Goodreads helps you follow your favorite authors. Be the first to learn about new releases!
Start by following Ζυράννα Ζατέλη.
Showing 1-26 of 26
“Αν δε στοιχειώσεις άνθρωπο, βιβλίο δε στεριώνει”
―
―
“Πάει κιόλας πολύς καιρός που περιμένω την ώρα και την στιγμή να γράψω για κάποια δάκρυα της παιδικής μου ζωής, που, ενώ κανείς δεν μου τα δίδαξε, μου δίδαξαν εκείνα κάτι.”
― Στην ερημιά με χάρι
― Στην ερημιά με χάρι
“Ω, οι μικροί πετεινοί δεν αγαπούν τον ορνιθώνα, του αρέσει μόνος του, κάνει καντάδες στο φεγγάρι.”
― Το πάθος χιλιάδες φορές
― Το πάθος χιλιάδες φορές
“Αν ήμουν σίγουρη ότι θα μπορώ να γράφω και μετά θάνατον, θα πέθαινα κάθε χρόνο ή τουλάχιστον χρόνο παρά χρόνο.”
―
―
“Ή όπως όταν βρέχει ασταμάτητα, για μέρες -και κάποτε αίφνης σταματάει: δεν είναι τότε ακριβώς που ακούμε πραγματικά τη βροχή; Που συνηθήσαμε στο άκουσμά της και δεν μας έκανε πια εντύπωση, και μόνο όταν σταμάτησε την αντιληφθήκαμε; Δεν συνέβη, όταν όλα ησυχάζουν εκεί έξω, να σκεφτούμε 'έβρεχε', ενώ όσο έβρεχε μας διέφευγε το συμβάν και ο ήχος;”
―
―
“...Οι λύκοι όχι με τον καθιερωμένο φόρτο, όχι απαραιτήτως ως εχθροί, μα ως ενέχυρα της μνήμης...”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
“Ο έρωτας σε κάνει ταπεινό, υπομονετικό, αδιάφορο, να συνηχείς με τα παιδιά, με όλα και με τίποτα.”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
“Καμιά φορά όταν δεν γίνεται κάτι, είναι σαν να έγιναν όλα.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“-Μια κρύο, μια ζέστη, τί καιρό κάνει με εσένα; Κανένας δεν καταλαβαίνει.
-Υγρασία κάνει. Πολύ υγρασία. Μπήκαν νερά ως την ψυχή μου, τί δεν καταλαβαίνεις; Απ' όπου κι αν με πιάσεις, στάζω.”
―
-Υγρασία κάνει. Πολύ υγρασία. Μπήκαν νερά ως την ψυχή μου, τί δεν καταλαβαίνεις; Απ' όπου κι αν με πιάσεις, στάζω.”
―
“Τα καλοκαίρια τα περνούσε στα χωράφια, το περισσότερο. Πού την είχες, πού την έχανες, στα χωράφια η Οφία. Θα την τραβούσε κάτι εκεί, δεν εξηγείται αλλιώς, θραύσματα ίσως, οσμές χόρτων και χώματος από κάποια αρχική ζωή.
Αλλά κι εκείνοι απ' την μεριά τους δεν το είδαν αυτό με στραβό μάτι. Έχοντας την λίγο πολύ για στοιχειό, ένα ξωμερίτικο δύσμορφο πλάσμα, όχι μια κι έξω κακό αλλά και πόσο καλό δεν ήξερε κανένας, σκέφτονταν και το άλλο: Δεν αποκλείεται σου λέει να δράσει ως φόβητρο για τα διάφορα ζαβά και πονηρά και κατεργάρικα διαβόλια και τριβόλια που αφθονούσαν κάτω από τη γη και επιβουλεύονταν τα αγαθά της.”
― Ορατή σαν αόρατη
Αλλά κι εκείνοι απ' την μεριά τους δεν το είδαν αυτό με στραβό μάτι. Έχοντας την λίγο πολύ για στοιχειό, ένα ξωμερίτικο δύσμορφο πλάσμα, όχι μια κι έξω κακό αλλά και πόσο καλό δεν ήξερε κανένας, σκέφτονταν και το άλλο: Δεν αποκλείεται σου λέει να δράσει ως φόβητρο για τα διάφορα ζαβά και πονηρά και κατεργάρικα διαβόλια και τριβόλια που αφθονούσαν κάτω από τη γη και επιβουλεύονταν τα αγαθά της.”
― Ορατή σαν αόρατη
“Το Καρναβάλι εισέβαλλε πανηγυρικά και μέσα στα σπίτια - άλλαζαν οι παλμοί της καρδιάς όταν άκουγες τα κουδούνια να ξηλώνουν τις σκάλες και να 'ρχονται κατά πάνω σου - και φτάνοντας στη γωνιά όπου καθόταν το γεροντότερο και γι' αυτό σεβαστότερο πρόσωπο της οικογένειας, του έδινε με χειροφίλημα ένα απ' τα πορτοκάλια του ζητώντας να συγχωρεθούν τα αμαρτήματα' ή με την γενικότερη και μονολεκτική έκφραση "συγχωρεμένα". Στην συνέχεια απ' την χαρά του θαρρείς γι' αυτό που ζήτησε και πήρε, αλλά και γι 'αυτό που πρόσφερε, έφερνε τους πανηγυρικότερους κύκλους μες στο δωμάτιο κινώντας μπρος-πίσω το σώμα του, απανωτά, με πολλή δύναμη, έτσι που το μπατάλι να ζει τις ενδοξότερες στιγμές του φτάνοντας ως ψηλά στην πλάτη, ξαναπέφτοντας στα χαμηλά και ξαναγγίζοντας τα ύψη... Για να μην ξεχνάμε κιόλας πώς όλα αυτά λειτουργούσαν και ως πρόφαση, ευγενής πρόφαση, προκειμένου να φάνε κι οι άνθρωποι τότε ένα πορτοκάλι!...”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
“(Η γάτα στην βιβλιοθήκη της Λεύκας:) Και την έβλεπες να διασχίζει εκείνο το δάσος του βαμμένου πράσινου γραφείου, απέραντο κατά μία έννοια, που δεν είχε μόνο χειρόγραφα, βιβλία, τετράδια και τα συναφή. Είχε και πλήθος ομοιώματα, πέτρινα, ξύλινα, κοκάλινα, ή πήλινα, από διάφορες άλλες γάτες, γενικώς από ζώα και πτηνά, από σαύρες επίσης, χελώνες, σκαραβαίους, σκαντζόχοιρους.
Την έβλεπες να κυκλοφορεί ανάμεσα τους, να ελίσσεται ακόμη και οπισθοπατώντας, ως να διέθετε και κάτω από τις πατούσες της μάτια. Ποτέ δεν έριξε, ούτε έσπασε το παραμικρό. Ίσως να το μετακινούσε ελαφρώς, ή να το αναποδογύριζε εν μέρει και να σταθεί να το μυρίσει επίμονα, να αφουγκραστεί τί πιθανόν είχε να πει κι αυτό για την δική του παράδοξη ύπαρξη. Ήταν αξιοθαύμαστη. Ένα αερικό σε σώμα γάτας, με βλέμμα κουκουβάγιας που καθήλωνε.”
― Ορατή σαν αόρατη
Την έβλεπες να κυκλοφορεί ανάμεσα τους, να ελίσσεται ακόμη και οπισθοπατώντας, ως να διέθετε και κάτω από τις πατούσες της μάτια. Ποτέ δεν έριξε, ούτε έσπασε το παραμικρό. Ίσως να το μετακινούσε ελαφρώς, ή να το αναποδογύριζε εν μέρει και να σταθεί να το μυρίσει επίμονα, να αφουγκραστεί τί πιθανόν είχε να πει κι αυτό για την δική του παράδοξη ύπαρξη. Ήταν αξιοθαύμαστη. Ένα αερικό σε σώμα γάτας, με βλέμμα κουκουβάγιας που καθήλωνε.”
― Ορατή σαν αόρατη
“(Η γάτα στην βιβλιοθήκη της Λεύκας:) Και την έβλεπες να διασχίζει εκείνο το δάσος του βαμμένου πράσινου γραφείου, απέραντο κατά μία έννοια, που δεν είχε μόνο χειρόγραφα, βιβλία, τετράδια και τα συναφή. Είχε και πλήθος ομοιώματα, πέτρινα, ξύλινα, κοκάλινα, ή πήλινα, από διάφορες άλλες γάτες, γενικώς από ζώα και πτηνά, από σαύρες επίσης, χελώνες, σκαραβαίους, σκαντζόχοιρους.
Την έβλεπες να κυκλοφορεί ανάμεσα τους, να ελίσσεται ακόμη και οπισθοπατώντας, ως να διέθετε και κάτω από τις πατούσες της μάτια. Ποτέ δεν έριξε, ούτε έσπασε το παραμικρό. Ίσως να το μετακινούσε ελαφρώς, ή να το αναποδογύριζε εν μέρει και να σταθεί να το μυρίσει επίμονα, να αφουγκραστεί τί πιθανόν είχε να πει κι αυτό για την δική του παράδοξη ύπαρξη. Ήταν αξιοθαύμαστη. Ένα αερικό σε σώμα γάτας, με βλέμμα κουκουβάγιας που καθήλωνε.”
― Ορατή σαν αόρατη
Την έβλεπες να κυκλοφορεί ανάμεσα τους, να ελίσσεται ακόμη και οπισθοπατώντας, ως να διέθετε και κάτω από τις πατούσες της μάτια. Ποτέ δεν έριξε, ούτε έσπασε το παραμικρό. Ίσως να το μετακινούσε ελαφρώς, ή να το αναποδογύριζε εν μέρει και να σταθεί να το μυρίσει επίμονα, να αφουγκραστεί τί πιθανόν είχε να πει κι αυτό για την δική του παράδοξη ύπαρξη. Ήταν αξιοθαύμαστη. Ένα αερικό σε σώμα γάτας, με βλέμμα κουκουβάγιας που καθήλωνε.”
― Ορατή σαν αόρατη
“Μπορεί απλώς να ήταν τετρατάξια τα σχολεία, μα είχαν τη φύση γύρω τους. Τί άλλη εξήγηση να δώσει κανείς; Είχαν τις βουλές της φύσης αδιαμεσολάβητες, σε καθημερινή συνομιλία μαζί τους. Είχαν τα ζώα, τα βότανα, τα χώματα, τα όνειρα στον ύπνο τους, τις ψυχές των νεκρών, που τις ανακρατούσε ο αέρας που αναπνέανε. Κι αυτό όλο πλούτιζε, φαίνεται, τον ψυχισμό τους κι έβγαινε και στις κουβέντες τους.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Το πρόσωπο της γυάλισε διάφανο κάτω απ' τον ήλιο - το κάθε τί έχει μια τελευταία φορά που γίνεται.”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
“Την βρίσκουμε να ξυπνάει ένα χάραμα, νύχτα ακόμη, από 'να πρωτόγνωρο ήχο. Κάτι ανάβλυζε μεσ' το λαρύγγι της, ρόγχος λαγαρός, μια ομιλία υγρή και απόκοσμη και παιχνιδιάρικη, που λίγο είναι να την παρομοιάσουμε με κελάρυσμα νερού μέσα από τοίχους, ή με ένα σμάρι μικρών ασημένιων κλειδιών που κατιτίς, θα ΄λεγες ποδαράκι γάτας, τα κούνησε και τα 'συρε από 'δω εκεί, μέσα σε μουσκεμένα φύλλα.
...Και δεν είχε ξαναπεθάνει για να ξέρει, μα κάπως έτσι ένιωσε πως είναι όταν πεθαίνει κάποιος, μιαψυχική εντύπωση ανόθευτη από κάθε άλλη. Η σύνοψη του κόσμου μέσα σε μια στιγμή, δράμα και πανδαισία, πριν όλα σβήσουν και πριν προλάβεις να φοβηθείς ή να σκεφτείς.”
― Ορατή σαν αόρατη
...Και δεν είχε ξαναπεθάνει για να ξέρει, μα κάπως έτσι ένιωσε πως είναι όταν πεθαίνει κάποιος, μιαψυχική εντύπωση ανόθευτη από κάθε άλλη. Η σύνοψη του κόσμου μέσα σε μια στιγμή, δράμα και πανδαισία, πριν όλα σβήσουν και πριν προλάβεις να φοβηθείς ή να σκεφτείς.”
― Ορατή σαν αόρατη
“Σε ταφές και κηδείες ανέκαθεν έτρεχε. Περισσότερο από γάμους και βαφτίσια, οι πένθιμες καμπάνες την ξεσήκωναν, τα σκιερά βασίλεια του Άδη αντανακλούσαν μέσα της τα πέρατα του βίου. Βάθη ζωής απροσμέτρητα. Μια παθιασμένη συγκίνηση την πάλευε, την τρυγούσε, την έκανε κτήμα της. Της κόστιζε κιόλας όσο δεν λέγεται αυτό της μοίρας το γραμμένο, η υπέρτατη ταπείνωση. Κι έψελνε μεσ' το κεφαλάκι της ένα λογής ματαιότις ματαιοτήτων, που ήταν όμως - για δες - κι ευφορία για την ζώσα ψυχούλα της.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Γονάτισαν για να παρακολουθήσουν ως άρμοζε την πιο ανεκδιήγητη πομπή. Πενήντα στρατιές από μυρμήγκια, αμέτρητα μυρμήγκια, είχαν συναχθεί και κουβαλούσαν την νεκρή οχιά, την ανέλπιστη λεία τους, που θα τα έθρεφε για πολλά τέρμηνα, ξεπερνώντας ό,τι μικροεμπόδια στο διάβα τους, άνθρωπο μόνο μην συναντούσαν, κακόν άνθρωπο που θα τα 'κανε όλα στράφι για το έτσι του.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Μύριζε βαρελίσιο κρασί απ' έξω ακόμα. Με το που έμπαινες, έσμιγαν κι άλλες οσμές με την κυρίαρχη, όπως εκείνη απ' τα όσπρια που έβραζαν στο βάθος, πάνω σε φουφούδες, από φρεσκοκομμένο κρεμμύδι, κι ακόμη απ΄την δυνατή υγρασία που έβγαινε απ' το χωμάτινο δάπεδο - ευχάριστη αν δεν ήταν χειμώνας.
Απίθανα αντικείμενα διακοσμούσαν τους τοίχους - ανάμεσα τους ένας άψυχος αετός πάνω σε μια σανίδα, το κεφάλι ενός αγριογούρουνου σε μια άλλη, και χαμηλά σε μια γωνία, μέσα σε πουρνάρια και ξεραμένα άνθη, μια ολόκληρη αλεπού σε στάση εφόδου με μάτια γυάλινα γαλανά!”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
Απίθανα αντικείμενα διακοσμούσαν τους τοίχους - ανάμεσα τους ένας άψυχος αετός πάνω σε μια σανίδα, το κεφάλι ενός αγριογούρουνου σε μια άλλη, και χαμηλά σε μια γωνία, μέσα σε πουρνάρια και ξεραμένα άνθη, μια ολόκληρη αλεπού σε στάση εφόδου με μάτια γυάλινα γαλανά!”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
“Εγώ εσένα σε θυμάμαι απ όταν ήσουνα στην κούνια και την κούνια απ' όταν ήταν καρυδιά.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Και μετά στα σύρματα οι απλωμένες φανέλες του, τα μακριά σώβρακα, καθώς ο άνεμος τα χτυπούσε κατάλληλα τυλίγονταν στο πρόσωπό της και την έπνιγαν, την μούσκευαν, την φέρναν στην ανάγκη να μουγκρίσει, αλλά από μέσα της μονάχα. Και τα άφησε εκεί, όλη μέρα κι όλη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα, με τον αέρα μισοστέγνωναν, ύστερα πάλι νότιζαν. Ήλιος δεν έβγαινε ούτε γι’ αστείο. Και το δεύτερο βράδυ, προς τα χαράματα δηλαδή, που η ανεμοταραχή δυνάμωσε κι άλλο και τα μαστίγωνε πια, τα ‘βαζε να δέρνονται μεταξύ τους και να βογκούν σα νοματαίοι, πήγε αυτή και τα απάλλαξε απ’ τα διπλά και τριπλά μανταλάκια τους. Τα είδε να πετάν από ‘δω κι από ‘κει, άσωτα χέρια και πόδια και λαιμοί, μέχρι που χάθηκαν τελείως. Και κατάλαβε τότε ότι τον είχε αγαπήσει πάρα πολύ και καθόλου.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Κι όπως άλλοι είναι συνηθισμένοι στον παφλασμό της θάλασσας ή στο ασίγαστο θρόισμα ενός δάσους με σημύδες κι ακούνε τον παφλασμό ή το θρόισμα ακόμα κι αν -για κάποιο λόγο- σταματήσουν τα κύματα ή οι σημύδες να βομβίζουν, έτσι και κείνοι άκουγαν για μέρεςμετά, με κάποια μελαγχολική διάθεση, τα κουδούνια των Τράγων στον αέρα, βρίσκοντάς το περίεργο που οι ίδιοι οι τράγοι έλειπαν...”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
“Τις προάλλες γυρνούσαν από ένα χωράφι. Είχε βραδιάσει κι είχε τέτοιο φεγγαρόφωτο, που τα δέντρα έριχναν σκιές. Τα δέντρα, οι φράχτες... Ακουγόταν κι ένας γκιώνης κάθε πέντε δικά τους βήματα. Έτρωγαν απ' τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς και της μιλούσε ο θείος για μια ρωσσίδα ποιήτρια με δύσκολη ζωή. Έφτυνε τα κουκούτσια μαλακά μεσ' τη χούφτα του κι απάγγελνε ωραίους στίχους της.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη
“Και το πως όλη του η ευθυμία και το κέφι γύρισαν σε κοπετό και κλάμα, αυτά μόνο ο αμφίστροφος οίνος τα ξέρει. Και η ανθρώπινη καρδιά βεβαίως , η τόσο εύφλεκτη και ανυπεράσπιστη.”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
“Νύχτα, νύχτα... βαθειά κολυμβήθρα για όλους!
Η νύχτα τους ευνόησε, οι ανταύγειες της φωτιάς τους φώτιζαν όλους με τρόπο ελλειπτικό και μυστηριώδη, ο αέρας έκλαιγε σαν ύαινα έξω απ' τα παράθυρα, τα τρία παιδιά της Μύρας αποκοιμήθηκαν γλυκά και η Πολυξένη έφερε ψημένα κυδώνια σε μαύρη λειωμένη ζάχαρη.”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
Η νύχτα τους ευνόησε, οι ανταύγειες της φωτιάς τους φώτιζαν όλους με τρόπο ελλειπτικό και μυστηριώδη, ο αέρας έκλαιγε σαν ύαινα έξω απ' τα παράθυρα, τα τρία παιδιά της Μύρας αποκοιμήθηκαν γλυκά και η Πολυξένη έφερε ψημένα κυδώνια σε μαύρη λειωμένη ζάχαρη.”
― Και με το φως του λύκου επανέρχονται
“Είδα με τα μάτια μου ένα άλογο να ξεψυχάει χλιμιντρίζοντας σαν να ήταν πουλαράκι. Θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Αλλιώς, αν χλιμίντριζε κανονικά, θα μας έπαιρνε όλους στο φευγιό του.”
― Ορατή σαν αόρατη
― Ορατή σαν αόρατη




