Καλλιτέχνες. Ήμασταν πάντα σε καραντίνα.

[image error]


Πριν ξεκινήσω πρέπει να ομολογήσω κάτι: δεν θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη. Μπορεί τα τελευταία έξι χρόνια να δούλεψα στο χώρο του θεάτρου, του θεάματος, των escape rooms και των θεματικών πάρκων και της διασκέδασης, αλλά δεν θεωρώ πως είμαι ηθοποιός. Έπαιξα μερικούς ρόλους, έκανα κομπαρσιλίκια σε ελληνικές και ξένες παραγωγές, έγραψα και ανέβασα ένα θεατρικό, φόρεσα γιγαντοστολές, έκανα τον αη-Bασίλη, τον νίντζα, τον τζεντάι, τον πειρατή, τον Μαραθωνομάχο… αυτά. Δεν περιμένω να έρθει κανείς να με πάρει σε μεγάλη ταινία, ούτε σε τηλεοπτική σειρά. Ούτε στην Επίδαυρο ούτε σε κάποιο θέατρο. Στην τελική αυτό που ήθελα, και αυτό που πάσχιζα περισσότερο, ήταν να γίνω συγγραφέας. Να ζω από το γράψιμο. Τα βιβλία και τις ιστορίες μου.


Ήδη από το 2006 όταν ολοκλήρωσα το πρώτο μου μυθιστόρημα, κατάλαβα τι θα πει περιορισμός. Η μία απόρριψη ακολούθησε την άλλη. Έγραψα και δεύτερο μυθιστόρημα αλλά η τύχη του ήταν ίδια με το πρώτο. Ονειρευόμουν πως θα γινόμουν και εγώ σαν τους αγαπημένους μου συγγραφείς, αλλά σύντομα κατάλαβα αυτό που μου έλεγαν παλιότερα. Στην Ελλάδα δεν ζεις από την τέχνη. Ούτε από τα βιβλία, ούτε από τη ζωγραφική, ούτε απο την μουσική, την υποκριτική και το χορό. Αναρωτιόμουν ωστόσο πως γίνεται κάποιοι να το έχουν καταφέρει αυτό. Οι συγγραφείς που ήταν κάθε φορά στη βιτρίνα των βιβλιοπωλείων. Οι μουσικοί που τα τραγούδια τους παίζονταν συνεχώς στο ραδιόφωνο. Οι ηθοποιοί που ήταν σε νέες παραστάσεις, νέες ταινίες και νέες σειρές.


Μάλλον δεν ήμουν καλός. Όχι τόσο καλός ώστε να φτάσω εκεί που έφτασαν οι άλλοι. Ένιωθα ανίκανος, λειψός και Δον Κιχώτης.


Ωστόσο δεν τα παράτησα. Το τρίτο μου μυθιστόρημα κυκλοφόρησε. Και το τέταρτο. Και το πέμπτο. Και το έκτο. Και διάφορα διηγήματα σε ανθολογίες. Και κέρδισα και μερικές πρωτιές σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Είχα περάσει πια το στάδιο της απόρριψης και ο δρόμος ανοιγόταν για εμένα. Στενός.


Ναι και; Δεν έβγαλα ποτέ χρήματα από αυτά τα βιβλία. Αντιθέτως, σε μερικές περιπτώσεις, χρειάστηκε να δώσω. Και δεν ήμουν ο μόνος φυσικά. Είναι έτσι το σύστημα του βιβλίου στην Ελλάδα που αντί να κερδίζεις, χάνεις. Δεν είναι δουλειά να ζημιώνεσαι. Ούτε να πληρώνεις για να δουλεύεις. Και φυσικά δεν είναι δουλειά να εργάζεσαι δίχως πληρωμή.


Αλλά μάλλον το να γράφεις μυθιστορήματα, διηγήματα και παραμύθια, δεν είναι δουλειά. Δεν ήταν ποτέ. Ίσως να μην θεωρείται καν πολιτισμός αφού μάλλον πολιτισμός είναι εκείνα τα έργα που δοξάζονται, που ανταμείβονται και που υπάρχουν. Κυρίως το τελευταίο.


Επιστρέφοντας πίσω στο 2006 και στις απορρίψεις του πρώτου μου βιβλίου (το οποίο δεν εκδόθηκε ποτέ) έχοντας πλέον καταλάβει από νωρίς ότι δεν μπορώ να ζήσω από τη συγγραφή, άρχισα να αναζητώ εργασία από εδώ και από εκεί. Ο δρόμος με έφερε κοντά στον πολιτισμό και συγκεκριμένα στη μουσική. Εργάστηκα στα Metropolis, τα δισκοπωλεία, τα οποία μετέπειτα άνοιξαν και τμήμα βιβλίου. Δούλευα για άλλους καλλιτέχνες, φτασμένους και μη, να πουλάω τους δίσκους και τα βιβλία τους. Δεν με χάλαγε. Αντιθέτως το λάτρευα. Αγαπούσα τη δουλειά μου, ακόμα κι αν αυτή αργοπέθαινε κάτω από τα βήματα της νέας εποχής. Ο κόσμος δεν αγόραζε πια cd, τουλάχιστον όχι από κάποια ηλικία και κάτω. Οι νέοι άκουγαν μουσική δωρεάν από το ίντερνετ.


Α, το ίντερνετ! Όλα από εκεί. Όλα κατεβατά και δωρεάν. Τραγούδια, ταινίες, σειρές. Ελεύθερα και χωρίς μέτρο. Χωρίς αντίτιμο. Χωρίς μέλλον για τους νέους μουσικούς οι οποίοι θα αναγκάζονταν να βγάζουν τα τραγούδια τους ελεύθερα στο διαδίκτυο περιμένοντας την υποστήριξη του κόσμου. Likes, subscribes και κολοκύθια.


Το τέλος των Metropolis δεν άργησε να έρθει. Όχι βέβαια ότι το χτύπησε η πειρατεία αλλά συνέβαλε σε μεγάλο ποσοστό. Ήταν η εποχή της οικονομικής κρίσης, των μνημονίων, των λουκέτων και του εργασιακού μεσαίωνα. Η εποχή των απλήρωτων εργαζομένων, των απολύσεων και των προτιμήσεων. Αν είσαι κάτω των 25 χρονών, βρίσκεις πιο εύκολα δουλειά διότι δικαιούσαι λιγότερα χρήματα σύμφωνα με τα νέα εργασιακά. Οι πιο μεγάλοι; Περισσεύετε. Τί να κάνουμε; Υπάρχει κρίση. Δεν το βλέπεις;


Και έτσι ξεκίνησε ένας νέος Γολγοθάς. Για πολλούς. Κυρίως για τους καλλιτέχνες. Όχι βέβαια ότι πριν ήταν σε καλύτερη μοίρα, αλλά τώρα τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Ψάξε δουλειά, βρες δουλειά, λιώσε στη δουλειά και με τον λίγο χρόνο που σου απομένει, κάνε τέχνη. Γράψε, παίξε, τραγούδα, ζωγράφιζε. Για χόμπι. Για ψυχική γαλήνη. Και κάνε υπομονή. Τα πράγματα θα φτιάξουν.


Και έτσι πέρασαν άλλα δέκα χρόνια. Με κρίση, μνημόνια, φόρους και λίγα λεφτά. Και στα ραδιόφωνα οι ίδιοι. Όπως και στην τηλεόραση. Και στις μεγάλες παραστάσεις. Και στα βιβλιοπωλεία. Και τα μικρά ψαράκια τρώγονταν από τα μεγάλα. Ο πολιτισμός στον γύψο και οι καλλιτέχνες σε καραντίνα. Οι περισσότεροι. Οι νέοι. Η φρέσκια γενιά. Το νέο αίμα.


Και πριν καλά καλά συνηθίσουμε σε αυτό, με δέκα χρόνια κρίσης στην πλάτη όπου γίναμε εργάτες, υπάλληλοι και παρωδίες των ονείρων μας, ήρθε ο κορωνοιός. Ήρθε η πανδημία, η καραντίνα και τα μέτρα προστασίας.


Και μείναμε σπίτι. Και εμείς και οι τέχνες μας μαζί.


Άλλοι πήραν και τη δουλειά τους. Δούλευαν από το σπίτι με παιδιά, σκυλιά και το ίντερνετ να πέφτει. Μα η δουλειά συνεχίστηκε κανονικά. Η δική μας όχι.


Κάναμε υπομονή. Όλοι. Περιμέναμε την άρση των μέτρων και την επιστροφή στην καθημερινότητα; Αλλά για ποιο λόγο; Τα θέατρα θα μείνουν κλειστά. Συναυλίες δεν θα γίνουν. Καλλιτέχνες σε απόγνωση και δίχως επίδομα. Δίχως μέλλον και δίχως παρόν.


Καραντίνα.


Αλλά πάντα έτσι δεν ήμασταν; Πάντα δεν ήμασταν οι φτωχοί συγγενείς; Οι ονειροπόλοι και οι ασυμβίβαστοι; Τα κακά παιδιά, τα βάρη της κοινωνίας; Οι “πότε θα βρεις καμιά δουλειά της προκοπής” και οι “επάγγελμα είναι αυτό που διάλεξες;”. Ή περιμέναμε την πανδημία για να το καταλάβουμε;


Λένε πως ο κόσμος δεν μπορεί χωρίς τέχνη. Χωρίς ταινίες, χωρίς τραγούδια, χωρίς βιβλία. Φυσικά και όχι. Δεν μπορεί. Αλλά σκεφτήκαμε άραγε για ποια τέχνη μιλάμε; Οι άνθρωποι θα δουν ταινίες αλλά όχι αυτές που παίζουμε εμείς. Ούτε τις παραστάσεις, ούτε τα δρώμενα. Θα ακούσουν τραγούδια αλλά όχι τα δικά μας. Θα διαβάσουν βιβλία, μυθιστορήματα, ποιήματα, παραμύθια αλλά όχι τα δικά μας. Αν το έκαναν, δεν είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Η χώρα, το κράτος, η κοινωνία, θα είχαν φροντίσει για εμάς.


Αλλά όχι. Εμείς περισσεύαμε. Δεν χωρούσαμε.


Τι είναι νομίζεις η τέχνη στην Ελλάδα; Ένα λεωφορείο. Ένα λεωφορείο που περιμένεις στη στάση για να πας στη δουλειά σου. Ένα λεωφορείο που έρχεται τιγκαρισμένο στον κόσμο σε μέρα που ο ΗΣΑΠ έχει απεργία. Οι πόρτες ανοίγουν αλλά δεν χωράς να μπεις και μένεις απέξω να περιμένεις το επόμενο.


Το ξέραμε ότι δεν ζήσουμε από τα καλλιτεχνικά. Έτσι δεχτήκαμε να γίνουμε εργάτες. Συμβιβαστήκαμε, γουστάραμε και δώσαμε τους καλύτερους εαυτούς μας. Και μετά; Πληρώσαμε την κρίση τους. Τα μνημόνια και τα μέτρα λιτότητας.


Είπαμε θα περάσει. Θα έρθουν άλλες μέρες. Και πράγματι ήρθαν. Μέρες άρρωστες. Μέρες επικίνδυνες. Μέρες κλεισούρας και απομόνωσης. Πληρώσαμε την πανδημία τους. Την καραντίνα και τα μέτρα προστασίας τους.


Ήμασταν καλά παιδιά. Εργατικά, πρόθυμα και ταλαντούχα. Ονειροπόλα και ενίοτε αισιόδοξα.


Αλλά πάντα περισσεύαμε. Και εμείς και τα ταλέντα μας.


Καλό κουράγιο φίλοι.


Γιώργος Χατζηκυριάκος


 


«Σαν βγω από αυτή τη φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει


οι δρόμοι θα είναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη


τα καφενεία όλα κλειστά και οι φίλοι μου ξενιτεμένοι»


Διονύσης Σαββόπουλος – Δημοσθένους Λέξις


 


 


 


 

 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on April 29, 2020 05:41
No comments have been added yet.