Το Καπνεργοστάσιο (Από το «Ζωντανοί στο Νούφαρο», συμπίλημα)
«Λοιπόν, άκου».
(Του Μπίλι του αρέσει να λέει τα πράγματα με το δικό του τρόπο).
«Εκεί που έμενα πριν είναι το πάρκο του Πλάτωνα. Κοντά στην άκρη του, σε μια μεγάλη αλάνα, είναι το Σούπερ Ντάμπο, το πολυκατάστημα. Έχω δουλέψει εκεί, μεταφορέας. Απέναντι τώρα, στην άλλη πλευρά της λεωφόρου, είναι το Καπνεργοστάσιο, που τώρα είναι Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη της Βουλής».
Όταν πρωτοήρθε ο Μπίλι στην Ακαδημία Πλάτωνος (όπου έμεναν συγγενείς του) χάθηκε στο μεγάλο πάρκο με την πλούσια φυσική βλάστηση, τα μικρά κοιλώματα, τα μεγάλα ξέφωτα με τις συστάδες από αρχαία ερείπια. Το ονόμασε Ο Πράσινος Δράκος γιατί διασχίζεται από την οδό Δράκοντος και του εντυπώθηκε σαν εικόνα ονείρου. Ήταν ένα ήμερο δάσος γεμάτο μυστικά και ομορφιά. Σύντομα άρχισε να συχνάζει στα μικρά καθαρά γήπεδα, να παίζει μπάλα με ομοεθνείς και μη, να κάνει τζόκινγκ. Το ότι εδώ ακριβώς δίδασκε ο ίδιος ο Πλάτωνας του φάνηκε φυσικό: βρισκόταν στην Ελλάδα, όλα λοιπόν ήταν συνέχεια. Τότε ο Πλάτωνας, οι φίλοι και οι μαθητές του, τώρα παιδιά στις Παιδικές Χαρές, οικογένειες σε πικνίκ, σκυλιά στη βόλτα τους. Και ακόμα, ευγενικοί γέροι που λιάζονται, αγώνες ποδηλάτου, ομάδες του Δήμου με το openairfilm festival. Άργησε να προσέξει ότι δεν υπήρχαν τουρίστες: η Ακαδημία Πλάτωνος δεν περιλαμβάνεται στα πακέτα.
Έπειτα έπιασε δουλειά στο Σούπερ Ντάμπο κι έτσι γνώρισε το απέναντι Καπνεργοστάσιο, το μοναδικό αυτό δείγμα μεσοπολεμικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, που δεσπόζει στη γωνία Λενορμάν και Κρέοντος με τις λιτές του γραμμές, τις έντονες ώχρα και κεραμιδί προσόψεις και την σιωπή του πίσω από την πύλη με τη σκαλιστή επιγραφή: Δημόσιον Καπνεργοστάσιον. Σιωπή υποβλητική μα όχι παγερή, αφού το κτίριο, αν και ήσυχο, είναι απολύτως
ζωντανό: είναι πια Βιβλιοθήκη. Έχει τα πληρέστερα αρχεία ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, κλειστά βιβλιοστάσια που φυλάνε τις παλιές εκδόσεις και μεγάλο σύγχρονο αναγνωστήριο πάνω από το κεντρικό του αίθριο, που κάποτε βούιζε από τους φορτοεκφορτωτές καπνού. Όσο για τα μηχανήματα στο υπόγειο, τα εργαλεία και τις (άδειες) συσκευασίες τσιγάρων που είναι ακόμα εκεί, όχι μόνο δεν μοιάζουν νεκρά, μα η συντροφιά τους με τα βιβλία, τα αρχεία, όλους αυτούς τους θησαυρούς τα κάνει ενεργά στοιχεία του χώρου. Α, σίγουρα, αυτή η μοναδική Καπνοβιβλιοθήκη θα γινόταν άνετα ο τόπος αναφοράς των (πάμπολλων) καπνόβιων συγγραφέων της γης!
«Αυτό το Καπνεργοστάσιο λοιπόν», συνεχίζει ο Μπίλι, «στέγαζε πολλές βιοτεχνίες μαζί. Ήταν η εργατική τάξη της Ελλάδας, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Χάθηκε νωρίς, αλλά πρόσεξε: μαζί της χάθηκαν και όσοι εξαρτιόνταν από αυτήν, δηλαδή η παραγωγική αστική τάξη. Ούτε αυτή πρόλαβε να μεγαλώσει. Σε άλλες χώρες ναι, εδώ όχι. Σαν το μετρό. Αλλά και πάλι δεν έχει σημασία, γιατί και όπου αναπτύχθηκε κι εκεί διαλύεται πια, η παραγωγή πάει αλλού. Οι τουρίστες από την Ευρώπη δεν διαφέρουν πια από τους Έλληνες που πουλάνε το τουριστικό προϊόν: είναι και οι δυο καταναλωτές που παρέχουν εναλλάξ υπηρεσίες ο ένας στον άλλο, σε ένα σύστημα που τους δανείζει εξ ίσου. Παντού λοιπόν η ίδια βαβούρα, όπως τη λες».
«Ωραία τα εξηγείς», λέει η Χριστίνα με δέος (υποβαλλόμενο κι από τη φωτιά) και με την αλώβητη εκείνη όρεξη για γνώση που έχουν διασώσει οι έφηβοι και την ταΐζουν με αλληλοδιδασκαλία. «Ασχολείσαι, διαβάζεις;»
Ο Μπίλι ανήκει σε εθνότητα με πλούσια ποικιλία επαγγελμάτων. Οι Ρώσοι κάνουν διάφορες δουλειές, διαχειρίζονται μαγαζιά, αναλαμβάνουν υπηρεσίες. Πρόσφατα έβαλαν αρκετά χρήματα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ άρχισαν να έρχονται και ως απλοί επισκέπτες και τουρίστες. Οι στενοί συγγενείς του Μπίλι πάντως είναι όλοι καλλιτέχνες, μουσικοί. Είναι αρκετά μορφωμένοι και, ναι, τονίζει, διαβάζει. Όλοι στην οικογένειά του διαβάζουν. Το ρωσικό βιβλιοπωλείο της Ομόνοιας τους προμηθεύει τακτικά με τις παραγγελίες τους.
…………………………………………………………………………………………………………………. (είκοσι χρόνια μετά)
Άλλο ενθαρρυντικό δείγμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι το εσωτερικό του σπιτιού-στούντιο, αλλά και του Δράκου. (Πριν τον αδειάσει για να τον ανταλλάξει με τη Νιλουφάρ). Δεν συλλέγει πια καπέλα, μα τόσο στο σπίτι όσο και στη καμπίνα στο σκάφος, την επενδυμένη με γκρίζο πλαστικό, συλλέγει βιβλία. Μάλιστα γι αυτά ήρθε εσπευσμένα όταν έκλεινε το ρωσικό βιβλιοπωλείο στην Ομόνοια, στην Αγίου Κωνσταντίνου, και αγόρασε μεγάλο μέρος του στοκ, μαζί και δυο αντίτυπα του βιβλίου της Όλγας Μιχαήλοβα Κίροβα Η Ρωσική για Έλληνες, εκείνου το διδακτικού εγχειρίδιου που του θύμιζε τα χρόνια της αποφοίτησής του από το λύκειο. Κατά τα άλλα δεν συγκινήθηκε ιδιαίτερα από το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου στο οποίο οι συμπατριώτες του είχαν δώσει τότε με αγάπη τα συγχαρητήρια για την αποφοίτηση: ήταν τώρα στην ακμή του, στην ηλικία όπου βλέπει κανείς το παλιό να αλλάζει ή να χάνεται απλώς με μια τρυφερή οικειότητα σαν κάτι φυσικό, χωρίς πολύ στοχασμό ή σκέψη. Με τον ίδιο τρόπο είδε στην Ακαδημία Πλάτωνος και το πρώην κατάστημα Super Dumbo όπου κάποτε ο ίδιος δούλευε ως μεταφορέας και που τώρα είχε γίνει εκθεσιακός χώρος για τις Οικοκοινότητες. Με τον ίδιο τρόπο και το πρώην Καπνεργοστάσιο της οδού Λενορμάν και βιβλιοθήκη της Βουλής, που είχε γίνει επιτέλους αυτό που εκ φύσεως προοριζόταν: έναν μοναδικό συνδυαστικό μουσείο βιβλίων και καπνού. Εδώ όσο οι ξεναγοί σχολίαζαν «τη λιτή βιομηχανική αρχιτεκτονική του εικοστού αιώνα» και τα πλήθη φωτογράφιζαν τη σιδερένια αψίδα της πύλης και τις ευθείες γραμμές του ώχρα και κεραμιδί μεγάρου, οι καπνιστές συγγραφείς από όλο τον πλανήτη, που το είχαν ναό τους, ερευνούσαν κάθε γωνιά του με μανία, ενώ στα προσωπικά τους γραφεία αναρτούσαν φωτογραφίες από τα υπόγειά του με τα παλιά μηχανήματα και τα κιβώτια με τα καλλιγραφικά ελληνικά, Αντινικότ 22.

