Niovi Lyri's Blog
June 27, 2016
Στην Όπερα (Από «Το Ασημένιο Ρόδο»)
(2, 7)
Η δουλειά εδώ, στην Όπερα της Αθήνας, ήταν πιο ήρεμη, δεν υπήρχαν τόσα πήγαινε έλα. Σ’ αυτό το περίφημο κτίριο δίπλα στο νερό, τα ταξίδια των μουσικών γίνονταν περισσότερο προς τα εδώ παρά από εδώ. Ο χώρος ήταν ένας παράδεισος που αφομοίωνε απαλά τα κτίρια μέχρι τη θριαμβική ανύψωσή τους: η Βιβλιοθήκη πρόβαλλε σταδιακά από τη γη μαζί με τα δέντρα και υψωνόταν προς την Όπερα, προς τη Μουσική που στεκόταν ανάλαφρη στον αέρα. Από εκεί ο Λέο είχε θέα όλης της Αττικής με τα γύρω βουνά και τη θάλασσα ως το βάθος του Σαρωνικού, όλης της Αθήνας με την Ακρόπολη στη μέση. Η μουσική εδώ γεννιόταν πληθωρικά, όχι μονάχα αυτή που έπαιζε, μα η άγραφη ακόμα της ψυχής και του κόσμου. Το ίδιο το οικοδόμημα ήταν σαν ένα τεράστιο, πλανητικό μουσικό όργανο, το ενεργειακό στέγαστρο με τα δέκα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα φωτοβολταϊκά μια γιγάντια ξαπλωτή άρπα, το πάρκο με τα κομψά μεσογειακά δέντρα μια χορογραφία αέρινων κρουστών, το νερό στο τεχνητό κανάλι το ρυτίδωναν αδιόρατα οι νότες μιας κοσμικής μελωδίας.
(2, 15)
Την επομένη ο Λέο καθόταν μόνος του στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος, στο υπερυψωμένο τμήμα του πάνω από τη Βιβλιοθήκη. Πλησίαζε το Delta International και η Όπερα, που ήταν ακριβώς στο Δέλτα Φαλήρου, θα είχε σημαντικό ρόλο. Ήδη ασκούσε πολύ παραπάνω έλξη από ό,τι παλιότερα, ο Λέο έβλεπε τώρα εδώ όλες τις φυλές και τις τάξεις. Οι άστεγοι, οι φτωχοί εργαζόμενοι στους κήπους και τα εστιατόρια, οι κάτοικοι της παραλίας που δούλευαν στα σχολεία και τις κλινικές, αλλά και τα στελέχη και οι επιχειρηματίες από τα γραφεία της Συγγρού ως επάνω στους στύλους του Ολυμπίου Διός και το κέντρο, έρχονταν από το πρωί ως το βράδυ. Μαθητές, φοιτητές, καλλιτέχνες και συγγραφείς έκαναν το μπάνιο τους στη θάλασσα και μετά έρχονταν εδώ, γευμάτιζαν στο εστιατόριο και ξεκουράζονταν δίπλα στο κανάλι, στα παγκάκια του πάρκου ή στις δροσερές αίθουσες της Βιβλιοθήκης. Τα παιδιά με τα αυτοφωτιζόμενα πατίνια γλιστρούσαν σαν επίγειοι διάττοντες και οι αναβάτες των αλόγων του Ολλανδού ξεπέζευαν από την άλλη πλευρά της λεωφόρου κι ανέβαιναν με τα πόδια. Αργά το βράδυ, όσοι είχαν εισιτήρια ή μπορούσαν να βρουν έμπαιναν στη μεγάλη κλιματιζόμενη αίθουσα να απολαύσουν την παράσταση, στην οποία συχνά ο ίδιος ο Λέο έπαιρνε μέρος. Παράλληλα στο πάρκο κυλούσε μια διαρκής γιορτή με ερασιτέχνες μουσικούς σε υπαίθρια ρεσιτάλ. Οι καλύτεροι θεατές και ακροατές τους ήταν οι θαμώνες της Βιβλιοθήκης, σπουδαστές ή ερευνητές ή απλά φιλομαθείς που κάθονταν στη σκιά των δέντρων να μελετήσουν τις σημειώσεις τους. Η πνευματική τους αναψυχή συντονιζόταν με τα μελωδικά πειράματα των νεαρών λυρικών τραγουδιστών, τις δοξαριές των εγχόρδων και τον κρυστάλλινο ήχο των πλήκτρων ή τον βαθύ κάποιου τύμπανου, μισοκρυμμένου στην αγκαλιά ενός λάτρη των αφρικάνικων κρουστών. Ο Λέο καθόταν μαζί τους, συνήθως εδώ, στο υπερυψωμένο τμήμα του πάρκου, κι απολάμβανε αυτά τα ρεσιτάλ αγκαλιάζοντας με το βλέμμα όλη την Αθήνα. Ο τεχνητός λόφος ήταν ένας ύμνος, ένας ναός αφιερωμένος στο φως, το νερό, τον ελαφρό αέρα, την απαλή πράσινη γη. Ο Λέο ένιωθε καμιά φορά εξαϋλωμένος, απολύτως ελεύθερος, άχρονος.
(Κατεβάζετε «Το Ασημένιο Ρόδο» κλικάροντας στο «Μενού» πάνω δεξιά και μετά στη φωτό του βιβλίου)

April 30, 2016
Το Ασημένιο Ρόδο
Αθήνα, δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η Αλίκη, ο Αντώνης, ο Λέο και η Ροντίνια είναι τα μέλη του μουσικού συγκροτήματος Ασημένιο Ρόδο, με το οποίο θα εκπροσωπήσουν το σχολείο τους, ένα Λύκειο της Κυψέλης, στο μαθητικό φεστιβάλ.
Μετά το φεστιβάλ ο καθένας θα πάρει το δρόμο του. Η Ροντίνια θα εξαφανιστεί και μόνο κάποια αραιά μηνύματά της θα υποδηλώνουν ένα μυστήριο. Ο Λέο θα προσπαθήσει να ακολουθήσει το όνειρό του, να γίνει σπουδαίος μουσικός, αλλά η οικογένεια, οι παγκόσμιες εξελίξεις και οι αδυναμίες του χαρακτήρα του θα είναι εμπόδια. Ο Αντώνης θα προσαρμοστεί γρήγορα στην πραγματικότητα, τις μεγάλες εταιρίες που βασιλεύουν στον κόσμο και θα παλέψει από πολύ νωρίς για κάτι που του είναι ξένο. Και μόνο η Αλίκη θα χαράξει με πείσμα το δικό της δρόμο που ωστόσο, αν και φαινομενικά γενναίος και περήφανος, είναι από την αρχή κηλιδωμένος με την ενοχή.
Είκοσι χρόνια μετά, κι αφού στις ατομικές τους πορείες έχουν έρθει αντιμέτωποι ακόμα και μεταξύ τους, αλλά και με τους εαυτούς τους, οι παλιοί φίλοι ενώνονται ξανά, μετέωροι ανάμεσα σε μια διεθνή γιορτή που θα κάνει την Αθήνα να λάμψει, μια απειλή πολέμου που κρέμεται πάνω από τον αβέβαιο κόσμο και το μεγάλο ερωτηματικό για το τι αξίζει πραγματικά στη ζωή.
«Το Ασημένιο Ρόδο» είναι το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας «Ο Πόλεμος του Νερού».
Το κατεβάζετε από το παρακάτω link:
https://www.smashwords.com/books/view/633472
ή κλικάροντας στη φωτό στη δεξιά στήλη του μπλογκ


September 27, 2015
«‘Αξιον Εστί», Οκτώβριος 1997
Κάντε κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο για να δείτε «επεισόδιο» της εκπομπής «Άξιον Εστί» με τον Βασίλη Βασιλικό, από το αρχείο της ΕΡΤ. Έτος 1997 και προσκεκλημένοι οι συγγραφείς Βασίλης Κιζήλος, («Ο μάγος» εκδ. Καστανιώτη), Νιόβη Λύρη («Μαχαίρι στην μπότα«, εκδ. Οδυσσέας) και Κωστής Τζερμιάς. («Ο μαγικός χρόνος», εκδ. Δελφίνι)
υγ: Αν απορείτε για την χρονική καθυστέρηση της ανάρτησης, σας λέω ότι κι εγώ τ ώ ρ α πρωτοείδα την εκπομπή: είχε προβληθεί τότε σε κάποια παλαβή ώρα εκτός προγράμματος. Αλλά το web έχει σώσει πολλά πράγματα που η δημόσια γραφειοκρατία συστηματικά θάβει.
http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=77247
(Αν η διεύθυνση βγαίνει σωστά αλλά η σελίδα είναι κενή, κλικάρετε στην άκρη της διεύθυνσης και πατήστε enter)


September 13, 2015
Οι εθελοντές σε epub
Οι εθελοντές κυκλοφόρησαν το 2003 από τα Ελληνικά Γράμματα. Μπορείτε τώρα να τους κατεβάσετε δωρεάν σε αρχείο epub (και σε νέα επιμέλεια) από τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.smashwords.com/books/view/576925
(Επίσης τους βρίσκετε σε PDF στη σελίδα Βιβλιοθήκη PDF)


June 26, 2015
Αλίκη – Χριστίνα (Από το «Ζωντανοί στο Νούφαρο»)
Ας δούμε όμως τώρα τη θάλασσά μας από ψηλά ένα πρωινό, λίγες μέρες πριν το Schooljamming: πλοία τη διασχίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις, πηγαίνοντας προς τα νησιά. Δεν είναι βέβαια παρά τα πλοία της γραμμής (αφού τα νησιά κατοικούνται όλο το χρόνο), όμως το καλοκαίρι πληθαίνουν γιατί μεταφέρουν τουρίστες, δηλ. ανθρώπους που πιάνουν ένα δωμάτιο για να κάνουν μπάνια, να γευτούν φρέσκο ψάρι και να δουν τα χωριά. Υπάρχουν δυο τρόποι να φωτίσουμε αυτή τη ζωή: σύμφωνα με τον πρώτο, βλέπουμε τη θάλασσά μας στη ροή του χρόνου.
Βλέπουμε δηλαδή σε φλας μπακ το χρόνο των μεγάλων διαστάσεων, τις δεκαετίες σαν μερόνυχτα, και γρήγορα λοιπόν η αγροτική τάξη καταστρέφεται καθώς φυτά, ζώα και άνθρωποι αυξάνονται κι ο πλούτος πρέπει να αναδιοργανωθεί. Τότε έρχονται, μόλις που τις διακρίνουμε, σκιές και τον διευθετούν αλλιώς. Καθώς το νέο χρήμα πρέπει να αντιστοιχηθεί με κάτι, επιστρατεύονται το πράσινο και το γαλάζιο (που ηρεμούν τον άνθρωπο), η νύχτα με τα φώτα της (που ξυπνάει τους πόθους), στολίζονται με ό,τι νομίζουν οι αρμόδιοι και φτιάχνεται ο τουρισμός. Οι άνθρωποι στα νησιά ζουν τώρα σύμφωνα με το νέο σχέδιο. Καθώς το έργο ξετυλίγεται μπροστά μας κατανοούμε πως παρά τις κάποιες σπασμωδικές αντιστάσεις δεν θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά γιατί δεν έχεις τι να αντιτάξεις στο καινούργιο, αυτό που ακόμα δεν το έχουμε αφηγηθεί. Όμως εδώ διακόπτουμε και χαμηλώνουμε στο φέρι μποτ που περνάει: η Αλίκη και η Χριστίνα στο κατάστρωμα.
Φοράνε τζιν σορτς και τισέρτ. Η Αλίκη ένα κόκκινο μαντήλι δεμένο σαν τουρμπάνι που αφήνει τα μισά της μαλλιά να κρέμονται στην πλάτη, η Χριστίνα τα γνωστά μας All–star και (φυσικά) καπέλο-σαν-του-Μπίλι. Κάθονται δίπλα στην κουπαστή και καθώς το πλοίο γλιστράει ανάμεσα σε γυμνούς όγκους (Τζια, Κύθνος, Σέριφος) κοιτάζουν το φωτεινό νερό αμήχανες. Σύμφωνα με τη ματιά μας είναι κι αυτές τουρίστριες, μέλη της πρώην εργατικής (και των άλλων) τάξης, που καταστράφηκε μαζί με όσους εξαρτιόνταν από αυτήν. Όπως όλοι εδώ, στέκονται ξανά και ξανά στην ουρά του μπαρ ή βολτάρουν νευρικά στο πλοίο, ενώ ακούγεται το σπικάρισμα από τα μεγάφωνα και ο ήχος από τα παγάκια για τους καφέδες: μια χαύνωση για να περάσουν οι ώρες, σ’ αυτό το ταξίδι το τουριστικό.
Όσο για το πώς βρέθηκαν εδώ, είναι γιατί γιορτάζουν (ετεροχρονισμένα, μετά τις εξετάσεις) το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας: τις μέρες μετά από εκείνο το Σάββατο στου Αντώνη η τάση της Αλίκης για εμετό συνεχίστηκε και φοβήθηκε ότι είναι έγκυος. (Όπως εξήγησε στη Χριστίνα, εκτός από τη φάση στο δωμάτιο, στην πενταήμερη, εκείνη κι ο Αντώνης είχαν και μια πιο βιαστική, που ενείχε κινδύνους). Τα δύο αρνητικά τεστ που έκανε μόνη της δεν την καθησύχασαν, ενώ η προοπτική να αναμίξει τον ίδιο τον Αντώνη την ενοχλούσε. Η Χριστίνα τότε της υποσχέθηκε πώς θα τη βοηθήσει, και με γιατρό και με λεφτά. (Τα δικά τους λεφτά εννοείται δεν αρκούσαν, εκτός αν έκλεβε η Αλίκη το Αρχοντικόν, ενώ η χρήση της ιατρικής ασφάλισης ήταν αμφίβολη χωρίς τους γονείς).
«Ζουζούνα μου, σε ευχαριστώ», ξέσπασε η Αλίκη, βαφτίζοντας έτσι τη Χριστίνα με καινούργιο ψευδώνυμο, τρυφερότερο του Μάους και παραφθορά του Ζουζούκα. (Του ονόματος της κούκλας που επισμαλτώθηκε πρόσφατα στο Κολωνάκι). Τελικά όμως, μέσα στις εξετάσεις, ήρθε θριαμβευτικά η περίοδος.
Μα μέχρι να τα πούμε αυτά το πλοίο έχει φτάσει, η Αλίκη και η Χριστίνα έχουν προσπεράσει τα ενοικιαζόμενα (κατά τη ματιά μας άχαρα κτίρια για εκμετάλλευση που καταστρέφουν τον οικιστικό ιστό) κι έχουν καταλήξει στο κάμπινγκ από όπου, αφού έστησαν την πανομοιότυπη με δεκάδες σκηνή τους, πάνε για μπάνιο. Βουτάνε στο νερό με τα χρωματιστά μπικίνι τους και είναι όμορφες, αλλά καθώς μυούνται απλώς σε μοντέλα κατανάλωσης, ό,τι κάνουν είναι αποσπασματικό (διακοπές), δεν εντάσσεται στην πραγματική ζωή και άρα η ομορφιά δεν έχει και πολλή αξία. Είναι μια ξεκάρφωτη εικόνα. Το ίδιο κι αργότερα που πάνε βόλτα: πάνω σε ένα φράχτη – ξερολιθιά, ένας μικρός ανεμόμυλος. Η Χριστίνα παίρνει φόρα και κλωτσάει τον αέρα φωνάζοντας κυνηγάω ανεμόμυλους. Μοιάζει από μακριά ευκίνητο ζώο ή φτερωτός άγγελος μα το όλο δεν είναι παρά μια ασήμαντη πινελιά ξενοιασιάς συνδυασμένη με ευφυολόγημα.
Και να τώρα ο δεύτερος τρόπος: αντί να παρακολουθούμε τη ροή του χρόνου και τις αλλαγές χαμηλώνουμε και κόβουμε κάθετα το κινούμενο στερέωμα. Βλέπουμε τώρα τη ζωή ως μια μεγάλη, σύνθετη στιγμή και ό,τι περιγράψαμε πιο πάνω, ο τουρισμός, η πώληση του γαλαζοπράσινου και της πολύφωτης νύχτας, δεν φαίνεται ως η διαδοχή μιας άλλης παλιάς ζωής μα ως η μοναδική και πάλλουσα μορφή της, που το νόημά της συνίσταται στο ότι ο τουρίστας ζει για λίγο την ουσία του, ζει δηλαδή τη ζωή ως το απόλυτο παιχνίδι. Σ’ αυτή την πλατιά στιγμή λοιπόν βλέπουμε τους ανθρώπους του νησιού να τρέχουν βέβαια στην υποδοχή του πλοίου και να δουλεύουν ασταμάτητα στο πλύσιμο των σεντονιών και το κυνήγι κατσαρίδας (όπως είχε διαπιστώσει πέρσι η Αλίκη), αλλά ταυτόχρονα τους βλέπουμε να εναλλάσσονται ισότιμα με αυτούς για τους οποίους τρέχουν (όπως εξάλλου είχε πει ο Μπίλι στη Χριστίνα μπροστά στη φωτιά, το βράδυ της πενταήμερης) κι έτσι όλοι συμμετέχουν εξ ίσου στο παιχνίδι. Πληρώνουν βέβαια γι’ αυτό, μα και στην πιο ολόφωτη κοινωνία δεν θα δίνουμε όλοι τον οβολό μας; Ναι, μας αρέσει αυτή η ματιά και θα την κρατήσουμε.
Στο κατάστρωμα του πλοίου λοιπόν το γαλάζιο που αστράφτει γύρω φωτίζει αρμονικά τους ανθρώπους. (Στην ουρά του μπαρ, κάτω από το βουητό των ανακοινώσεων και τον ήχο από τα παγάκια για τον καφέ). Δεν είναι η ομοιομορφία που τους χαρακτηρίζει, αλλά η ενότητα μέσα στη χαρά. Η Αλίκη και η Χριστίνα λάμπουν στο πρώτο τους προσωπικό ταξίδι και μαζί λάμπουν όλοι γύρω τους, φτωχοί που κάνουν διακοπές αδέξια πρώτη φορά, άλλοι που πάνε σε γνωστά τους μέρη κι ακόμη, αν τεντώσουμε τις κεραίες, άρρωστοι βαριά, στολισμένοι σαν να περνάνε με αξιοπρέπεια τον Αχέροντα.
Κι αφού φτάσουν στο νησί και προσπεράσουν τα ενοικιαζόμενα (που στο μέλλον θα είναι μνημεία μιας μίνιμαλ αρχιτεκτονικής για χαρούμενους ανθρώπους) στήνουν τη σκηνή διαλέγοντας το έδαφος, τον γείτονα, τον προσανατολισμό με τη σοβαρότητα Ροβινσώνα. Και όταν πάνε για μπάνιο νιώθουν πως το κολύμπι σημαίνει κάτι: η Αλίκη βυθισμένη στα βαθιά, σαν μοναχικό ψάρι αφουγκράζεται το σύμπαν και τα κύτταρά της χαιρετάνε ευτυχισμένα άλλα γνωστά τους. Και η Χριστίνα, με το άσπρο της δέρμα να λαμπυρίζει μπαίνει προσεκτικά μα τελικά φτάνει στα άπατα και περιεργαζόμενη το βυθό είναι ευφυές αμφίβιο που αναγνωρίζει βήμα βήμα τον κόσμο. Οπότε, την ώρα που αργότερα, στη βόλτα, κλωτσάει τον αέρα μπροστά στη ξερολιθιά και φωνάζει κυνηγάω ανεμόμυλους είναι η πιο πραγματική Χριστίνα, και ίσως είναι μαζί της όλες οι Χριστίνες και όλοι εμείς, σύμφωνα με αυτό που είπε εκείνη τη μέρα στην τάξη, πως όλοι οι ήρωες των βιβλίων δεν έχουν παρά ένα κόλλημα – πράγμα που το κυνήγι ανεμόμυλων εικονίζει ωραία.
Μα μέχρι να τα πούμε κι αυτά έχουν επισκεφθεί το μουσείο κι έχουν επιστρέψει στο κάμπινγκ. Η Χριστίνα κάθεται έξω από το ιγκλού κι ασχολείται με ένα τατουάζ χαλκομανία στον αστράγαλο. Η Αλίκη ακούγεται από μέσα:
«Δεν το πιστεύω! Δεν υπάρχει, Ζουζούνα! Μα έβαλαν δυο μεγάλους κι ένα παιδί μέσα σ’ ένα πιθάρι; Σε ένα πιθάρι για φαγητό; Και ποιοι ήταν, ο μπαμπάς του κι η μαμά του; Πέθαναν όλοι μαζί και τους έκλεισαν εκεί για τη μόλυνση; Μα, τα πιθάρια του φαγητού ήταν και φέρετρα; Και τους έβαλαν επίτηδες μαζί; Να είναι μαζί;»
Η Αλίκη μιλάει με έξαψη για το έκθεμα του μουσείου: ένα μεγάλο πιθάρι ξαπλωτό μέσα σε γυάλινη θήκη και σπασμένο στην επάνω πλευρά, από την οποία φαίνονταν μέσα τρεις σκελετοί, δύο ενηλίκων κι ενός παιδιού. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι βρέθηκε στο νησί, ότι το πιθάρι ήταν του 6ου αλλά οι σκελετοί του 4ου αι. π. Χ. και ότι ήταν θύματα λοιμού, επιδημίας.
Η Χριστίνα εξετάζει το τατουάζ ικανοποιημένη.
«Μπορεί να τους έκρυψε στο κελάρι του κάποιος τρελός», λέει. «Ή κάποιος που είχε ειδικό λόγο να τους κρύψει, και παρίστανε ότι είναι σιτάρι».
«Πολλή φαντασία, Ζουζούνα. Θρίλερ το έκανες!»
«Δεν είναι φαντασία», αντιτείνει η Χριστίνα. «Είναι πιθανότητα».
Έπειτα μπαίνει στο ιγκλού κι αυτή, να αλλάξει. Για δευτερόλεπτα ανταλλάσσουν γελώντας χάδια-χτυπήματα μέσα στη θολωτή σκηνή, μετά η Αλίκη βγαίνει και κάθεται με τη σειρά της έξω.
Γύρω οι κατασκηνωτές: νέοι και μεσήλικες, έλληνες και ξένοι, παρέες και μοναχικοί. Τα απλωμένα sleeping bag και τα πολλά μικρά πράγματα νοικοκυριού, μαζεμένα σε σωρούς έξω από τις σκηνές ή κρεμασμένα στα δέντρα, της θυμίζουν τους γνωστούς της άστεγους που ταΐζει από το Αρχοντικόν, από ταχυφαγεία ή από τη Δημοτική Αγορά. Ένας μοναχικός κατασκηνωτής μάλιστα, με μια παλιά σκηνή εκστρατείας, της θυμίζει το Θανάση, τον νεότερο από τους τρεις άντρες που φροντίζει. Είναι οι άστεγοι της Αθήνας τουρίστες του κόσμου; Ή μήπως στο κάμπινγκ προπονούμαστε για να ζήσουμε ως άστεγοι; Ωστόσο δεν το σκέφτεται ως καταστροφή ή έκπτωση, μα ως μια πιθανή εναλλακτική: η πρώην εργατική τάξη της Ευρώπης, με αυτό το νωχελικό ή εστιασμένο σε θερμός, αντικουνουπικά και οδοντόβουρτσες ύφος, μοιάζει πράγματι να έρχεται από έναν κόσμο και να πηγαίνει σε έναν άλλο. Στο ενδιάμεσο στήνει σκηνές στα ελληνικά νησιά.
«How I wish you were here», τραγουδάει σιγανά.
«Γιατί δεν του μιλάς;» ρωτάει η Χριστίνα (που έχει βγει από τη σκηνή στο μεταξύ), εννοώντας φυσικά τον Μπίλι.
«Δεν ξέρω», λέει η Αλίκη. Νιώθει πως αυτή τη φορά η ερώτηση δεν είναι παρακίνηση (μίλα του λοιπόν) μα διερεύνηση: η Χριστίνα δεν καταλαβαίνει το είμαι ερωτευμένη αλλά το πιστεύει, το σέβεται: είναι μια τόσο αντιφατική στάση που δεν μπορεί παρά να κρύβει αλήθεια.
Η Αλίκη δοκιμάζει να σκεφτεί. Της έρχεται στο νου κάτι που είχε διαβάσει σε ένα περιοδικό, ότι ο αγαπημένος μας είναι ένα πολύτιμο βάζο με εξ ίσου πολύτιμο περιεχόμενο και προσέχουμε μην το σπάσουμε, γι’ αυτό το πλησιάζουμε σιγά σιγά μέχρι να είμαστε έτοιμες. Της φαίνεται γελοίο να πει κάτι τέτοιο.
«Δεν ξέρω», ξαναλέει. «Εσύ τι λες;»
Η Χριστίνα είναι σοβαρή. Τα μάτια της κοιτάζουν γύρω τους κατασκηνωτές, ενώ κάτω από τα βλέφαρά της περνάει εκείνη η ψυχρή σκιά. Η Αλίκη κρέμεται από τα χείλη της.
«Είναι το μυαλό», λέει τέλος. «Είναι ήδη φυλακισμένο. Ζει λάθος. Κοίτα, οι άνθρωποι κάνουν πολλά πράγματα, αλλά σου είπα, είναι όλα κόλλημα, ψέμα. Ανεμόμυλοι. Τα περισσότερα δεν τα διάλεξαν καν, τους τα κολλήσανε. Όταν οι άνθρωποι θα διαλέγουν ελεύθερα ζωή, τότε θα διαλέγουν ελεύθερα και αγάπη».
Και, ικανοποιημένη από το συλλογισμό της, συμπληρώνει:
«Τον προστατεύεις από όλα τα άλλα, αυτό είναι», καταλήγοντας έτσι κι αυτή στη θεωρία του βάζου.
Μια νεαρή νησιώτισσα που δουλεύει στο κάμπινγκ, καταγράφοντας τις διανυκτερεύσεις με μια ηλεκτρονική ατζέντα, τις διακόπτει.
«Πώς να είναι άραγε να ζεις εδώ;» ρωτάει η Αλίκη, όταν η κοπέλα απομακρύνεται. «Θέλω να πω, χωρίς ερεθίσματα; Ερημιά το χειμώνα και τέτοια;»
Η Χριστίνα ανασηκώνει τους ώμους.
«Κοίτα, εγώ δεν θα μπορούσα», λέει. «Με την καμία, έτσι; Αλλά δεν ξέρω για τα ερεθίσματα που λες. Οι άνθρωποι όπου και να ’ναι, νομίζω τα διαλέγουν. Έχουν εκατό και παίρνουν ένα. Σαν την Αγγλίδα μας».
Η Αλίκη στρέφεται ξαφνιασμένη.
«Την ποια; Την μου-αρέσει-να-βλέπω-τα-παιδιά-να-γελάνε; Τι παίζει με αυτήν;»
Η Χριστίνα έχει προς στιγμήν πάλι εκείνο το βλέμμα, μετά λέει:
«Δεν το έχεις προσέξει; Η γυναίκα δεν βλέπει γύρω της τίποτα. Είναι κολλημένη σε κάτι, πολύ όμως. Φίλε, είναι ο πιο θλιμμένος άνθρωπος που έχω δει στη ζωή μου».
Τα δυο αγόρια λίγες σκηνές πιο κει είναι οικεία: ηλιοψημένα μα κάπως πλαδαρά, πολύχρωμες βερμούδες και πόλο μπλουζάκια, νοικοκυριό για κλάματα αλλά το ζελ στα μαλλιά εκ των ων ουκ άνευ: με άλλα λόγια, είναι ολόιδια με το μέσο αγόρι (όχι τον Μπίλι ή τον Αντώνη) που η Αλίκη και η Χριστίνα ξέρουν χρόνια από το σχολείο. Εύλογο να εμπιστευτούν αυτά τα αδέρφια τους, έτσι οι τέσσερις συμφωνούν να νοικιάσουν αυτοκίνητο για μια εκδρομή στην πιο απόμερη (και θρυλική) παραλία του νησιού.
Η ακτογραμμή, με τις διαδοχικές μικρογραφίες επιβλητικών σχηματισμών (καθότι από το αλπικό τοπίο της Δρακολίμνης μέχρι το τροπικό του Βάι κι από τα δάση της Πίνδου μέχρι το γυμνό των Κυκλάδων η Ελλάδα, όλοι το ξέρουν, είναι μια φυσική Ντίσνεϋλαντ), τους διασκεδάζει χωρίς να τους τρομάζει – με εξαίρεση ίσως τη Χριστίνα. Μα όταν φτάνουν στο ψηλότερο σημείο του δρόμου – συνεχείς στροφές πάνω από το γκρεμό – ο οδηγός νιώθει αβέβαιος. Η Χριστίνα τότε παίρνει το τιμόνι και τους κατεβάζει ήσυχα και καλά μέχρι την παραλία: στροφές και απέναντι οχήματα δεν είναι παρά δυσκολίες ελάχιστων πόντων, σε γκέιμ για αρχάριους.
(«Ζουζούνα! Εσύ φοβάσαι να κατέβεις δυο μέτρα βράχο!»)
Και να τώρα που με φόντο το πέλαγος, όπου αλλάζει χρώματα το απέναντι νησί, κάνουν αυτό που ξέρουν καλά: ποδήλατο. Έχουν όμοια ποδήλατα (νοικιασμένα) και ίσως γι’ αυτό συντονίζονται πιο εύκολα. Καθώς η Αλίκη πηγαίνει αργά και δίπλα της η Χριστίνα πιάνει το ρυθμό, οι δυο μηχανικές κινήσεις είναι σαν δυο γεννήτριες που γεννούν μαζί έναν αμοιβαίο ηλεκτρισμό. Έχουν ξανακάνει ποδήλατο με αυτό τον τρόπο.
Ήταν μια συννεφιασμένη μέρα στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Η Αλίκη δοκίμαζε το Orbea Boulevard στο Πεδίο του Άρεως. Τα 280 στρέμματα αυτού του πάρκου με τις περιποιημένες αλέες, τις λιμνούλες και το γκαζόν για να παίζουν σκυλιά, είναι μαζί με τον Εθνικό Κήπο ο κεντρικότερος πνεύμονας της Αθήνας, ωστόσο συχνά οι μάλλον άδειες εκτάσεις του δίνουν μια αίσθηση θλίψης. Μα η Αλίκη το έκρινε ιδανικό για δοκιμή του διτρόχου, έτσι εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα μπήκε στο πάρκο δυναμικά. Λίγα λεπτά μετά εντόπισε την καινούργια συμμαθήτρια (καρέ μαλλί, μπλουτζίν και δερμάτινο, smart phone) σε ένα παγκάκι μαζί με μια Αφγανή με το παιδάκι της – και τη χαρακτηριστική μαντίλα.
Οι γυναίκες με μαντίλες ήταν πολύ οικείες στην Αλίκη. Εδώ και χρόνια, η ευρύτερη περιοχή Κυψέλης, Αχαρνών και Αγίου Παντελεήμονα φιλοξενούσε πάμπολλες, που ήταν βασικά δύο ειδών: ασιάτισσες με παντελόνια και δυτικό περίπου ντύσιμο, ξεχώριζαν από τη μαντίλα και τα μακριά μανίκια χειμώνα-καλοκαίρι και Αφρικανές με μακριές πολύχρωμες φούστες ή μαύρες κελεμπίες. Οι δεύτερες είχαν ένα ομοιόμορφο λικνιστικό βάδισμα που δεν έχανε ποτέ το ρυθμό του, περπατούσαν σαν φαντάσματα, σα να μην υπήρχαν εμπόδια γύρω τους, ούτε καν έτρεχαν διασχίζοντας το δρόμο. Ήταν μια χορογραφία που έρεε μέσα στην πόλη αυτόνομη. Η Αλίκη τις είχε τόσο συνηθίσει που όταν οι πελάτες του Αρχοντικόν τις σχολίαζαν σαν φαινόμενο, τους άκουγε κατά βάθος φοβισμένη: αναρωτιόταν αν υπήρχε έστω ένας ενήλικος, συμπεριλαμβανομένων των γονιών της, από όλους αυτούς που μετακινιόνταν με τα Ι.Χ. τους από τα γραφεία στα ακριβά διαμερίσματα και από τα Αρχοντικά στις αυθαίρετες μεζονέτες, που να ήξερε κάτι από τον πραγματικό κόσμο στον οποίο η ίδια ζούσε. Ωστόσο το έκρυβε: συγκατένευε διπλωματικά με το πολιτισμένο της σκέρτσο, τάχα ότι μοιράζεται την έκπληξή τους.
Μετά τα πρώτα γεια τι γίνεται (το Μάους δεν είχε καθιερωθεί ακόμα) και έρχεσαι και συ εδώ;, μίλησαν για ποδήλατα. Η Χριστίνα είχε ένα κινέζικο άγνωστης μάρκας, κατά τη γνώμη της μια χαρά. Ξεκίνησαν μαζί να ποδηλατούν στις αλέες του πάρκου κι ήταν τότε η πρώτη φορά που συντονίστηκαν, με αυτό τον ηλεκτρισμό τον τόσο ευχάριστο και για τις δυο.
Μετά από λίγο σταμάτησαν σε μια μικρή λίμνη με νούφαρα. Κάθισαν στην άκρη της και κοίταζαν τα λουλούδια στο σχεδόν στάσιμο νερό. «Ζουν έτσι», είπε η Αλίκη παρατηρώντας τους λωτούς, ανακατεμένους με τα φύλλα από τα νεαρά πλατάνια που είχαν αρχίσει να πέφτουν. Το χώμα μύριζε κι αφέθηκαν στο άρωμά του, μετά μια δυο σταγόνες βροχής τις συνέφεραν. Κίνησαν να φύγουν και τότε άκουσαν το κλάμα.
Ερχόταν από τη ρίζα ενός δέντρου: ένα ανοιχτόχρωμο λαμπραντοράκι, κουτάβι, με καθηλωτικά αθώα μάτια και πολύ αδύνατο – το σήκωσαν σαν άδειο σακουλάκι. Η ορμή να το προστατεύσουν ήταν δυνατότερη από κάθε δισταγμό, πάντως η Αλίκη ένιωσε ανακούφιση όταν η Χριστίνα δήλωσε:
«Θα το πάρω εγώ, αν δεν σε νοιάζει. Θα με βοηθήσεις να το μεταφέρω; Έχεις καλαθάκι».
Ξεκίνησαν λοιπόν πάλι με το ίδιο τέμπο (κι ενώ στο Λυκαβηττό έλαμπαν οι πρώτες αστραπές) και περνώντας κάτω από τα έρημα, ακατοίκητα μέγαρα της οδού Μαυροματαίων, με το κουτάβι – θηλυκό και ήδη βαφτισμένο Ρόμπι – στο καλαθάκι του Boulevard, έφτασαν σε μια παλιά πολυκατοικία στην οδό Κυψέλης. Ήταν η μοναδική φορά που η Αλίκη πήγε στο σπίτι της Χριστίνας. Είδε ένα δωμάτιο με το κρεβάτι στη μέση και τους τοίχους σχεδόν γυμνούς εκτός από μια αφίσα που παρίστανε το Διάστημα. Μια λάμπα με καπέλο κρεμόταν από το ταβάνι με ένα πολύ μακρύ καλώδιο, που η Χριστίνα το έφτανε άνετα και το μετακινούσε, στερεώνοντάς το σε διάφορα σημεία και φωτοσκιάζοντας έτσι το δωμάτιο κάθε φορά αλλιώς. Στον τοίχο ακουμπούσε ένα γραφείο γεμάτο σημειώσεις. Η Αλίκη παραξενεύτηκε από τον όγκο της δουλειάς, μετά θυμήθηκε: η καινούργια της Τρίτης έκανε εργασίες θετικής κατεύθυνσης όλων των τάξεων, επί πληρωμή.
«Κάνω και παιχνίδια», αποκάλυψε η Χριστίνα, όσο η Αλίκη χάζευε εντυπωσιασμένη τις σημειώσεις. Μετά είπε πώς έβγαζε κι εκείνη λεφτά, με βιντεάκια όπου παρουσίαζε συνταγές. (Δεν είχε τότε ακόμα τις καθηγήτριες – πελάτισσες). Τέλος φανέρωσε διστακτικά ότι κι αυτή προσπαθούσε να κάνει ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή, για συνταγές με μελετημένη κατανομή συστατικών: λεύκωμα, υδατάνθρακες, βιταμίνες. Με τη σειρά της η Χριστίνα είπε ότι πρόσφατα δούλευε σε ένα ταχυφαγείο (είχε έρθει στην Αθήνα το καλοκαίρι μόνη της, πριν από τη μητέρα της, ο πατέρας της λείπει), αλλά φοβήθηκε πολύ στις τελευταίες διαδηλώσεις – την είχαν βάλει να φυλάει νύχτα το μαγαζί – κι έφυγε.
Η Αλίκη προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν, όταν στην πόρτα φάνηκε μια γυναίκα. Ρώτησε για το σκυλί και δεν έδειξε να ενθουσιάζεται, μα ούτε και να έχει σοβαρή αντίρρηση.
«Η μητέρα μου, η Αλίκη», έκανε τις συστάσεις η Χριστίνα.
Ήταν μια γυναίκα με σκούρα μαλλιά, αρχοντικό παράστημα και μεγάλο μέτωπο. Ήταν πολύ όμορφη (είχε ένα πρόσωπο ραφαηλικό), μα της Αλίκης της φάνηκε ανεξήγητα κάπως τρομακτική.
Τώρα έχει νυχτώσει και ντυμένες τα βραδινά τους (σορτς και μαύρα τοπ, παρεό στο σακίδιο για την ψύχρα) έχουν πάει στη Χώρα για clubbing. Στο μπαρ όπου καταλήγουν νιώθουν πως γύρω τους κυκλοφορούν τα γνωστά τους χάπια, μα δεν τις αφορούν πια: η Αλίκη τα έκοψε μαχαίρι μετά την «εγκυμοσύνη» και η Χριστίνα της είπε τότε ότι ούτε κι αυτή ήθελε. (Γενικά δεν πίνει, δήλωσε, απλώς για πλάκα το έκανε, πράγμα που η Αλίκη δεν πολυπίστεψε γιατί άλλα είχε ακούσει, αλλά δεν είπε τίποτα). Με την επίδραση του ποτού και του μονότονου μπιτ χορεύουν μέχρι που νιώθουν εκείνο το χαλάρωμα, την ένωση με τον άγνωστο διπλανό. Τότε φεύγουν. Αφήνουν πίσω τα βουερά μπαρ και τα ολόφωτα ρεστωράν και ξενοδοχεία και κατεβαίνουν με τα πόδια στην παραλία. (Στα σκοτεινά σημεία η Χριστίνα αναζητά το χέρι της Αλίκης). Όταν φτάνουν μπαίνουν στην άμμο τρέχοντας και τραγουδώντας δυνατά:
And when we kiss – fire – fire
Έχουν κάνει ήδη αρκετές πρόβες στο Tetris. Στην αρχή το υπόγειο κλαμπ με τους μαύρους τοίχους και τις φωτογραφίες των seventies τις ξένισε, μια μέρα όμως συνέβη κάτι: ο Μπίλι ήρθε συννεφιασμένος και είπε πως είχε πρόβλημα με τους δικούς του, πως οι Ρώσοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη θέση στην Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχε άλλες υποχρεώσεις, του τόνιζαν. Η Χριστίνα τότε τον παρηγόρησε με το λιτό της τρόπο (θα δούμε όταν έρθει η ώρα), ο Αντώνης τον παρότρυνε με ορμή να μην κάνει πίσω και η Αλίκη τον ένιωσε ήρωα που πολεμάει τραγικά με αντίξοες δυνάμεις. Τα συναισθήματά τους έκαναν μεμιάς το χώρο οικείο και από τότε προχώρησαν ρολόι. Κρατώντας στο περίπου το θέμα φωτιά και νερό, έφτιαξαν πρόγραμμα: ο Μπίλι ξεκινούσε με το λαούτο και ο Τζον Ντόουλαντ γρήγορα γινόταν Μπομπ Ντύλαν. Ήχοι φυσαρμόνικας ενώνονταν με βιολί, κι από κει άρχιζε ένα κρεσέντο με το Χορό της Φωτιάς,** μέταλ (απαραίτητο) και μετά ροκ διανθισμένο με hip hop. Η Χριστίνα κι ο Μπίλι στα φωνητικά ήταν συναρπαστικοί. Η πιανίστρια από το (επαγγελματικό) συγκρότημα του Μπίλι πρόβλεψε ότι οι Ζωντανοί στο Νούφαρο θα σκίσουν.
Η νύχτα έχει αστέρια (όχι φεγγάρι, όχι φωτιές) και κάποιες παρέες ακούγονται πιο πέρα στην παραλία. Η Αλίκη βγάζει τα ρούχα και μπαίνει στο νερό. Η Χριστίνα κρυώνει. Κοιτάζει τα αστέρια, λέει:
«Πώς καταστρέφονται οι πλανήτες; Η ζωή επάνω τους πώς χάνεται;»
Η Αλίκη βγαίνει γρήγορα – η θάλασσα είναι κρύα. Μόλις βγαίνει ωστόσο μένει για λίγο γυμνή με το πρόσωπο προς τον ουρανό και τα χέρια επίσης υψωμένα, σε μια κίνηση χορού. (Θυμίζουμε: έχει κάνει χορό). Νιώθει με ευχαρίστηση τη ζέστη από την άμμο και αφαιρείται, κοιτάζοντας κι αυτή το γαλαξία. Τα μάτια της ασυναίσθητα κάτι ψάχνουν. Μετά προσπαθεί να σκουπιστεί με το παρεό της.
«Τι λες πάλι, Ζουζουνίτσα;»
«Λέω, φίλε, πως μπορεί να έχουμε κάνει λάθος, και σκοπός του ανθρώπου να μην είναι η δημιουργία αλλά η καταστροφή. Αυτή να είναι ο προορισμός μας. Με μας να άρχισε η αντίστροφη μέτρηση».
Η Αλίκη ντύνεται. Το κύμα σπάει γλυκά, ρυθμικά, φαίνεται η άκρη του. Το κοιτάζει ξέροντας πως δεν είναι η αγωνία για την τύχη του πλανήτη που κάνει τη Χριστίνα να φλυαρεί, μα εκείνη η ερημιά που νιώθουν πάντα στις σιωπηλές στιγμές.
Τελευταία μέρα, λίγο πριν τη δύση κάθονται πάνω από το πάρκινγκ στην άκρη της Χώρας, σ’ ένα βράχο όπου η Χριστίνα σκαρφάλωσε γενναία με τη βοήθεια της Αλίκης. Κοιτάζουν κάτω τη θάλασσα, όπου ένα σκάφος πλέει αργά. Κάποιοι ανεβαίνουν το απότομο καλντερίμι από την παραλία. Φυσάει αέρας, αλλά δεν γεννήθηκε ακόμα η δεκαοκτάχρονη που την ενοχλεί ο αέρας. Είναι σιωπηλές πολλή ώρα. Ξαφνικά η Αλίκη λέει:
«Γιατί πάμε στο Πανεπιστήμιο, ρε Χριστίνα;»
Η Χριστίνα τρυπώνει το χέρι της (που έχει ανακουφιστεί με το κολύμπι και τον ήλιο) κάτω από το μπράτσο της Αλίκης και κοιτάζει το δεξί All Star: έχει ανοίξει μια τρυπούλα και της αρέσει να την κουνάει με το πόδι.
«Δεν έχει σημασία για μένα», λέει, «δεν θα μπω. Εσύ, θα πας αν μπεις;»
Η Αλίκη σφίγγει το μπράτσο, δεν έπρεπε να μιλήσει. Όλα τα παιδιά ξέρουν πως η Χριστίνα δεν πρόκειται να μπει σε καμιά σχολή: όχι μόνο δεν γράφει εκθέσεις, μα ούτε καν την πορεία λύσης των ασκήσεων – που τις λύνει σχεδόν αυτόματα – δεν μπορεί να διατυπώσει «σωστά».
«Δεν ξέρω, ρε Ζουζού», λέει. «Τέσσερα χρόνια!»
Ξαφνικά η Χριστίνα τινάζει χέρια και πόδια μπροστά, και το κεφάλι (χωρίς καπέλο, τα μαλλιά έχουν αρχίσει να μακραίνουν) πίσω, γελάει και φωνάζει:
«Δεν θα πάμε βρε! Θα γίνουμε τυχοδιώκτες!» Δείχνει με το χέρι τη θάλασσα κάτω, όπου έχει φανεί κι άλλο σκάφος. «Θα γίνουμε εξερευνητές!»
Η Αλίκη σκέφτεται, μετά λέει:
«Εμείς όχι. Ο Αντώνης ίσως. Αυτός, μπορεί να γίνει εξερευνητής».
Και αμέσως – το αποφάσισε:
«Πες μου, βρε Ζουζούνα, για τον Αντώνη. Τι παίζει; Τον αγαπάς;»
Η Χριστίνα διστάζει.
«Δεν είναι εκεί το θέμα», λέει. Και σε λίγο:
«Εσένα πώς σου φάνηκε; Εννοώ στην εκδρομή».
Η Αλίκη νιώθει άσχημα.
«Κοίτα, πενταήμερη ήταν. Είχαμε πιει…»
Η Χριστίνα στρέφεται προς το μέρος της και τα μάτια της έχουν εκείνη την σκιά:
«Πώς σου φάνηκε; Δεν εννοώ αν σε καύλωσε και τέτοια. Πώς τον ένιωσες, τι γνώμη έχεις γι’ αυτόν;»
«Για τον Αντώνη;» Η Αλίκη απορεί. «Ο Αντώνης είναι πολύ καλός. Κι ευγενικός, πάντα. Όλο τον κόσμο αγαπάει ο Αντώνης, το ξέρεις».
Η Χριστίνα κοιτάζει πάλι τη θάλασσα.
«Αυτό είναι το θέμα», λέει. «Πως ο Αντώνης αγαπάει όλο τον κόσμο. Και, νομίζω, κανέναν χωριστά».
Μια καμπάνα από κάποιο πανηγύρι διακόπτει τις σκέψεις τους: παντού γύρω τους εκκλησάκια ασβεστωμένα, τα περισσότερα παλιά ιδιωτικά παρεκκλήσια σε κτήματα.
«Ο θεός», λέει η Αλίκη.
«Δεν είναι ο θεός».
«Το ξέρω, βρε Ζουζού!»
Λίγο ακόμα οι καμπάνες, μετά ησυχία.
«Εννοώ», λέει η Χριστίνα, «πως όλοι ξέρουν πως δεν είναι ο θεός. Οι άνθρωποι ξέρουν πως η ζωή τους δεν εξαρτάται από το θεό μα από άλλους ανθρώπους. Αλλά τους φοβούνται, γι’ αυτό προτιμούν να μιλάνε για θεό».
Η Αλίκη συμφωνεί, δεν την απασχολεί ο θεός.
Η αλήθεια είναι πως όλα όσα λένε αυτή τη στιγμή δεν τις απασχολούν πολύ. Κάθονται οι δυο τους κολλητά πάνω από τη θάλασσα που απλώνεται απέραντη, με τους αφρούς και τα πλοία της σε ατέλειωτη κίνηση. Ο ουρανός έχει λίγα σύννεφα, ο ορίζοντας κοκκινίζει και το μόνο ερώτημα που αντηχεί μαζί με τον άνεμο, το μόνο που θα ήθελαν να φωνάξουν – μα στη πραγματικότητα δεν μπορούν καν να το διατυπώσουν, απλώς το νιώθουν να τις κυριεύει – είναι το γιατί θα χωρίσουν. Γιατί, ενώ αγαπήθηκαν τόσο σ’ αυτή την πιο κρυστάλλινη φάση της ζωής τους, δεν θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί. Κι ακόμα, γιατί κανείς δεν αντιστέκεται σ’ αυτό.
Το εύρημα υπάρχει πράγματι, στο μικρό αρχαιολογικό μουσείο της Χώρας Αμοργού. Πρόκειται για τη γνωστή μέθοδο του εγχυτρισμού (ταφή μέσα σε πιθάρι), που δεν ήταν ασυνήθιστη. (Κατά τα άλλα, το νησί της ιστορίας μας είναι φανταστικό συμπίλημα).
** Ritual fire dance: η γνωστή σύνθεση του Manuel de Falla από το έργο του «El amor brujo»


June 25, 2015
Μια μέρα στο σχολείο (Από το «Ζωντανοί στο Νούφαρο»)
2 παρά 10 η Αλίκη είναι με το Crypton έξω από το σχολείο και αγοράζει σάντουιτς από το Διάλειμμα, το απέναντι ταχυφαγείο. (Γευματίζει κυρίως με σάντουιτς και πίτσες). Στο προαύλιο, κάτω από έναν ήλιο σχεδόν καλοκαιρινό, είναι μαζεμένες οι προβλεπόμενες παρέες εφήβων: τους πιο πολλούς δεν τους θυμάσαι, καθώς στο σχιζοφρενικό αγώνα κάθε παιδιού πρώτον να ξεχωρίσει και δεύτερον να μην ξεχωρίσει, δυστυχώς πιο συχνά επικρατεί το δεύτερον, έτσι ακούς ένα βουητό από ίδιες περίπου φράσεις και βλέπεις ένα δάσος από ίδια κουρέματα, σακίδια και βερμούδες. Γενικά πάντως αυτή την εποχή το σχολείο δεν έχει πολλή κίνηση, καθώς οι περισσότεροι τελειόφοιτοι διαβάζουν για τις πανελλαδικές. Μα η Αλίκη, που δεν νοιάζεται πολύ για τις πανελλαδικές, το βρίσκει ευχάριστο και διασκεδαστικό. Είναι οι πιο ξεκούραστες ώρες της ημέρας της.
Το σχολείο, ένα κιτρινωπό διώροφο κτίριο με εσωτερική αυλή και μπαλκόνια, αντιπροσωπευτικό της ιδρυματικής αρχιτεκτονικής, χτίστηκε πριν λίγες δεκαετίες από τον αρμόδιο Οργανισμό που κάνει, χάριν της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας, τις συμφωνίες με εργολάβους, μηχανικούς και προμηθευτές. Από εκεί και μετά αναλαμβάνει η παχύρρευστη λίμνη με το περιστρεφόμενο ρεύμα, η γνωστή ως ελληνική οικονομία: η ζωντάνια των μαθητών βοηθάει ώστε κάθε σχολικό κτίριο να είναι αέναος μοχλός παραγωγικότητας, αφού κάθε πόρτα και παράθυρο, κάθε πρίζα, νιπτήρας και πίνακας δεν φτιάχνεται άπαξ, αλλά ανακατασκευάζεται εις το διηνεκές. Στο διάστημα μεταξύ δύο ανακατασκευών το κτίριο έχει εικόνα γιαπιού και επειδή πάντα υπάρχει ένα τέτοιο διάστημα, κανείς πια (ούτε η Αλίκη) δεν προσέχει το σπασμένο τζάμι, τo πεταμένo καλοριφέρ, τo θρανίο χωρίς πόδι κλπ. Αντίθετα η Αλίκη προσέχει τη διαδρομή: το σχολείο βρίσκεται στο τέρμα μιας μεγάλης ανηφόρας, παρόλα αυτά αρκετοί έρχονται με ποδήλατο. Το ποδήλατο είναι πρόσφατη μόδα, μετά την κρίση και την επιδρομή της οικολογίας. Οι οικογένειες θεωρούν τις συνήθειες των παιδιών, από ντύσιμο μέχρι φροντιστήριο, δείγμα κοινωνικού στάτους, έτσι τα περισσότερα έχουν ποδήλατο. Η Αλίκη έχει δύο, ένα Orbea Boulevard παρκαρισμένο στο Αρχοντικόν και ένα σπαστό Safari στη βεράντα του ρετιρέ, αλλά αν και τα αγαπάει δεν έχει χρόνο για ορθοπεταλιά στην άσφαλτο. Αφού τα πήρε μερικές φορές για να τα δείξει, επανήλθε στο Crypton.
Η Χριστίνα ή Μάους την περιμένει στην αυλή. Μικροκαμωμένη, ζαρωμένη σχεδόν, με τα ξανθά και κόκκινα (χωριστές τούφες) μαλλιά, κάθεται στο πεζούλι δίπλα στις βρύσες, ανανεωμένη με το πανκ κούρεμα που έκανε αμέσως μετά την πενταήμερη (όλοι κάτι άλλαξαν επάνω τους μετά την πενταήμερη) και που ταιριάζει με το μαύρο κολάν και το παλαιστινιακό. Κατά περίεργο τρόπο πάντως, η νέα κουπ δεν άλλαξε πολύ τη γενική εντύπωση που έδινε και πριν με το απλό καρέ (και τα λιγότερα πίρσινγκ), σαν το πανκ να ήταν απλώς η υπερτονισμένη, θεατρική βερσιόν αυτού που όντως είναι η Χριστίνα. Δίπλα της ένα μπουκάλι νερό, στο χέρι το ακριβό κινητό της, στο σακίδιο διακρίνονται τα μοβ All–star της. (Έχει τη συνήθεια να αλλάζει κάθε τόσο παπούτσια, τώρα φοράει μπαλαρίνες). Ήρθε καινούργια στην τελευταία τάξη, όπως έρχονται πολλοί από την επαρχία, λόγω φροντιστηρίου, και κόλλησε με την Αλίκη. Η μία πανύψηλη, μελαχρινή, με γερή κράση, η άλλη μικρόσωμη, ξανθιά, ασθενική, κι όμως έμοιαζαν, συμπληρωματικές εκδοχές της ίδιας εικόνας.
«Ψήνεσαι για πάνω;» λέει η Αλίκη.
«Κάτσε μία».
Η Χριστίνα κινεί αστραπιαία το δάχτυλο πάνω στο smart phone – σε ένα διάλειμμα της τενοντίτιδας που την βασανίζει – και η Αλίκη ξέρει πως κυνηγάει κάτι σε κάποιο παιχνίδι, ίσως μάλιστα σε πειραγμένο από την ίδια παιχνίδι. Δεν την φτάνει σ’ αυτά, ρεσπέκτ λοιπόν, μέχρι να πει η Μάους πάμε. (Άλλωστε σε δευτερόλεπτα το λέει). Ανεβαίνουν να ετοιμάσουν τα σκονάκια και να τα πούνε, δεν τις ενδιαφέρει η συγκέντρωση – προσευχή: η πείρα έχει δείξει ότι οι ανακοινώσεις είναι άνευ σημασίας, απλώς οι καθηγητές πρέπει να τις κάνουν.
Οι καθηγητές είναι επίσης άνευ σημασίας. Τους βλέπουν πια σαν φαντάσματα που τριγυρνάνε στο κτίριο από συνήθεια μέχρι να τελειώσει η χρονιά, και που καλό ωστόσο είναι να μην τα θυμώνεις, έχουν κι αυτά τα προβλήματά τους. Δύο είναι σχεδόν συμπαθείς, ο Φράγκος, ο μοναχικός θεολόγος με τα καπέλα σαν του Μπίλι και η χοντρούλα και με κατακόκκινο, τελείως άουτ, κραγιόν Αγγλίδα που χαίρεται να βλέπει τα παιδιά να γελάνε, όποτε τα κρύσταλλα τυχαίνει να έχουν τέτοια επίδραση. (Την τελευταία φορά που το είπε πάντως ήταν μονάχα λίγη παραπάνω Ursus με τις Κορώνες στο Διάλειμμα). Μερικοί επίσης είναι χρήσιμοι, σαν τις τρεις πελάτισσες της Αλίκης, που τους πουλάει φαγητό.
Δυο πρώτες ώρες λογοτεχνία. Καλή η Αλίκη: χειρίζεται τη γλώσσα από μικρή, ξέρει τα ξύλινά της κόλπα, είναι εξωστρεφής και άνετη, ώστε να συμμετέχει στα προφορικά. Σκράπας η Χριστίνα. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά, όλοι ένα κόλλημα έχουν λέει, εννοώντας τα λογοτεχνικά κείμενα και τους ήρωές τους. Μια φορά μονάχα, που η φιλόλογος ρώτησε ποιο κείμενο θα ήθελαν να κάνουν, η Μάους κοιτάζοντας τα περιεχόμενα πετάχτηκε και είπε τον Δον Κιχώτη. Η πρότασή της δεν πέρασε, αλλά η Χριστίνα πρόλαβε να επιχειρηματολογήσει:
«Αυτό» (να κυνηγάς ανεμόμυλους) «έχει νόημα».
Πού και πού η Αλίκη της ρίχνει μια ελαφριά μπουνιά, πάνω ή κάτω από το θρανίο και η Χριστίνα την αντιγυρίζει – πιο ελαφρά:
«Ξεκόλλα».
Είναι η πλανώμενη υποψία ότι η Χριστίνα έκανε σεξ στην πενταήμερη με τον Μπίλι. Ο Μπίλι απουσιάζει, κάνει πρόβες, όχι για τους Ζωντανοί στο Νούφαρο αλλά για τις δικές του εμφανίσεις. Απουσιάζει και ο Αντώνης για δουλειές, άρα, μετά το διαγώνισμα της Ιστορίας, όπου γράφουν γρήγορα ό,τι μπορούν, είναι ελεύθερες. (Δεν τις νοιάζει τι έχουν μετά). Παίρνουν από μισό κρύσταλλο, η Χριστίνα αλλάζει παπούτσια (βγάζει τις μπαλαρίνες και φοράει τα All–star), ασφαλίζει το ποδήλατό της στο Διάλειμμα και φεύγουν με το Crypton: δική τους μιάμιση ολόκληρη ώρα πριν το φροντιστήριο.
Πλατεία Κάνιγγος. Ταμπέλες neon αναβοσβήνουν οριζοντίως και καθέτως βυθίζοντας, με τις σπασμωδικές τους εναλλαγές, τα νεοκλασικά τους φόντα στην αφάνεια: είναι το σύμπαν των Φροντιστηρίων, που απλώνεται πολύχρωμο (μαζί με μια πλούσια σειρά χαρτοπωλεία, ταχυφαγεία και καφέ), από εδώ και σε όλο το τρίγωνο Εξάρχεια – Ακαδημίας – Σόλωνος. Φροντιστήρια με ονόματα: Θετικό, Θεωρητικό, Σύγχρονο. Η Μέθοδος, Η Διαγώνιος, Η Πρόταση. Η Άνοδος, Η Πρόοδος, η Εξέλιξη. Και τα λοιπά. Η Αλίκη και η Χριστίνα πάνε στη θετική κατεύθυνση, με στόχο η πρώτη κάτι σχετικό με τρόφιμα, αν και είναι μάλλον σίγουρη ότι τελικά δεν θα σπουδάσει (τέσσερα χρόνια!) και η δεύτερη τις οικονομικές σχολές γενικά.
Στο καφέ – μια ώρα ως το μάθημα – πιπιλάνε ανόρεχτα τα καλαμάκια του φρέντο, ενώ η Χριστίνα αλλάζει πάλι παπούτσια. (Μπαλαρίνες). Η Αλίκη βγάζει το χαρτί με τους στίχους από τη Δημοτική Αγορά. Η Μάους διαβάζει λίγο και μορφάζει:
«Δε λέει ρε φίλε, ξέρω γω;»
Αλλά μετά από λίγο:
«Αυτό» – δείχνει κάτι στίχους για ένα γράμμα –«μπορεί να λέει, φαντάσου κάτι σε R’n B. Αλλά .. ξέρω γω;»
«Τι πάμε να κάνουμε, ρε φίλε;» ταλαντεύεται η Αλίκη.
«Ξεκόλλα», λέει η Μάους, «όλοι έτσι κάνουν».
Έπειτα μιλάνε επιτέλους για τον Μπίλι. Δηλαδή, η Αλίκη βάζει τη Χριστίνα να της αφηγηθεί ξανά μια πρόσφατη φάση στο σχολείο, βράδυ μετά το μάθημα, που η ίδια έφυγε και ο Μπίλι έπαιξε ένα κομμάτι φοβερό.
«Όπου πάει, εσύ όλο φεύγεις», τη μαλώνει η Χριστίνα. «Μόνο από το σπίτι του Αντώνη δεν φεύγεις, αλλά κι εκεί με το ζόρι του μιλάς. Τι θέλεις να κάνει, ρε Αλίκη, κι αυτός, αφού δεν του μιλάς;… Λοιπόν, τι να σου λέω, άπαιχτος, φίλε. Του κάνω, τι είναι αυτό; Ο χορός της φωτιάς, μου κάνει. Θα το παίξει σαν χαρντ, θα βάλει και βιολί».
Η Αλίκη απολαμβάνει την αφήγηση, που είναι πανομοιότυπη με τις προηγούμενες, μετά βγάζει το κινητό:
«Άκου αυτό», προτείνει. «Τραγούδι παλιό, άκου».
Τα δυο κορίτσια ακούνε:
«Θάλασσα πλατιά, σ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθιά, μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά
τη δικιά μου τη μικρούλα την καρδιά».
Έκθεση. Η Αλίκη γράφει καλές – όταν γράφει. Θα γράψω μια και καλή, στις πανελλαδικές. (Ό,τι και να πέσει άλλωστε, πάνω κάτω τα ίδια θα γράψει: ορισμός της Βασικής Έννοιας, ιστορική ανασκόπηση της Β.Ε., ο σύγχρονος άνθρωπος και η Β.Ε. Έπειτα τα Μέσα Ενημέρωσης και η Β.Ε., ο ρόλος της οικογένειας – σχολείου, εκκλησίας – στη Β.Ε. Τώρα τελευταία παίζει και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Β.Ε. μπορεί να είναι ο,τιδήποτε, από τη δημοκρατία και τον ελεύθερο χρόνο μέχρι τα αγγουράκια τουρσί). Η Χριστίνα γράφει συνήθως μία σελίδα, με ενδείξεις ελαφριάς δυσλεξίας.
Τα Φροντιστήρια δεν οφείλουν την ύπαρξή τους στις ελλείψεις των σχολείων, απλώς χρησιμεύουν ό,τι και αυτά: για να έχουν δουλειά οι (πάρα πολλοί) καθηγητές που περισσεύουν. Η πρώην αγροτική τάξη που δεν απορροφήθηκε στις – τριτογενείς βασικά – επιχειρήσεις (όπως ας πούμε απορροφήθηκε ο παππούς της Αλίκης) έγινε υπάλληλοι, ένα μεγάλο τμήμα τους εκπαιδευτικοί. Η μισή Ελλάδα κάνει μάθημα στην άλλη μισή, ενώ το αντικείμενο του μαθήματος σπάνια βγαίνει έξω από τον κύκλο, να γίνει επένδυση, προϊόν. Όλοι κολυμπάνε στην ελώδη λίμνη από ένστικτο, από την ανάγκη της αμοιβαίας συντήρησης. Γιατί πάνε φροντιστήριο η Αλίκη και η Χριστίνα; Είναι η προίκα τους, οι οικογένειες κάνουν το καλύτερο. Βέβαια ο Αντώνης και ο Μπίλι δεν πάνε, αλλά ο πρώτος είναι η σπανιότατη εξαίρεση και ο δεύτερος μετανάστης.
Μαθηματικά, διαγώνισμα: γράφουν ο,τι τους κατέβει, δεν τις ενδιαφέρει ο βαθμός. (Η Χριστίνα βέβαια μπορεί να έγραψε και για είκοσι). Η μέρα πηγαίνει προς το τέλος. Οι μπουνιές έχουν πάψει. Γέρνουν στο θρανίο του φροντιστηρίου, ακουμπάνε η μια στην άλλη.
Πίσω στην έρημη πια, σκοτεινή ανηφόρα του σχολείου, η Αλίκη φέρνει με το Crypton τη Χριστίνα στο έτοιμο να κλείσει Διάλειμμα.
«Αύριο στου Αντώνη».


May 10, 2015
Το «Πρωινό Ιντερσίτυ» σε epub.
Το Πρωινό Ιντερσίτυ τώρα σε αρχείο epub:
α) Πατήστε στο παρακάτω link:
β) Στο παράθυρο που θα ανοίξει πατήστε το open («άνοιγμα», «προβολή») ή download ή κάτι ανάλογο.
γ) Αμέσως η συσκευή σας βρίσκει τα προγράμματα που διαθέτει και σας ρωτάει με ποιο πρόγραμμα θέλετε να το διαβάσετε. Όλα τα συνήθη «αναγνωστάρια» (ibooks, myebooks, google play, adobe digital κ.λπ.) ανοίγουν ιδανικά epub, εκτός από την εφαρμογή kindle. (Γι’ αυτήν όμως διατίθεται πάντα το PDF, ολόκληρο τώρα, στη σελίδα ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ PDF).
δ) Διαλέξτε πρόγραμμα. Θα φορτώσει το βιβλίο αμέσως.
ε) Διαβάστε το βιβλίο!
Η καλύτερη ανάγνωση είναι σε ταμπλέτα ή smartphone με σχετικά μεγάλη οθόνη. (Το μέγεθος της οθόνης είναι για να μη γυρνάτε σελίδα κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Τα μάτια δεν έχουν πρόβλημα: όλα τα αναγνωστάρια μεγαλώνουν τη γραμματοσειρά όσο θέλετε). Αν το πάρετε στο laptop και θέλετε να το μεταφέρετε σε φορητή συσκευή υπάρχουν πολλοί τρόποι:
1. Ο πολύπλοκος αλλά πιο γνωστός στους παλιούς είναι με σύνδεση της συσκευής στη θύρα USB του laptop και μεταφορά του αρχείου . (Δεν ξέρω ακριβώς πού, αλλά κάποιο φάκελο θα βρείτε..)
2. Ο πολύ απλός, που χρησιμοποιούν οι πάντες, είναι η αποστολή του αρχείου στον εαυτό σας ως συνημμένου σε email. Ανοίγετε μετά το εισερχόμενο στο τηλέφωνο ή την ταμπλέτα και πατάτε στο συνημμένο. Η συσκευή κάνει τα υπόλοιπα, όπως παραπάνω.
3. Ο πιο μοντέρνος τρόπος είναι τa διάφορα clouds. (Το προσωπικό σας ντοσιέ εκεί επάνω στα σύννεφα). Αν τα χρησιμοποιείτε ξέρετε. Το πιο πρακτικό είναι μάλλον το Dropbox.
Εννοείται πως οι «οδηγίες» αυτές αφορούν όλα τα βιβλία.
Enjoy the reading!
Και λίγα για το βιβλίο:
Πρωινό Ιντερσίτυ
Στο «Εσπερινό Τεχνικό Εκπαιδευτήριο», ανάμεσα στις γραμμές του τρένου και το ποτάμι, παρουσιάζεται ο καινούργιος καθηγητής Αγγλικών, που είναι ταυτόχρονα και γνωστός ποιητής. Έρχεται βέβαια για να διδάξει, κυρίως όμως για να συναντήσει την αγάπη που τον στοιχειώνει χρόνια και που έρχεται κι εκείνη στο σχολείο, έχοντας τα δικά της σχέδια.
Κανείς όμως από τους δύο δεν θα εφαρμόσει τα σχέδιά του. Ο καινούργιος κόσμος τους εντάσσει γρήγορα στους νόμους του: το ποτάμι πλημμυρίζει κάθε χρόνο, οι νεκροί μένουν αδικαίωτοι και οι μαθητές και καλύτεροι γνώστες αυτών των νόμων κρατούν στη σιωπή πληγές και μυστικά.
Από την άλλη, το τρένο δεν χαράζει απλώς μια διαδρομή αλλά την ίδια την έξοδο προς το φως και την αλήθεια.
Το Πρωινό Ιντερσίτυ είναι μεταξύ άλλων ένα μυθιστόρημα για τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, για τη ζωή και τα όνειρα των μαθητών και των καθηγητών σε ένα νυχτερινό σχολείο, για την κοινωνία που αλλάζει, για παλιές θυσίες και καινούργιες αγάπες ή αντίστροφα. Είναι επίσης ένα μυθιστόρημα για τη σχέση ενός ποιητή με τη γλώσσα.
Κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις Εστία. Τώρα προσφέρεται δωρεάν από τη συγγραφέα σε ηλεκτρονική μορφή, σε νέα επιμέλεια. (Και με το εξώφυλλο που βλέπετε στην αρχή του άρθρου)


December 21, 2014
The broken woman (from «The doll and the horse»)
Here is the last chapter of the fairy tale embedded in the novella «The doll and the horse».
On her way back upon the mountain she was heavy with grief. Doll and horse would never come back. They couldn’t, even if they wanted to. They were now dissolved in the blood of innumerous humans. Lamenting was already there for the red woman, but one that, unlike down in the Manworld, was orphan, because there was no one up there for her to lament with.
Moreover the mountain itself was changing: the stillness of the old days was giving space to some new specimens of life, some new varieties of colored creatures the woman could now spot here and there, as well as to a few new sounds and even smells. (It made sense after all: if within humans Gods had already appeared, then upon Olympus Chronos, the Time Spirit, had to prepare a home to the Olympians, a process that would take some time. There would be a Titan battle first, of which some distant storms were now but the very preliminary actions).
When the woman finally reached the top of the mountain the place seemed also kind of strange to her. Her cave was narrower than ever and the path near the entrance was covered with stones. Her well-known home wasn’t there anymore. Instead Homesickness was there, but again one with no one to share with.
The woman looked around the silent cave, then looked at her hand with the cut-off finger and took the great decision. That place was not her home anymore and she was after all blessed not to be a rock or a plant: she would leave.
But she would do it in the best possible way: she broke herself into pieces and gave them various human forms so they could mingle with humanity. The transformed pieces of the red woman started then their journey down the slope in a magnificent row moving through the silence, a magical red chorus the misty mountain saw for the first and last time in its immortal life.
Before passing the border to the other side the transformed pieces gathered together in the Blue Valley. There the woman, whose spirit was within all those human beings, felt again the souls of the unicorns, of the pegasuses and of the centaurs and remembered the day when her horse, the last unicorn on earth, reached her celestial kingdom and dropped in front of her the last evidence of the fairy world, thus entrusting his entire life in her hands. With this feeling deep in their hearts the pieces of the woman crossed for the last time that magical border and got into a flourishing, complex, multicolored Manworld to stay there forever.
Since then the red woman lives in humans’ blood. She has come across innumerous variations of the doll and the horse, many of them complete failures that ended to the most dark paths of the Shadow, others average specimens and a few in whom she saw the nobility of her beloved originals. She has also lived through a lot of bloodbaths and tormenting and even dismembering, following patiently a chain of butchery scenes beyond imagination. But whenever everything seemed hopeless, some feeling or deed on a human’s part would always change her mind.
Moreover, she herself has been through time humanized too. She can now do but very little magic compared to that she managed at the Beginning of the Things, while on the other hand she shares numerous human disadvantages. Humans on their part would often mention an “embodiment” or a “personification” of some God, and we don’t know for sure whether they just talk about their official God or they express a vague, somewhat subconscious awareness of the red woman’s existence among them.
But the most important is that humans always celebrate winter solstice in joyful dinners as well as by offering gifts to each other, no matter how poor or rich they might be, while they have also established a lot of legends and stories concerning supernatural or holy beings (sometimes dressed in red), whose main duty is to deliver the solstice gifts. The remembrance of this annual triumph of blessing sun is actually the greater celebration all over humanity, the most expanded and common festivity on earth. And the fact is all these jubilations around the world, though never mentioning the red woman, seem to hold some distant memory of her. Because, for example, somewhere near the North Pole an ancient goddess is said to ride a chariot driven by deer upon the sky, while somewhere else people have built a ritual door, a kind of stone veil, for the sun to triumphantly pass through in the morning after the solstice. In the Roman Empire the solstice festivity lasted almost a month (the time period the veil of our story was open) and today in some solstice holidays humans kindle rows of candles and let them glow in the night, just like the woman had done in the Blue Valley. Everybody knows of course the famous Christmas, with the trees full of little dolls and the carousels with their wooden horses, as well as with its endless constructions and patterns of blinking lights all over the earth and above all with its great attraction, the red saint (or “Santa”) who delivers astonishing amounts of gifts. However fewer of us may have seen the miracle of the solstice in Africa, with that enormous red disc of a sun standing motionless near equator, magnificent and omniblessing, forever the supreme and unquestionable source of life, or the various ancient and modern holidays all over China or India and among Native Americans. And even fewer may know that in one of our most important eras of the past, that of ancient Greece, a god red with blood and wine let himself broke in pieces in the hands of his priestesses and the next morning, the morning after the solstice, was reborn as a Holy Infant for the sake of humanity.
As for humanity itself, through centuries (and between slaughters) it managed to create some other interesting great entities such as Reason or Enlightment, while lately it tries, under various names (such as Ecology) a still very distant and unstable reflection of that initial Harmony of the Beginning of the Things.
Last but not least, we must always have in mind that in our lifetime we doubtless come across the red woman with the cut-off finger, for she now lives in the blood of too many humans, who are also eternally reproduced. Of course men and women who have knowledge or kindness or give a lot or are particularly creative are very probable to be her embodiments. But it’s not only them: candidates may also be among people we wouldn’t feel comfortable to make friends with, people who have a great passion compelling them to go endlessly and relentlessly after something.
Because the red woman, still possessed by Lamenting and Homesickness, is constantly looking for her original doll, for whose sake she was once self-mutilated, as well as for her original horse, that unicorn with the opalescent body and the waterfall-like mane who once came to find her, thus saving forever the precious remembrance of the fairy tales.
http://www.amazon.com/dp/B00H6B2NW4

December 16, 2014
Το πράσινο των φύλλων (Από τη «Μέρα της Μελάνης»)
Βρήκε τον Βασίλι Μαρίνσκι, πάντα εύρωστο, με το μουστάκι και τα γελαστά του μάτια, στο μεγάλο του θερμοκήπιο το γεμάτο λουλούδια. Ο μπαμπάς κηπουρός, καινούργιο χόμπι.
Ο κλειστός κήπος ήταν πλούσιος και πολύ περιποιημένος. Θάμνοι πολυετών φυτών εναλλάσσονταν με χαριτωμένα λουλούδια που δεν μύριζαν μα ήταν πολύ ζωντανά, άλλα σε παραλλαγές του λευκοκίτρινου και προστατευμένα σε γωνιές κι άλλα σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και στοιχισμένα στα μακρόστενα παρτέρια. Όταν πλησίασε η Αντριάνα, είδε ότι τα χρώματα ήταν στην πραγματικότητα λίγα, μα όπως συνδυάζονταν σχημάτιζαν από μακριά την εντύπωση άλλου, νέου χρώματος, με την οπτική μίξη των μικροσκοπικών πετάλων.
Ο πατέρας της είπε με ενθουσιασμό:
«Πρόσεξε το πράσινο των φύλλων. Όταν ζεσταίνει, με το κίτρινο, γίνεται πιο ζωντανό, πιο, να πούμε, ενεργητικό. Όταν ανακατεύεται με το μπλε γίνεται σοβαρό, στοχαστικό».
Η Αντριάνα άκουγε κατάπληκτη τα λόγια του Βασίλι Μαρίνσκι, δεν ήξερε ότι ο πατέρας της ήταν καλλιτέχνης κηπουρός.
Στη μεσαία σειρά υπήρχαν κάτι λουλούδια σαν πανσέδες αλλά πιο μικρά, μαύρα, κίτρινα, γαλάζια και μοβ. Τα μοβ της άρεσαν πιο πολύ.
«Ματζέντα», είπε ο Βασίλι.
Και της εξήγησε ότι είχε μπροστά της τα τέσσερα χρώματα της τυπογραφικής τετραχρωμίας: μαύρο, κίτρινο, κυανό και ματζέντα.
«Αλλά εσύ», συμπλήρωσε, «ξέρεις μόνο τα πίξελ, τα δεκαέξι εκατομμύρια χρώματα από κόκκινο, πράσινο και μπλε. Αυτά εδώ είναι αρχαία για σένα».
Ύστερα επέμενε να της δείξει κάτι. Την οδήγησε στη μια αποθήκη, που την τελευταία φορά που είχε έρθει η Αντριάνα εκείνος την ετοίμαζε. Δεν είχε δώσει σημασία τότε, ο πατέρας της είχε μονίμως κάποιο εργαστήριο – αγγειοπλαστική δεν ήταν το τελευταίο;
Ο χώρος είχε δύο δωμάτια. Στο πρώτο μεγάλοι σκληροί δίσκοι, μικρές άγνωστες συσκευές και παλιά μόνιτορ που δούλευαν με ένα αστείο χειριστήριο, το ποντίκι. Στο δεύτερο η Αντριάνα είδε ένα παράξενο μηχάνημα που μάντεψε σωστά ότι ήταν εκτυπωτικό παμπάλαιας τεχνολογίας.
«Διαβάζει έναν καταργημένο τύπο αρχείου», εξήγησε ο Βασίλι, «που γίνεται από την επεξεργασία του κειμένου με ένα επίσης καταργημένο πρόγραμμα».
Και συμπλήρωσε με καμάρι: «Πανάξιο πρόγραμμα! Ανοίγει κείμενα φτιαγμένα με φετινά προγράμματα, εκεί που ακόμα και περσινά βγαίνουν άχρηστα!»
Η Αντριάνα μουρμούρισε μηχανικά μεγαλειώδες, αλλά εκείνος συνέχισε, μιλώντας για την ποιότητα του χαρτιού, το δίπλωμα, τη διαφορά τετραχρωμίας και χρωμάτων σημείου. Στη φωνή του υπήρχε λαχτάρα, στο βλέμμα η αναμονή του μπράβο, στον τοίχο η εικόνα μιας αρχαίας ελληνικής τριήρους…
June 26, 2014
Το Καπνεργοστάσιο (Από το «Ζωντανοί στο Νούφαρο», συμπίλημα)
«Λοιπόν, άκου».
(Του Μπίλι του αρέσει να λέει τα πράγματα με το δικό του τρόπο).
«Εκεί που έμενα πριν είναι το πάρκο του Πλάτωνα. Κοντά στην άκρη του, σε μια μεγάλη αλάνα, είναι το Σούπερ Ντάμπο, το πολυκατάστημα. Έχω δουλέψει εκεί, μεταφορέας. Απέναντι τώρα, στην άλλη πλευρά της λεωφόρου, είναι το Καπνεργοστάσιο, που τώρα είναι Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη της Βουλής».
Όταν πρωτοήρθε ο Μπίλι στην Ακαδημία Πλάτωνος (όπου έμεναν συγγενείς του) χάθηκε στο μεγάλο πάρκο με την πλούσια φυσική βλάστηση, τα μικρά κοιλώματα, τα μεγάλα ξέφωτα με τις συστάδες από αρχαία ερείπια. Το ονόμασε Ο Πράσινος Δράκος γιατί διασχίζεται από την οδό Δράκοντος και του εντυπώθηκε σαν εικόνα ονείρου. Ήταν ένα ήμερο δάσος γεμάτο μυστικά και ομορφιά. Σύντομα άρχισε να συχνάζει στα μικρά καθαρά γήπεδα, να παίζει μπάλα με ομοεθνείς και μη, να κάνει τζόκινγκ. Το ότι εδώ ακριβώς δίδασκε ο ίδιος ο Πλάτωνας του φάνηκε φυσικό: βρισκόταν στην Ελλάδα, όλα λοιπόν ήταν συνέχεια. Τότε ο Πλάτωνας, οι φίλοι και οι μαθητές του, τώρα παιδιά στις Παιδικές Χαρές, οικογένειες σε πικνίκ, σκυλιά στη βόλτα τους. Και ακόμα, ευγενικοί γέροι που λιάζονται, αγώνες ποδηλάτου, ομάδες του Δήμου με το openairfilm festival. Άργησε να προσέξει ότι δεν υπήρχαν τουρίστες: η Ακαδημία Πλάτωνος δεν περιλαμβάνεται στα πακέτα.
Έπειτα έπιασε δουλειά στο Σούπερ Ντάμπο κι έτσι γνώρισε το απέναντι Καπνεργοστάσιο, το μοναδικό αυτό δείγμα μεσοπολεμικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, που δεσπόζει στη γωνία Λενορμάν και Κρέοντος με τις λιτές του γραμμές, τις έντονες ώχρα και κεραμιδί προσόψεις και την σιωπή του πίσω από την πύλη με τη σκαλιστή επιγραφή: Δημόσιον Καπνεργοστάσιον. Σιωπή υποβλητική μα όχι παγερή, αφού το κτίριο, αν και ήσυχο, είναι απολύτως
ζωντανό: είναι πια Βιβλιοθήκη. Έχει τα πληρέστερα αρχεία ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, κλειστά βιβλιοστάσια που φυλάνε τις παλιές εκδόσεις και μεγάλο σύγχρονο αναγνωστήριο πάνω από το κεντρικό του αίθριο, που κάποτε βούιζε από τους φορτοεκφορτωτές καπνού. Όσο για τα μηχανήματα στο υπόγειο, τα εργαλεία και τις (άδειες) συσκευασίες τσιγάρων που είναι ακόμα εκεί, όχι μόνο δεν μοιάζουν νεκρά, μα η συντροφιά τους με τα βιβλία, τα αρχεία, όλους αυτούς τους θησαυρούς τα κάνει ενεργά στοιχεία του χώρου. Α, σίγουρα, αυτή η μοναδική Καπνοβιβλιοθήκη θα γινόταν άνετα ο τόπος αναφοράς των (πάμπολλων) καπνόβιων συγγραφέων της γης!
«Αυτό το Καπνεργοστάσιο λοιπόν», συνεχίζει ο Μπίλι, «στέγαζε πολλές βιοτεχνίες μαζί. Ήταν η εργατική τάξη της Ελλάδας, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Χάθηκε νωρίς, αλλά πρόσεξε: μαζί της χάθηκαν και όσοι εξαρτιόνταν από αυτήν, δηλαδή η παραγωγική αστική τάξη. Ούτε αυτή πρόλαβε να μεγαλώσει. Σε άλλες χώρες ναι, εδώ όχι. Σαν το μετρό. Αλλά και πάλι δεν έχει σημασία, γιατί και όπου αναπτύχθηκε κι εκεί διαλύεται πια, η παραγωγή πάει αλλού. Οι τουρίστες από την Ευρώπη δεν διαφέρουν πια από τους Έλληνες που πουλάνε το τουριστικό προϊόν: είναι και οι δυο καταναλωτές που παρέχουν εναλλάξ υπηρεσίες ο ένας στον άλλο, σε ένα σύστημα που τους δανείζει εξ ίσου. Παντού λοιπόν η ίδια βαβούρα, όπως τη λες».
«Ωραία τα εξηγείς», λέει η Χριστίνα με δέος (υποβαλλόμενο κι από τη φωτιά) και με την αλώβητη εκείνη όρεξη για γνώση που έχουν διασώσει οι έφηβοι και την ταΐζουν με αλληλοδιδασκαλία. «Ασχολείσαι, διαβάζεις;»
Ο Μπίλι ανήκει σε εθνότητα με πλούσια ποικιλία επαγγελμάτων. Οι Ρώσοι κάνουν διάφορες δουλειές, διαχειρίζονται μαγαζιά, αναλαμβάνουν υπηρεσίες. Πρόσφατα έβαλαν αρκετά χρήματα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ άρχισαν να έρχονται και ως απλοί επισκέπτες και τουρίστες. Οι στενοί συγγενείς του Μπίλι πάντως είναι όλοι καλλιτέχνες, μουσικοί. Είναι αρκετά μορφωμένοι και, ναι, τονίζει, διαβάζει. Όλοι στην οικογένειά του διαβάζουν. Το ρωσικό βιβλιοπωλείο της Ομόνοιας τους προμηθεύει τακτικά με τις παραγγελίες τους.
…………………………………………………………………………………………………………………. (είκοσι χρόνια μετά)
Άλλο ενθαρρυντικό δείγμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι το εσωτερικό του σπιτιού-στούντιο, αλλά και του Δράκου. (Πριν τον αδειάσει για να τον ανταλλάξει με τη Νιλουφάρ). Δεν συλλέγει πια καπέλα, μα τόσο στο σπίτι όσο και στη καμπίνα στο σκάφος, την επενδυμένη με γκρίζο πλαστικό, συλλέγει βιβλία. Μάλιστα γι αυτά ήρθε εσπευσμένα όταν έκλεινε το ρωσικό βιβλιοπωλείο στην Ομόνοια, στην Αγίου Κωνσταντίνου, και αγόρασε μεγάλο μέρος του στοκ, μαζί και δυο αντίτυπα του βιβλίου της Όλγας Μιχαήλοβα Κίροβα Η Ρωσική για Έλληνες, εκείνου το διδακτικού εγχειρίδιου που του θύμιζε τα χρόνια της αποφοίτησής του από το λύκειο. Κατά τα άλλα δεν συγκινήθηκε ιδιαίτερα από το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου στο οποίο οι συμπατριώτες του είχαν δώσει τότε με αγάπη τα συγχαρητήρια για την αποφοίτηση: ήταν τώρα στην ακμή του, στην ηλικία όπου βλέπει κανείς το παλιό να αλλάζει ή να χάνεται απλώς με μια τρυφερή οικειότητα σαν κάτι φυσικό, χωρίς πολύ στοχασμό ή σκέψη. Με τον ίδιο τρόπο είδε στην Ακαδημία Πλάτωνος και το πρώην κατάστημα Super Dumbo όπου κάποτε ο ίδιος δούλευε ως μεταφορέας και που τώρα είχε γίνει εκθεσιακός χώρος για τις Οικοκοινότητες. Με τον ίδιο τρόπο και το πρώην Καπνεργοστάσιο της οδού Λενορμάν και βιβλιοθήκη της Βουλής, που είχε γίνει επιτέλους αυτό που εκ φύσεως προοριζόταν: έναν μοναδικό συνδυαστικό μουσείο βιβλίων και καπνού. Εδώ όσο οι ξεναγοί σχολίαζαν «τη λιτή βιομηχανική αρχιτεκτονική του εικοστού αιώνα» και τα πλήθη φωτογράφιζαν τη σιδερένια αψίδα της πύλης και τις ευθείες γραμμές του ώχρα και κεραμιδί μεγάρου, οι καπνιστές συγγραφείς από όλο τον πλανήτη, που το είχαν ναό τους, ερευνούσαν κάθε γωνιά του με μανία, ενώ στα προσωπικά τους γραφεία αναρτούσαν φωτογραφίες από τα υπόγειά του με τα παλιά μηχανήματα και τα κιβώτια με τα καλλιγραφικά ελληνικά, Αντινικότ 22.

