Μια λογοτεχνική ανατομή της παλιάς Κοζάνης (για το βιβλίο του Μιχάλη Πιτένη, Γιαλάν ντουνιάς, εκδ. Γράφημα, 2022)

 Του Γιώργου Δελιόπουλου


Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια νεο-ηθογραφικήτάση στην ελληνική πεζογραφία, μια στροφή στην αποτύπωση των παραδοσιακώνκοινωνιών του παρελθόντος, με την ευρεία αξιοποίηση μάλιστα των τοπικώνιδιωμάτων. Κάποιοι κριτικοί,αναφερόμενοι στα βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου, στα διηγήματα του ΔημήτρηΚανελλόπουλου, στο Γκιακ τουΔημοσθένη Παπαμάρκου (Αντίποδες, 2014), στο Μόνοτο αρνί της Βασιλικής Πέτσα (Πόλις, 2015) ή στο Χάθηκε Βελόνι του Χρήστου Αρμάντου Γκέζου (Μεταίχμιο, 2021), μιλούνγια τη λογοτεχνία της ντοπιολαλιάς. Πολλοί συγγραφείς,λοιπόν, είτε νοσταλγώντας τον γενέθλιο τόπο τους είτε αναζητώντας πιο παρθένεςπηγές έμπνευσης, απομακρύνονται από τον κορεσμένο λογοτεχνικά αστικό χώρο καιαναζητούν τις ιστορίες τους σε μέχρι τώρα περιθωριακά, υποφωτισμένα καιανεξερεύνητα περιβάλλοντα, όπως είναι οι τοπικές κοινωνίες του παρελθόντος.Αυτή η έκκεντρη θεματολογική αναζήτηση επηρεάζει και τη γλώσσα, η οποία επίσηςαποκλίνει, εξερευνώντας τους θησαυρούς των ξεχασμένων ιδιωμάτων. Μέσα από αυτήτην απομάκρυνση από τον μακρόκοσμο της μεγαλούπολης και την εστίαση στονμικρόκοσμο του χωριού ή τις μεμονωμένες προσωπικές ιστορίες, παρουσιάζονται πιοανάγλυφα και παραστατικά οι μεγάλες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικέςεξελίξεις του 20ού αιώνα, αλλά και η αποτύπωσή τους στην ανθρώπινησυμπεριφορά και τον ψυχισμό. Επομένως, ο στόχος τωνσυγγραφέων δεν είναι η νοσταλγική και εξωραϊσμένη αναπόληση του παρελθόντος,όπως στην ηθογραφία του 19ου αιώνα. Η νεο-ηθογραφία καταθέτει μια ωμή,σκληρή και αψιμυθίωτη ματιά στις παραδοσιακές κοινωνίες, ερμηνεύοντας μέσα απόαυτό το τοπικό φίλτρο τη σύγχρονη καθημερινότητα.

Αυτή τη νεο-ηθογραφική τάση ακολουθείκαι το τελευταίο βιβλίο του Μιχάλη Πιτένη, Γιαλάνντουνιάς (Γράφημα, 2022). Αν και σε προηγούμενα βιβλία του ο Πιτένηςασχολήθηκε με τους κοινωνικούς και ιστορικούς μετασχηματισμούς του β΄ μισού του20ού αιώνα σε μικρές κοινωνίες (Ταυγρά ίχνη της μνήμης, Μεταίχμιο, 2002; Οικόρες της Αφροδίτης, Μεταίχμιο, 2006), ωστόσο για πρώτη φορά σκιαγραφεί τηνανθρωπογεωγραφία της παλιάς Κοζάνης, με την ευρεία χρήση και του τοπικούιδιώματος. Ο συγγραφέας, λοιπόν, μάς συστήνει την παραδοσιακή, προνεωτερικήΚοζάνη, σε μια μεταιχμιακή στιγμή της ιστορίας της, καθώς εκσυγχρονίζεται με τηδημιουργία των εργοστασίων ηλεκτρικής ενέργειας τις δεκαετίες του ’50 και του’60, μεταμορφώνεται αρχιτεκτονικά με την κατεδάφιση των παλιών κτιρίων,μεταλλάσσεται ο κοινωνικός της ιστός και σταδιακά ατονούν τα παραδοσιακά έθιμα,που συνοδεύουν την καθημερινότητα και ορισμένες ιδιαίτερες στιγμές. Ο Πιτένηςαιχμαλωτίζει στις σελίδες του όλο αυτό τον παραδοσιακό πολιτισμό, λίγο πρινμετατραπεί από ζώσα συνθήκη σε λαογραφικό φολκλόρ.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, λοιπόν,το βιβλίο αναδίδει την τρυφερή νοσταλγία του συγγραφέα, ο οποίος αποτυπώνει στοχαρτί έμμεσες αναμνήσεις του, προφανώς από αφηγήσεις μεγαλύτερων σε ηλικία, γιατην παλιά Κοζάνη. Είναι η ίδια γλυκόπικρη νοσταλγία που νιώθει και ο κεντρικόςήρωας, ο Νίκος, όταν ανακαλεί εικόνες και σκηνές, καλυμμένες με τη ρομαντική πατίνατου παρελθόντος: «Το ψητό της Κυριακής!Αν τις καθημερινές πορεύαμε, όπως έλεγε η μάνα, με φασόλια, φακές, ρεβύθια,αυγά, διάφορα ζαρζαβατικά, την Κυριακή η κουζίνα μοσχοβολούσε απ’ το ψητό καιεμείς ακροβολισμένοι στο τραπέζι δεν βλέπαμε την ώρα να πάρουμε την μερίδα μας.Σήμερα, όσες φορές το αναπολώ, καταλήγω πως δεν ήταν και κάτι το ξεχωριστό.Κομμάτια κρέατος στη μέση, χοιρινό τις περισσότερες φορές, γαρνιρισμένο μεπατάτες, ρύζι ή κριθαράκι. Ωστόσο, τότε, για μας η απόλυτη λιχουδιά» (σ.445). Στον Γιαλάν ντουνιά πρωταγωνιστείη γειτονιά με τις μικροσυγκρούσεις αλλά και τη βαθιά αλληλεγγύη μεταξύ τωνανθρώπων, περιγράφονται τα τοπικά έθιμα του τρύγου, των αποκριών και του γάμου,ενώ παρελαύνουν χαρακτηριστικές μορφές της πόλης, ανώνυμες και επώνυμες (λ.χ. οεμβληματικός έφορος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Νικόλαος Δελιαλής).

Το τοπικό ιδίωμα στουςδιαλόγους των ηρώων ζωντανεύει απολαυστικά την αφήγηση, χωρίς να δυσκολεύει ήνα κουράζει τον αναγνώστη, χάρη στην προσεκτική εναλλαγή του με τα αφηγηματικάμέρη, που είναι γραμμένα στην κοινή δημοτική, αλλά και με τη χρήσιμη επεξήγησηκάποιων φράσεων. Σε αυτό το σημείο να θυμίσουμε ότι ο Πιτένης υπηρέτησε γιαχρόνια το τοπικό θέατρο, γράφοντας έργα στο κοζανίτικο ιδίωμα και ασκούμενοςστη λογοτεχνική χρήση του. Μόνο που στο βιβλίο το ιδίωμα δεν εξαντλείται σε χιουμοριστικούςδιαλόγους, όπως συμβαίνει συνήθως στα θεατρικά έργα που ανεβαίνουν τιςαποκριές, αλλά γίνεται το μέσο για να εκφραστεί όλο το φάσμα των συναισθημάτωνκαι των ανθρώπινων καταστάσεων, από τις πιο αστείες μέχρι τις πιο σοβαρές ήτραγικές στιγμές. Σε πολλά σημεία, βέβαια, αναδεικνύεται ο εγγενής (αυτο)σαρκασμός,η ειρωνεία και η χαρακτηριστική σάτιρα των παραδοσιακών Κοζανιτών, που μέσω τηςγλώσσας απάλυναν και διακωμωδούσαν τη δύσκολη καθημερινότητα. Προφανώς, σε αυτάτα σημεία η επιλογή άλλου γλωσσικού κώδικα πέραν του ιδιώματος θα στερούσε απότο κείμενο την αμεσότητα και το πηγαίο στοιχείο, διεκπεραιώνοντας απλώς και όχιζωντανεύοντας την αφήγηση. Για παράδειγμα, η Ζόλια σχολιάζει επικριτικά τοβραβείο της κόρης της στο σχολικό μάθημα των οικοκυρικών: «Πρώτη στου σκουλιό; Σουβαρή δ’λιά! Πε’ τ’ς δασκαλέοι να ’ρθούν ναρωτήσ’ν ιμένα, να τ’ς πω τι νοικοκυρά είσι, απ’ αφήντς τουν μσό τουν οντάαφουκάλ’τστο (= ασκούπιστο)» (σ. 148).

Η παλιά Κοζάνη, όπως τησκηνογραφεί ο Πιτένης, γίνεται το φόντο, όπου ξετυλίγει την ιστορία και τουςχαρακτήρες του, τις τραγικές ανατροπές και τις περιπέτειές τους, καθώς και τιςπροσπάθειες συμφιλίωσής τους με την τραυματική μνήμη, όλα γύρω από έναν γάμοπου δεν έγινε ποτέ κι έναν φόνο με πολλά ερωτηματικά. Με τις συνεχείς αναδρομέςκαι τα διάφορα χρονικά επίπεδα αφήγησης, προκύπτει η αναγκαία δραματικήδιακύμανση, ενώ αποκαλύπτεται σταδιακά η αλήθεια, διατηρώντας αμείωτη τηναγωνία του αναγνώστη μέχρι τέλους. Οι δυνατές περιγραφές, οι ζωντανές εικόνεςπου κινητοποιούν ποικίλες αισθήσεις, αλλά και οι ανάγλυφοι, αληθοφανείςχαρακτήρες είναι αφηγηματικές αρετές του Πιτένη, απότοκες ίσως της ενασχόλησήςτου με το θέατρο, που έχουν επισημανθεί και σε προηγούμενα βιβλία του. Όπως καιη ευχέρειά του να διεισδύει στον ψυχισμό των ηρώων του, για να μας τοναποκαλύψει με όλες τις αντιφάσεις του. Στον Γιαλάνντουνιά δεν υπάρχουν μονοδιάστατοι χαρακτήρες, με θετικό ή αρνητικόπρόσημο· ακόμη και οι πιο τραχείς ή άγριοι εκπλήσσουν κάποιες στιγμές με τηνευαισθησία τους.

Ο τρόπος, με τον οποίο οιήρωες αντιμετωπίζουν τις επιλογές τους και τα παιχνίδια της μοίρας, φανερώνειόχι μόνο τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις, αλλά και τις παθογένειες τωνκλειστών κοινωνιών του παρελθόντος. Ο Πιτένης δεν τις αποκρύπτει,παρουσιάζοντας μια ειδυλλιακή παραδοσιακή Κοζάνη. Αναδεικνύει –όχι μεκαταγγελτικό ή διδακτικό τόνο– τα κυρίαρχα στερεότυπα του παρελθόντος ως προςτα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δύο φύλων. Στο βιβλίο οι γυναίκες δενεπιλέγουν συνήθως τους άντρες τους, υποτάσσονται σε αυτούς, υφίστανταιαδιαμαρτύρητα τα βίαια ξεσπάσματά τους και ανέχονται στωικά τα μεθύσια τους.Γενικότερα, στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι οποίες είναι κατά βάσησυντηρητικές, η κοινωνική συμμόρφωση στους προκαθορισμένους ρόλους είναιδεδομένη και απαρέγκλιτη, εξαλείφοντας την ατομικότητα των ανθρώπων και τιςόποιες αποκλίνουσες επιλογές τους. Ο έλεγχος είναι διαρκής, το κουτσομπολιό αμείλικτοκαι η κοινωνική κατακραυγή στιγματίζει: «Ηφήμη σε μια μικρή κοινωνία θυμίζει πέτρα που κατρακυλά απ’ την κορυφή ενόςψηλού και κατάφυτου βουνού και μέχρι να φτάσει στους πρόποδές του μαζεύει χώμα,κλαδάκια, χορτάρια, ζωύφια, φουσκώνει, θεριεύει, γιγαντώνεται. Γίνεται βράχος,που καταπλακώνει όποιον έχει βάλει στο σημάδι. Τον συντρίβει» (σ. 401). Οιήρωες του βιβλίου κινούνται μέσα σε ασφυκτικά κοινωνικά πλαίσια, στα οποία ηέννοια της τιμής είναι ισχυρή· και για την υπεράσπισή της οι πρωταγωνιστές δενδιστάζουν να θυσιάσουν την αγάπη προς το παιδί τους ή ακόμη και την ίδια τους τηνελευθερία.

Αν λοιπόν ο Γιαλάν ντουνιάς είναι ο παλιός κόσμοςπου έχει θρυμματιστεί, με τις βεβαιότητες και τις εμμονές του, με τις αξίες καιτα πάθη του, με τους ανθρώπους και «εκείνατα παλιά κτίρια, που μπορεί να μην είχαν κάτι το ιδιαίτερο, αλλά διέθεταν μιαολότελα δική τους ταυτότητα, που τα έκανε να ξεχωρίζουν» (σσ. 277-278),τότε το βιβλίο του Πιτένη μάς προσφέρει μια καλή ευκαιρία, παρασυρόμενοιπαράλληλα από τη γοητεία της αφήγησης, να στοχαστούμε ψύχραιμα και όχι με τησυναισθηματική μέθη της εξιδανικευτικής νοσταλγίας, ποια από τα στοιχεία τωνπαραδοσιακών κοινωνιών έχουν διαχρονική αξία, για να τα κρατήσουμε στο σήμερα,καθώς και ποια καλώς χάθηκαν, γιατί τελικά μάς έπνιγαν αφόρητα.

 

Γιώργος Δελιόπουλος, ποιητής-συνδιευθυντήςτου περ. καρυοθραύστις


Γιώργος Ν. Περαντωνάκης, «Η αγροτική ηθογραφία του 21ουαιώνα», Bookpress, 6.6.2018 (https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/9055-kanellopoulos-g-dimitris-kichli-o-thanatos-tou-astriti-kai-alles-istories-perantonakis).

M. Hulot, «Από το “Γκιακ” στο “Ώπα Ώπα Μπλάτιμοι”: Η λογοτεχνίατης ντοπιολαλιάς», Lifo,9.11.2022 (https://www.lifo.gr/culture/vivlio/apo-gkiak-sto-opa-opa-mplatimoi-i-logotehnia-tis-ntopiolalias).

ΓιώργοςΝ. Περαντωνάκης, «Γιατί η πεζογραφία μιλάει… διαλεκτικά;», Bookpress, 18.2.2016 (https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/6129-petsa-basiliki-polis-mono-to-arni-papamarkos-dimosthenis-antipodes-gkiak).

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on October 29, 2025 23:53
No comments have been added yet.