...Η γιαγιά Σοφία αγωνιζόταν να μας συνεφέρει κι εγώ την παρατηρούσα αμέτοχη και απαθής. Μερικές φορές όμως με έπιαναν ξαφνικές τύψεις και έβγαινα για λίγο απ’ τον λήθαργο. Τότε προσπαθούσα να συμμετέχω• να βοηθήσω όσο μπορούσα, όπου χρειαζόταν, γιατί η μητέρα μου ήταν αμίλητη, απούσα. Η μαμά μου έμοιαζε να έχει πεθάνει κι αυτή! Ένα άδειο σώμα, ένα κενό βλέμμα, μάτια κόκκινα και πρησμένα από το κλάμα και την αϋπνία, να κάθεται μονίμως σε μια καρέκλα της κουζίνας με ένα φλιτζάνι τσάι ή καφέ και να γεμίζει το σταχτοδοχείο μέχρι πάνω με σβησμένες γόπες. Ενίοτε είχα παρατηρήσει πως μπερδευόταν και άναβε δύο τσιγάρα μαζί, έχοντας ξεχάσει αυτό που μόλις είχε ακουμπήσει στο τασάκι. Και κοίταζε έξω από το παράθυρο με μια επιμονή, σαν να προσπαθούσε να λύσει το πιο δύσκολο σταυρόλεξο του κόσμου όλου. Το φαγητό της δεν το έτρωγε• το σκάλιζε, έβαζε στο στόμα της μια δυο μπουκιές και τις μασούσε για ώρα...
Ερχονται με την ομίχλη
Published on November 05, 2013 22:14