Rusty


«Πού να με πάρει,χάθηκα!»

Το λαμπάκι στοφορτηγάκι του είχε χτυπήσει εδώ και λίγη ώρα. Η βενζίνη που του είχε μείνειήταν μόνο για λίγα χιλιόμετρα. Το GPS δεν αναγνώριζε καμία πόλη εκεί τριγύρω. Καιμε το φορτίο που είχε δεν έπρεπε να καθυστερήσει. 

Σταμάτησε στην άκρη καιβγήκε έξω. Έκανε κρύο. Μπορούσε να διακρίνει από μακριά το νερό στη θάλασσαπαρόλο που δεν είχε φεγγάρι. Άκουγε τα κύματα εκεί κοντά να χτυπάνε σε κάποιουςβράχους. Αναρωτήθηκε πού είχε κάνει το λάθος.

Όσο το σκεφτόταν, τόσοεπιβεβαιωνόταν πως το λάθος έγινε στην έξοδο πριν τον κόμβο. Εκεί είχε δει τοπεριπολικό να πηγαίνει μπροστά του και δεν ήθελε να το ρισκάρει. Βγήκε μιαέξοδο νωρίτερα, όμως έτσι κατάφερε να χαθεί.

Τι έλεγε εκείνη ηέξοδος στην ταμπέλα;

Το μυαλό του φυσικάήταν στο περιπολικό και όχι στην έξοδο. Το κινητό του χτύπησε ακόμα μια φορά.

«Όχι αφεντικό, όλα πάνεσύμφωνα με το σχέδιο, μην ανησυχείς»

Έκλεισε το τηλέφωνο καικοίταξε τριγύρω απελπισμένος. Αν έμενε από βενζίνη όλοι θα ανακάλυπταν τοφορτίο του. Και τότε ήταν χαμένος.

Ένα φως μικρό σαν σπίθαάναψε στο βάθος. Προσπάθησε να διακρίνει τι ήταν. Έμοιαζε με κατοικία. Τα μάτιατου είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι. Τώρα μπορούσε να δει ότι εκεί υπήρχε μια πόλη.Μια πόλη με σβηστά όλα τα φώτα. Εκτός από ένα.

Δεν μπορεί, κάποιοςθα μπορεί να με βοηθήσει κι αν όχι τουλάχιστον θα μείνω μέχρι να ξημερώσει.

Το φορτίο του θα άντεχεοριακά λίγες ώρες ακόμα. Το ήξερε και ο ίδιος. Το ιδανικό θα ήταν να βάλειβενζίνη, να μάθει πού βρίσκεται και να συνεχίσει.

Μπήκε πάλι στοφορτηγάκι του, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε για εκείνο το φωτάκι. Σε λιγότερο απόένα τέταρτο στροφών βρέθηκε μπροστά σε εκείνη τη μικρή πόλη. Η ταμπέλα ήτανσκουριασμένη και έγραφε Ιόπη.

Πώς έμπλεξα έτσι;

Η πόλη από κοντά ήτανμεγαλύτερη από όση φαινόταν στο σκοτάδι. Ναι ήταν σε μεγάλο βαθμόεγκαταλελειμμένη, αλλά θα είχε περάσει και μέρες δόξας. Ο κεντρικός δρόμος είχεένα αστυνομικό τμήμα (ευτυχώς κλειστό), ένα δημαρχείο και πλατεία. Το φωςερχόταν από λίγο πιο κάτω. Πήγαινε αργά και προσπαθούσε να μην κάνει θόρυβο. Ανυπήρχαν κάτοικοι σε αυτή την περιοχή, θα ήταν ήδη στα κρεβάτια τους. Αναρωτιόταναν εκείνο το φως οδηγούσε σε κάποιο μαγαζί – ή ακόμα καλύτερα – σε κάποιοβενζινάδικο.

Λίγα στενά πιο κάτω τοείδε. Ήταν ένα παλιό μαγαζί με μια ταμπέλα που αναβόσβηνε. Rusty έγραφε εκείέξω και το όνομα έμοιαζε ταιριαστό με την περίπτωση. Απογοήτευση. Κατά πάσαπιθανότητα ο ιδιοκτήτης είχε απλά ξεχάσει την ταμπέλα αναμμένη. Εκείνη η πόληείχε πεθάνει και δεν το ήξερε.

Έσβησε τη μηχανή για ναμην κάνει περιττό ξόδεμα στην πολύτιμη βενζίνη του. Άνοιξε το παράθυρο καιάναψε ένα τσιγάρο. Έπρεπε να ηρεμήσει και να αποφασίσει τι θα κάνει.

Μετά την πρώτη τζούραένιωσε καλύτερα. Κοίταξε το κινητό του. Δεν είχε σήμα. Καμία έκπληξη. Μέσα σεεκείνη την ησυχία, άρχισε να ξαναβρίσκει την αυτοπεποίθησή του. Το πακέτο πουείχε στο αμάξι έπρεπε να παραδοθεί. Το αφεντικό του, τού είχε ζητήσει να το παραδώσεισε ένα συγκεκριμένο μέρος. Και με΄τα να εξαφανίσει και το φορτηγάκι. Θεωρητικάσε εκείνο το μέρος που θα πήγαινε, δεν θα το έβρισκαν ποτέ. Όμως και αυτό τομέρος φαινόταν μια χαρά. Δεν υπήρχε ψυχή. Μπορούσε να επιστρέψει να το εξαφανίσειεκεί. Να το πετάξει στη θάλασσα. Άλλωστε στην επιστροφή δεν θα είχε πρόβλημα νατου κάνουν έλεγχο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη βενζίνη. Αν έπρεπε νακαλέσει οδική θα κινούσε υποψίες σε μια τέτοια πόλη τέτοια ώρα.

Ένας ήχος τον έκανε ναβγει από τις σκέψεις του. Η πόρτα στο μαγαζί μπροστά του άνοιξε. Φως φαινότανστο εσωτερικό και μια χαμηλή μουσική έβγαινε προς τα έξω.

Είναι ανοικτό;

Έκλεισε το παράθυρο καικατέβηκε από το φορτηγάκι. Κλείδωσε και πέταξε το τσιγάρο. Άνοιξε διστακτικάτην πόρτα.

«Μπες» ακούστηκε μιαφωνή.

Έσπρωξε λίγο πιο δυνατάκαι μπήκε. Το εξωτερικό του μαγαζιού το αδικούσε. Μέσα ήταν ένα κανονικόμπαράκι. Υπήρχαν τραπέζια, καθίσματα στην μπάρα, ένα τζουκμποξ, ακόμα καιμπιλιάρδο σε μια γωνία. Πίσω από την μπάρα ήταν ένας άντρας.

«Κανονικά έχω κλείσει,αλλά βλέπω είσαι περαστικός.»

«Ναι… Χάθηκα και έψαχναένα βενζινάδικο, γιατί κοντεύω να ξεμείνω από καύσιμα. Μήπως μπορείς να μεβοηθήσεις;»

«Φίλε μου ήρθες στοτέλος του κόσμου. Δηλαδή και να ήθελες να πας πιο κάτω δεν έχει. Βενζινάδικοέχει περίπου δέκα χιλιόμετρα πιο πίσω, αλλά θα ανοίξει το πρωί.»

«Κατάλαβα»

«Να σου βάλω κάτι ναπιεις;»

«Εδώ που φτάσαμε, μιαμπίρα θα ήταν καλή».

Ο μπάρμαν έβγαλε έναπαγωμένο ποτήρι και το άφησε μπροστά του. Πήγε μέχρι το ψυγείο και έβγαλε έναμπουκάλι. Το άνοιξε μπροστά του με το ανοιχτήρι και το άφησε δίπλα στο ποτήρι.

«Στην υγειά σου»

«Στην υγειά σου»

Ήπιε την πρώτη γουλιά.Ήταν παγωμένη. Αν ήταν καλοκαίρι θα την ευχαριστιόταν παραπάνω. Κι αν δεν είχεεκείνη το φορτίο πίσω στο φορτηγάκι. Ο μπάρμαν σαν να διάβασε τη σκέψη του τονρώτησε.

«Τι κουβαλάς;»

«Ε;»

«Με το φορτηγάκι λέω,τι κουβαλάς;»

«Δουλεύω σε εταιρίαμεταφορών, έχω διάφορα δέματα για παράδοση»

«Έχεις και για εμάςτίποτα;»

«Όχι, όπως σου είπαχάθηκα και βρέθηκα εδώ»

Ο μπάρμαν δεν συνέχισετη συζήτηση. Πήγε μέχρι το ηχοσύστημα και δυνάμωσε λίγο ένα τραγούδι που έπαιζε.Ο άντρας παραξενεύτηκε από την έναρξη του τραγουδιού που έμοιαζε σαν εκκλησίακαι στη συνέχεια συνέχισε με μια χαρακτηριστική κιθάρα που ήταν σίγουρος ότιείχε ακούσει. Έβγαλε το κινητό του, αλλά δεν είχε σήμα. Σκέφτηκε να ψάξει ποιοτραγούδι ήταν. Εκεί συνειδητοποίησε ότι είχε χαλαρώσει παραπάνω από τοαναμενόμενο και είχε μια αποστολή.

Ένας στίχοςεπαναλαμβανόταν συνεχώς στο τραγούδι.

Your time is gonna come

Your time is gonna come

Ο μπάρμαν τον κοίταξε.

«Led Zeppelin είναι, αναναρωτιέσαι»

Έγνεψε και σήκωσε τοποτήρι του. Ήπιε άλλη μια γουλιά από την μπίρα του. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκηνα πάει στο μπάνιο. Ο μπάρμαν του έδειξε την πόρτα. Εκείνος πήγε γρήγορα.

Μπήκε στο μπάνιο, όπουτα φώτα ήταν σβηστά. Έψαξε τριγύρω στα τυφλά, αλλά δεν μπορούσε να βρει τονδιακόπτη. Ένιωθε ότι θα σκάσει.

Γάμησε το, θα πάωστα τυφλά.

Έψαξε μέσα στο σκοτάδικαι προσανατολίστηκε. Κατάφερε να ξαλαφρώσει. Ταυτόχρονα ένιωσε το στόμα του ναγίνεται ξερό. Διψούσε πάλι.

Ψηλάφισε για να βρειτον νιπτήρα. Έπλυνε τα χέρια του και κοίταξε ευθεία εκεί που λογικά θα ήταν οκαθρέφτης του μπάνιου. Η κίνηση έγινε αυθόρμητα. Μπροστά του είδε κάτι σανπράσινα μάτια να τον κοιτάζουν. Πετάχτηκε πίσω. Βγήκε γρήγορα από το μπάνιο. Ομπάρμαν ήταν εκεί και με νωχελικές κινήσεις συνέχισε τις δουλειές του.

«Δεν είχε φως»

«Δεν το βρήκες μάλλον,ελπίζω να μην τα έκανες μαντάρα εκεί μέσα»

«Όχι όχι»

Το στόμα του ήταν ακόμαπιο ξερό. Ένιωθε σαν να μασάει άμμο. Πήγε προς το ποτήρι του και ήπιε μια ακόμαμεγαλύτερη γουλιά από την μπίρα του. Στιγμιαία ένιωσε και πάλι καλά. Έκατσε στηθέση του, ενώ άλλα τραγούδια είχαν πάρει σειρά.

«Η πόλη σας γιατί είναιτόσο έρημη;» ένιωσε το σας να το λέει σχεδόν ψευδά. Το στόμα του είχεστεγνώσει πάλι. Ήπιε μια γουλιά ακόμα.

«Τον χειμώνα οικάτοικοι είναι ελάχιστοι. Πεθαίνουν σιγά σιγά και οι παλιότεροι και οι νεότεροιέρχονται μόνο για διακοπές. Φίλε μου, έπρεπε να δεις αυτό το μέρος πριν λίγαχρόνια. Χαμός!»

Έγνεψε και πάλι. Μέσασε λίγα λεπτά και μετά μόλις από δύο γουλιές, ένιωθε ότι πρέπει να αδειάσει καιπάλι την κύστη του.

Τι σκατά;

Ζήτησε συγνώμη και ξαναπήγεστο μπάνιο.

«Βρες το φως αυτή τηφορά. Μπαίνοντας στα δεξιά»

Ακολούθησε τη συμβουλήκαι το βρήκε. Αν και ήταν οριακό για να μην τα κάνει πάνω του. Η ανακούφισηήταν ακόμα μεγαλύτερη από την πρώτη φορά. Σχεδόν άφησε μια ανάσα ανακούφισης.Ένιωσε τη δίψα του να μεγαλώνει.

Βγήκε και πλύθηκεκοιτώντας στον καθρέφτη που νωρίτερα πίστεψε ότι είχε δει τα μάτια. Το σκοτάδιμπορεί πολύ εύκολα να παίξει μαζί σου. Βγήκε έξω ανανεωμένος. Ήθελε να πιει καιτο υπόλοιπο ποτήρι.

Έκατσε και πάλι στηθέση του.

«Δεν θέλω να σεστεναχωρήσω, μπορώ αν θες να σου βάλω άλλη μια μπίρα και μετά θα κλείσω να πάωκι εγώ για ύπνο. Πιστεύω καταλαβαίνεις»

«Κανένα πρόβλημα. Θα πιω άλλη μία»

Ο μπάρμαν του έδωσεακόμα μια. Αυτή τη φορά την ήπιε μονορούφι. Είχε ανάγκη να ξεδιψάσει.

«Έι φίλε, μην ξεχνάςοδηγείς και έχεις και ένα φορτίο εκεί μέσα. Με το μαλακό!»

Τη λέξη φορτίο τουφάνηκε ότι ο μπάρμαν την τόνισε ιδιαίτερα. Σαν να ήξερε ποιο ήταν το φορτίο πουκουβαλούσε.

«Εντάκθει»

Τι έγινε;

Πλέον ψεύδιζε κανονικά.Η γλώσσα του ήταν στεγνή. Μπορούσε να νιώσει άμμο στο στόμα του.

«Σε παρακαλώ μια μπιρίτθαακόμα»

Δεν μπορούσε ναπιστέψει πως τα χείλη του κολλούσαν από τη δίψα. Το γράμμα σίγμα δεν μπορούσε ναβγει σαν ήχος. Ο μπάρμαν δεν έδειξε να ενοχλείται.

«Τελευταία, ε;»

Έγνεψε καταφατικά. Ήπιεμονορούφι το ποτήρι.

«Πολύ καλύτερα. Είχεσχεδόν στεγνώσει το στόμα μου»

Έβγαλε να πληρώσει. Ομπάρμαν πήρε το χαρτονόμισμα αδιάφορα και το έβαλε στο ταμείο. Τον καληνύχτισεκαι τον ευχαρίστησε και ξεκίνησε για την έξοδο. Άρχισε να τρεκλίζει ενώ ένιωθεότι πρέπει να πάει και πάλι τουαλέτα. Η κύστη του θα έσκαγε.

«Τι μου θυμβαίνει;»

Το ψεύδισμα είχεεπιστρέψει μαζί με τη δίψα. Ξεκίνησε να τρέχει για το μπάνιο. Μπήκε καιπροσπάθησε να ανάψει τον διακόπτη, δεν τον βρήκε. Πήγε απευθείας στην τουαλέτακαι ένιωσε τα ούρα να βγαίνουν από το κορμί του με μεγάλη δύναμη. Τόση πουένιωσε τα νεφρά του να πονάνε. Συνέχισε να κατουράει, ενώ το στόμα τουστέγνωνε. Ήταν σαν το κορμί του να ήταν ένα τεράστιο δοχείο με νερό και όσοαφαιρούσε αυτά που είχε πιει, άδειαζε.

Πρώτα ήταν η γλώσσατου, μετά ο λαιμός του. Ξεράθηκε τόσο που δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο αέραςπερνούσε με το ζόρι. Όταν τελείωσε σχεδόν ένιωθε να μην μπορεί να αναπνεύσει.Βγήκε έξω στον χώρο με τον νιπτήρα και προσπάθησε να βγει έξω να φωνάξει τονμπάρμαν. Αυτή τη φορά τα δύο πράσινα μάτια ήταν και πάλι μπροστά του και τονκοιτούσαν. Δεν ήταν φαντασία. Η φιγούρα διακρινόταν από τον φωτισμό της πόρταςπου οδηγούσε στον κεντρικό χώρο. Δεν υπήρχε φωνή να βγάλει.

Ένιωσε τη φιγούρα ναμεγαλώνει. Η κύστη του – αυτόνομη πια – συνέχισε να αδειάζει το σώμα του.Ένιωσε να ρυτιδιάζει. Σκεφτόταν τις σταφίδες που έτρωγε μικρός και αναρωτιόταναν σε λίγη ώρα θα έμοιαζε κάπως έτσι. Πήγε να ψελλίσει ένα γιατί, όμως δεν υπήρχεδύναμη για τίποτα. Χρειαζόταν βοήθεια. Κάποια στιγμή, έσπρωξε την πόρτα καιβγήκε έξω. Βρήκε τον μπάρμαν να τον κοιτάζει ατάραχος, ενώ είχε πέσει στα πόδιακαι σερνόταν. Ο μπάρμαν συνέχισε να κάνει δουλειές. Σημείωνε ελλείψεις σε έναχαρτί, κοιτώντας τις προμήθειες του. Ίσως να σημείωνε να πάρει πάλι εκείνη τημπίρα για να ξεκάνει κι άλλους ανθρώπους από το κατούρημα.

«Ξέρεις η Ιόπη θα ήτανγεμάτη κόσμο, αν το παρελθόν της δεν ήταν αμαρτωλό. Έχουμε ιστορίες για κάθελογής έγκλημα. Κάποιοι μας είπαν καταραμένους. Οι λίγοι που μείναμε εδώ,υποσχεθήκαμε πως η αμαρτία θα μείνει μακριά από αυτό το μέρος. Και το μέρος μαςβοηθάει, όπως μπορεί. Θα γνώρισες πιθανόν τον συνέταιρό μου στο μπάνιο».

Δεν ήξερε τι να σκεφτείπια. Ένιωθε πως οι ανάσες που του είχαν μείνει ήταν μετρημένες. Το σώμα τουείχε χάσει κάθε υγρό που είχε νωρίτερα. Ένιωθε τις φλέβες του καυτές, σαν τοαίμα να προσπαθεί να βρει τρόπο να φύγει από εκεί μέσα. Ήθελε να μάθει τονλόγο. Ή μάλλον να μάθει πώς ήξεραν. Ο μπάρμαν σαν να διάβασε τη σκέψη του πήγεαπό πάνω του. Άφησε σε ένα τραπέζι το σημειωματάριο και το μολύβι του. Τονκοίταξε χαμογελώντας.

«Δεν σου έμαθε η μαμάσου ότι δεν απαγάγουμε παιδιά, παλιοανώμαλε;»

Ο μπάρμαν σταμάτησε ναχαμογελάει. Του έριξε μια κλοτσιά στα αχαμνά με τόση δύναμη που ήθελε ναουρλιάξει. Δεν μπορούσε. Ο πόνος διαπέρασε όλο του το κορμί. Ακόμα και τα δάκρυαπου έπρεπε να τρέξουν από τα μάτια του, δεν βγήκαν.

Το κουφάρι του συρρικνωνόταν.Έμοιαζε σαν ένα στρώμα θαλάσσης που μαζεύει, την ώρα που ανοίγει η τάπα τουαέρα. Ο μπάρμαν απομακρύνθηκε ψύχραιμα παίρνοντας και τις σημειώσεις του. Πήρεκαι τα κλειδιά για το βανάκι. Βγήκε έξω από το μαγαζί και πήγε προς το αυτοκίνητο.Άνοιξε την πόρτα και πάτησε να ξεκλείδωσε η πόρτα στο πίσω μέρος του βαν. Βρήκετο αγόρι να είναι εκεί αναίσθητο. Το πήρε στην αγκαλιά του και το έβαλε στοδικό του αυτοκίνητο, στη θέση του συνοδηγού. Η περιπέτεια του σύντομα θατελείωνε.  

Μέσα στο μαγαζί, ό,τιείχε απομείνει από εκείνον τον άντρα ήταν στο πάτωμα. Κομμάτια ζαρωμένου δέρματος,σαν ένα πουκάμισο που είχε πέσει ατσούμπαλα κάτω κουνιόνταν ακόμα, μα όχι γιαπολύ. Τα μάτια ήταν ακόμα στη θέση τους, αν και κοιτούσαν σε διαφορετικέςκατευθύνσεις. Το ένα έπεσε και κύλησε στο πάτωμα. Αν μπορούσε ακόμα να έχει τηδύναμη της όρασης, θα έβλεπε εκείνο το πλάσμα που βγήκε από το μπάνιο. Σε λίγοτίποτα δεν θα είχε μείνει να θυμίζει πως κάποτε υπήρξε σε αυτόν τον κόσμο. Τοτραγούδι των Led Zeppelin είχε αρχίσει να παίζει και πάλι στα ηχεία.

Your time is gonna come

Your time is gonna come

Η ταμπέλα του Rusty έσβησε και ηπόλη της Ιόπης έμεινε σκοτεινή. Μια ακτίνα φωτός κινούταν εκτός πόλης με ένααγόρι να κοιμάται στη θέση του συνοδηγού. Μέχρι το ξημέρωμα θα είχε επιστρέψει στουςδικούς του. 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on August 08, 2025 01:23
No comments have been added yet.