Τρεις γυναίκες
Αρχικά, τα τρία γυναικεία πορτραίτα του Μούζιλ δίνουν την αίσθηση πως δεν υπάρχει «καταγωγή». Αυστρία, Γερμανία, Ελβετία, δεν εντοπίζονται τόσο σε αυτές τις ιστορίες, φαίνεται περισσότερο ο πειραματισμός της μικρής φόρμας, παραμυθιών και ιστοριών, όχι για να σχεδιαστούν αόρατα ηθικά διδάγματα, αλλά για να κεντηθούν τρία ζευγάρια μάτια που κοιτούν τρεις γυναίκες.
Η ατμόσφαιρα που χτίζει ο Μούζιλ, μεταξύ ανδρικής αμφιβολίας και απόστασης είναι ιδιαίτερα γοητευτική, σε σημείο που εάν δεν είχε αρκετά προσγειωμένα σημεία αφήγησης θα μου θύμιζε την Μαργκερίτ Ντυράς και τον Κόμπο Αμπέ, κυρίως προς τη δυστυχία του ανικανοποίητου, ενώ βρίσκεσαι ακριβώς μπροστά στο αντικείμενο που περίμενες πως θα σε ικανοποιούσε.
Παρά το παλιό της εποχής και παρά το ότι τα τρία γυναικεία πορτραίτα δεν αφορούν τις γυναίκες, υπάρχει ένα μοντέρνο στοιχείο κι αυτό είναι η ανασφάλεια στα μάτια των αφηγητών, η αίσθηση πως «τα θέλουν όλα», αλλά το να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνσή φαντάζει αδύνατο και σχεδόν άδικο.
Γοητευμένοι από το εκάστοτε φρέσκο γυναικείο πορτραίτο, δεν αργεί να αναδυθεί ο εσωτερικός βασανισμός του ήρωα, ο οποίος είναι μάταιος και ανά στιγμές εάν το σκεφτεί κανείς, κάπως κωμικός, γιατί οι γυναίκες δεν ακολουθούν κάποια φόρμα αγιότητας, αλλά είναι πιο κοντά στο αυθόρμητο, το ζωώδες και το σωματοποιημένο θεϊκό. Οι ήρωες φτάνουν εκεί που θέλουν, αλλά η ψυχή τους δεν ηρεμεί, το ταξίδι τους δεν τελειώνει και η στάση προσοχής μπροστά στην εγγύτητα έρχεται με αμηχανία, μιας και όλοι οι εμπλεκόμενοι περπατάνε με τους όρους της απιστίας, της αλλαγής, του παροδικού και του τυχοδιωκτικού.
Οι ήρωες του Μούζιλ, με βλέμμα ενδοστρεφές και φιλοσοφημένο, επιχειρούν να ξεδιπλωθούν μέσα από τις γυναίκες, να σηκώσουν μπροστά από τα πόδια τους το πέπλο κάποιας σημαντικότερης αλήθειας τους, αλλά παραμένουν καταδικασμένοι στην περιπέτεια, μιας και οι γυναίκες, εξίσου προσαρμόζονται στις αλλαγές των συνθηκών και ενώ είναι πιο σταθερές από τους ήρωες, με τον τρόπο τους υπονοούν πως τίποτα δεν είναι για πάντα. Οι γυναίκες εδώ θυμίζουν περισσότερο θεές, εποχές του χρόνου, ζώα και τόποι, ενώ οι παρατηρητές τους ως άνθρωποι που διαρκώς βασανίζονται με αποφάσεις.
«Αν ο Θεός μπόρεσε να γίνει άνθρωπος, μπορεί να γίνει και γάτα», είπε η Πορτογαλίδα και εκείνος θα έπρεπε ίσως να της βάλει το χέρι στο στόμα που τόλμησε αυτή τη βλασφημία, αλλά το ήξεραν κι οι δυο, κανένας ήχος δεν έβγαινε ποτέ απ’ αυτούς τους τοίχους.