Μια μέρα στο σχολείο (Από το «Ζωντανοί στο Νούφαρο»)
2 παρά 10 η Αλίκη είναι με το Crypton έξω από το σχολείο και αγοράζει σάντουιτς από το Διάλειμμα, το απέναντι ταχυφαγείο. (Γευματίζει κυρίως με σάντουιτς και πίτσες). Στο προαύλιο, κάτω από έναν ήλιο σχεδόν καλοκαιρινό, είναι μαζεμένες οι προβλεπόμενες παρέες εφήβων: τους πιο πολλούς δεν τους θυμάσαι, καθώς στο σχιζοφρενικό αγώνα κάθε παιδιού πρώτον να ξεχωρίσει και δεύτερον να μην ξεχωρίσει, δυστυχώς πιο συχνά επικρατεί το δεύτερον, έτσι ακούς ένα βουητό από ίδιες περίπου φράσεις και βλέπεις ένα δάσος από ίδια κουρέματα, σακίδια και βερμούδες. Γενικά πάντως αυτή την εποχή το σχολείο δεν έχει πολλή κίνηση, καθώς οι περισσότεροι τελειόφοιτοι διαβάζουν για τις πανελλαδικές. Μα η Αλίκη, που δεν νοιάζεται πολύ για τις πανελλαδικές, το βρίσκει ευχάριστο και διασκεδαστικό. Είναι οι πιο ξεκούραστες ώρες της ημέρας της.
Το σχολείο, ένα κιτρινωπό διώροφο κτίριο με εσωτερική αυλή και μπαλκόνια, αντιπροσωπευτικό της ιδρυματικής αρχιτεκτονικής, χτίστηκε πριν λίγες δεκαετίες από τον αρμόδιο Οργανισμό που κάνει, χάριν της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας, τις συμφωνίες με εργολάβους, μηχανικούς και προμηθευτές. Από εκεί και μετά αναλαμβάνει η παχύρρευστη λίμνη με το περιστρεφόμενο ρεύμα, η γνωστή ως ελληνική οικονομία: η ζωντάνια των μαθητών βοηθάει ώστε κάθε σχολικό κτίριο να είναι αέναος μοχλός παραγωγικότητας, αφού κάθε πόρτα και παράθυρο, κάθε πρίζα, νιπτήρας και πίνακας δεν φτιάχνεται άπαξ, αλλά ανακατασκευάζεται εις το διηνεκές. Στο διάστημα μεταξύ δύο ανακατασκευών το κτίριο έχει εικόνα γιαπιού και επειδή πάντα υπάρχει ένα τέτοιο διάστημα, κανείς πια (ούτε η Αλίκη) δεν προσέχει το σπασμένο τζάμι, τo πεταμένo καλοριφέρ, τo θρανίο χωρίς πόδι κλπ. Αντίθετα η Αλίκη προσέχει τη διαδρομή: το σχολείο βρίσκεται στο τέρμα μιας μεγάλης ανηφόρας, παρόλα αυτά αρκετοί έρχονται με ποδήλατο. Το ποδήλατο είναι πρόσφατη μόδα, μετά την κρίση και την επιδρομή της οικολογίας. Οι οικογένειες θεωρούν τις συνήθειες των παιδιών, από ντύσιμο μέχρι φροντιστήριο, δείγμα κοινωνικού στάτους, έτσι τα περισσότερα έχουν ποδήλατο. Η Αλίκη έχει δύο, ένα Orbea Boulevard παρκαρισμένο στο Αρχοντικόν και ένα σπαστό Safari στη βεράντα του ρετιρέ, αλλά αν και τα αγαπάει δεν έχει χρόνο για ορθοπεταλιά στην άσφαλτο. Αφού τα πήρε μερικές φορές για να τα δείξει, επανήλθε στο Crypton.
Η Χριστίνα ή Μάους την περιμένει στην αυλή. Μικροκαμωμένη, ζαρωμένη σχεδόν, με τα ξανθά και κόκκινα (χωριστές τούφες) μαλλιά, κάθεται στο πεζούλι δίπλα στις βρύσες, ανανεωμένη με το πανκ κούρεμα που έκανε αμέσως μετά την πενταήμερη (όλοι κάτι άλλαξαν επάνω τους μετά την πενταήμερη) και που ταιριάζει με το μαύρο κολάν και το παλαιστινιακό. Κατά περίεργο τρόπο πάντως, η νέα κουπ δεν άλλαξε πολύ τη γενική εντύπωση που έδινε και πριν με το απλό καρέ (και τα λιγότερα πίρσινγκ), σαν το πανκ να ήταν απλώς η υπερτονισμένη, θεατρική βερσιόν αυτού που όντως είναι η Χριστίνα. Δίπλα της ένα μπουκάλι νερό, στο χέρι το ακριβό κινητό της, στο σακίδιο διακρίνονται τα μοβ All–star της. (Έχει τη συνήθεια να αλλάζει κάθε τόσο παπούτσια, τώρα φοράει μπαλαρίνες). Ήρθε καινούργια στην τελευταία τάξη, όπως έρχονται πολλοί από την επαρχία, λόγω φροντιστηρίου, και κόλλησε με την Αλίκη. Η μία πανύψηλη, μελαχρινή, με γερή κράση, η άλλη μικρόσωμη, ξανθιά, ασθενική, κι όμως έμοιαζαν, συμπληρωματικές εκδοχές της ίδιας εικόνας.
«Ψήνεσαι για πάνω;» λέει η Αλίκη.
«Κάτσε μία».
Η Χριστίνα κινεί αστραπιαία το δάχτυλο πάνω στο smart phone – σε ένα διάλειμμα της τενοντίτιδας που την βασανίζει – και η Αλίκη ξέρει πως κυνηγάει κάτι σε κάποιο παιχνίδι, ίσως μάλιστα σε πειραγμένο από την ίδια παιχνίδι. Δεν την φτάνει σ’ αυτά, ρεσπέκτ λοιπόν, μέχρι να πει η Μάους πάμε. (Άλλωστε σε δευτερόλεπτα το λέει). Ανεβαίνουν να ετοιμάσουν τα σκονάκια και να τα πούνε, δεν τις ενδιαφέρει η συγκέντρωση – προσευχή: η πείρα έχει δείξει ότι οι ανακοινώσεις είναι άνευ σημασίας, απλώς οι καθηγητές πρέπει να τις κάνουν.
Οι καθηγητές είναι επίσης άνευ σημασίας. Τους βλέπουν πια σαν φαντάσματα που τριγυρνάνε στο κτίριο από συνήθεια μέχρι να τελειώσει η χρονιά, και που καλό ωστόσο είναι να μην τα θυμώνεις, έχουν κι αυτά τα προβλήματά τους. Δύο είναι σχεδόν συμπαθείς, ο Φράγκος, ο μοναχικός θεολόγος με τα καπέλα σαν του Μπίλι και η χοντρούλα και με κατακόκκινο, τελείως άουτ, κραγιόν Αγγλίδα που χαίρεται να βλέπει τα παιδιά να γελάνε, όποτε τα κρύσταλλα τυχαίνει να έχουν τέτοια επίδραση. (Την τελευταία φορά που το είπε πάντως ήταν μονάχα λίγη παραπάνω Ursus με τις Κορώνες στο Διάλειμμα). Μερικοί επίσης είναι χρήσιμοι, σαν τις τρεις πελάτισσες της Αλίκης, που τους πουλάει φαγητό.
Δυο πρώτες ώρες λογοτεχνία. Καλή η Αλίκη: χειρίζεται τη γλώσσα από μικρή, ξέρει τα ξύλινά της κόλπα, είναι εξωστρεφής και άνετη, ώστε να συμμετέχει στα προφορικά. Σκράπας η Χριστίνα. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά, όλοι ένα κόλλημα έχουν λέει, εννοώντας τα λογοτεχνικά κείμενα και τους ήρωές τους. Μια φορά μονάχα, που η φιλόλογος ρώτησε ποιο κείμενο θα ήθελαν να κάνουν, η Μάους κοιτάζοντας τα περιεχόμενα πετάχτηκε και είπε τον Δον Κιχώτη. Η πρότασή της δεν πέρασε, αλλά η Χριστίνα πρόλαβε να επιχειρηματολογήσει:
«Αυτό» (να κυνηγάς ανεμόμυλους) «έχει νόημα».
Πού και πού η Αλίκη της ρίχνει μια ελαφριά μπουνιά, πάνω ή κάτω από το θρανίο και η Χριστίνα την αντιγυρίζει – πιο ελαφρά:
«Ξεκόλλα».
Είναι η πλανώμενη υποψία ότι η Χριστίνα έκανε σεξ στην πενταήμερη με τον Μπίλι. Ο Μπίλι απουσιάζει, κάνει πρόβες, όχι για τους Ζωντανοί στο Νούφαρο αλλά για τις δικές του εμφανίσεις. Απουσιάζει και ο Αντώνης για δουλειές, άρα, μετά το διαγώνισμα της Ιστορίας, όπου γράφουν γρήγορα ό,τι μπορούν, είναι ελεύθερες. (Δεν τις νοιάζει τι έχουν μετά). Παίρνουν από μισό κρύσταλλο, η Χριστίνα αλλάζει παπούτσια (βγάζει τις μπαλαρίνες και φοράει τα All–star), ασφαλίζει το ποδήλατό της στο Διάλειμμα και φεύγουν με το Crypton: δική τους μιάμιση ολόκληρη ώρα πριν το φροντιστήριο.
Πλατεία Κάνιγγος. Ταμπέλες neon αναβοσβήνουν οριζοντίως και καθέτως βυθίζοντας, με τις σπασμωδικές τους εναλλαγές, τα νεοκλασικά τους φόντα στην αφάνεια: είναι το σύμπαν των Φροντιστηρίων, που απλώνεται πολύχρωμο (μαζί με μια πλούσια σειρά χαρτοπωλεία, ταχυφαγεία και καφέ), από εδώ και σε όλο το τρίγωνο Εξάρχεια – Ακαδημίας – Σόλωνος. Φροντιστήρια με ονόματα: Θετικό, Θεωρητικό, Σύγχρονο. Η Μέθοδος, Η Διαγώνιος, Η Πρόταση. Η Άνοδος, Η Πρόοδος, η Εξέλιξη. Και τα λοιπά. Η Αλίκη και η Χριστίνα πάνε στη θετική κατεύθυνση, με στόχο η πρώτη κάτι σχετικό με τρόφιμα, αν και είναι μάλλον σίγουρη ότι τελικά δεν θα σπουδάσει (τέσσερα χρόνια!) και η δεύτερη τις οικονομικές σχολές γενικά.
Στο καφέ – μια ώρα ως το μάθημα – πιπιλάνε ανόρεχτα τα καλαμάκια του φρέντο, ενώ η Χριστίνα αλλάζει πάλι παπούτσια. (Μπαλαρίνες). Η Αλίκη βγάζει το χαρτί με τους στίχους από τη Δημοτική Αγορά. Η Μάους διαβάζει λίγο και μορφάζει:
«Δε λέει ρε φίλε, ξέρω γω;»
Αλλά μετά από λίγο:
«Αυτό» – δείχνει κάτι στίχους για ένα γράμμα –«μπορεί να λέει, φαντάσου κάτι σε R’n B. Αλλά .. ξέρω γω;»
«Τι πάμε να κάνουμε, ρε φίλε;» ταλαντεύεται η Αλίκη.
«Ξεκόλλα», λέει η Μάους, «όλοι έτσι κάνουν».
Έπειτα μιλάνε επιτέλους για τον Μπίλι. Δηλαδή, η Αλίκη βάζει τη Χριστίνα να της αφηγηθεί ξανά μια πρόσφατη φάση στο σχολείο, βράδυ μετά το μάθημα, που η ίδια έφυγε και ο Μπίλι έπαιξε ένα κομμάτι φοβερό.
«Όπου πάει, εσύ όλο φεύγεις», τη μαλώνει η Χριστίνα. «Μόνο από το σπίτι του Αντώνη δεν φεύγεις, αλλά κι εκεί με το ζόρι του μιλάς. Τι θέλεις να κάνει, ρε Αλίκη, κι αυτός, αφού δεν του μιλάς;… Λοιπόν, τι να σου λέω, άπαιχτος, φίλε. Του κάνω, τι είναι αυτό; Ο χορός της φωτιάς, μου κάνει. Θα το παίξει σαν χαρντ, θα βάλει και βιολί».
Η Αλίκη απολαμβάνει την αφήγηση, που είναι πανομοιότυπη με τις προηγούμενες, μετά βγάζει το κινητό:
«Άκου αυτό», προτείνει. «Τραγούδι παλιό, άκου».
Τα δυο κορίτσια ακούνε:
«Θάλασσα πλατιά, σ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθιά, μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά
τη δικιά μου τη μικρούλα την καρδιά».
Έκθεση. Η Αλίκη γράφει καλές – όταν γράφει. Θα γράψω μια και καλή, στις πανελλαδικές. (Ό,τι και να πέσει άλλωστε, πάνω κάτω τα ίδια θα γράψει: ορισμός της Βασικής Έννοιας, ιστορική ανασκόπηση της Β.Ε., ο σύγχρονος άνθρωπος και η Β.Ε. Έπειτα τα Μέσα Ενημέρωσης και η Β.Ε., ο ρόλος της οικογένειας – σχολείου, εκκλησίας – στη Β.Ε. Τώρα τελευταία παίζει και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Β.Ε. μπορεί να είναι ο,τιδήποτε, από τη δημοκρατία και τον ελεύθερο χρόνο μέχρι τα αγγουράκια τουρσί). Η Χριστίνα γράφει συνήθως μία σελίδα, με ενδείξεις ελαφριάς δυσλεξίας.
Τα Φροντιστήρια δεν οφείλουν την ύπαρξή τους στις ελλείψεις των σχολείων, απλώς χρησιμεύουν ό,τι και αυτά: για να έχουν δουλειά οι (πάρα πολλοί) καθηγητές που περισσεύουν. Η πρώην αγροτική τάξη που δεν απορροφήθηκε στις – τριτογενείς βασικά – επιχειρήσεις (όπως ας πούμε απορροφήθηκε ο παππούς της Αλίκης) έγινε υπάλληλοι, ένα μεγάλο τμήμα τους εκπαιδευτικοί. Η μισή Ελλάδα κάνει μάθημα στην άλλη μισή, ενώ το αντικείμενο του μαθήματος σπάνια βγαίνει έξω από τον κύκλο, να γίνει επένδυση, προϊόν. Όλοι κολυμπάνε στην ελώδη λίμνη από ένστικτο, από την ανάγκη της αμοιβαίας συντήρησης. Γιατί πάνε φροντιστήριο η Αλίκη και η Χριστίνα; Είναι η προίκα τους, οι οικογένειες κάνουν το καλύτερο. Βέβαια ο Αντώνης και ο Μπίλι δεν πάνε, αλλά ο πρώτος είναι η σπανιότατη εξαίρεση και ο δεύτερος μετανάστης.
Μαθηματικά, διαγώνισμα: γράφουν ο,τι τους κατέβει, δεν τις ενδιαφέρει ο βαθμός. (Η Χριστίνα βέβαια μπορεί να έγραψε και για είκοσι). Η μέρα πηγαίνει προς το τέλος. Οι μπουνιές έχουν πάψει. Γέρνουν στο θρανίο του φροντιστηρίου, ακουμπάνε η μια στην άλλη.
Πίσω στην έρημη πια, σκοτεινή ανηφόρα του σχολείου, η Αλίκη φέρνει με το Crypton τη Χριστίνα στο έτοιμο να κλείσει Διάλειμμα.
«Αύριο στου Αντώνη».

