Η μενεξεδένια πολιτεία Quotes
Η μενεξεδένια πολιτεία
by
Angelos Terzakis742 ratings, 3.82 average rating, 57 reviews
Η μενεξεδένια πολιτεία Quotes
Showing 1-20 of 20
“Δεν του τύχαινε να συχνά να κάνει όνειρα. Απ'όλα περισσότερο του έλειπε ο αισθηματισμός, κ'η φαντασία του ανάδινε μια λάμψη τυφλωτική και κρύα. Φλόγα δίχως θερμότητα, σέλας πολικό. Τη φαντασία τη φτερώνει ο ενθουσιασμός, όμως αυτός δε γνώρισε ποτέ του ενθουσιασμούς. (...) Μα κάποτε, κινημένος από την οργή, ρέμβαζε. Η οργή η ανικανοποίητη ρεμβάζει, για να χορτάσει με τις σάρκες της.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Ούτε τα μάνταλα, ούτε κ' η αγκαλιά κρατάνε κοντά σου τους ανθρώπους. Τίποτα! Περνάνε μοναχικοί κι' ακατανόητοι, μέσα στ' όραμα του φεγγαριού, και το αίμα σου το ίδιο θα ζωντανέψει μια μέρα και θα ενσαρκωθεί μόνο και μόνο για να σ' απαρνιέται.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Από τους δέκα ανθρώπους που σου ζητάνε τη γνώμη σου για κάτι, οι εννέα το κάνουνε μονάχα για να σου πούνε τη δική τους.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Είτανε μιά από τις εξαντλητικές εκείνες, τις υπεράνθρωπες νίκες, που αν δεν τις έτρωγε η αφάνεια της καθημερινής ζωής, αν είτανε δυνατό να γίνουν με κάθε τους λεπτομέρεια γνωστές, θα κινούσαν το θαυμασμό. Έτσι, συχνά, για τα μέτρια αποτελέσματα, χρειάζεται να χυθεί ο αιματερός ιδρώτας, όταν οι μεγάλες πράξεις γίνονται με μια χειρονομία απλή.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Το ξαφνικό θέαμα μιας σάρκας που κίνησε το μεγάλο και μαρτυρικόν πόθο φέρνει μία φρίκη μυστική, έτσι σαν το άγγελμα του υπερούσιου. Το αιώνιο ανεκπλήρωτο της ικανοποίησης, η βαθύτατη αδυναμία του ανθρώπου να καθηλώσει την απόλυτη απόλαυση, γίνονται μεμιάς τότε φανερά.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Στο βάθος, πίσω κι'απ'αυτήν την απόφαση να φανεί τίμιος, δεν είτανε παρά ο εγωισμός του που αγωνιούσε. Η ανάγκη της ανάτασης, ο πόθος του ηρωισμού που θα μας εξυψώσει στα μάτια του εαυτού μας, μήπως δεν είναι το συνηθέστερο ελατήριο κάθε μας πράξης ενάρετης; Έτσι πίσω κι απ'την πιο αγνή θυσία, κρύβεται η στενή ιδιοτέλεια της φιλαρέσκειας, ενός μεταρσιωμένου, πες, ναρκισσισμού. Κι' ο δισταγμός ανάμεσα σε μια χειρονομία ωραία ή μια κακοήθεια, κρύβει την ίδια και κοινή αγωνία: Τη δίψα της περηφάνειας. Της αγγελικής ή της σατανικής.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Αυτός ξεδίπλωσε την εφημερίδα κι έκανε να διαβάσει. Όμως, τα μάτια του χώνευαν σ' αφηρημάδα θολή. Αδειανές που ήταν αυτές οι μέρες! Από μικρός τις γιορτάδες τις φοβότανε, αντίθετα από τ' άλλα τα παιδιά. Στάλαζαν στην καρδιά του μια χαύνωση λυπητερή, ανεξήγητη θλίψη. Πώς θα περνούσαν όλες αυτές οι ώρες ίσαμε το βράδυ, Θε μου, κι ίσαμ' αύριο;”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Σε τόξο μεγάλο, αγνάντια, γαλαχτώνει τον ορίζοντα φεγγοβολή θαμπή. Κάτω, μακρυά σειρά από αστράκια κίτρινα, πεσμένα στο χώμα, τεντώνεται και λαμπυρίζει, αλυσίδα παχιά, χρυσή. Σα φίδι τεράστιο μοιάζει, που αποκοιμήθηκε ανάμεσα σε τρία βουνά, με το λαιμό χυμένο προς τη θάλασσα, και τα λέπια του παιζογυαλίζουν. Χαμένος, κοιτάζει. Πότε έγινε αυτό το ανεξήγητο; Χρόνια τώρα, ζώντας στην ίδια τούτη πολιτεία, κυκλοφορεί κι'αυτός στο αίμα της, το μενεξελί και νεανικό, που εμψυχώνει τις αρτηρίες της.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Δυο εχθροί, ένας απ'έξω, ένας από μέσα. Πουθενά γλυτωμός άλλος από τη μαγκουφιά της ερημιάς στα γερατειά. Κήρυξαν σε διωγμό τον έρωτα, την πράξη την ερωτική, γιατί νομίζετε; Για να κεντρίσουν τη ζήτηση, να σε βασανίσουν σοφά με τη στέρηση, να σε κατασπαράξουν με τον πόθο. Ψυχολογικός καταναγκασμός! Υψηλή τέχνη!... Προσέξατε τα κορίτσια σας, το νου σας μην παραστρατήσουν! Διδάξετε τους καλά το εμπόριο, είναι πράξη ανώτερης ηθικής. Και πέστε τους πως είναι αίσχος να πουλάνε το κορμί τους. Την ψυχή τους, αυτήν, μπορούνε να την πουλάνε λεύτερα. Ο σκοπός είναι "ιερός"!”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Η σύναξη εδώ των ψυχών, μέσα στο ίδιο χωνευτήρι, έχει προικίσει την πολιτεία με μια δική της, ανεξάρτητη ζωή, κάποιαν υπερφυσική ύπαρξη που χτυπάει μέσαθε, σα μεγάλη υποχθόνια καρδιά. Το γέννημα τούτο του πλήθους απαρνήθηκε τη φύτρα του και τώρα, θεριεμένο σε τέρας συμβολικό, κυβερνάει την ανθρωπομάζα. Το δουλεύουν οι άνθρωποι νυχτοήμερα, το ποτίζουν με τον ιδρώτα τους, του προσφέρνουν τροφή την καρδιά τους. Φευγαλέα, μυστικά, το χνώτο του γλυστράει στο αίμα τους και το δαιμονίζει. Κυβερνάει η πολιτεία τους ανθρώπους σα θεότητα απόκρυφη, δυναστική, με το αόρατο γνέψιμο της Μοίρας.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Μια οσμή ύποπτη, από ανθρώπινα, υγρά εκκρίματα, νοτίζει τις πλάκες, τους τοίχους, και ξεφυσαίνει σα χνώτο πνιγερό από στενά παράθυρα. Θαρείς κι'όλη τούτη η πλάση, η άχαρη ανθρωποσπόρα που μερμηγκιάζει σκουληκιάζοντας πάνω στη φλούδα του πλανήτη, δεν έχει για προορισμό της άλλο παρά να βοσκίζει τη βρώμα της κ'ύστερα να στραγγίζει στις γωνιές τους σιχαμερούς χυμούς της.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Αντίκρυζε το μέλλον μ'ανησυχία, αλλά και κάποια μοιρολατρεία ρομαντική, την αβουλία του ανθρώπου που αδιαφορεί για τη ζωή, ίσως γιατί την έχει πολύ αγαπήσει. Οι φιλήδονοι της ευτυχίας, αυτοί που δεν κατόρθωσαν να γνωρίσουν της χαρά στις πιο πλατειές εξάρσεις της, έτσι ξεπέφτουνε μια μέρα στον ίμερο της εκμηδένισης. Μνησικακία ατάραχη, πικρή και άβουλη τον συνείχε.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Και νευρίαζε, υπόφερε μουγκά γιατί δε μπόρεσε ποτέ του να λυθεί από το μαγκάνι της υποταγής που φαρμάκωνε τόσο τη ζωή του.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Την κοίταζε απλωμένην ανάερα, απέραντη κι'άσπρη, μέσα σε χνώτο χρυσαφί, να τεντώνεται με χάρη νωχελική νεαρής εταίρας. Το ξανθό χνούδι της, άχνινο σα γύρη, τρέμιζε στον αέρα, κι' ο ήλιος το κεντούσε με νήματα στραφταλιστά. Την κοίταζε και συλλογιζόταν πόσο την αγαπούσε, δίχως προσποίηση αυτό, δίχως ρομαντισμό κανένα. Ο έρωτας της σα νάχει μπει στο αίμα του ασύνειδα, από χρόνια μακρυνά, με την καθημερινή του ανάσα.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“...μες από δύστυχα σπιτάκια. Τα κοίταζε για πολλοστή φορά, ζερβόδεξα του, να ισορροπούνε πάνω σε βόλους χώμα ετοιμόρροπους, πολύπλοκα, πολύχρωμα, και να μορφάζουν τον ταπεινό μορφασμό της φτώχιας. Σαν άχαρα παιχνίδια μικροσκοπικά,μοιάζανε απ'αυτά που σκαρώνουν τα παιδάκια της φτωχολογιάς, καλύβες με κουτιά από σπίρτα. Τ'αγαπούσε. Του έδιναν κάτι από την ρομαντικήν απόλαυση, την άκαρδη, του περιηγητή. Τα κοίταζε με το εκτιμητικό μάτι του συλλέχτη, ψαχουλεύοντας αδηφάγα τη γραφική τους θωριά, ποτισμένος από αργόσχολη διάθεση φιλολογίας.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Το βράδι εκείνο, όταν η μενεξεδένια πολιτεία θα σβύσει πίσω στον ορίζοντα, όταν ο άνεμος της εξοχής θ'αρχίζει να φέρνει την παγερή ανάσα της νύχτας, την υγρή μυρωδιά του χορταριού, η ορφάνια θ'ανέβει στην ψυχή του και θα την πνίξει. Κάτι θα ραΐσει τότε μέσα του, κ' έπειτα θα το σέρνει αθεράπευτο σ'όλη τη ζωή του.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Μέσα στο φωτερό πανηγύρι της πολιτείας, είχε κατορθώσει εκείνη ν' απομονώσει ένα υγρό κομμάτι σκιάς, και το βαστούσε φιλάργυρα κλειδωμένο με λατρεία σκοτεινή, ισόβιο μνημόσυνο ανήλιαγης ψυχής, κεκοιμημένης.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Είχε κάτι από τη δική του τη χαύνη ύπαρξη η άσκοπη τούτη επιμονή της ψιχάλας. Την ύπαρξη του που την είχε απορροφήσει πάλι κι' αναπόδραστα, ύστερα από την πρόσκαιρη αναλαμπή της ζέστης, η ράθυμη ατονία του ρεμβασμού. Κοίταζε δίχως σκέψη, μυρίζοντας με μικρές - μικρές ανάσες το χνώτο της βρεμένης γης.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Είταν άραγε η εκκρεμότητα της θέσης του, ή ήταν η καθυστερημένη παιδιάστικη εξάρτηση, που τον έσπρωχνε έτσι δυναστικά , να βρίσκει αποκούμπι στη σκιά της; Δεν ήξερε. Οι στοχασμοί του τη στιγμή τούτη ξεπρόβαιναν μπερδεμένοι και θαμποί από τα δάκρυα. Ένιωθε κάτι κρυερό κι' απειλητικό να τον ζυγώνει από γύρω, σαν κύκλος μαύρος που κλείνει, τη μοναξιά που έρχεται, την ερημιά από κάθε στοργή, τον κόσμο που αδειάζει.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
“Αργά, ανεπαίσθητα, κι' όμως σταθερά, η ζωή αλλάζει όψη. Στάλα τη στάλα το κάθε περιστατικό έρχεται ν' αλλοιώσει τη μορφή της, κι' ακόμα οι πιο ήρεμες, οι πιο ασάλευτες στιγμές, δουλεύουνε βουβά για το ξανάπλασμα της.”
― Η μενεξεδένια πολιτεία
― Η μενεξεδένια πολιτεία
