Στο σπίτι της
Ειλικρινά, μου άρεσε πολύ, όπως και περίμενα πως θα γίνει. Αισθησιακό από κάθε άποψη, συντονισμένο με τις αισθήσεις και την αισθητική, σε σημείο που καταλήγει να ξυπνάει μια νοσταλγία.
Η Ίζαμπελ, μοναχική και αυστηρή, ζει μόνη της σε ένα εξοχικό σπίτι σε μια αγροτική περιοχή της Ολλανδίας. Η μητέρα της έχει πεθάνει και τα αδέρφια της μένουν αλλού. Είναι αφοσιωμένη στη φροντίδα και την προστασία του σπιτιού, λες και πρόκειται για προέκταση του ψυχισμού της. Όπως η Ίζαμπελ είναι συντονισμένη με το σπίτι, έτσι κι εμείς συνδεόμαστε με τους χώρους του, τους ήχους του, την ατμόσφαιρά του, τα έπιπλα και τα πιατικά του.
Η Εύα, η καινούρια κοπέλα του αδερφού της, θα μείνει μαζί με την Ίζαμπελ στο σπίτι για ένα μήνα. Δεν θα σας γράψω άλλα, γιατί η πλοκή βασίζεται στο να μην ξέρουμε τίποτα παραπάνω για την Εύα. Θα προσθέσω μόνο κάτι δικό μου:
Το να μην θέλει κανείς να μάθει για το παρελθόν του άλλου, προδίδει πόσο πολύ δεν επιθυμεί να δει, να καταλάβει και να βιώσει τον άλλον ως άνθρωπο. Οι παιδικές μας αναμνήσεις, τα παιχνίδια μας, οι συγγενείς μας, οι διακοπές μας, είναι ο χάρτης μας· είναι οι βάσεις που καταλήγουν στον ενήλικα που έχουμε απέναντί μας. Όσο επιμένουμε να στεκόμαστε μονάχα στο αγαπημένο του χρώμα, τα μέρη που θέλει να ταξιδέψει, γιατί τσακώθηκε με έναν φίλο και πότε θα πάρει την αύξηση που περιμένει, αλλά αγνοούμε το παιδί μέσα του, τα τραύματά του, την αφήγηση που ο ίδιος επιχειρεί να βάλει σε μια σειρά, τόσο του υποσχόμαστε πως δεν θα περπατήσουμε από τους δρόμους που περπάτησε, δεν θα βρούμε μεταξύ μας κοινά και εν τέλει, δεν θα συναντηθούμε ποτέ.
Οι άνθρωποι που δεν θέλουν να μιλάνε για παρελθόν και όσοι δεν θέλουν να ακούν, σχηματίζουν μια εκρηκτικά επιφανειακή ομάδα: ο πρώτος έχει χάσει κάθε ελπίδα κι ο δεύτερος κάθε περιέργεια. Όλα επιτρέπονται φυσικά, ωστόσο πάντα με εντυπωσιάζει το «κοντά» που δεν θα μπορούσε να είναι πιο «μακριά». Έτσι, στο παράδειγμα του «στο σπίτι της», με εντυπωσίασε πως όλοι οι εμπλεκόμενοι έβλεπαν μια όμορφη κοπέλα, την Εύα, ποθητή, ευαίσθητη, καλόβολη, αλλά κανείς τους δεν ήθελε να τη ρωτήσει τίποτα, μα τίποτα απολύτως.