Κυριάκος Χαλκόπουλος
Goodreads Author
Born
in Thessaloniki, Greece
Website
Genre
Influences
Kafka, Borges, Lovecraft, De Maupassant, Poe
Member Since
August 2014
To ask
Κυριάκος Χαλκόπουλος
questions,
please sign up.
More books by Κυριάκος Χαλκόπουλος…
“Οι λιγοστοί τόνοι, ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό, της φωτογραφίας που εγώ είδα στο γραφείο των ανακριτών, παρουσίαζαν μισό ανθρώπινο σώμα που είχε καεί, ενώ βρισκόταν βυθισμένο σε εκείνο το μαρμάρινο δάπεδο όπως κάποιος λουόμενος δρασκελίζει στη θάλασσα. Έμοιαζε όντως σαν να κολυμπούσε τώρα με αγωνιώδεις κινήσεις, το κεφάλι του άγγιζε το νερό, σαν να βασιζόταν η τελευταία ελπίδα για μια σωτηρία ακριβώς στην τιτάνια επιθυμία που υπάρχει όχι για την απόκτηση θεωρητικών επιτυχιών, όχι πλέον, μα γι’ αυτή την ίδια τη διατήρηση μας στη ζωή...
Εικάζω πως από το δωμάτιο ξεκόλλησαν λίγο μετά εκείνο το απομεινάρι, και ίσως να μην παρατηρούνταν πουθενά το άλλο μισό του σώματος: σαν να είχε αναδυθεί από τους βυθούς ένα πολυσάγονο κήτος και τώρα κανείς δε θα εντοπίσει εκείνο ή τη λεία του στη φωλιά που έχει πέρα από τις σταθερές γραμμές του
δικού μας κόσμου, μετά από ένα χάσμα ανάμεσα σε υποθαλάσσιους υφάλους όπου φύκια χορεύουν αιώνια ως να σηματοδοτούν πως μια ευθεία έκταση της μορφής τους -που καμιά φορά θα ξεβραστεί στην αμμουδιά- δεν αποδίδει καθόλου τη ρέουσα γεωμετρία των φυσικών τους χώρων!”
― Η Χρυσαλίδα
Εικάζω πως από το δωμάτιο ξεκόλλησαν λίγο μετά εκείνο το απομεινάρι, και ίσως να μην παρατηρούνταν πουθενά το άλλο μισό του σώματος: σαν να είχε αναδυθεί από τους βυθούς ένα πολυσάγονο κήτος και τώρα κανείς δε θα εντοπίσει εκείνο ή τη λεία του στη φωλιά που έχει πέρα από τις σταθερές γραμμές του
δικού μας κόσμου, μετά από ένα χάσμα ανάμεσα σε υποθαλάσσιους υφάλους όπου φύκια χορεύουν αιώνια ως να σηματοδοτούν πως μια ευθεία έκταση της μορφής τους -που καμιά φορά θα ξεβραστεί στην αμμουδιά- δεν αποδίδει καθόλου τη ρέουσα γεωμετρία των φυσικών τους χώρων!”
― Η Χρυσαλίδα
“Είναι πράγματα που για να περιγραφούν δεν αρκεί μια μεγάλη
ικανότητα με τις λέξεις. Μοιάζει η προσπάθεια να μιλήσεις γι’
αυτά με την απαίτηση όχι μόνο να πετάξεις με το χέρι ένα μικρό
αντικείμενο ώστε να εισέλθει σε μια σχεδόν ομοίου μεγέθους
εσοχή ψηλά σε κάποιο τοίχο, μα ταυτόχρονα να περάσει αυτό
εκεί ακριβώς με την ορμή και τη φορά που απαιτείται ώστε πέρα
από τον πρώτο τοίχο να βρει στη συνέχεια και ένα δεύτερο
στόχο, που εξάλλου δε φαίνεται από εκεί όπου είσαι...”
― Η Χρυσαλίδα
ικανότητα με τις λέξεις. Μοιάζει η προσπάθεια να μιλήσεις γι’
αυτά με την απαίτηση όχι μόνο να πετάξεις με το χέρι ένα μικρό
αντικείμενο ώστε να εισέλθει σε μια σχεδόν ομοίου μεγέθους
εσοχή ψηλά σε κάποιο τοίχο, μα ταυτόχρονα να περάσει αυτό
εκεί ακριβώς με την ορμή και τη φορά που απαιτείται ώστε πέρα
από τον πρώτο τοίχο να βρει στη συνέχεια και ένα δεύτερο
στόχο, που εξάλλου δε φαίνεται από εκεί όπου είσαι...”
― Η Χρυσαλίδα
“Είναι συνηθισμένο- και θεωρείται εύλογο- να παροτρύνεται κάποιος στην ανάγνωση βιβλίων. Όμως σε τι χρησιμεύει αυτό, και είναι αληθινά η ωφέλεια από το διάβασμα κάτι που γίνεται να προσδιοριστεί;
Φαίνεται πως ισχύει και στην επαφή με τα βιβλία πως σταδιακά μόνο σχηματίζει ο κάθε αναγνώστης μια σαφέστερη γνώμη για την αξία όσων διαβάζει, συνειδητά ή ασυναίσθητα συγκρίνοντας τα νέα αναγνώσματα του με παλιότερα. Παράλληλα διαμορφώνει πιο συγκεκριμένες προτιμήσεις για βιβλία. Όπως ένα παιδί στο δημοτικό που απαραίτητα μαθαίνει πρώτα να σχεδιάζει γραμμές μπορεί να ξαφνιαστεί βλέποντας τα παράδοξα σχήματα μιας σπείρας, έτσι και ο νέος αναγνώστης δεν έχει ακόμα προσδιορισμένους τους άξονες των ενδιαφερόντων του καθώς παρακολουθεί τις προτάσεις του ενός ή του άλλου συγγραφέα.
Όμως η ανάγνωση δεν είναι ένα καθήκον που επιβάλλεται, με την απειλή κάποιας αρνητικής βαθμολόγησης, ή τις υπόνοιες πως είναι άξια μομφής η απουσία του βιβλίου από τη ζωή ενός ανθρώπου. Διαβάζει κανείς αν όντως ανακαλύπτει ωφέλιμες σκέψεις, ή παρασύρεται στο θάμβος μιας περιγραφής που παρακινεί να συνεχίσει το γύρισμα των σελίδων. Γι αυτό ωστόσο ισχύει πως βιβλία που λόγω ατελειών των δημιουργών τους δεν κρύβουν πουθενά τέτοια αποσπάσματα- δεν παραφυλά σε αυτά μια ενθάρρυνση για περισσότερο διάβασμα- μπορούν ακόμα και να απογοητεύσουν ιδιαίτερα κάποιον που αποφάσισε διστακτικά να ρίξει μια ματιά στο χώρο της λογοτεχνίας…
Φυσικά ο καθένας επιδιώκει κάτι να εκφράσει, και αυτός που γράφει τις γραμμές, μα και όποιος τις διαβάζει. Και ο αναγνώστης συχνά ρίχνει ένα τελείως ιδιαίτερο, δικό του φως, στο κείμενο που μελετά με ενδιαφέρον, ενώ εκεί βρίσκει ακόμα και στοιχεία που ο συγγραφέας του δεν τα είχε κατά νου, αλλά μπορεί να αποτελούν έως και μια κυριότερη σημασία του ίδιου του γραπτού του. Διαβάζει, τελικά, κανείς επειδή αναζητά, είτε το γνωρίζει είτε όχι, να μάθει κάτι όχι για τις σκέψεις ενός συγγραφέα, αλλά για τις δικές του βαθύτερες σκέψεις, για τα κρυμμένα συναισθήματα που θέτει και πάλι σε κίνηση κάποιο μέρος ενός κειμένου το οποίο τη στιγμή που θα το διαβάζει μπορεί να μοιάζει περισσότερο από μια διαδοχή γραμμών με έναν τοξότη που τον καλεί δίπλα του, ορθώνει το τόξο και με το ευδιάκριτο βέλος πετυχαίνει τώρα ένα στόχο που ο αναγνώστης έψαχνε από καιρό, και ίσως εν τω μεταξύ να είχε ολότελα λησμονήσει…
Ένα βιβλίο που είναι για κάποιον σημαντικό ήδη του παρέχει τόσες δυνατότητες να σκεφτεί για όσα κουβάλησε ως εδώ ο ίδιος, στην προσωπική του σκέψη, σα να βημάτιζε ως τώρα πλάι σε ένα ψηλό τοίχο, και πλέον βρήκε πάνω του μια καθαρά σχηματισμένη πόρτα: είναι εύλογο να συνεχίζει να διαβάζει ένα τέτοιο βιβλίο, όπως θα ήταν εύλογο να άγγιζε τώρα όλο και πιο ερευνητικά εκείνη την πύλη προς άλλα τμήματα του δικού του εσωτερικού κήπου.”
―
Φαίνεται πως ισχύει και στην επαφή με τα βιβλία πως σταδιακά μόνο σχηματίζει ο κάθε αναγνώστης μια σαφέστερη γνώμη για την αξία όσων διαβάζει, συνειδητά ή ασυναίσθητα συγκρίνοντας τα νέα αναγνώσματα του με παλιότερα. Παράλληλα διαμορφώνει πιο συγκεκριμένες προτιμήσεις για βιβλία. Όπως ένα παιδί στο δημοτικό που απαραίτητα μαθαίνει πρώτα να σχεδιάζει γραμμές μπορεί να ξαφνιαστεί βλέποντας τα παράδοξα σχήματα μιας σπείρας, έτσι και ο νέος αναγνώστης δεν έχει ακόμα προσδιορισμένους τους άξονες των ενδιαφερόντων του καθώς παρακολουθεί τις προτάσεις του ενός ή του άλλου συγγραφέα.
Όμως η ανάγνωση δεν είναι ένα καθήκον που επιβάλλεται, με την απειλή κάποιας αρνητικής βαθμολόγησης, ή τις υπόνοιες πως είναι άξια μομφής η απουσία του βιβλίου από τη ζωή ενός ανθρώπου. Διαβάζει κανείς αν όντως ανακαλύπτει ωφέλιμες σκέψεις, ή παρασύρεται στο θάμβος μιας περιγραφής που παρακινεί να συνεχίσει το γύρισμα των σελίδων. Γι αυτό ωστόσο ισχύει πως βιβλία που λόγω ατελειών των δημιουργών τους δεν κρύβουν πουθενά τέτοια αποσπάσματα- δεν παραφυλά σε αυτά μια ενθάρρυνση για περισσότερο διάβασμα- μπορούν ακόμα και να απογοητεύσουν ιδιαίτερα κάποιον που αποφάσισε διστακτικά να ρίξει μια ματιά στο χώρο της λογοτεχνίας…
Φυσικά ο καθένας επιδιώκει κάτι να εκφράσει, και αυτός που γράφει τις γραμμές, μα και όποιος τις διαβάζει. Και ο αναγνώστης συχνά ρίχνει ένα τελείως ιδιαίτερο, δικό του φως, στο κείμενο που μελετά με ενδιαφέρον, ενώ εκεί βρίσκει ακόμα και στοιχεία που ο συγγραφέας του δεν τα είχε κατά νου, αλλά μπορεί να αποτελούν έως και μια κυριότερη σημασία του ίδιου του γραπτού του. Διαβάζει, τελικά, κανείς επειδή αναζητά, είτε το γνωρίζει είτε όχι, να μάθει κάτι όχι για τις σκέψεις ενός συγγραφέα, αλλά για τις δικές του βαθύτερες σκέψεις, για τα κρυμμένα συναισθήματα που θέτει και πάλι σε κίνηση κάποιο μέρος ενός κειμένου το οποίο τη στιγμή που θα το διαβάζει μπορεί να μοιάζει περισσότερο από μια διαδοχή γραμμών με έναν τοξότη που τον καλεί δίπλα του, ορθώνει το τόξο και με το ευδιάκριτο βέλος πετυχαίνει τώρα ένα στόχο που ο αναγνώστης έψαχνε από καιρό, και ίσως εν τω μεταξύ να είχε ολότελα λησμονήσει…
Ένα βιβλίο που είναι για κάποιον σημαντικό ήδη του παρέχει τόσες δυνατότητες να σκεφτεί για όσα κουβάλησε ως εδώ ο ίδιος, στην προσωπική του σκέψη, σα να βημάτιζε ως τώρα πλάι σε ένα ψηλό τοίχο, και πλέον βρήκε πάνω του μια καθαρά σχηματισμένη πόρτα: είναι εύλογο να συνεχίζει να διαβάζει ένα τέτοιο βιβλίο, όπως θα ήταν εύλογο να άγγιζε τώρα όλο και πιο ερευνητικά εκείνη την πύλη προς άλλα τμήματα του δικού του εσωτερικού κήπου.”
―
“Οι λιγοστοί τόνοι, ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό, της φωτογραφίας που εγώ είδα στο γραφείο των ανακριτών, παρουσίαζαν μισό ανθρώπινο σώμα που είχε καεί, ενώ βρισκόταν βυθισμένο σε εκείνο το μαρμάρινο δάπεδο όπως κάποιος λουόμενος δρασκελίζει στη θάλασσα. Έμοιαζε όντως σαν να κολυμπούσε τώρα με αγωνιώδεις κινήσεις, το κεφάλι του άγγιζε το νερό, σαν να βασιζόταν η τελευταία ελπίδα για μια σωτηρία ακριβώς στην τιτάνια επιθυμία που υπάρχει όχι για την απόκτηση θεωρητικών επιτυχιών, όχι πλέον, μα γι’ αυτή την ίδια τη διατήρηση μας στη ζωή...
Εικάζω πως από το δωμάτιο ξεκόλλησαν λίγο μετά εκείνο το απομεινάρι, και ίσως να μην παρατηρούνταν πουθενά το άλλο μισό του σώματος: σαν να είχε αναδυθεί από τους βυθούς ένα πολυσάγονο κήτος και τώρα κανείς δε θα εντοπίσει εκείνο ή τη λεία του στη φωλιά που έχει πέρα από τις σταθερές γραμμές του
δικού μας κόσμου, μετά από ένα χάσμα ανάμεσα σε υποθαλάσσιους υφάλους όπου φύκια χορεύουν αιώνια ως να σηματοδοτούν πως μια ευθεία έκταση της μορφής τους -που καμιά φορά θα ξεβραστεί στην αμμουδιά- δεν αποδίδει καθόλου τη ρέουσα γεωμετρία των φυσικών τους χώρων!”
― Η Χρυσαλίδα
Εικάζω πως από το δωμάτιο ξεκόλλησαν λίγο μετά εκείνο το απομεινάρι, και ίσως να μην παρατηρούνταν πουθενά το άλλο μισό του σώματος: σαν να είχε αναδυθεί από τους βυθούς ένα πολυσάγονο κήτος και τώρα κανείς δε θα εντοπίσει εκείνο ή τη λεία του στη φωλιά που έχει πέρα από τις σταθερές γραμμές του
δικού μας κόσμου, μετά από ένα χάσμα ανάμεσα σε υποθαλάσσιους υφάλους όπου φύκια χορεύουν αιώνια ως να σηματοδοτούν πως μια ευθεία έκταση της μορφής τους -που καμιά φορά θα ξεβραστεί στην αμμουδιά- δεν αποδίδει καθόλου τη ρέουσα γεωμετρία των φυσικών τους χώρων!”
― Η Χρυσαλίδα
“Είναι συνηθισμένο- και θεωρείται εύλογο- να παροτρύνεται κάποιος στην ανάγνωση βιβλίων. Όμως σε τι χρησιμεύει αυτό, και είναι αληθινά η ωφέλεια από το διάβασμα κάτι που γίνεται να προσδιοριστεί;
Φαίνεται πως ισχύει και στην επαφή με τα βιβλία πως σταδιακά μόνο σχηματίζει ο κάθε αναγνώστης μια σαφέστερη γνώμη για την αξία όσων διαβάζει, συνειδητά ή ασυναίσθητα συγκρίνοντας τα νέα αναγνώσματα του με παλιότερα. Παράλληλα διαμορφώνει πιο συγκεκριμένες προτιμήσεις για βιβλία. Όπως ένα παιδί στο δημοτικό που απαραίτητα μαθαίνει πρώτα να σχεδιάζει γραμμές μπορεί να ξαφνιαστεί βλέποντας τα παράδοξα σχήματα μιας σπείρας, έτσι και ο νέος αναγνώστης δεν έχει ακόμα προσδιορισμένους τους άξονες των ενδιαφερόντων του καθώς παρακολουθεί τις προτάσεις του ενός ή του άλλου συγγραφέα.
Όμως η ανάγνωση δεν είναι ένα καθήκον που επιβάλλεται, με την απειλή κάποιας αρνητικής βαθμολόγησης, ή τις υπόνοιες πως είναι άξια μομφής η απουσία του βιβλίου από τη ζωή ενός ανθρώπου. Διαβάζει κανείς αν όντως ανακαλύπτει ωφέλιμες σκέψεις, ή παρασύρεται στο θάμβος μιας περιγραφής που παρακινεί να συνεχίσει το γύρισμα των σελίδων. Γι αυτό ωστόσο ισχύει πως βιβλία που λόγω ατελειών των δημιουργών τους δεν κρύβουν πουθενά τέτοια αποσπάσματα- δεν παραφυλά σε αυτά μια ενθάρρυνση για περισσότερο διάβασμα- μπορούν ακόμα και να απογοητεύσουν ιδιαίτερα κάποιον που αποφάσισε διστακτικά να ρίξει μια ματιά στο χώρο της λογοτεχνίας…
Φυσικά ο καθένας επιδιώκει κάτι να εκφράσει, και αυτός που γράφει τις γραμμές, μα και όποιος τις διαβάζει. Και ο αναγνώστης συχνά ρίχνει ένα τελείως ιδιαίτερο, δικό του φως, στο κείμενο που μελετά με ενδιαφέρον, ενώ εκεί βρίσκει ακόμα και στοιχεία που ο συγγραφέας του δεν τα είχε κατά νου, αλλά μπορεί να αποτελούν έως και μια κυριότερη σημασία του ίδιου του γραπτού του. Διαβάζει, τελικά, κανείς επειδή αναζητά, είτε το γνωρίζει είτε όχι, να μάθει κάτι όχι για τις σκέψεις ενός συγγραφέα, αλλά για τις δικές του βαθύτερες σκέψεις, για τα κρυμμένα συναισθήματα που θέτει και πάλι σε κίνηση κάποιο μέρος ενός κειμένου το οποίο τη στιγμή που θα το διαβάζει μπορεί να μοιάζει περισσότερο από μια διαδοχή γραμμών με έναν τοξότη που τον καλεί δίπλα του, ορθώνει το τόξο και με το ευδιάκριτο βέλος πετυχαίνει τώρα ένα στόχο που ο αναγνώστης έψαχνε από καιρό, και ίσως εν τω μεταξύ να είχε ολότελα λησμονήσει…
Ένα βιβλίο που είναι για κάποιον σημαντικό ήδη του παρέχει τόσες δυνατότητες να σκεφτεί για όσα κουβάλησε ως εδώ ο ίδιος, στην προσωπική του σκέψη, σα να βημάτιζε ως τώρα πλάι σε ένα ψηλό τοίχο, και πλέον βρήκε πάνω του μια καθαρά σχηματισμένη πόρτα: είναι εύλογο να συνεχίζει να διαβάζει ένα τέτοιο βιβλίο, όπως θα ήταν εύλογο να άγγιζε τώρα όλο και πιο ερευνητικά εκείνη την πύλη προς άλλα τμήματα του δικού του εσωτερικού κήπου.”
―
Φαίνεται πως ισχύει και στην επαφή με τα βιβλία πως σταδιακά μόνο σχηματίζει ο κάθε αναγνώστης μια σαφέστερη γνώμη για την αξία όσων διαβάζει, συνειδητά ή ασυναίσθητα συγκρίνοντας τα νέα αναγνώσματα του με παλιότερα. Παράλληλα διαμορφώνει πιο συγκεκριμένες προτιμήσεις για βιβλία. Όπως ένα παιδί στο δημοτικό που απαραίτητα μαθαίνει πρώτα να σχεδιάζει γραμμές μπορεί να ξαφνιαστεί βλέποντας τα παράδοξα σχήματα μιας σπείρας, έτσι και ο νέος αναγνώστης δεν έχει ακόμα προσδιορισμένους τους άξονες των ενδιαφερόντων του καθώς παρακολουθεί τις προτάσεις του ενός ή του άλλου συγγραφέα.
Όμως η ανάγνωση δεν είναι ένα καθήκον που επιβάλλεται, με την απειλή κάποιας αρνητικής βαθμολόγησης, ή τις υπόνοιες πως είναι άξια μομφής η απουσία του βιβλίου από τη ζωή ενός ανθρώπου. Διαβάζει κανείς αν όντως ανακαλύπτει ωφέλιμες σκέψεις, ή παρασύρεται στο θάμβος μιας περιγραφής που παρακινεί να συνεχίσει το γύρισμα των σελίδων. Γι αυτό ωστόσο ισχύει πως βιβλία που λόγω ατελειών των δημιουργών τους δεν κρύβουν πουθενά τέτοια αποσπάσματα- δεν παραφυλά σε αυτά μια ενθάρρυνση για περισσότερο διάβασμα- μπορούν ακόμα και να απογοητεύσουν ιδιαίτερα κάποιον που αποφάσισε διστακτικά να ρίξει μια ματιά στο χώρο της λογοτεχνίας…
Φυσικά ο καθένας επιδιώκει κάτι να εκφράσει, και αυτός που γράφει τις γραμμές, μα και όποιος τις διαβάζει. Και ο αναγνώστης συχνά ρίχνει ένα τελείως ιδιαίτερο, δικό του φως, στο κείμενο που μελετά με ενδιαφέρον, ενώ εκεί βρίσκει ακόμα και στοιχεία που ο συγγραφέας του δεν τα είχε κατά νου, αλλά μπορεί να αποτελούν έως και μια κυριότερη σημασία του ίδιου του γραπτού του. Διαβάζει, τελικά, κανείς επειδή αναζητά, είτε το γνωρίζει είτε όχι, να μάθει κάτι όχι για τις σκέψεις ενός συγγραφέα, αλλά για τις δικές του βαθύτερες σκέψεις, για τα κρυμμένα συναισθήματα που θέτει και πάλι σε κίνηση κάποιο μέρος ενός κειμένου το οποίο τη στιγμή που θα το διαβάζει μπορεί να μοιάζει περισσότερο από μια διαδοχή γραμμών με έναν τοξότη που τον καλεί δίπλα του, ορθώνει το τόξο και με το ευδιάκριτο βέλος πετυχαίνει τώρα ένα στόχο που ο αναγνώστης έψαχνε από καιρό, και ίσως εν τω μεταξύ να είχε ολότελα λησμονήσει…
Ένα βιβλίο που είναι για κάποιον σημαντικό ήδη του παρέχει τόσες δυνατότητες να σκεφτεί για όσα κουβάλησε ως εδώ ο ίδιος, στην προσωπική του σκέψη, σα να βημάτιζε ως τώρα πλάι σε ένα ψηλό τοίχο, και πλέον βρήκε πάνω του μια καθαρά σχηματισμένη πόρτα: είναι εύλογο να συνεχίζει να διαβάζει ένα τέτοιο βιβλίο, όπως θα ήταν εύλογο να άγγιζε τώρα όλο και πιο ερευνητικά εκείνη την πύλη προς άλλα τμήματα του δικού του εσωτερικού κήπου.”
―
“Ποτέ δε μου άρεσαν οι αράχνες. Σε μια από τις παλιότερες
αναμνήσεις μου, σε κάποιο καλοκαίρι των πρώτων παιδικών μου
χρόνων, περπατούσα σε ένα χωμάτινο μονοπάτι που περιβαλλόταν από πυκνή βλάστηση. Ήταν εκείνη η στενωπός ο μόνος
δρόμος για να φτάσω στη θάλασσα, όπου ήταν κι ο προορισμός
μου, για να κολυμπήσω. Ωστόσο πάντα εκείνες τις μέρες δίσταζα
να προχωρήσω στο μονοπάτι διότι γνώριζα πολύ καλά ότι στην
άκρη του, στο στενότερο του σημείο, εκατοστά πριν να φανερωθεί το άνοιγμα από το οποίο θα κατέβαινα στην ακρογιαλιά,
είχαν τον ιστό τους δύο γιγαντιαίες αράχνες.
Δεν ήταν μονάχα το μέγεθός τους που με τρόμαζε. Τα χρώματα ήταν επίσης έντονα και απειλητικά, κυριαρχούσε το μαύρο
αλλά υπήρχαν και πολύ ζωηροί τόνοι κόκκινου και κίτρινου. Η μια
αράχνη είχε υφάνει το πλέγμα της προς την πλευρά της θάλασσας, η άλλη προς την πλευρά από όπου είχα φτάσει στο μονοπάτι. Οι δύο ιστοί ήταν στο ίδιο ύψος, εκτείνονταν σχεδόν για
ένα μέτρο ο καθένας, και οι υφαντριές τους ποτέ δεν εγκατέλειπαν τις θέσεις τους στο κέντρο τους.
Φυσικά φοβόμουν πως καθώς θα επιχειρούσα να περάσω από
το κενό σημείο ανάμεσα στις άκρες των ιστών, τα όντα εκείνα
θα επιτίθονταν.”
― Η Χρυσαλίδα
αναμνήσεις μου, σε κάποιο καλοκαίρι των πρώτων παιδικών μου
χρόνων, περπατούσα σε ένα χωμάτινο μονοπάτι που περιβαλλόταν από πυκνή βλάστηση. Ήταν εκείνη η στενωπός ο μόνος
δρόμος για να φτάσω στη θάλασσα, όπου ήταν κι ο προορισμός
μου, για να κολυμπήσω. Ωστόσο πάντα εκείνες τις μέρες δίσταζα
να προχωρήσω στο μονοπάτι διότι γνώριζα πολύ καλά ότι στην
άκρη του, στο στενότερο του σημείο, εκατοστά πριν να φανερωθεί το άνοιγμα από το οποίο θα κατέβαινα στην ακρογιαλιά,
είχαν τον ιστό τους δύο γιγαντιαίες αράχνες.
Δεν ήταν μονάχα το μέγεθός τους που με τρόμαζε. Τα χρώματα ήταν επίσης έντονα και απειλητικά, κυριαρχούσε το μαύρο
αλλά υπήρχαν και πολύ ζωηροί τόνοι κόκκινου και κίτρινου. Η μια
αράχνη είχε υφάνει το πλέγμα της προς την πλευρά της θάλασσας, η άλλη προς την πλευρά από όπου είχα φτάσει στο μονοπάτι. Οι δύο ιστοί ήταν στο ίδιο ύψος, εκτείνονταν σχεδόν για
ένα μέτρο ο καθένας, και οι υφαντριές τους ποτέ δεν εγκατέλειπαν τις θέσεις τους στο κέντρο τους.
Φυσικά φοβόμουν πως καθώς θα επιχειρούσα να περάσω από
το κενό σημείο ανάμεσα στις άκρες των ιστών, τα όντα εκείνα
θα επιτίθονταν.”
― Η Χρυσαλίδα
“Αρχικά είχα εκνευριστεί από τα λεγόμενα του γιατρού. Βέβαια
δεν είχα ποτέ την πεποίθηση πως εκείνος συμμετείχε στη σύνθετη
και επικίνδυνη -μα τελικά όπως όλα έδειχναν εντελώς επιτυχή-
εγχείρηση μου. Αυτό το προδίκασα από το βλέμμα του, που ήταν
πολύ ήρεμο απέναντι στο ξαπλωμένο μου σώμα. Δεν είχε σημασία
πως πέρα από το κεφάλι όλα καλύπτονταν από το λευκό σεντόνι.
Ήταν και πάλι στενάχωρο να έχουν στείλει εδώ κάποιον που δεν
είχε ενημερωθεί για τον λόγο της παρουσίας μου στο δωμάτιο.
Μου μιλούσε εξ αρχής στον πληθυντικό, παρόλο που είναι αρκετά μεγαλύτερος από εμένα. Δυσκολεύτηκα λιγάκι να κατανοήσω
γιατί με ρώτησε τι μου είχε συμβεί πίσω στο ισόγειο της πολυκατοικίας μου. Οπωσδήποτε είχε λόγο να το πράξει, αφού όπως
σύντομα αποδείχτηκε ήταν όχι ένας χειρούργος, αλλά κάποιο
μέλος της ψυχιατρικής κλινικής του νοσοκομείου.
Υποστήριξα πως, φυσικά, δεν ήταν ευχάριστο αυτό που μου
συνέβη. Τώρα ήμουν καλά ωστόσο· όσο καλά θα μπορούσα να
ελπίζω πως θα ήμουν έπειτα από μια τέτοια εξέλιξη. Φάνηκε να
ηρεμεί με την απάντησή μου αυτή, το πρόσωπό του έγινε λιγότερο απόμακρο, έτσι και για εμένα ήταν εύκολο να χαμογελάσω,
και αυτό έμοιασε να τον ικανοποιεί ακόμα περισσότερο.
Δεν είχε όμως μεγάλη διάρκεια αυτή η γαλήνη, καθώς έπειτα
ισχυρίστηκε ότι ορισμένοι άνθρωποι που με είχαν δει το πρωί
τρόμαξαν από την κατάστασή μου. Κατά περίεργο τρόπο ήταν
σαν να επισήμαινε πως είχε εκδηλωθεί μια έντονη ανησυχία για
εμένα που τώρα όμως δε θα όφειλε να υφίσταται πια... Από τηνπλευρά μου, παρατήρησα ότι δεν είχα ακριβώς περάσει αλώβητος από το γεγονός του πρωινού.
Από εκεί και πέρα η συζήτησή μας απέκτησε ραγδαία μια εντελώς διαφορετική χροιά. Με ρώτησε τι εννοούσα. Έμεινα για λιγάκι
σιωπηλός, ήδη αισθανόμουν ενοχλημένος, τελικά είπα γυρνώντας
το κεφάλι μου προς τον τοίχο πως η εγχείρηση βέβαια είχε προφανώς πετύχει, αλλά ήταν τουλάχιστον ομοίως εύλογο να ειπωθεί ότι υπήρξε ένα σημαντικό τίμημα για να κρατηθώ στη ζωή.
Δε θέλω καν να θυμάμαι πώς αισθάνθηκα όταν με ρώτησε,
ξαφνιασμένος, για ποια εγχείρηση μιλούσα...
[…]
Η αρχή του διηγήματος “Η Χρυσαλίδα”...”
― Η Χρυσαλίδα
δεν είχα ποτέ την πεποίθηση πως εκείνος συμμετείχε στη σύνθετη
και επικίνδυνη -μα τελικά όπως όλα έδειχναν εντελώς επιτυχή-
εγχείρηση μου. Αυτό το προδίκασα από το βλέμμα του, που ήταν
πολύ ήρεμο απέναντι στο ξαπλωμένο μου σώμα. Δεν είχε σημασία
πως πέρα από το κεφάλι όλα καλύπτονταν από το λευκό σεντόνι.
Ήταν και πάλι στενάχωρο να έχουν στείλει εδώ κάποιον που δεν
είχε ενημερωθεί για τον λόγο της παρουσίας μου στο δωμάτιο.
Μου μιλούσε εξ αρχής στον πληθυντικό, παρόλο που είναι αρκετά μεγαλύτερος από εμένα. Δυσκολεύτηκα λιγάκι να κατανοήσω
γιατί με ρώτησε τι μου είχε συμβεί πίσω στο ισόγειο της πολυκατοικίας μου. Οπωσδήποτε είχε λόγο να το πράξει, αφού όπως
σύντομα αποδείχτηκε ήταν όχι ένας χειρούργος, αλλά κάποιο
μέλος της ψυχιατρικής κλινικής του νοσοκομείου.
Υποστήριξα πως, φυσικά, δεν ήταν ευχάριστο αυτό που μου
συνέβη. Τώρα ήμουν καλά ωστόσο· όσο καλά θα μπορούσα να
ελπίζω πως θα ήμουν έπειτα από μια τέτοια εξέλιξη. Φάνηκε να
ηρεμεί με την απάντησή μου αυτή, το πρόσωπό του έγινε λιγότερο απόμακρο, έτσι και για εμένα ήταν εύκολο να χαμογελάσω,
και αυτό έμοιασε να τον ικανοποιεί ακόμα περισσότερο.
Δεν είχε όμως μεγάλη διάρκεια αυτή η γαλήνη, καθώς έπειτα
ισχυρίστηκε ότι ορισμένοι άνθρωποι που με είχαν δει το πρωί
τρόμαξαν από την κατάστασή μου. Κατά περίεργο τρόπο ήταν
σαν να επισήμαινε πως είχε εκδηλωθεί μια έντονη ανησυχία για
εμένα που τώρα όμως δε θα όφειλε να υφίσταται πια... Από τηνπλευρά μου, παρατήρησα ότι δεν είχα ακριβώς περάσει αλώβητος από το γεγονός του πρωινού.
Από εκεί και πέρα η συζήτησή μας απέκτησε ραγδαία μια εντελώς διαφορετική χροιά. Με ρώτησε τι εννοούσα. Έμεινα για λιγάκι
σιωπηλός, ήδη αισθανόμουν ενοχλημένος, τελικά είπα γυρνώντας
το κεφάλι μου προς τον τοίχο πως η εγχείρηση βέβαια είχε προφανώς πετύχει, αλλά ήταν τουλάχιστον ομοίως εύλογο να ειπωθεί ότι υπήρξε ένα σημαντικό τίμημα για να κρατηθώ στη ζωή.
Δε θέλω καν να θυμάμαι πώς αισθάνθηκα όταν με ρώτησε,
ξαφνιασμένος, για ποια εγχείρηση μιλούσα...
[…]
Η αρχή του διηγήματος “Η Χρυσαλίδα”...”
― Η Χρυσαλίδα
“Είναι πράγματα που για να περιγραφούν δεν αρκεί μια μεγάλη
ικανότητα με τις λέξεις. Μοιάζει η προσπάθεια να μιλήσεις γι’
αυτά με την απαίτηση όχι μόνο να πετάξεις με το χέρι ένα μικρό
αντικείμενο ώστε να εισέλθει σε μια σχεδόν ομοίου μεγέθους
εσοχή ψηλά σε κάποιο τοίχο, μα ταυτόχρονα να περάσει αυτό
εκεί ακριβώς με την ορμή και τη φορά που απαιτείται ώστε πέρα
από τον πρώτο τοίχο να βρει στη συνέχεια και ένα δεύτερο
στόχο, που εξάλλου δε φαίνεται από εκεί όπου είσαι...”
― Η Χρυσαλίδα
ικανότητα με τις λέξεις. Μοιάζει η προσπάθεια να μιλήσεις γι’
αυτά με την απαίτηση όχι μόνο να πετάξεις με το χέρι ένα μικρό
αντικείμενο ώστε να εισέλθει σε μια σχεδόν ομοίου μεγέθους
εσοχή ψηλά σε κάποιο τοίχο, μα ταυτόχρονα να περάσει αυτό
εκεί ακριβώς με την ορμή και τη φορά που απαιτείται ώστε πέρα
από τον πρώτο τοίχο να βρει στη συνέχεια και ένα δεύτερο
στόχο, που εξάλλου δε φαίνεται από εκεί όπου είσαι...”
― Η Χρυσαλίδα

Μία λέσχη για όλους τους Βιβλιοσκώληκες του κόσμου, με video reviews για βιβλία που αγαπάμε.

Για τους λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας

Η ελληνική ομάδα για το διάβασμα και το ξαναδιάβασμα. Γνωστή και ως Λέσχη του Βιβλίου.

Franz Kafka's most famous works: The Metamorphosis, The Trial, The Castle, ... ...more