Στη Βιβλιοθήκη και στην Όπερα (από το «Ζωντανοί στο Νούφαρο», συμπίλημα)

 


SNf_1408


 


(Βιβλιοθήκη)


Κι εδώ αφήνουμε επιτέλους αυτή την ιστορία για να ανασάνουμε στο ευρύχωρο πρωινό. Ο ήλιος έχει απλωθεί στην Αγορά και στα κανάλια του Πάρκου και οι επισκέπτες της Βιβλιοθήκης καταφθάνουν ήδη, ένας ένας.


Η Βιβλιοθήκη του Πολιτιστικού Κέντρου του Φαλήρου (δηλαδή η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας) έχει δυο εκατομμύρια τόμους, σύνδεση με όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου και μολονότι τα ηλεκτρονικά της αρχεία εμπλουτίζονται διαρκώς, παραμένει πάντα ο ναός για τους λάτρεις των χάρτινων βιβλίων. (Είμαστε στη δεκαετία του ’30: οι άνθρωποι πετάνε με ενθουσιασμό τα βιβλία τους στους κάδους της durecom, αλλιώς durcel recycling company, θυγατρικής της αναδυόμενης πολυεθνικής Durcel). Στα ράφια της και στα μόνιτορ άντρες και γυναίκες, κυρίως μεσήλικες, αναζητούν ό,τι έχουν γεννήσει στη διάρκεια της ανθρωπότητας οι περιπέτειες του μυαλού, ανάμεσά τους και τις άπειρες παραλλαγές της ιστορίας του Ορέστη και της Χλόης. (Μια από αυτές, κατά πολλούς το Πρώτο Μυθιστόρημα, αντί για Χλόη έχει μια σειρά ανεμόμυλους). Τέλος κάτω από τη λαμπερή, σαν γιγάντιο χαρταετό στέγη, που συλλέγει ηλιακή ενέργεια ενός μεγαβάτ, διακρίνεται το πανοραμικό αναγνωστήριο και, αυτή την ώρα, μέσα του μια νεαρή κυρία, δηλαδή ασυνήθιστη ηλικιακά αναγνώστρια. Είναι γύρω στα εικοσιπέντε με τριάντα, άρα υπολογίζοντας τα χρόνια μικρή για να είναι η Αλίκη. Στην πραγματικότητα δουλεύει για την Αλίκη, ως σύμβουλος design του ρεστωράν, ενώ εκπροσωπεί και μια εταιρία ειδών υγιεινής. Τη λένε Ροντίνια και σπούδασε γεωλόγος.


Κάθεται λοιπόν τώρα στο αναγνωστήριο με μια στοίβα περιοδικά – στο πρώτο η εντυπωσιακή φωτογραφία ενός κατακόκκινου νιπτήρα – κι ετοιμάζεται για μελέτη. Η δουλειά επείγει στο Alicefoodland, ωστόσο πριν αφοσιωθεί η Ροντίνια υψώνει λίγο το κεφάλι (λεπτό πρόσωπο, μαλλιά Κλεοπάτρα) στην πανοραμική θέα: δυτικά το Αιγάλεω και στο βορρά του η Πάρνηθα, και τα δύο στο ίδιο φως, όμως στους πρόποδες του πρώτου έχει από ώρα ξυπνήσει ο μόχθος των συνοικιών, ενώ στα δάση της δεύτερης λύνουν τα αντίσκηνα και σχεδιάζουν τον περίπατο της ημέρας οι φυσιολάτρες. Προς την ανατολή ο Υμηττός, χτισμένος όλος στην περιφέρεια και χαραγμένος παντού με δρόμους (μα με πλήθος πουλάκια και βότανα, χάρις στη σχετική αυστηρή νομοθεσία) συνδέει, ως πέρασμα ή προορισμός, την πόλη, τα μεσόγεια και την παραλία. Μπροστά του ο κώνος του Λυκαβηττού κι ακόμα πιο κοντά η Ακρόπολη, που η γεωλόγος Ροντίνια αντιλαμβάνεται ιδιόρρυθμα, γιατί καθώς στο οπτικό της πεδίο είναι (αχνό, στα βορειοδυτικά) και το τέταρτο βουνό, η Πεντέλη – οπότε νοερά και τα λατομεία τουmarmogrecofino με τη ροή των ανθρώπων που τα ενώνει με τον Παρθενώνα –, βλέπει τον αναστυλωμένο χρυσίζοντα ναό κυρίως ως τον πολυχαϊδεμένο πόλο αυτού του ζεύγους Μάνα-Παιδί. Έπειτα στρέφεται προς το νότο, όπου το Πάρκο κατηφορίζει προς τη θάλασσα: ο όρμος αστράφτει στο πρωινό και από το αναγνωστήριο φαίνεται καθαρά, έξω από τους φάρους της μαρίνας, η πλωτή εξέδρα της γιορτής.


Το Delta International είναι η φετινή διοργάνωση ενός διεθνούς φεστιβάλ που γίνεται κάθε δυο χρόνια σε διαφορετική πόλη. Στα 203.. οι κάθε είδους γιορτές έχουν πληθύνει πολύ, όχι μονάχα γιατί είναι εμπορικές συνευρέσεις μα και γιατί, στον κόσμο της αβέβαιης ταυτότητας και των εφήμερων ρόλων, προσφέρουν με αρκετή επιτυχία, συμβολικά μα και πραγματικά, αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν σκοπόνόημα ή στόχο. Το φεστιβάλ περιλαμβάνει μουσική, εικαστικά (συνδυάζεται με τη Μπιενάλε της Αθήνας) και αθλητικούς αγώνες, ενώ κορύφωσή του θα είναι η υποδοχή, στη Μαρίνα Φλοίσβου, του Σίμου Στεφανίδη, του ιστιοπλόου που διαπλέει τώρα το Αιγαίο με την ιστιοσανίδα του. Θα ακολουθήσει δείπνο στο Alicefoodland και συναυλία στην πλωτή εξέδρα, με φωταγωγημένα τα πλοία και πυροτεχνήματα πάνω από τη θάλασσα. Προς το παρόν η εξέδρα (της οποίας την εγκατάσταση οι τακτικοί θαμώνες της Βιβλιοθήκης παρακολούθησαν σταδιακά πριν ένα μήνα) είναι ήσυχη, άδεια σχεδόν κάτω από τον ήλιο. Αν η Ροντίνια – που τώρα στρέφεται επιτέλους προς τον κόκκινο νιπτήρα της – κοίταζε με κιάλια θα έβλεπε στη βάση της το λογότυπο της γιορτής, την κεφαλή του αργοναύτη Φάληρου, και αν ζουμάριζε κι άλλο θα διέκρινε, λίγο πάνω από το νερό, τη φίρμα της εταιρίας που είναι επίσης υπεύθυνη (για την ακρίβεια μία από τις υπεύθυνες) και για την εξόρυξη υδρογονανθράκων του Αιγαίου. (Το πιο σημαντικό πάντως για την ιστορία μας είναι ότι το ειδικό πλοίο Αλέξανδρος, της εξόρυξης του Αιγαίου, έχει στο πλάι του, σαν μωράκι κολλητά στη μαμά, μια πλωτή εξέδρα παρόμοια με της γιορτής).


…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………


(Όπερα)


Εκείνο το απόγευμα του Ιουνίου του 203.. τα τραγούδια όσων κατηφόριζαν την παραλιακή προς το Δέλτα ήταν απρόσμενα μαγευτικά κι αυτό, μαζί με τα light art εικαστικά της Μπιενάλε που άπλωναν τη χρωματιστή τους πάχνη σε φυλλωσιές και πλακόστρωτο, έκανε τον Ορέστη, τον δεκαοχτάχρονο και νεότερο στην ιεραρχία μάγειρα του ρεστωράν Alicefoodland, να ποδηλατεί δίπλα στο χλοοτάπητα του τραμ (Πάρκο Φλοίσβου – Τροκαντερό – Δέλτα) με αυξημένη ελπίδα και πόθο. Στην πραγματικότητα με το μικρό του ταξίδι εγκαινίαζε μια σειρά γεγονότων που θα συμπύκνωναν ζωές σκορπισμένες χρόνια σ’ ένα θερμό, γεμάτο ενέργεια πυρήνα, μα φυσικά το αγνοούσε. Σκεφτόταν μόνο τη μεγάλη ευκαιρία, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα με την Αλίκη κι έτυχε να κλείσει για απόψε το ρεστωράν. Όχι ότι δεν αγαπούσε τη δουλειά του, κάθε άλλο – άλλωστε αυτό σπούδασε στο Επαγγελματικό Λύκειο, μάγειρας, ενώ επιπλέον συμφωνούσε αρκετά και με τις διατροφικές επιλογές της Αλίκης. (Είμαστε στην εποχή του codex alimentarius, οι ιδέες για τη διατροφή είναι σημαντικές). Και την ίδια την Αλίκη αγαπούσε, αν και ήταν πολύ νέος για να εκτιμήσει το μέγεθος της τύχης να την έχει αφεντικό. Τη θαύμαζε πάντως ανυπόκριτα κι απολάμβανε με αγαλλίαση νηπίου το ζεστό γάλα με μέλι που του ετοίμαζε συχνά η ίδια, αργά τη νύχτα στην ήρεμη πια κουζίνα.


Καθώς ποδηλατεί προς τη δύση με το ηλεκτρονικό του Kyros, αριστερά από τις ράγες του τραμ (που παραβιάζονται διαρκώς απ’ το πολύχρωμο πλήθος) και δεξιά από τη θάλασσα (όπου χρυσίζει αντανακλώντας τον ήλιο η πλωτή εξέδρα της Γιορτής, του Delta International), ας τον δούμε καλύτερα: το λεπτό σώμα του συναρθρώνεται με το ελαφρύ όχημα σε ενιαίο, αρμονικό οργανισμό και μόνο το γωνιώδες πρόσωπο συσπάται ακανόνιστα κάποιες στιγμές. Φοράει ποδηλατικό παντελόνι και αθλητικές μπότες, ενώ το πιο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό του είναι βέβαια τα μακριά μαλλιά, που καλύπτουν με πλούσιους βοστρύχους την πλάτη, καθώς τα συγκρατεί προς τα πίσω ένα μικρό πορτοκαλί κράνος με αεραγωγούς, επιτομή αυτού του υβριδίου ποδηλάτη και ιππέα: είναι κατάλληλο τόσο για το Kyros (το ποδήλατο) όσο και για τον Φοίβο, το άλογό του.


Γιατί ο Ορέστης εκτός από μάγειρας είναι και Κένταυρος: ανήκει σ’ αυτή την συμπαθή αδερφότητα νέων που με βάσεις τους οργανωμένους ομίλους ιππεύουν (όχι σε αγώνες), μιλάνε συνεχώς με λατρεία για άλογα, είναι κατά κανόνα ειρηνικοί και σχεδιάζουν συστηματικά περιπάτους στη (διαμορφωμένη) φύση. Ο Φοίβος, ένας καστανόξανθος πρίγκιπας της Ανδραβίδας, είναι το άλογο του Ορέστη – όχι δικό του βέβαια, του ομίλου, μα κάθε σοβαρός Κένταυρος έχει στενή σχέση με ένα άλογο. Εκτός από αυτόν βρίσκει αξιαγάπητη και τη Μάργκο, την αγγλοαραβική φοράδα του Ολλανδού που νοικιάζει στο Δέλτα άλογα για βόλτα στην παραλιακή – και μάλιστα αυτήν ακριβώς σκέφτεται τώρα, μα η ώρα είναι ακατάλληλη. Το πρωί όμως; (Θα μείνει άραγε ως το πρωί;)


Μόλις έφτασε στο Φαληρικό Όρμο. Κόβει ταχύτητα, βγάζει το κράνος (τα ωραία μαλλιά απλώνονται) και υψώνει μηχανικά το βλέμμα προς το επιβλητικό (και γεμάτο λόγω Delta International) ξενοδοχείο – σήμα κατατεθέν. Ύστερα κινείται ζωηρά προς το Πολιτιστικό Πάρκο, στον απαλό λόφο του οποίου ξεχωρίζουν φωτισμένες η Βιβλιοθήκη και η Όπερα. Γκαζόν, γρανίτες και ποπ κορν μοσχομυρίζουν, η νύχτα, η μοναδική δική του νύχτα έρχεται κι ο μάγειρας και Κένταυρος Ορέστης συγκεντρώνεται στο ένα και μοναδικό θέμα πάνω στη γη:Χλόη.


………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….


Τα λεντάκια στα παπούτσια των παιδιών που παίζουν στην Αγορά της Όπερας στρέφουν για λίγο τον Ορέστη σε μνήμες παιδικές, μα συγκεντρώνεται πάλι – ό,τι είναι να γίνει θα γίνει απόψε: το σχολείο τέλειωσε και η Χλόη θα φύγει, με το πλοίο της, μακριά.


Είχε προσπαθήσει εννοείται να εντοπίσει αυτό το πλοίο: μια μέρα την παρακολούθησε ως τη μαρίνα μα αιφνιδιάστηκε, καθώς εκείνη πήδηξε σβέλτα (αφού δίπλωσε το σπαστό της ποδήλατο) σ’ ένα μικρό ταχύπλοο  και εξαφανίστηκε προς την έξοδο της μαρίνας, εκεί όπου μονάχα ένα δάσος από ξάρτια φαινόταν. Την επομένη πήγε, σε ώρα μαθήματος, να μελετήσει μόνος του το μικρό σκάφος: ήταν ένα χαριτωμένο υβριδικό με το όνομα Νιλουφάρ κι έναν αριθμό πολυψήφιο, όμως τα αρχεία των σκαφών δεν ήταν ανοιχτά στο διαδίκτυο. Τέλος η ιδέα να ζητήσει από τον Φιλ μια έρευνα στα νερά της μαρίνας (όπου κολύμπι και καταδύσεις βεβαίως απαγορεύονταν), πέρα από ριψοκίνδυνη, αποφάσισε ότι δεν άξιζε: ό,τι μπορούσε να κάνει θα γινόταν μόνο στη στεριά. Για την ακρίβεια εδώ, στο open air φεστιβάλ που είχαν οργανώσει οι μικρές τραγουδίστριες, μαθήτριες ακόμα στα ωδεία – και πού τώρα αρχίζει.


Το πρώτο κορίτσι, μια σοπράνο με άσπρο φόρεμα, είναι ήδη πάνω στην εξέδρα και η άρια της Traviata ηλεκτρίζει τη νύχτα. Καθώς το φεστιβάλ προχωράει οι καλλίφωνοι διαβάτες που νωρίτερα κατηφόριζαν την παραλιακή μα κι άλλοι θαμώνες του Πάρκου σχηματίζουν ένα ζωηρό, συνεπαρμένο πλήθος που συνοδεύει τις άριες, χειροκροτεί και δονεί τον αέρα με ιαχές brava – brava. Ανάμεσά τους ο Ορέστης, που όμως βρίσκεται στο δικό του ρυθμό και σε ετοιμότητα – και να τώρα η Χλόη με κόκκινο λουλούδι στα μαλλιά, μακρύ μαύρο φόρεμα και διάφανες ψηλοτάκουνες γόβες. Καθώς οι νότες αναβλύζουν αδρές από το στήθος της κάποιος μουρμουρίζει αυτή είναι μέτζο μα ο Ορέστης, που σε άλλη περίπτωση θα το σημείωνε, αδιαφορεί κι απλώς μετράει αντίστροφα με την καρδιά του. Λίγες στιγμές μετά, πίσω από την εξέδρα, τον ενθαρρύνει η βαθιά του ελπίδα, γιατί αυτή τη φορά έχει το αληθινό του πρόσωπο: δεν είναι ο ιππέας, ο περήφανος κατακτητής, είναι απλώς ο ικέτης:


«Χλόη;»


   


Η Χλόη είχε ανασηκώσει το φόρεμα και άλλαζε τα ψηλοτάκουνα με μπαλαρίνες. «Ρεξ!»


Το σχολικό χαϊδευτικό τον μπέρδεψε, μα συνέχισε σταθερά:


«Χλόη, μίλησες


«Ευχαριστώ. Είσαι με άλογο;»


«Όχι… με ποδήλατο». (Τον κορόιδευε;) «Χλόη, σε παρακαλώ, έχεις λίγο χρόνο;»


 Λοιπόν, είχε. Κι όχι μόνο, μα ήταν άνετη και φιλική, ολόκληρη ένα οργανικό στοιχείο της χαρούμενης, οικείας καλοκαιρινής βραδιάς. Κατηφόρισε μαζί του από το λόφο του Πάρκου προς την παραλία και του έκανε ερωτήσεις. Ναι, της απάντησε πασχίζοντας να μη λέει πολλά, φέτος γράφτηκε στους Κενταύρουςόχι, δεν κόστιζαν πολύ, όχι, δεν πήγαινε συχνά γιατί δούλευε.


«Ξέρω», είπε η Χλόη με μια ιδέα θαυμασμού. «Στο Alicefoodland».


………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….


Η Χλόη δεν ήξερε πως είναι να ζεις στο χωριό. Φαντάστηκε ότι η Σοφία Μαύρου*, αυτό το παράξενο κορίτσι με τα μαλλιά σφιχτά πιασμένα πίσω, τα μεγάλα μάτια και τα μάλλον ατημέλητα ρούχα προερχόταν από έναν διαφορετικό κόσμο, αλλά δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στο «χωριό». Οπωσδήποτε με τα ιπποφορβεία και τα πρότυπά της αγροκτήματα ανήκε στους προνομιούχους του χωριού, ενώ η Χλόη μάλλον στους μη προνομιούχους της πόλης, ούτε κι αυτό όμως ήταν βέβαιη πως έκανε τη διαφορά. Όπως και να ’ναι ήταν, έστω για λίγο, η μόνη συνομήλικη συντροφιά της εν πλω. Και την είχε ήδη ξεχάσει τον καιρό που εκπλήρωσε το μεγάλο της όνειρο, γράφτηκε δηλαδή στη σχολή της Όπερας.


Η σχολή της Όπερας στο 203.. έσφυζε από νιάτα, που συχνά, βγαίνοντας από την αίθουσα του μαθήματος στην πολυσύχναστη Αγορά, όπου η στέγη της Εθνικής Βιβλιοθήκης με τα φωτοβολταϊκά έλαμπε στον ήλιο σαν γιγάντιος χαρταετός, έστηναν αυτοσχέδιες παραστάσεις θεσμοθετώντας έτσι αυθόρμητα τα φεστιβάλ που σύντομα θα γίνονταν πια υπό την αιγίδα επιχειρήσεων. Η Χλόη τα βρήκε στην εμπορική αυτή ακμή τους (ή παρακμή τους) και η συμμετοχή σε αυτά ήταν κομμάτι της φιλοδοξίας της, όπως και κάθε νεαρής σοπράνο ή τενόρου (ή, στην περίπτωσή μας, για να θυμηθούμε το σχόλιο του τυχαίου θεατή, μέτζο). Χτες αργά το απόγευμα αποβιβάστηκε στη μαρίνα με το μαύρο της φόρεμα, τις μπαλαρίνες και στα χέρια το δώρο του Βασίλι Μίσκιν για την περίσταση: ένα ζευγάρι χειροποίητα μαύρα λουστρίνια με κόκκινους φιόγκους πίσω. (Που ο Μπίλι είχε διαλέξει ως γνώστης: το δώρο του ήταν το ακριβώς αντίθετο των προϊόντων του εργοστασίου του εκτυπωτών). Περπάτησε περήφανα μέχρι την όπερα και στάθηκε στην Αγορά να πάρει βαθιά ανάσα, την ώρα που ο ουρανός στην Καστέλα κοκκίνιζε (και ο Ορέστης φορούσε το μικρό πορτοκαλί κράνος του και ξεκινούσε από το Πάρκο Φλοίσβου με το ποδήλατό του): απόψε θα έλαμπε. Ήταν μια κρίσιμη, μεγάλη καλοκαιρινή νύχτα, η αρχή μιας καινούργιας ζωής. Και θα γινόταν ακόμα πιο αξέχαστη με το σχέδιο της Ντόμι με τη στάχτη – να μην ξεχάσει να την περιμένει το πρωί! Θα γιόρταζαν το τέλος του σχολείου με ένα πάρτι- κηδεία! Νέες ζωές, μεγαλειώδεις τελετουργίες.


(Και μια ακόμα, μεγαλειώδης όσο και αναπάντεχη, τελετουργία: εκείνη κι ο Ορέστης στο σπιτάκι του Ολλανδού).


 


*Η Σοφία Μαύρου θα γίνει σημαντική ηρωίδα στην (υπό αναθεώρηση) «Μέρα της Μελάνης»


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 26, 2014 03:32
No comments have been added yet.