Αλίκη – Χριστίνα (Από το «Ζωντανοί στο Νούφαρο»)

10943975-two-girls-on-their-paddle-board-at-lanikai-Stock-Photo-beach


Ας δούμε όμως τώρα τη θάλασσά μας από ψηλά ένα πρωινό, λίγες μέρες πριν το Schooljamming: πλοία τη διασχίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις, πηγαίνοντας προς τα νησιά. Δεν είναι βέβαια παρά τα πλοία της γραμμής (αφού τα νησιά κατοικούνται όλο το χρόνο), όμως το καλοκαίρι πληθαίνουν γιατί μεταφέρουν τουρίστες, δηλ. ανθρώπους που πιάνουν ένα δωμάτιο για να κάνουν μπάνια, να γευτούν φρέσκο ψάρι και να δουν τα χωριά. Υπάρχουν δυο τρόποι να φωτίσουμε αυτή τη ζωή: σύμφωνα με τον πρώτο, βλέπουμε τη θάλασσά μας στη ροή του χρόνου.


Βλέπουμε δηλαδή σε φλας μπακ το χρόνο των μεγάλων διαστάσεων, τις δεκαετίες σαν μερόνυχτα, και γρήγορα λοιπόν η αγροτική τάξη καταστρέφεται καθώς φυτά, ζώα και άνθρωποι αυξάνονται κι ο πλούτος πρέπει να αναδιοργανωθεί. Τότε έρχονται, μόλις που τις διακρίνουμε, σκιές και τον διευθετούν αλλιώς. Καθώς το νέο χρήμα πρέπει να αντιστοιχηθεί με κάτι, επιστρατεύονται το πράσινο και το γαλάζιο (που ηρεμούν τον άνθρωπο), η νύχτα με τα φώτα της (που ξυπνάει τους πόθους), στολίζονται με ό,τι νομίζουν οι αρμόδιοι και φτιάχνεται ο τουρισμός. Οι άνθρωποι στα νησιά ζουν τώρα σύμφωνα με το νέο σχέδιο. Καθώς το έργο ξετυλίγεται μπροστά μας κατανοούμε πως παρά τις κάποιες σπασμωδικές αντιστάσεις δεν θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά γιατί δεν έχεις τι να αντιτάξεις στο καινούργιο, αυτό που ακόμα δεν το έχουμε αφηγηθεί. Όμως εδώ διακόπτουμε και χαμηλώνουμε στο φέρι μποτ που περνάει: η Αλίκη και η Χριστίνα στο κατάστρωμα.


Φοράνε τζιν σορτς και τισέρτ. Η Αλίκη ένα κόκκινο μαντήλι δεμένο σαν τουρμπάνι που αφήνει τα μισά της μαλλιά να κρέμονται στην πλάτη, η Χριστίνα τα γνωστά μας Allstar και (φυσικά) καπέλο-σαν-του-Μπίλι. Κάθονται δίπλα στην κουπαστή και καθώς το πλοίο γλιστράει ανάμεσα σε γυμνούς όγκους (Τζια, Κύθνος, Σέριφος) κοιτάζουν το φωτεινό νερό αμήχανες. Σύμφωνα με τη ματιά μας είναι κι αυτές τουρίστριες, μέλη της πρώην εργατικής (και των άλλων) τάξης, που καταστράφηκε μαζί με όσους εξαρτιόνταν από αυτήν. Όπως όλοι εδώ, στέκονται ξανά και ξανά στην ουρά του μπαρ ή βολτάρουν νευρικά στο πλοίο, ενώ ακούγεται το σπικάρισμα από τα μεγάφωνα και ο ήχος από τα παγάκια για τους καφέδες: μια χαύνωση για να περάσουν οι ώρες, σ’ αυτό το ταξίδι το τουριστικό.


Όσο για το πώς βρέθηκαν εδώ, είναι γιατί γιορτάζουν (ετεροχρονισμένα, μετά τις εξετάσεις) το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας: τις μέρες μετά από εκείνο το Σάββατο στου Αντώνη η τάση της Αλίκης για εμετό συνεχίστηκε και φοβήθηκε ότι είναι έγκυος. (Όπως εξήγησε στη Χριστίνα, εκτός από τη φάση στο δωμάτιο, στην πενταήμερη, εκείνη κι ο Αντώνης είχαν και μια πιο βιαστική, που ενείχε κινδύνους). Τα δύο αρνητικά τεστ που έκανε μόνη της δεν την καθησύχασαν, ενώ η προοπτική να αναμίξει τον ίδιο τον Αντώνη την ενοχλούσε. Η Χριστίνα τότε της υποσχέθηκε πώς θα τη βοηθήσει, και με γιατρό και με λεφτά. (Τα δικά τους λεφτά εννοείται δεν αρκούσαν, εκτός αν έκλεβε η Αλίκη το Αρχοντικόν, ενώ η χρήση της ιατρικής ασφάλισης ήταν αμφίβολη χωρίς τους γονείς).


«Ζουζούνα μου, σε ευχαριστώ», ξέσπασε η Αλίκη, βαφτίζοντας έτσι τη Χριστίνα με καινούργιο ψευδώνυμο, τρυφερότερο του Μάους και παραφθορά του Ζουζούκα. (Του ονόματος της κούκλας που επισμαλτώθηκε πρόσφατα στο Κολωνάκι). Τελικά όμως, μέσα στις εξετάσεις, ήρθε θριαμβευτικά η περίοδος.


Μα μέχρι να τα πούμε αυτά το πλοίο έχει φτάσει, η Αλίκη και η Χριστίνα έχουν προσπεράσει τα ενοικιαζόμενα (κατά τη ματιά μας άχαρα κτίρια για εκμετάλλευση που καταστρέφουν τον οικιστικό ιστό) κι έχουν καταλήξει στο κάμπινγκ από όπου, αφού έστησαν την πανομοιότυπη με δεκάδες σκηνή τους, πάνε για μπάνιο. Βουτάνε στο νερό με τα χρωματιστά μπικίνι τους και είναι όμορφες, αλλά καθώς μυούνται απλώς σε μοντέλα κατανάλωσης, ό,τι κάνουν είναι αποσπασματικό (διακοπές), δεν εντάσσεται στην πραγματική ζωή και άρα η ομορφιά δεν έχει και πολλή αξία. Είναι μια ξεκάρφωτη εικόνα. Το ίδιο κι αργότερα που πάνε βόλτα: πάνω σε ένα φράχτη – ξερολιθιά, ένας μικρός ανεμόμυλος. Η Χριστίνα παίρνει φόρα και κλωτσάει τον αέρα φωνάζοντας κυνηγάω ανεμόμυλους. Μοιάζει από μακριά ευκίνητο ζώο ή φτερωτός άγγελος μα το όλο δεν είναι παρά μια ασήμαντη πινελιά ξενοιασιάς συνδυασμένη με ευφυολόγημα.


Και να τώρα ο δεύτερος τρόπος: αντί να παρακολουθούμε τη ροή του χρόνου και τις αλλαγές χαμηλώνουμε και κόβουμε κάθετα το κινούμενο στερέωμα. Βλέπουμε τώρα τη ζωή ως μια μεγάλη, σύνθετη στιγμή και ό,τι περιγράψαμε πιο πάνω, ο τουρισμός, η πώληση του γαλαζοπράσινου και της πολύφωτης νύχτας, δεν φαίνεται ως η διαδοχή μιας άλλης παλιάς ζωής μα ως η μοναδική και πάλλουσα μορφή της, που το νόημά της συνίσταται στο ότι ο τουρίστας ζει για λίγο την ουσία του, ζει δηλαδή τη ζωή ως το απόλυτο παιχνίδι. Σ’ αυτή την πλατιά στιγμή λοιπόν βλέπουμε τους ανθρώπους του νησιού να τρέχουν βέβαια στην υποδοχή του πλοίου και να δουλεύουν ασταμάτητα στο πλύσιμο των σεντονιών και το κυνήγι κατσαρίδας (όπως είχε διαπιστώσει πέρσι η Αλίκη), αλλά ταυτόχρονα τους βλέπουμε να εναλλάσσονται ισότιμα με αυτούς για τους οποίους τρέχουν (όπως εξάλλου είχε πει ο Μπίλι στη Χριστίνα μπροστά στη φωτιά, το βράδυ της πενταήμερης) κι έτσι όλοι συμμετέχουν εξ ίσου στο παιχνίδι. Πληρώνουν βέβαια γι’ αυτό, μα και στην πιο ολόφωτη κοινωνία δεν θα δίνουμε όλοι τον οβολό μας; Ναι, μας αρέσει αυτή η ματιά και θα την κρατήσουμε.


Στο κατάστρωμα του πλοίου λοιπόν το γαλάζιο που αστράφτει γύρω φωτίζει αρμονικά τους ανθρώπους. (Στην ουρά του μπαρ, κάτω από το βουητό των ανακοινώσεων και τον ήχο από τα παγάκια για τον καφέ). Δεν είναι η ομοιομορφία που τους χαρακτηρίζει, αλλά η ενότητα μέσα στη χαρά. Η Αλίκη και η Χριστίνα λάμπουν στο πρώτο τους προσωπικό ταξίδι και μαζί λάμπουν όλοι γύρω τους, φτωχοί που κάνουν διακοπές αδέξια πρώτη φορά, άλλοι που πάνε σε γνωστά τους μέρη κι ακόμη, αν τεντώσουμε τις κεραίες, άρρωστοι βαριά, στολισμένοι σαν να περνάνε με αξιοπρέπεια τον Αχέροντα.


Κι αφού φτάσουν στο νησί και προσπεράσουν τα ενοικιαζόμενα (που στο μέλλον θα είναι μνημεία μιας μίνιμαλ αρχιτεκτονικής για χαρούμενους ανθρώπους) στήνουν τη σκηνή διαλέγοντας το έδαφος, τον γείτονα, τον προσανατολισμό με τη σοβαρότητα Ροβινσώνα. Και όταν πάνε για μπάνιο νιώθουν πως το κολύμπι σημαίνει κάτι: η Αλίκη βυθισμένη στα βαθιά, σαν μοναχικό ψάρι αφουγκράζεται το σύμπαν και τα κύτταρά της χαιρετάνε ευτυχισμένα άλλα γνωστά τους. Και η Χριστίνα, με το άσπρο της δέρμα να λαμπυρίζει μπαίνει προσεκτικά μα τελικά φτάνει στα άπατα και περιεργαζόμενη το βυθό είναι ευφυές αμφίβιο που αναγνωρίζει βήμα βήμα τον κόσμο. Οπότε, την ώρα που αργότερα, στη βόλτα, κλωτσάει τον αέρα μπροστά στη ξερολιθιά και φωνάζει κυνηγάω ανεμόμυλους είναι η πιο πραγματική Χριστίνα, και ίσως είναι μαζί της όλες οι Χριστίνες και όλοι εμείς, σύμφωνα με αυτό που είπε εκείνη τη μέρα στην τάξη, πως όλοι οι ήρωες των βιβλίων δεν έχουν παρά ένα κόλλημα – πράγμα που το κυνήγι ανεμόμυλων εικονίζει ωραία.


Μα μέχρι να τα πούμε κι αυτά έχουν επισκεφθεί το μουσείο κι έχουν επιστρέψει στο κάμπινγκ. Η Χριστίνα κάθεται έξω από το ιγκλού κι ασχολείται με ένα τατουάζ χαλκομανία στον αστράγαλο. Η Αλίκη ακούγεται από μέσα:


«Δεν το πιστεύω! Δεν υπάρχει, Ζουζούνα! Μα έβαλαν δυο μεγάλους κι ένα παιδί μέσα σ’ ένα πιθάρι; Σε ένα πιθάρι για φαγητό; Και ποιοι ήταν, ο μπαμπάς του κι η μαμά του; Πέθαναν όλοι μαζί και τους έκλεισαν εκεί για τη μόλυνση; Μα, τα πιθάρια του φαγητού ήταν και φέρετρα; Και τους έβαλαν επίτηδες μαζί; Να είναι μαζί;»


Η Αλίκη μιλάει με έξαψη για το έκθεμα του μουσείου: ένα μεγάλο πιθάρι ξαπλωτό μέσα σε γυάλινη θήκη και σπασμένο στην επάνω πλευρά, από την οποία φαίνονταν μέσα τρεις σκελετοί, δύο ενηλίκων κι ενός παιδιού. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι βρέθηκε στο νησί, ότι το πιθάρι ήταν του 6ου αλλά οι σκελετοί του 4ου αι. π. Χ. και ότι ήταν θύματα λοιμού, επιδημίας.


Η Χριστίνα εξετάζει το τατουάζ ικανοποιημένη.


«Μπορεί να τους έκρυψε στο κελάρι του κάποιος τρελός», λέει. «Ή κάποιος που είχε ειδικό λόγο να τους κρύψει, και παρίστανε ότι είναι σιτάρι».


«Πολλή φαντασία, Ζουζούνα. Θρίλερ το έκανες!»


«Δεν είναι φαντασία», αντιτείνει η Χριστίνα. «Είναι πιθανότητα».


Έπειτα μπαίνει στο ιγκλού κι αυτή, να αλλάξει. Για δευτερόλεπτα ανταλλάσσουν γελώντας χάδια-χτυπήματα μέσα στη θολωτή σκηνή, μετά η Αλίκη βγαίνει και κάθεται με τη σειρά της έξω.


Γύρω οι κατασκηνωτές: νέοι και μεσήλικες, έλληνες και ξένοι, παρέες και μοναχικοί. Τα απλωμένα sleeping bag και τα πολλά μικρά πράγματα νοικοκυριού, μαζεμένα σε σωρούς έξω από τις σκηνές ή κρεμασμένα στα δέντρα, της θυμίζουν τους γνωστούς της άστεγους που ταΐζει από το Αρχοντικόν, από ταχυφαγεία ή από τη Δημοτική Αγορά. Ένας μοναχικός κατασκηνωτής μάλιστα, με μια παλιά σκηνή εκστρατείας, της θυμίζει το Θανάση, τον νεότερο από τους τρεις άντρες που φροντίζει. Είναι οι άστεγοι της Αθήνας τουρίστες του κόσμου; Ή μήπως στο κάμπινγκ προπονούμαστε για να ζήσουμε ως άστεγοι; Ωστόσο δεν το σκέφτεται ως καταστροφή ή έκπτωση, μα ως μια πιθανή εναλλακτική: η πρώην εργατική τάξη της Ευρώπης, με αυτό το νωχελικό ή εστιασμένο σε θερμός, αντικουνουπικά και οδοντόβουρτσες ύφος, μοιάζει πράγματι να έρχεται από έναν κόσμο και να πηγαίνει σε έναν άλλο. Στο ενδιάμεσο στήνει σκηνές στα ελληνικά νησιά.


«How I wish you were here», τραγουδάει σιγανά.


«Γιατί δεν του μιλάς;» ρωτάει η Χριστίνα (που έχει βγει από τη σκηνή στο μεταξύ), εννοώντας φυσικά τον Μπίλι.


«Δεν ξέρω», λέει η Αλίκη. Νιώθει πως αυτή τη φορά η ερώτηση δεν είναι παρακίνηση (μίλα του λοιπόν) μα διερεύνηση: η Χριστίνα δεν καταλαβαίνει το είμαι ερωτευμένη αλλά το πιστεύει, το σέβεται: είναι μια τόσο αντιφατική στάση που δεν μπορεί παρά να κρύβει αλήθεια.


Η Αλίκη δοκιμάζει να σκεφτεί. Της έρχεται στο νου κάτι που είχε διαβάσει σε ένα περιοδικό, ότι ο αγαπημένος μας είναι ένα πολύτιμο βάζο με εξ ίσου πολύτιμο περιεχόμενο και προσέχουμε μην το σπάσουμε, γι’ αυτό το πλησιάζουμε σιγά σιγά μέχρι να είμαστε έτοιμες. Της φαίνεται γελοίο να πει κάτι τέτοιο.


«Δεν ξέρω», ξαναλέει. «Εσύ τι λες;»


Η Χριστίνα είναι σοβαρή. Τα μάτια της κοιτάζουν γύρω τους κατασκηνωτές, ενώ κάτω από τα βλέφαρά της περνάει εκείνη η ψυχρή σκιά. Η Αλίκη κρέμεται από τα χείλη της.


«Είναι το μυαλό», λέει τέλος. «Είναι ήδη φυλακισμένο. Ζει λάθος. Κοίτα, οι άνθρωποι κάνουν πολλά πράγματα, αλλά σου είπα, είναι όλα κόλλημα, ψέμα. Ανεμόμυλοι. Τα περισσότερα δεν τα διάλεξαν καν, τους τα κολλήσανε. Όταν οι άνθρωποι θα διαλέγουν ελεύθερα ζωή, τότε θα διαλέγουν ελεύθερα και αγάπη».


Και, ικανοποιημένη από το συλλογισμό της, συμπληρώνει:


«Τον προστατεύεις από όλα τα άλλα, αυτό είναι», καταλήγοντας έτσι κι αυτή στη θεωρία του βάζου.


Μια νεαρή νησιώτισσα που δουλεύει στο κάμπινγκ, καταγράφοντας τις διανυκτερεύσεις με μια ηλεκτρονική ατζέντα, τις διακόπτει.


«Πώς να είναι άραγε να ζεις εδώ;» ρωτάει η Αλίκη, όταν η κοπέλα απομακρύνεται. «Θέλω να πω, χωρίς ερεθίσματα; Ερημιά το χειμώνα και τέτοια;»


Η Χριστίνα ανασηκώνει τους ώμους.


«Κοίτα, εγώ δεν θα μπορούσα», λέει. «Με την καμία, έτσι; Αλλά δεν ξέρω για τα ερεθίσματα που λες. Οι άνθρωποι όπου και να ’ναι, νομίζω τα διαλέγουν. Έχουν εκατό και παίρνουν ένα. Σαν την Αγγλίδα μας».


Η Αλίκη στρέφεται ξαφνιασμένη.


«Την ποια; Την μου-αρέσει-να-βλέπω-τα-παιδιά-να-γελάνε; Τι παίζει με αυτήν;»


Η Χριστίνα έχει προς στιγμήν πάλι εκείνο το βλέμμα, μετά λέει:


«Δεν το έχεις προσέξει; Η γυναίκα δεν βλέπει γύρω της τίποτα. Είναι κολλημένη σε κάτι, πολύ όμως. Φίλε, είναι ο πιο θλιμμένος άνθρωπος που έχω δει στη ζωή μου».


Τα δυο αγόρια λίγες  σκηνές πιο κει είναι οικεία: ηλιοψημένα μα κάπως πλαδαρά, πολύχρωμες βερμούδες και πόλο μπλουζάκια, νοικοκυριό για κλάματα αλλά το ζελ στα μαλλιά εκ των ων ουκ άνευ: με άλλα λόγια, είναι ολόιδια με το μέσο αγόρι (όχι τον Μπίλι ή τον Αντώνη) που η Αλίκη και η Χριστίνα ξέρουν χρόνια από το σχολείο. Εύλογο να εμπιστευτούν αυτά τα αδέρφια τους, έτσι οι τέσσερις συμφωνούν να νοικιάσουν αυτοκίνητο για μια εκδρομή στην πιο απόμερη (και θρυλική) παραλία του νησιού.


Η ακτογραμμή, με τις διαδοχικές μικρογραφίες επιβλητικών σχηματισμών (καθότι από το αλπικό τοπίο της Δρακολίμνης μέχρι το τροπικό του Βάι κι από τα δάση της Πίνδου μέχρι το γυμνό των Κυκλάδων η Ελλάδα, όλοι το ξέρουν, είναι μια φυσική Ντίσνεϋλαντ), τους διασκεδάζει χωρίς να τους τρομάζει – με εξαίρεση ίσως τη Χριστίνα. Μα όταν φτάνουν στο ψηλότερο σημείο του δρόμου – συνεχείς στροφές πάνω από το γκρεμό – ο οδηγός νιώθει αβέβαιος. Η Χριστίνα τότε παίρνει το τιμόνι και τους κατεβάζει ήσυχα και καλά μέχρι την παραλία: στροφές και απέναντι οχήματα δεν είναι παρά δυσκολίες ελάχιστων πόντων, σε γκέιμ για αρχάριους.


(«Ζουζούνα! Εσύ φοβάσαι να κατέβεις δυο μέτρα βράχο!»)


Και να τώρα που με φόντο το πέλαγος, όπου αλλάζει χρώματα το απέναντι νησί, κάνουν αυτό που ξέρουν καλά: ποδήλατο. Έχουν όμοια ποδήλατα (νοικιασμένα) και ίσως γι’ αυτό συντονίζονται πιο εύκολα. Καθώς η Αλίκη πηγαίνει αργά και δίπλα της η Χριστίνα πιάνει το ρυθμό, οι δυο μηχανικές κινήσεις είναι σαν δυο γεννήτριες που γεννούν μαζί έναν αμοιβαίο ηλεκτρισμό. Έχουν ξανακάνει ποδήλατο με αυτό τον τρόπο.


Ήταν μια συννεφιασμένη μέρα στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Η Αλίκη δοκίμαζε το Orbea Boulevard στο Πεδίο του Άρεως. Τα 280 στρέμματα αυτού του πάρκου με τις περιποιημένες αλέες, τις λιμνούλες και το γκαζόν για να παίζουν σκυλιά, είναι μαζί με τον Εθνικό Κήπο ο κεντρικότερος πνεύμονας της Αθήνας, ωστόσο συχνά οι μάλλον άδειες εκτάσεις του δίνουν μια αίσθηση θλίψης. Μα η Αλίκη το έκρινε ιδανικό για δοκιμή του διτρόχου, έτσι εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα μπήκε στο πάρκο δυναμικά. Λίγα λεπτά μετά εντόπισε την καινούργια συμμαθήτρια (καρέ μαλλί, μπλουτζίν και δερμάτινο, smart phone) σε ένα παγκάκι μαζί με μια Αφγανή με το παιδάκι της – και τη χαρακτηριστική μαντίλα.


Οι γυναίκες με μαντίλες ήταν πολύ οικείες στην Αλίκη. Εδώ και χρόνια, η ευρύτερη περιοχή Κυψέλης, Αχαρνών και Αγίου Παντελεήμονα φιλοξενούσε πάμπολλες, που ήταν βασικά δύο ειδών: ασιάτισσες με παντελόνια και δυτικό περίπου ντύσιμο, ξεχώριζαν από τη μαντίλα και τα μακριά μανίκια χειμώνα-καλοκαίρι και Αφρικανές με μακριές πολύχρωμες φούστες ή μαύρες κελεμπίες. Οι δεύτερες είχαν ένα ομοιόμορφο λικνιστικό βάδισμα που δεν έχανε ποτέ το ρυθμό του, περπατούσαν σαν φαντάσματα, σα να μην υπήρχαν εμπόδια γύρω τους, ούτε καν έτρεχαν διασχίζοντας το δρόμο. Ήταν μια χορογραφία που έρεε μέσα στην πόλη αυτόνομη. Η Αλίκη τις είχε τόσο συνηθίσει που όταν οι πελάτες του Αρχοντικόν τις σχολίαζαν σαν φαινόμενο, τους άκουγε κατά βάθος φοβισμένη: αναρωτιόταν αν υπήρχε έστω ένας ενήλικος, συμπεριλαμβανομένων των γονιών της, από όλους αυτούς που μετακινιόνταν με τα Ι.Χ. τους από τα γραφεία στα ακριβά διαμερίσματα και από τα Αρχοντικά στις αυθαίρετες μεζονέτες, που να ήξερε κάτι από τον πραγματικό κόσμο στον οποίο η ίδια ζούσε. Ωστόσο το έκρυβε: συγκατένευε διπλωματικά με το πολιτισμένο της σκέρτσο, τάχα ότι μοιράζεται την έκπληξή τους.


Μετά τα πρώτα γεια τι γίνεται (το Μάους δεν είχε καθιερωθεί ακόμα) και έρχεσαι και συ εδώ;, μίλησαν για ποδήλατα. Η Χριστίνα είχε ένα κινέζικο άγνωστης μάρκας, κατά τη γνώμη της μια χαρά. Ξεκίνησαν μαζί να ποδηλατούν στις αλέες του πάρκου κι ήταν τότε η πρώτη φορά που συντονίστηκαν, με αυτό τον ηλεκτρισμό τον τόσο ευχάριστο και για τις δυο.


Μετά από λίγο σταμάτησαν σε μια μικρή λίμνη με νούφαρα. Κάθισαν στην άκρη της και κοίταζαν τα λουλούδια στο σχεδόν στάσιμο νερό. «Ζουν έτσι», είπε η Αλίκη παρατηρώντας τους λωτούς, ανακατεμένους με τα φύλλα από τα νεαρά πλατάνια που είχαν αρχίσει να πέφτουν. Το χώμα μύριζε κι αφέθηκαν στο άρωμά του, μετά μια δυο σταγόνες βροχής τις συνέφεραν. Κίνησαν να φύγουν και τότε άκουσαν το κλάμα.


Ερχόταν από τη ρίζα ενός δέντρου: ένα ανοιχτόχρωμο λαμπραντοράκι, κουτάβι, με καθηλωτικά αθώα μάτια και πολύ αδύνατο – το σήκωσαν σαν άδειο σακουλάκι. Η ορμή να το προστατεύσουν ήταν δυνατότερη από κάθε δισταγμό, πάντως η Αλίκη ένιωσε ανακούφιση όταν η Χριστίνα δήλωσε:


«Θα το πάρω εγώ, αν δεν σε νοιάζει. Θα με βοηθήσεις να το μεταφέρω; Έχεις καλαθάκι».


Ξεκίνησαν λοιπόν πάλι με το ίδιο τέμπο (κι ενώ στο Λυκαβηττό έλαμπαν οι πρώτες αστραπές) και περνώντας κάτω από τα έρημα, ακατοίκητα μέγαρα της οδού Μαυροματαίων, με το κουτάβι – θηλυκό και ήδη βαφτισμένο Ρόμπι – στο καλαθάκι του Boulevard, έφτασαν σε μια παλιά πολυκατοικία στην οδό Κυψέλης. Ήταν η μοναδική φορά που η Αλίκη πήγε στο σπίτι της Χριστίνας. Είδε ένα δωμάτιο με το κρεβάτι στη μέση και τους τοίχους σχεδόν γυμνούς εκτός από μια αφίσα που παρίστανε το Διάστημα. Μια λάμπα με καπέλο κρεμόταν από το ταβάνι με ένα πολύ μακρύ καλώδιο, που η Χριστίνα το έφτανε άνετα και το μετακινούσε, στερεώνοντάς το σε διάφορα σημεία και φωτοσκιάζοντας έτσι το δωμάτιο κάθε φορά αλλιώς. Στον τοίχο ακουμπούσε ένα γραφείο γεμάτο σημειώσεις. Η Αλίκη παραξενεύτηκε από τον όγκο της δουλειάς, μετά θυμήθηκε: η καινούργια της Τρίτης έκανε εργασίες θετικής κατεύθυνσης όλων των τάξεων, επί πληρωμή.


«Κάνω και παιχνίδια», αποκάλυψε η Χριστίνα, όσο η Αλίκη χάζευε εντυπωσιασμένη τις σημειώσεις. Μετά είπε πώς έβγαζε κι εκείνη λεφτά, με βιντεάκια όπου παρουσίαζε συνταγές. (Δεν είχε τότε ακόμα τις καθηγήτριες – πελάτισσες). Τέλος φανέρωσε διστακτικά ότι κι αυτή προσπαθούσε να κάνει ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή, για συνταγές με μελετημένη κατανομή συστατικών: λεύκωμα, υδατάνθρακες, βιταμίνες. Με τη σειρά της η Χριστίνα είπε ότι πρόσφατα δούλευε σε ένα ταχυφαγείο (είχε έρθει στην Αθήνα το καλοκαίρι μόνη της, πριν από τη μητέρα της, ο πατέρας της λείπει), αλλά φοβήθηκε πολύ στις τελευταίες διαδηλώσεις – την είχαν βάλει να φυλάει νύχτα το μαγαζί – κι έφυγε.


Η Αλίκη προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν, όταν στην πόρτα φάνηκε μια γυναίκα. Ρώτησε για το σκυλί και δεν έδειξε να ενθουσιάζεται, μα ούτε και να έχει σοβαρή αντίρρηση.


«Η μητέρα μου, η Αλίκη», έκανε τις συστάσεις η Χριστίνα.


Ήταν μια γυναίκα με σκούρα μαλλιά, αρχοντικό παράστημα και μεγάλο μέτωπο. Ήταν πολύ όμορφη (είχε ένα πρόσωπο ραφαηλικό), μα της Αλίκης της φάνηκε ανεξήγητα κάπως τρομακτική.


Τώρα έχει νυχτώσει και ντυμένες τα βραδινά τους (σορτς και μαύρα τοπ, παρεό στο σακίδιο για την ψύχρα) έχουν πάει στη Χώρα για clubbing. Στο μπαρ όπου καταλήγουν νιώθουν πως γύρω τους κυκλοφορούν τα γνωστά τους χάπια, μα δεν τις αφορούν πια: η Αλίκη τα έκοψε μαχαίρι μετά την «εγκυμοσύνη» και η Χριστίνα της είπε τότε ότι ούτε κι αυτή ήθελε. (Γενικά δεν πίνει, δήλωσε, απλώς για πλάκα το έκανε, πράγμα που η Αλίκη δεν πολυπίστεψε γιατί άλλα είχε ακούσει, αλλά δεν είπε τίποτα). Με την επίδραση του ποτού και του μονότονου μπιτ χορεύουν μέχρι που νιώθουν εκείνο το χαλάρωμα, την ένωση με τον άγνωστο διπλανό. Τότε φεύγουν. Αφήνουν πίσω τα βουερά μπαρ και τα ολόφωτα ρεστωράν και ξενοδοχεία και κατεβαίνουν με τα πόδια στην παραλία. (Στα σκοτεινά σημεία η Χριστίνα αναζητά το χέρι της Αλίκης). Όταν φτάνουν μπαίνουν στην άμμο τρέχοντας και τραγουδώντας δυνατά:


And when we kissfirefire


Έχουν κάνει ήδη αρκετές πρόβες στο Tetris. Στην αρχή το υπόγειο κλαμπ με τους μαύρους τοίχους και τις φωτογραφίες των seventies τις ξένισε, μια μέρα όμως συνέβη κάτι: ο Μπίλι ήρθε συννεφιασμένος και είπε πως είχε πρόβλημα με τους δικούς του, πως οι Ρώσοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη θέση στην Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχε άλλες υποχρεώσεις, του τόνιζαν. Η Χριστίνα τότε τον παρηγόρησε με το λιτό της τρόπο (θα δούμε όταν έρθει η ώρα), ο Αντώνης τον παρότρυνε με ορμή να μην κάνει πίσω και η Αλίκη τον ένιωσε ήρωα που πολεμάει τραγικά με αντίξοες δυνάμεις. Τα συναισθήματά τους έκαναν μεμιάς το χώρο οικείο και από τότε προχώρησαν ρολόι. Κρατώντας στο περίπου το θέμα φωτιά και νερό, έφτιαξαν πρόγραμμα: ο Μπίλι ξεκινούσε με το λαούτο και ο Τζον Ντόουλαντ γρήγορα γινόταν Μπομπ Ντύλαν. Ήχοι φυσαρμόνικας ενώνονταν με βιολί, κι από κει άρχιζε ένα κρεσέντο με το Χορό της Φωτιάς,** μέταλ (απαραίτητο) και μετά ροκ διανθισμένο με hip hop. Η Χριστίνα κι ο Μπίλι στα φωνητικά ήταν συναρπαστικοί. Η πιανίστρια από το (επαγγελματικό) συγκρότημα του Μπίλι πρόβλεψε ότι οι Ζωντανοί στο Νούφαρο θα σκίσουν.


Η νύχτα έχει αστέρια (όχι φεγγάρι, όχι φωτιές) και κάποιες παρέες ακούγονται πιο πέρα στην παραλία. Η Αλίκη βγάζει τα ρούχα και μπαίνει στο νερό. Η Χριστίνα κρυώνει. Κοιτάζει τα αστέρια, λέει:


«Πώς καταστρέφονται οι πλανήτες; Η ζωή επάνω τους πώς χάνεται;»


Η Αλίκη βγαίνει γρήγορα – η θάλασσα είναι κρύα. Μόλις βγαίνει ωστόσο μένει για λίγο γυμνή με το πρόσωπο προς τον ουρανό και τα χέρια επίσης υψωμένα, σε μια κίνηση χορού. (Θυμίζουμε: έχει κάνει χορό). Νιώθει με ευχαρίστηση τη ζέστη από την άμμο και αφαιρείται, κοιτάζοντας κι αυτή το γαλαξία. Τα μάτια της ασυναίσθητα κάτι ψάχνουν. Μετά προσπαθεί να σκουπιστεί με το παρεό της.


«Τι λες πάλι, Ζουζουνίτσα;»


«Λέω, φίλε, πως μπορεί να έχουμε κάνει λάθος, και σκοπός του ανθρώπου να μην είναι η δημιουργία αλλά η καταστροφή. Αυτή να είναι ο προορισμός μας. Με μας να άρχισε η αντίστροφη μέτρηση».


Η Αλίκη ντύνεται. Το κύμα σπάει γλυκά, ρυθμικά, φαίνεται η άκρη του. Το κοιτάζει ξέροντας πως δεν είναι η αγωνία για την τύχη του πλανήτη που κάνει τη Χριστίνα να φλυαρεί, μα εκείνη η ερημιά που νιώθουν πάντα στις σιωπηλές στιγμές.


Τελευταία μέρα, λίγο πριν τη δύση κάθονται πάνω από το πάρκινγκ στην άκρη της Χώρας, σ’ ένα βράχο όπου η Χριστίνα σκαρφάλωσε γενναία με τη βοήθεια της Αλίκης. Κοιτάζουν κάτω τη θάλασσα, όπου ένα σκάφος πλέει αργά. Κάποιοι ανεβαίνουν το απότομο καλντερίμι από την παραλία. Φυσάει αέρας, αλλά δεν γεννήθηκε ακόμα η δεκαοκτάχρονη που την ενοχλεί ο αέρας. Είναι σιωπηλές πολλή ώρα. Ξαφνικά η Αλίκη λέει:


«Γιατί πάμε στο Πανεπιστήμιο, ρε Χριστίνα;»


Η Χριστίνα τρυπώνει το χέρι της (που έχει ανακουφιστεί με το κολύμπι και τον ήλιο) κάτω από το μπράτσο της Αλίκης και κοιτάζει το δεξί All Star: έχει ανοίξει μια τρυπούλα και της αρέσει να την κουνάει με το πόδι.


«Δεν έχει σημασία για μένα», λέει, «δεν θα μπω. Εσύ, θα πας αν μπεις;»


Η Αλίκη σφίγγει το μπράτσο, δεν έπρεπε να μιλήσει. Όλα τα παιδιά ξέρουν πως η Χριστίνα δεν πρόκειται να μπει σε καμιά σχολή: όχι μόνο δεν γράφει εκθέσεις, μα ούτε καν την πορεία λύσης των ασκήσεων – που τις λύνει σχεδόν αυτόματα – δεν μπορεί να διατυπώσει «σωστά».


«Δεν ξέρω, ρε Ζουζού», λέει. «Τέσσερα χρόνια!»


Ξαφνικά η Χριστίνα τινάζει χέρια και πόδια μπροστά, και το κεφάλι (χωρίς καπέλο, τα μαλλιά έχουν αρχίσει να μακραίνουν) πίσω, γελάει και φωνάζει:


«Δεν θα πάμε βρε! Θα γίνουμε τυχοδιώκτες!» Δείχνει με το χέρι τη θάλασσα κάτω, όπου έχει φανεί κι άλλο σκάφος. «Θα γίνουμε εξερευνητές!»


Η Αλίκη σκέφτεται, μετά λέει:


«Εμείς όχι. Ο Αντώνης ίσως. Αυτός, μπορεί να γίνει εξερευνητής».


Και αμέσως – το αποφάσισε:


«Πες μου, βρε Ζουζούνα, για τον Αντώνη. Τι παίζει; Τον αγαπάς;»


Η Χριστίνα διστάζει.


«Δεν είναι εκεί το θέμα», λέει. Και σε λίγο:


«Εσένα πώς σου φάνηκε; Εννοώ στην εκδρομή».


Η Αλίκη νιώθει άσχημα.


«Κοίτα, πενταήμερη ήταν. Είχαμε πιει…»


Η Χριστίνα στρέφεται προς το μέρος της και τα μάτια της έχουν εκείνη την σκιά:


«Πώς σου φάνηκε; Δεν εννοώ αν σε καύλωσε και τέτοια. Πώς τον ένιωσες, τι γνώμη έχεις γι’ αυτόν;»


«Για τον Αντώνη;» Η Αλίκη απορεί. «Ο Αντώνης είναι πολύ καλός. Κι ευγενικός, πάντα. Όλο τον κόσμο αγαπάει ο Αντώνης, το ξέρεις».


Η Χριστίνα κοιτάζει πάλι τη θάλασσα.


«Αυτό είναι το θέμα», λέει. «Πως ο Αντώνης αγαπάει όλο τον κόσμο. Και, νομίζω, κανέναν χωριστά».


Μια καμπάνα από κάποιο πανηγύρι διακόπτει τις σκέψεις τους: παντού γύρω τους εκκλησάκια ασβεστωμένα, τα περισσότερα παλιά ιδιωτικά παρεκκλήσια σε κτήματα.


«Ο θεός», λέει η Αλίκη.


«Δεν είναι ο θεός».


«Το ξέρω, βρε Ζουζού!»


Λίγο ακόμα οι καμπάνες, μετά ησυχία.


«Εννοώ», λέει η Χριστίνα, «πως όλοι ξέρουν πως δεν είναι ο θεός. Οι άνθρωποι ξέρουν πως η ζωή τους δεν εξαρτάται από το θεό μα από άλλους ανθρώπους. Αλλά τους φοβούνται, γι’ αυτό προτιμούν να μιλάνε για θεό».


Η Αλίκη συμφωνεί, δεν την απασχολεί ο θεός.


Η αλήθεια είναι πως όλα όσα λένε αυτή τη στιγμή δεν τις απασχολούν πολύ. Κάθονται οι δυο τους κολλητά πάνω από τη θάλασσα που απλώνεται απέραντη, με τους αφρούς και τα πλοία της σε ατέλειωτη κίνηση. Ο ουρανός έχει λίγα σύννεφα, ο ορίζοντας κοκκινίζει και το μόνο ερώτημα που αντηχεί μαζί με τον άνεμο, το μόνο που θα ήθελαν να φωνάξουν – μα στη πραγματικότητα δεν μπορούν καν να το διατυπώσουν, απλώς το νιώθουν να τις κυριεύει – είναι το γιατί θα χωρίσουν. Γιατί, ενώ αγαπήθηκαν τόσο σ’ αυτή την πιο κρυστάλλινη φάση της ζωής τους, δεν θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί. Κι ακόμα, γιατί κανείς δεν αντιστέκεται σ’ αυτό.


Το εύρημα υπάρχει πράγματι, στο μικρό αρχαιολογικό μουσείο της Χώρας Αμοργού. Πρόκειται για τη γνωστή μέθοδο του εγχυτρισμού (ταφή μέσα σε πιθάρι), που δεν ήταν ασυνήθιστη. (Κατά τα άλλα, το νησί της ιστορίας μας είναι φανταστικό συμπίλημα).


** Ritual fire dance: η γνωστή σύνθεση του Manuel de Falla από το έργο του «El amor brujo»


 •  0 comments  •  flag
Share on Twitter
Published on June 26, 2015 07:37
No comments have been added yet.