Ορατή σαν αόρατη Quotes
Ορατή σαν αόρατη
by
Ζυράννα Ζατέλη161 ratings, 3.92 average rating, 26 reviews
Ορατή σαν αόρατη Quotes
Showing 1-12 of 12
“Καμιά φορά όταν δεν γίνεται κάτι, είναι σαν να έγιναν όλα.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“(Η γάτα στην βιβλιοθήκη της Λεύκας:) Και την έβλεπες να διασχίζει εκείνο το δάσος του βαμμένου πράσινου γραφείου, απέραντο κατά μία έννοια, που δεν είχε μόνο χειρόγραφα, βιβλία, τετράδια και τα συναφή. Είχε και πλήθος ομοιώματα, πέτρινα, ξύλινα, κοκάλινα, ή πήλινα, από διάφορες άλλες γάτες, γενικώς από ζώα και πτηνά, από σαύρες επίσης, χελώνες, σκαραβαίους, σκαντζόχοιρους.
Την έβλεπες να κυκλοφορεί ανάμεσα τους, να ελίσσεται ακόμη και οπισθοπατώντας, ως να διέθετε και κάτω από τις πατούσες της μάτια. Ποτέ δεν έριξε, ούτε έσπασε το παραμικρό. Ίσως να το μετακινούσε ελαφρώς, ή να το αναποδογύριζε εν μέρει και να σταθεί να το μυρίσει επίμονα, να αφουγκραστεί τί πιθανόν είχε να πει κι αυτό για την δική του παράδοξη ύπαρξη. Ήταν αξιοθαύμαστη. Ένα αερικό σε σώμα γάτας, με βλέμμα κουκουβάγιας που καθήλωνε.”
― Ορατή σαν αόρατη
Την έβλεπες να κυκλοφορεί ανάμεσα τους, να ελίσσεται ακόμη και οπισθοπατώντας, ως να διέθετε και κάτω από τις πατούσες της μάτια. Ποτέ δεν έριξε, ούτε έσπασε το παραμικρό. Ίσως να το μετακινούσε ελαφρώς, ή να το αναποδογύριζε εν μέρει και να σταθεί να το μυρίσει επίμονα, να αφουγκραστεί τί πιθανόν είχε να πει κι αυτό για την δική του παράδοξη ύπαρξη. Ήταν αξιοθαύμαστη. Ένα αερικό σε σώμα γάτας, με βλέμμα κουκουβάγιας που καθήλωνε.”
― Ορατή σαν αόρατη
“Μπορεί απλώς να ήταν τετρατάξια τα σχολεία, μα είχαν τη φύση γύρω τους. Τί άλλη εξήγηση να δώσει κανείς; Είχαν τις βουλές της φύσης αδιαμεσολάβητες, σε καθημερινή συνομιλία μαζί τους. Είχαν τα ζώα, τα βότανα, τα χώματα, τα όνειρα στον ύπνο τους, τις ψυχές των νεκρών, που τις ανακρατούσε ο αέρας που αναπνέανε. Κι αυτό όλο πλούτιζε, φαίνεται, τον ψυχισμό τους κι έβγαινε και στις κουβέντες τους.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“(Η γάτα στην βιβλιοθήκη της Λεύκας:) Και την έβλεπες να διασχίζει εκείνο το δάσος του βαμμένου πράσινου γραφείου, απέραντο κατά μία έννοια, που δεν είχε μόνο χειρόγραφα, βιβλία, τετράδια και τα συναφή. Είχε και πλήθος ομοιώματα, πέτρινα, ξύλινα, κοκάλινα, ή πήλινα, από διάφορες άλλες γάτες, γενικώς από ζώα και πτηνά, από σαύρες επίσης, χελώνες, σκαραβαίους, σκαντζόχοιρους.
Την έβλεπες να κυκλοφορεί ανάμεσα τους, να ελίσσεται ακόμη και οπισθοπατώντας, ως να διέθετε και κάτω από τις πατούσες της μάτια. Ποτέ δεν έριξε, ούτε έσπασε το παραμικρό. Ίσως να το μετακινούσε ελαφρώς, ή να το αναποδογύριζε εν μέρει και να σταθεί να το μυρίσει επίμονα, να αφουγκραστεί τί πιθανόν είχε να πει κι αυτό για την δική του παράδοξη ύπαρξη. Ήταν αξιοθαύμαστη. Ένα αερικό σε σώμα γάτας, με βλέμμα κουκουβάγιας που καθήλωνε.”
― Ορατή σαν αόρατη
Την έβλεπες να κυκλοφορεί ανάμεσα τους, να ελίσσεται ακόμη και οπισθοπατώντας, ως να διέθετε και κάτω από τις πατούσες της μάτια. Ποτέ δεν έριξε, ούτε έσπασε το παραμικρό. Ίσως να το μετακινούσε ελαφρώς, ή να το αναποδογύριζε εν μέρει και να σταθεί να το μυρίσει επίμονα, να αφουγκραστεί τί πιθανόν είχε να πει κι αυτό για την δική του παράδοξη ύπαρξη. Ήταν αξιοθαύμαστη. Ένα αερικό σε σώμα γάτας, με βλέμμα κουκουβάγιας που καθήλωνε.”
― Ορατή σαν αόρατη
“Τις προάλλες γυρνούσαν από ένα χωράφι. Είχε βραδιάσει κι είχε τέτοιο φεγγαρόφωτο, που τα δέντρα έριχναν σκιές. Τα δέντρα, οι φράχτες... Ακουγόταν κι ένας γκιώνης κάθε πέντε δικά τους βήματα. Έτρωγαν απ' τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς και της μιλούσε ο θείος για μια ρωσσίδα ποιήτρια με δύσκολη ζωή. Έφτυνε τα κουκούτσια μαλακά μεσ' τη χούφτα του κι απάγγελνε ωραίους στίχους της.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Γονάτισαν για να παρακολουθήσουν ως άρμοζε την πιο ανεκδιήγητη πομπή. Πενήντα στρατιές από μυρμήγκια, αμέτρητα μυρμήγκια, είχαν συναχθεί και κουβαλούσαν την νεκρή οχιά, την ανέλπιστη λεία τους, που θα τα έθρεφε για πολλά τέρμηνα, ξεπερνώντας ό,τι μικροεμπόδια στο διάβα τους, άνθρωπο μόνο μην συναντούσαν, κακόν άνθρωπο που θα τα 'κανε όλα στράφι για το έτσι του.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Είδα με τα μάτια μου ένα άλογο να ξεψυχάει χλιμιντρίζοντας σαν να ήταν πουλαράκι. Θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Αλλιώς, αν χλιμίντριζε κανονικά, θα μας έπαιρνε όλους στο φευγιό του.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Εγώ εσένα σε θυμάμαι απ όταν ήσουνα στην κούνια και την κούνια απ' όταν ήταν καρυδιά.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Την βρίσκουμε να ξυπνάει ένα χάραμα, νύχτα ακόμη, από 'να πρωτόγνωρο ήχο. Κάτι ανάβλυζε μεσ' το λαρύγγι της, ρόγχος λαγαρός, μια ομιλία υγρή και απόκοσμη και παιχνιδιάρικη, που λίγο είναι να την παρομοιάσουμε με κελάρυσμα νερού μέσα από τοίχους, ή με ένα σμάρι μικρών ασημένιων κλειδιών που κατιτίς, θα ΄λεγες ποδαράκι γάτας, τα κούνησε και τα 'συρε από 'δω εκεί, μέσα σε μουσκεμένα φύλλα.
...Και δεν είχε ξαναπεθάνει για να ξέρει, μα κάπως έτσι ένιωσε πως είναι όταν πεθαίνει κάποιος, μιαψυχική εντύπωση ανόθευτη από κάθε άλλη. Η σύνοψη του κόσμου μέσα σε μια στιγμή, δράμα και πανδαισία, πριν όλα σβήσουν και πριν προλάβεις να φοβηθείς ή να σκεφτείς.”
― Ορατή σαν αόρατη
...Και δεν είχε ξαναπεθάνει για να ξέρει, μα κάπως έτσι ένιωσε πως είναι όταν πεθαίνει κάποιος, μιαψυχική εντύπωση ανόθευτη από κάθε άλλη. Η σύνοψη του κόσμου μέσα σε μια στιγμή, δράμα και πανδαισία, πριν όλα σβήσουν και πριν προλάβεις να φοβηθείς ή να σκεφτείς.”
― Ορατή σαν αόρατη
“Σε ταφές και κηδείες ανέκαθεν έτρεχε. Περισσότερο από γάμους και βαφτίσια, οι πένθιμες καμπάνες την ξεσήκωναν, τα σκιερά βασίλεια του Άδη αντανακλούσαν μέσα της τα πέρατα του βίου. Βάθη ζωής απροσμέτρητα. Μια παθιασμένη συγκίνηση την πάλευε, την τρυγούσε, την έκανε κτήμα της. Της κόστιζε κιόλας όσο δεν λέγεται αυτό της μοίρας το γραμμένο, η υπέρτατη ταπείνωση. Κι έψελνε μεσ' το κεφαλάκι της ένα λογής ματαιότις ματαιοτήτων, που ήταν όμως - για δες - κι ευφορία για την ζώσα ψυχούλα της.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Τα καλοκαίρια τα περνούσε στα χωράφια, το περισσότερο. Πού την είχες, πού την έχανες, στα χωράφια η Οφία. Θα την τραβούσε κάτι εκεί, δεν εξηγείται αλλιώς, θραύσματα ίσως, οσμές χόρτων και χώματος από κάποια αρχική ζωή.
Αλλά κι εκείνοι απ' την μεριά τους δεν το είδαν αυτό με στραβό μάτι. Έχοντας την λίγο πολύ για στοιχειό, ένα ξωμερίτικο δύσμορφο πλάσμα, όχι μια κι έξω κακό αλλά και πόσο καλό δεν ήξερε κανένας, σκέφτονταν και το άλλο: Δεν αποκλείεται σου λέει να δράσει ως φόβητρο για τα διάφορα ζαβά και πονηρά και κατεργάρικα διαβόλια και τριβόλια που αφθονούσαν κάτω από τη γη και επιβουλεύονταν τα αγαθά της.”
― Ορατή σαν αόρατη
Αλλά κι εκείνοι απ' την μεριά τους δεν το είδαν αυτό με στραβό μάτι. Έχοντας την λίγο πολύ για στοιχειό, ένα ξωμερίτικο δύσμορφο πλάσμα, όχι μια κι έξω κακό αλλά και πόσο καλό δεν ήξερε κανένας, σκέφτονταν και το άλλο: Δεν αποκλείεται σου λέει να δράσει ως φόβητρο για τα διάφορα ζαβά και πονηρά και κατεργάρικα διαβόλια και τριβόλια που αφθονούσαν κάτω από τη γη και επιβουλεύονταν τα αγαθά της.”
― Ορατή σαν αόρατη
“Και μετά στα σύρματα οι απλωμένες φανέλες του, τα μακριά σώβρακα, καθώς ο άνεμος τα χτυπούσε κατάλληλα τυλίγονταν στο πρόσωπό της και την έπνιγαν, την μούσκευαν, την φέρναν στην ανάγκη να μουγκρίσει, αλλά από μέσα της μονάχα. Και τα άφησε εκεί, όλη μέρα κι όλη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα, με τον αέρα μισοστέγνωναν, ύστερα πάλι νότιζαν. Ήλιος δεν έβγαινε ούτε γι’ αστείο. Και το δεύτερο βράδυ, προς τα χαράματα δηλαδή, που η ανεμοταραχή δυνάμωσε κι άλλο και τα μαστίγωνε πια, τα ‘βαζε να δέρνονται μεταξύ τους και να βογκούν σα νοματαίοι, πήγε αυτή και τα απάλλαξε απ’ τα διπλά και τριπλά μανταλάκια τους. Τα είδε να πετάν από ‘δω κι από ‘κει, άσωτα χέρια και πόδια και λαιμοί, μέχρι που χάθηκαν τελείως. Και κατάλαβε τότε ότι τον είχε αγαπήσει πάρα πολύ και καθόλου.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
