηθήκαμε στο πατάρι ενός παλιομοδίτικου εστιατορίου στο Λονδίνο. Ξεχάσαμε τις έγνοιες μας, ξαναγυρίσαμε στα νιάτα μας, αποφάγαμε, καθίσαμε αναπαυτικά, και σε πελάγη αρμονίας με το σύμπαν περιμέναμε τη βραδινή μας ψυχαγωγία. Ήταν η σειρά μου, αυτή τη φορά, να διηγηθώ μια ιστορία.
Όπως ξέρετε, προσπάθησα να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα. Όταν αποφοιτήσαμε παρέμεινα στο κολέγιο σκοπεύοντας να κάνω διδακτορικό στη Βυζαντινή Ιστορία. Αρχικά το θέμα μου αφορούσε μια διάσταση του σχίσματος Μονοφυσιτών και Μελχιτών, κατά τη διάρκεια του 6ου και του 7ου αιώνα. Σύντομα η προσοχή μου εστιάστηκε στις σχέσεις του Βυζαντίου με τον κόσμο έξω από τα σύνορά του. Όπως, λόγου χάρη, όταν η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα έστειλε τον ιερέα της, τον Ιουλιανό, να προσηλυτίσει τους Αφρικανούς Βασιλιάδες της Νουβίας, νότια της Αιγύπτου, και δημιούργησε εκείνο το προκεχωρημένο φυλάκιο του βυζαντινού πολιτισμού στην Αφρική. Αποκομμένο από τον βυζαντινό κόσμο διατηρήθηκε 700 χρόνια, ώσπου εισέβαλαν οι Άραβες στην Αίγυπτο. Ένας αφρικανικός βυζαντινός κόσμος που στο απόγειο της ομορφιάς του απεικονίστηκε στις τοιχογραφίες του βυθισμένου στην άμμο καθεδρικού ναού του Φάρας. Ο Παντοκράτωρ, η Παναγία και οι Άγιοι, περιτριγυρισμένοι από ελληνικές επιγραφές, προστατεύουν τους Νούβιους Βασιλείς κι αξιωματούχους ακουμπώντας το χέρι τους στους ώμους των. Όλοι φορώντας τα ίδια ιμάτια της βυζαντινής αυλής, λαμπρά και φορτωμένα με κοσμήματα. Ο ξεχασμένος μυθικός κόσμος του Ιωάννη του Πρεσβύτερου ίσως.
Δυστυχώς ένα χρόνο αργότερα παραδέχτηκα ότι δεν ήμουν γεννημένος για ακαδημαϊκή καριέρα. Νομίζω ότι το πρόβλημα που είχα με τη βυζαντινή ιστορία ήταν η απέχθεια που αισθανόμουν για την κτηνωδία της αυτοκρατορικής οικογένειας. Συνεχείς τυφλώσεις εκθρονισμένων Αυτοκρατόρων και αδελφοκτονίες. Έμοιαζε περισσότερο οθωμανική παρά ελληνική.
Η δουλειά που μου ταίριαζε καλύτερα βέβαια, ήταν στον τομέα της Διεθνούς Βοήθειας, στην Αφρική κυρίως. Όπως πολλοί της γενιάς μου, μπήκα στη δουλειά πλαγίως. Απαντώντας σε μια μικρή αγγελία, στην εφημερίδα «Γκάρντιαν», όπου ζητούσαν δασκάλους αγγλικής γλώσσας για σχολεία της μέσης εκπαίδευσης στο Σουδάν. Παρουσιαζόσουν στο πολιτιστικό τμήμα της πρεσβείας του Σουδάν στο Λονδίνο, και απ' ό,τι ξέρω, έχοντας πτυχίο σε οποιοδήποτε θέμα, σε δέχονταν και σε προσλάμβαναν για ένα χρόνο με μισθό 1.500 λίρες. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πού έβρισκε η Σουδανέζικη Κυβέρνηση τα κονδύλια να πληρώνει τέτοιους μισθούς. Σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούσαν το πρόγραμμα χρηματοδοτούνταν από τους Σαουδάραβες.
Έτσι μαζί με άλλους είκοσι και μετά από μια καθυστέρηση στο Λονδίνο, η πτήση μας αναβλήθηκε για λίγες μέρες (εκείνη την εποχή τα αεροπλάνα πετούσαν όταν γέμιζαν) βρεθήκαμε στην αίθουσα των Αφίξεων στο Χαρτούμ. Μια χαλασμένη ράμπα αποσκευών και οι βαλίτσες σωρός στο πάτωμα ήταν η πρώτη μου επαφή μ' έναν κόσμο που έμελλε ν' αγαπήσω.
Μετά από δυό βδομάδες στο Χαρτούμ και μια τυχαία επιλογή αναθέσεων, βρέθηκα να πετάω μ' ένα παλιό ελικοφόρο στη Νουβία. Πιλότος ήταν ένας χαρακτηριστικός ομογενής. Βετεράνος της Μάχης της Αγγλίας, με τσιγκελωτό μουστάκι. Ήταν φανερό ότι του άρεσε να πετά και υποθέτω ότι η Sudan Airways Internal, ήταν η μόνη εταιρία στον κόσμο που θα προσλάμβανε κάποιον στην ηλικία του.
Με την προσγείωση του αεροπλάνου και το τράνταγμα της καρότσας ενός ημιφορτηγού Τoyota, αφού διέσχισα λίγα μίλια ερήμου και έφτασα στην κωμόπολη, όπου πήγαινα, αποχαιρέτησα την τεχνολογία για ένα χρόνο. Ο κόσμος που με περίμενε ήταν ειρηνικός και σιωπηλός. Εκεί ο χρόνος μετριόταν ακόμη με τις εποχές του.
Νομίζω ότι στην αρχή με επηρέασε βαθύτερα η σιωπή. Η πόλη είχε μια αγορά και μερικές εκατοντάδες μέτρα ασφαλτοστρωμένων δρόμων που γρήγορα ξέφτιζαν στην έρημο. Πετώντας από το Χαρτούμ έβλεπες ότι όλη η Νουβία ήταν τότε δυο πράσινες λωρίδες καλλιεργημένης γης ένθεν κακείθεν της λεπτής κορδέλας του Νείλου. Το υπόλοιπο ήταν η έρημος. Και η έρημος ανήκε στη σιωπή που δεν μπορούσε παρά να οξύνει τις αισθήσεις.
Όπως και η καφτή ζέστη, το λαμπρό γαλάζιο του ουρανού, αλλά και η αστροφεγγιά της σκοτεινής νύχτας. Δεν υπήρχαν ημίμετρα. Μόνο τα απλά πράγματα είχαν σημασία. Μια κούπα από φθαρμένο σμάλτο γεμάτη νερό από το πηγάδι, η σκιά ενός τοίχου από τούβλα, η ζέστη μιας κουβέρτας το βράδυ. Ένα σωρό πράγματα που γέμιζαν την ζωή μου ως τότε δεν είχαν πια καμιά σημασία.
Ήμουν τυχερός που βρέθηκα κατά τύχη στο Σουδάν όταν ξεκίνησα τη δουλειά μου στην Αφρική. Οι Σουδανοί ενδιαφέρονταν για μένα, ήταν φιλικοί και απρόσμενα ανεκτικοί με έναν νεαρό ξένο που η μόνη του ικανότητα ήταν ότι μιλούσε Αγγλικά. Τη δική τους αξία την ένιωσα μαθαίνοντας καλύτερα Αραβικά. Γράφοντας λέξεις όπως τις άκουγα σε ένα σημειωματάριο, ίσα ίσα όσα χρειαζόμουν για τις καθημερινές μου ανάγκες. Κι αρκετά για να μιλήσω με κάποιον γεωργό για τη σοδειά του, για την σπορά μιας συστάδας δέντρων που ψηλώνοντας θα δημιουργούσαν ένα προστατευτικό ανάχωμα ενάντια στον αέρα για το γιο του, όταν θα αναλάμβανε να φροντίζει τα χωράφια, στο μέλλον.
Αν δεν αναφέρομαι πολύ στην εκπαιδευτική μου σταδιοδρομία στο Σουδάν, είναι επειδή δεν θεωρώ ότι είχε κάποια ιδιαίτερη αξία για τους Σουδανούς. Δεν είχα ιδέα τι υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνω, έτσι ενεργούσα κάθε φορά κατά το δοκούν. Θυμάμαι ότι στην αρχή της χρονιάς έψαξα στην αποθήκη του σχολείου να δω τι βιβλία υπήρχαν που μπορούσα να χρησιμοποιήσω. Μετά από ένα βιαστικό μέτρημα, και υπολογίζοντας πως κάθε τάξη είχε πενήντα ή και περισσότερα αγόρια, κατέληξα στα φθαρμένα βιβλία μιας έκδοσης, προ εικοσαετίας, των «Κλασσικών Συγγραφέων για Αφρικανικά Σχολεία». Η επιλογή ήταν ανάμεσα στο «Λογική κι Ευαισθησία» της Τζέην Ώστεν ή τον «Μόμπυ Ντικ». Επέλεξα το δεύτερο, αν και το μεγαλύτερο ψάρι, που είχαν δει ποτέ τα παιδιά, ζούσε στο Νείλο και ήταν 30 εκατοστά. Δεν πιστεύω όμως ότι τα θέματα που πραγματεύεται η Τζέην Ώστεν μπορεί να τους απασχολούσαν. Νομίζω ότι το πιο χρήσιμο πράγμα που έκανα όλο το χρόνο ήταν ότι πριν φύγω έδωσα στους δύο εξυπνότερους μαθητές τα δύο αντίτυπα ενός αραβοαγγλικού λεξικού που είχα. Τα υπόλοιπα παιδιά προσπάθησα να τα ψυχαγωγήσω. Λυπάμαι που το λέω, αλλά κυρίως εγώ εκπαιδεύτηκα.
Όντως, έμαθα πολλά εκεί, που με βοήθησαν αργότερα στη δουλειά μου. Θυμάμαι όταν ταξίδεψα στα ανατολικά του Σουδάν, κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών, συνάντησα έναν άνθρωπο που είχε ασχοληθεί με την πολιτική στο Χαρτούμ. Σήκωσε την κελεμπία του και μου έδειξε τις μαχαιριές στο στομάχι για να το αποδείξει. Αηδιασμένος από τις εσωτερικές έριδες, τα είχε παρατήσει για να εργαστεί στο Συνεταιριστικό Κίνημα. Η δουλειά του ήταν να λύνει τα προβλήματα ώστε να προχωρεί ένα έργο. Το παράδειγμα που μου έδωσε αφορούσε ένα πελώριο φράγμα που έχτισε κάπου η Κυβέρνηση χρησιμοποιώντας ξένα κεφάλαια που έρρεαν. Το μόνο μειονέκτημα ήταν ότι η περιοχή όπου συγκεντρωνόταν το νερό ήταν η μόνη καλλιεργήσιμη γη στη χώρα. Είχε βρει μια συμβιβαστική λύση. Κατασκευάζοντας μια σειρά τοίχων διέσωσε ένα κομμάτι αυτής της γης από την καταβύθιση. Έμαθα πολλά στο Σουδάν.
Όμως η χρησιμότητα αυτής της γνώσης θα αποδεικνυόταν στο μέλλον. Η ιστορία μου αφορά τον χρόνο που έμεινα σ' εκείνη τη μικρή σουδανέζικη κωμόπολη και την ευαισθητοποίηση των αισθήσεών μου. Γιατί όταν ζεις σ΄ ένα μέρος όπου ο χρόνος σταμάτησε, τότε το παρελθόν και το παρόν τείνουν να χάσουν το νόημά τους. Και καθώς οι αισθήσεις οξύνονται αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι το παρελθόν βρίσκεται ολόγυρά σου, και συμπιέζει το παρόν όσο μπορεί. Ούτε απειλητικά ούτε επίφοβα, αλλά ήσυχα και ήρεμα και τόσο φυσικά όσο η ροή του μεγάλου ποταμού, που χωρίς αυτόν η Νουβία θα ήταν μόνον άμμος.
Άρχισε στα πιο κατάλληλα μέρη, όπως στο κοιμητήριο στους αμμόλοφους, έξω από την πόλη, όπου, από τους αβαθείς τάφους στην άμμο ξεπρόβαλαν λευκά κόκκαλα αποκαλύπτοντας κουρελιασμένα σάβανα που ανέμιζαν με το αεράκι.
Ύστερα ήταν κι ό,τι ξέμεινε εγκαταλειμμένο στην έρημο. Ο Αιγυπτιακός ναός στις αμμουδερές όχθες του ποταμού, δύο σειρές πέτρες με ιερογλυφικά που ήταν τόσο καθαρά και ευδιάκριτα όπως όταν πρωτοχαράκτηκαν. Ή ακόμη ένα τεράστιο παλιό τρακτέρ, τέλειο, χωρίς ίχνος σκουριάς, που βρισκόταν ακόμη εκεί όπου είχε εγκαταλειφθεί εδώ και πενήντα χρόνια, μνημείο ενός ανολοκλήρωτου έργου. Θα γινόταν μια τεχνητή λίμνη κι ένα κανάλι στα βάθη της ερήμου ώστε να αυξηθεί η καλλιεργήσιμη γη.
Και μικρότερα πράγματα , όπως η σπασμένη λάμπα θυέλλης, χωρίς το γυαλί της, παραπεταμένη στα σκουπίδια στους αμμόλοφους. Κι εκείνοι οι δύο μεταλλικοί κρίκοι, μπηγμένοι στο έδαφος, σε ένα χορταριασμένο σημείο στο κέντρο της πόλης. Σε κάθε κρίκο ήταν χαραγμένη η μάρκα «Slazenger». Λείψανα ενός γηπέδου τένις, μοναδικό απομεινάρι της κατοικίας του Επαρχιακού Κυβερνήτη της αποικίας. Παίρνω όρκο ότι μερικές φορές μπορούσα ν' ακούσω κελαριστό γέλιο και αγγλικές φωνές κάποιου απογευματινού ματς από χρόνια ξεχασμένου.
Αλλά υπήρχαν βέβαια και ζωντανά φαντάσματα. Έτσι όπως μαστίγωνε ο αέρας την άμμο δημιουργούσε φιγούρες που αιωρούνταν και έμοιαζαν με ανθρώπους που έτρεχαν με τα χέρια απλωμένα σαν να ήθελαν απεγνωσμένα να σε χαιρετήσουν. Και η ιστορία που έλεγαν οι ντόπιοι για μια Ρωσίδα μηχανικό που είχε έρθει να εργαστεί στο Σουδάν, αλλά παντρεύτηκε έναν Σουδανό και ζούσε πίσω από ένα καφάσι, σ' ενα χωριό, ανεβαίνοντας το ποτάμι. Ενα ζωντανό φάντασμα που δεν έβλεπε κανείς.
Όμως ήταν οι ήχοι που άρχισαν να με στοιχειώνουν. Γιατί η ακοή μου ευαισθητοποιήθηκε περισσότερο, και ήταν σαν να μπορούσα να ακούσω μήκη ηχητικών κυμάτων που ούτε φανταζόμουν ότι υπήρχαν. Είτε ήταν ο αέρας στο νεκροταφείο, είτε ο γέρος που ερχόταν κάθε απόγευμα στο σχολείο σέρνοντας ένα παλιό ποτιστήρι να καταλαγιάσει τη σκόνη στην αυλή, άρχισα ν' ακούω ένα υπόγειο ρεύμα κάτω από το θόρυβο που έκαναν. Άκουγα τον θλιμμένο απόηχο χαμηλόφωνου τραγουδιού κρυμμένο στον άνεμο ή βυθισμένο στις σταγόνες του νερού καθώς έσκαγαν στο χώμα.
Και έφτασα στο σημείο να αποζητώ αυτό τον υπόγειο ήχο που σημάδεψε το χρόνο που πέρασα στη Νουβία. Γιατί μου φάνηκε πως ήταν το μουρμούρισμα μιας βυζαντινής ψαλμωδίας από τους καθεδρικούς ναούς και τις εκκλησίες των Βασιλιάδων της Νουβίας. Σαν να μην είχαν χαθεί 700 χρόνια ιστορίας, ωσάν η μουσική τους, που μπορούσαμε μόνο να φανταστούμε, να ηχούσε ακόμη σαν υπόγειο ρεύμα στη ζωή μας.
Το άκουγα στις ψαλμωδίες των Σούφι σε ένα φεστιβάλ, στους αμανέδες της σουδανέζικης λαϊκής μουσικής, στα μακρόσυρτα ρεφραίν του "Ya Habibi" (Αγάπη μου), που ξεχύνονταν από τα κασετόφωνα των φορτηγατζήδων. Το άκουγα όταν ταξίδευα, όταν καθόμουν στην κορυφή ενός λόφου πάνω από τη Σινκάτ, περιμένοντας το επόμενο τρένο - 36 ώρες αργότερα - στην τραγουδιστή φωνή του παιδιού, που πουλούσε κλαράκια για το καθάρισμα των δοντιών -πέντε πένες το κομμάτι.
Το άκουγα στο βρυχηθμό του Τρίτου Καταρράκτη, στην καταιγιστική ροή του νερού που ήταν η ίδια ένας ύμνος στο εφήμερο. Το άκουγα στις αγωνιώδεις κραυγές των γυναικών, όταν τα κύματα έσκαζαν στο πλάι των παλιών μεταγωγικών που διέσχιζαν το Νείλο, ή στις κραυγές χαράς, όταν άρχιζαν οι χοροί του ζευγαρώματος στους γάμους. Ήταν οι μόνες φορές που έβλεπα τις γυναίκες να χορεύουν ξέσκεπες αποκαλύπτοντας τα μαύρα στιλπνά μαλλιά τους, που έλαμπαν καθώς λικνίζονταν πέρα δώθε με τα μπράτσα απλωμένα και την ένταση των ανδρών που ηλέκτριζε το πλήθος σαν σπινθήρας φωτιάς.
Έφτασα να αγαπώ εκείνο τον υπόγειο ήχο και να τον προσδοκώ. Αναρωτιόμουν αν μόνο εγώ καταλάβαινα ότι ήταν η πανάρχαιη, από αιώνες ξεχασμένη λειτουργία της βυζαντινής εκκλησίας της Νουβίας. Φανταζόμουν τις ψαλμωδίες στο Φάρας τα τελευταία χρόνια, όταν οι τοίχοι του καθεδρικού ναού είχαν θαφτεί ολοσχερώς σχεδόν κάτω από την άμμο. Όταν to εκκλησίασμα αναγκάστηκε να κτίσει με τούβλα τα παράθυρα και να σκάψει τούνελ κάτω από την πύλη του ναού, ώστε να μπορέσουν να χωθούν μέσα να προσευχηθούν, αγωνιώντας για την πίεση της άμμου στους τοίχους. Ένα εκκλησίασμα αποφασισμένο να επιμείνει, όπως ταιριάζει σ' ένα μεθοριακό φυλάκιο του βυζαντίνου πολιτισμού, τόσο ηρωικό, όσο ο τελευταίος Παλαιολόγος Αυτοκράτορας που αρπάζοντας το σπαθί του τρέχει στην πρώτη γραμμή ενώ οι Τούρκοι παραβιάζουν τα τείχη του Βυζαντίου.
Για κάποιον που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάνοντας πρακτικές δουλειές, ομολογώ πως ήμουν πάντα αδιόρθωτα ρομαντικός.
Και θα έφευγα από το Σουδάν με το ρομαντισμό μου άθικτο αν δεν πάθαινα μια βαριά κρίση δυσεντερίας. Έπασχα από δυσεντερία σχεδόν βδομάδα πάρα βδομάδα και είχα χάσει 12 κιλά στο διάστημα που έμεινα εκεί. Αλλά θυμάμαι μια φορά που ήμουν χειρότερα απ' ό,τι συνήθως και δεν πήγα στο σχολείο μια δυο μέρες. Όταν στάθηκα πάλι στα πόδια μου, μια Παρασκευή, η μόνη ελεύθερη μέρα που είχα, περπάτησα τα χαράματα ως το ποτάμι, παρακάτω. Χλωμός ακόμη από τη δυσεντερία. Ψηλός κι αδύνατος, θα με περνούσαν κι εμένα για φάντασμα, καθόμουν εκεί, κάτω από τις φοινικιές, στο γκρίζο φως της αυγής, χαζεύοντας το άδειο ποτάμι. Η αρρώστια με είχε ξετινάξει και υποψιάζομαι ότι οι αισθήσεις μου είχαν οξυνθεί στο έπακρο, όσο ποτέ πριν ή μετά.
Τότε τα είδα. Μια σειρά ιστιοφόρα έπλεαν με τη ροή του ποταμού προς την Αίγυπτο. Ιστιοφόρα, όπως αυτά που είχα δει τόσες φορές. Όμως τώρα ανέμιζαν άσπρες σημαίες στα κατάρτια με τον κίτρινο διπλό σταυρό των βυζαντινών χριστιανών Βασιλέων της Νουβίας. Τα ιστιοφόρα ήταν γεμάτα με γυναίκες και παιδιά κυρίως, και μπορούσα να δω ότι ήταν Νότιοι. Ήταν αιχμάλωτοι από το Νότο, σκλάβοι που τους έστελναν στην Αίγυπτο οι Βασιλείς της Νουβίας. Ο ετήσιoς φόρος που πλήρωναν οι Βασιλείς στους Άραβες της Αιγύπτου. Ένας φόρος που πλήρωναν εκατοντάδες χρόνια εξαγοράζοντας τους Άραβες για να παρατείνουν την ελευθερία της χριστιανικής Νουβίας.
Και άκουσα τον απόηχο που έφτανε από τα ιστιοφόρα. Ένα μελωδικό ψιθύρισμα, διακριτικό, να μην προκαλεί. Αυτός ήταν ο υπόγειος ήχος που άκουγα παντού. Ούτε βυζαντινή λειτουργία, ούτε ο θρήνος ενός χαμένου βυζαντινού νουβικού κόσμου. Ήταν το τραγούδι των σκλάβων.
Published on May 21, 2024 07:25
No comments have been added yet.


